Του Γιώργου Αγγελόπουλου
Ρούλα αλ-Σάφαρ
Στις 14 Φεβρουαρίου, η Ρούλα αλ-Σάφαρ έσπευσε να βοηθήσει όταν πληροφορήθηκε πως το Νοσοκομείο Σαλμανίγια της Μανάμα είχε γεμίσει τραυματίες μετά τη βίαιη καταστολή των διαδηλωτών στο Μπαχρέιν. Δεν εργαζόταν στο συγκεκριμένο νοσοκομείο, όμως ως καθηγήτρια στο Κολέγιο Επιστημών της Υγείας, που στεγάζεται μέσα στο συγκρότημα του Σαλμανίγια, και ως πρόεδρος του Συλλόγου Νοσηλευτριών του Μπαχρέιν, προσέφερε εθελοντικά τις υπηρεσίες της, ξέροντας πως οι γιατροί χρειάζονταν βοήθεια. Αυτό που δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ήταν πως, προσφερόμενη να σώσει ζωές, θα έθετε σε κίνδυνο τη δική της και θα καταδικαζόταν σε κάθειρξη 15 ετών στο τέλος μιας δίκης που διήρκεσε μόλις μερικά λεπτά! Η εκδίκαση της έφεσης της ίδιας και 19 συναδέλφων της άρχισε χθες και θα συνεχιστεί στις 28 Νοεμβρίου.
Στις 4 Απριλίου, η Σάφαρ εκλήθη από την Αστυνομία να παρουσιαστεί για ανάκριση. «Αμέσως μόλις μπήκα, έκλεισαν την πόρτα και ξαφνικά μου είχαν δέσει τα μάτια, μου είχαν περάσει χειροπέδες και είχαν αρχίσει να με σπρώχνουν και να με βρίζουν», αφηγείται στη βρετανική «Γκάρντιαν».
«Δεν είχα ιδέα γιατί βρισκόμουν εκεί. Και μετά μια γυναίκα άρχισε να μου φωνάζει πως μισώ το σύστημα, πως διαδηλώνω εναντίον του συστήματος, εναντίον του βασιλιά. Ελεγα συνεχώς "όχι, δεν είναι έτσι", και φυσικά, τη στιγμή που λες "όχι", σε χτυπάνε και σου κάνουν ηλεκτροσόκ».
Η 49χρονη Σάφαρ εξηγεί πως σε όλη τη διάρκεια της αναταραχής οι διοικητές του νοσοκομείου ήταν παρόντες και το προσωπικό, γιατροί και νοσηλευτές, περιέθαλπαν τους τραυματίες με την άδειά τους. Ομως στις 15 Μαρτίου ο βασιλιάς κήρυξε στρατιωτικό νόμο και το νοσοκομείο κατελήφθη από τις δυνάμεις ασφαλείας. «Αρχισαν να συλλαμβάνουν όλους τους σιίτες που βρίσκονταν εκεί, αλλά όχι και τους σουνίτες, τους χριστιανούς, τους Φιλιππινέζους, τους Ινδούς, τους αραβικής καταγωγής από άλλες χώρες - μόνο τους σιίτες». Οι σιίτες αποτελούν περίπου το 70% του πληθυσμού του Μπαχρέιν, όμως ο βασιλιάς είναι σουνίτης, το ίδιο και η άρχουσα τάξη...
Η Σάφαρ πέρασε πέντε μήνες υπό κράτηση, υπέστη ξυλοδαρμούς, βασανιστήρια, σεξουαλική επίθεση, απειλήθηκε με βιασμό, πριν αφεθεί, τον Αύγουστο, ελεύθερη με εγγύηση ώς την εκδίκαση της έφεσης.
Οι καταδίκες της ίδιας και των 19 συναδέλφων της (τους έχουν επιβληθεί ποινές κάθειρξης από 5 ώς 20 έτη!) καταγγέλθηκαν από τη Διεθνή Αμνηστία και άλλες οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ την ανησυχία τους εξέφρασαν ο Μπαν Κι-μουν και το γραφείο ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ. «Σκέφτομαι συνεχώς πως βλέπω έναν εφιάλτη και μια μέρα θα ξυπνήσω», λέει η Σάφαρ. «Ουδέποτε πίστευα ότι η χώρα μου θα έκανε κάτι τέτοιο σε μένα ή στους συναδέλφους μου. Ποτέ! Το μόνο που ξέρω είναι ότι έκανα τη δουλειά μου. Εκανα τη δουλειά μου και θα την κάνω ξανά και ξανά και ξανά. Είμαι νοσηλεύτρια».