Εφ.
Το Βήμα της Κυριακής, 09.06.2013
Της Ίσμα Μ. Τουλίτου
Ο Γιάννης Μετζικώφ λέει πως το ίδιο το θέμα της «Μήδειας» είναι εν πολλοίς ακατανόητο με τα σημερινά δεδομένα. «Εμείς που απέχουμε της αρχαίας θρησκείας και που η μητρική αγάπη αποτυπώνεται παντού, από τις εκκλησίες μέχρι τα εικονάκια που κρεμάμε στα αυτοκίνητα και στα φυλαχτά μας με τη μορφή της Παναγίας, μια μάνα, δηλαδή, που κρατά σφιχτά στην αγκαλιά το παιδί της, δεν έχουμε ποτέ συναντηθεί με μια τέτοια κατάσταση» σχολιάζει.
Της Ίσμα Μ. Τουλίτου
Ποιο
χρώμα κάνει τις Ελληνίδες να σαστίζουν; Πώς «περνάει» η παράδοση σε ένα
θεατρικό κοστούμι; Τι μπορούν να προσφέρουν τέχνες που χάνονται σε μια σύγχρονη
παράσταση; Ο ενδυματολόγος που υπογράφει τα κοστούμια στην τραγωδία του
Ευριπίδη, η οποία ανεβαίνει με αποκλειστικά ανδρική διανομή, εξηγεί γιατί είναι
ένα από τα δυσκολότερα εγχειρήματα της καριέρας του.
Υπάρχουν άνθρωποι οι
οποίοι απλώς προσπερνούν θαυμάσια πράγματα. Ο θαυμασμός δεν είναι δεδομένος,
προκύπτει μέσα από τη γνώση, την παιδεία» μου λέει ο Γιάννης Μετζικώφ καθώς
μιλάμε για τη «Μήδεια», την εναρκτήρια παράσταση των εφετινών Επιδαυρίων όπου ο
ίδιος υπογράφει τα κοστούμια. «Αλλωστε, γιατί μορφώνουμε τα παιδιά μας;»
αναρωτιέται. «Για να δουν τον κόσμο. Μάτια είναι ο θαυμασμός, τα οποία δεν έχει
όποιος δεν διαθέτει τα κατάλληλα γνωστικά εφόδια».
Καθόμαστε σε ένα ήσυχο
τραπεζάκι στον κήπο του Νομισματικού Μουσείου και, καθώς η κουβέντα προχωρεί,
συνειδητοποιώ πως ο συνομιλητής μου έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να «χρωματίζει»
το αυτονόητο υπογραμμίζοντας τη γοητεία του. Σχολιάζοντας το «στοίχημα» της
παραγωγής, το ανέβασμά της με ανδρική αποκλειστικά διανομή με επικεφαλής τον
Γιώργο Κιμούλη στον ρόλο του τίτλου, ο ενδυματολόγος δηλώνει πως πρόκειται για
μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις τής ως σήμερα επαγγελματικής διαδρομής του.
«Εχει να κάνει με αυτό
που λέμε μεταίχμιο» εξηγεί. «Υπάρχουν ορισμένα δεδομένα τα οποία ο κόσμος πολύ
δύσκολα μπορεί να δει αλλιώς: το δίπολο αρρενωπότητα - θηλυκότητα, για
παράδειγμα. Ο κάθε πόλος είναι ταυτισμένος με συγκεκριμένα πράγματα: η
θηλυκότητα με τη μητρότητα, ας πούμε...». Ο Γιάννης Μετζικώφ μιλάει για τα
«κενά γνώσης» που έχουμε σήμερα σχετικά με την αρχαία ελληνική τραγωδία και τον
τρόπο που ανέβαινε στην εποχή της. Δεν είναι εύκολο, λέει, να κατανοήσουμε
γιατί τους μεγάλους ρόλους τους έπαιζαν πάντα άνδρες.
Η άποψη ότι αυτό
γινόταν για λόγους που είχαν να κάνουν με την ηθική είναι κατά τη γνώμη του
κάπως υπερβολική. Λέει ότι μάλλον επρόκειτο για έναν διαφορετικό κώδικα τον
οποίο αγνοούμε. «Μήπως το επιβλητικό τους ντύσιμο, ο τρόπος που μιλούσαν
διαφορετικά μέσα από το ηχείο του προσωπείου είχε να κάνει με την υπέρβαση, με
ένα είδος υπερανθρώπου; Τι ακριβώς σημαίνει άραγε ότι ένα θεατρικό έργο
ανεβαίνει με άνδρες ερμηνευτές όταν έχουμε να κάνουμε με αυτού του είδους το
κείμενο και με εικόνα η οποία σήμερα είναι πολύ διαφοροποιημένη σε σχέση με
αυτή της αρχαιότητας;» αναρωτιέται.
Για τον Γιάννη Μετζικώφ
η «μεταμόρφωση» δεν είναι κάτι απλό. Δεν έχει να κάνει με ένα κοστούμι ή με μια
μάσκα. Είναι μια σύμβαση η οποία υφίσταται με τη συνάντηση ανάμεσα στον ηθοποιό
και τον θεατή. Υποστηρίζει πως ένας ερμηνευτής, ακόμη και αν δεν φέρει καθόλου
μεταμορφωτικό υλικό επάνω του, μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί από το κοινό
μεταμορφωμένος. «Αυτή η θέση του θεατή, να ενστερνιστεί την όποια κατάσταση
μέσα από το ταλέντο του ηθοποιού, είναι ένα πράγμα που δεν μετριέται πάντα με
το πόσο επιτυχημένο είναι το μακιγιάζ ή με το πόσο καλαίσθητο και ακριβές είναι
το κοστούμι» σχολιάζει και προσθέτει ότι υπάρχουν ορισμένα πολύ «βαριά»
στοιχεία για το τι ακριβώς σημαίνει εικόνα και μεταμόρφωση στο θέατρο. Υπάρχουν
μερικοί ρόλοι, λέει, όπως αυτοί στους οποίους εμφανίζεται ο θεός ως καταλύτης,
όπου η ανδρική ερμηνεία ταιριάζει περισσότερο. «Ολο αυτό όμως παίζεται με έναν
περίεργο τρόπο» εκτιμά. Ο Γιάννης Μετζικώφ λέει πως το ίδιο το θέμα της «Μήδειας» είναι εν πολλοίς ακατανόητο με τα σημερινά δεδομένα. «Εμείς που απέχουμε της αρχαίας θρησκείας και που η μητρική αγάπη αποτυπώνεται παντού, από τις εκκλησίες μέχρι τα εικονάκια που κρεμάμε στα αυτοκίνητα και στα φυλαχτά μας με τη μορφή της Παναγίας, μια μάνα, δηλαδή, που κρατά σφιχτά στην αγκαλιά το παιδί της, δεν έχουμε ποτέ συναντηθεί με μια τέτοια κατάσταση» σχολιάζει.
Στην αρχαιότητα,
βέβαια, όλα αυτά ήταν διαφορετικά. Γι' αυτό και σύμφωνα με τον ενδυματολόγο της
παράστασης πρέπει να δει κανείς το όλο θέμα της τραγωδίας του Ευριπίδη μέσα από
το πρίσμα ενός άλλου θρησκευτικού καθεστώτος προκειμένου να αισθανθεί βαθιά και
αληθινά τα δεδομένα του. «Αυτά τα πράγματα λειτουργούσαν διαφορετικά σε εποχές
όπου ο έρως λατρευόταν μέσα σε ναούς και σε εποχές όπως η σημερινή, που
θεωρείται έως και καταραμένος αν δεν αναπτύσσεται υπό το καθεστώς ενός γάμου».
Πώς δουλεύει, όμως, ο
ίδιος για τη συγκεκριμένη παράσταση; Ο Γιάννης Μετζικώφ λέει ότι θέλει να δώσει
ένα στίγμα από την ομορφιά της Ελλάδας, η οποία προσωπικά τον συγκινεί
βαθιά: «Αγαπώ πολύ αυτόν τον τόπο και
προσπαθώ να τον "ξεφλουδίζω" προκειμένου να ανακαλύπτω όλες αυτές τις
ψιλές ψιλές συγκινήσεις που προσφέρει». Σίγουρα υπάρχει ένα σημείο εκκίνησης
που αντλεί από την ελληνική παράδοση, αποκαλύπτει. «Μου αρέσει το απανωκόρμι
των γυναικών της Ηπείρου, το πολύπτυχο. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να πάρω κάτι
από αυτό και να το προχωρήσω, να το δραματοποιήσω, να το μεταφέρω στη ζοφερή
κατάσταση μέσα στην οποία κινείται όλο το έργο» εξηγεί.
Ο Γιάννης Μετζικώφ
ξεκαθαρίζει την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στο να δεις κάτι, να περάσει μια
ιδέα αδιόρατα από το μυαλό σου προκειμένου να αναπτυχθεί σε μια κατεύθυνση και
στο να μεταφέρεις αυτούσια μια ελληνική όψη. «Τα κοστούμια των γυναικών του
χορού, που είναι Κορίνθιες, ήθελα να
είναι ριζωμένα σε αυτή τη γη. Η Μήδεια, από την άλλη, ήθελα να είναι από αλλού,
με ένα ύφος το οποίο απέχει».
Ομολογεί ότι το ίδιο το
υλικό που χρησιμοποίησε του δίνει μεγάλη χαρά. Αποφάσισε να εκμεταλλευθεί όλες
τις εγκαταλελειμμένες τεχνικές που δεν υπάρχουν πλέον: να σκληράνει το ύφασμα
με νισεστέ, να φτιάξει πιέτες με τον τρόπο που ακολουθούν οι ελάχιστοι
εναπομείναντες στην περιοχή των Μεγάρων - τις λεγόμενες πάστες -, να δουλέψει
τις βαφές με τα ίδια του τα χέρια προκειμένου να βάψει το μετάξι που θα
χρησιμοποιηθεί για τα μαλλιά των ερμηνευτών, να αξιοποιήσει γενικότερα έναν ολόκληρο
κόσμο ο οποίος δεν έχει τίποτε να κάνει με τα διαθέσιμα υλικά του εμπορίου.
«Αυτή η διαδικασία δίνει ένα ανθρώπινο "πιάσιμο" στο αποτέλεσμα, ένα
άγγιγμα διαφορετικό» σχολιάζει.
Θυμάται με συγκίνηση
μια κουβέντα που του είπε κάποτε η Ειρήνη Παππά: «Να καταφέρεις να δουλεύεις
όπως οι λαϊκοί τεχνίτες». Είναι διαφορετικό πράγμα, λέει, να φτιάξεις κάτι
μόνος σου, να το εμπνευσθείς, να το συνθέσεις, να το αγαπήσεις, να το φινίρεις
και μετά να το φιλήσεις και να το δώσεις στον άλλον να το χρησιμοποιήσει και
διαφορετικό το εισαγόμενο υλικό από το Χονγκ Κονγκ. Κάποτε, θυμάται, ο Μιχάλης
Κακογιάννης, εξοργισμένος από ένα έξοδο, του είχε πει: «Μα καλά, ήταν ανάγκη να
χρησιμοποιήσεις μετάξια; Θέατρο είναι, ποιος θα το καταλάβει;». «Μιχάλη μου»,
του είχε απαντήσει, «θα το καταλάβει ο ηθοποιός. Αυτός που επωμίζεται όλο το
βάρος, πρέπει να παραμένει ασφαλής στα εργαλεία του».
Τι είναι άραγε το
κοστούμι για τον ηθοποιό; αναρωτιέται ο Γιάννης Μετζικώφ και δίνει μόνος του
την απάντηση: «Μια πόρτα την οποία θα ανοίξει για να κάνει καλύτερα τη δουλειά
του. Στην πραγματικότητα το θέατρο είναι ο ηθοποιός. Εμείς είμαστε απλοί
εργάτες».
Xρώματα
και ισορροπίες
Μιλώντας για το κοστούμι της Μήδειας, ο
Γιάννης Μετζικώφ λέει πως σκέφτηκε να την ντύσει με ένα χρώμα το οποίο, όπως
αισθάνεται, κατά έναν περίεργο τρόπο δεν πολυσυμπαθούν οι Ελληνες. Ο λόγος για
το κόκκινο, για το οποίο σύμφωνα με τον ενδυματολόγο «υπάρχει μια προκατάληψη,
με την έννοια ότι οι γυναίκες θα το φορέσουν σπάνια, μόνο αν είναι πολύ νέες,
μόνο σε περίπτωση κάποιας γιορτής κτλ.». Γενικά είναι ταυτισμένο με άλλες
πατρίδες, πιστεύει.
«Αν δώσεις ένα ρούχο
κόκκινου χρώματος σε μια οποιαδήποτε γυναίκα, δεν είναι σίγουρο ότι θα το
φορέσει με την ίδια άνεση που θα φορούσε ένα μαύρο. Το κόκκινο κάπως σαστίζει
τις γυναίκες. Ισως είναι τολμηρότερο σύμφωνα με τις "κλειστές"
κοινωνικές ανοχές, σε αντίθεση με τα σκοτεινά χρώματα, τα οποία παρατηρεί
κανείς ότι είναι συνηθέστερα σε γυναίκες που έχουν περάσει τον γάμο».
Ντύνει λοιπόν τη Μήδεια
με κόκκινα, όπως αυτά που θα μπορούσε να συναντήσει κανείς στις γυναίκες του
Καυκάσου, της Κασπίας Θάλασσας, των στεπών της Νότιας Ρωσίας. «Τα έχω κάνει ο
ίδιος αυτά τα ταξίδια και μου αρέσουν όλα αυτά που έχουν στοιχεία κόντρα στα
δικά μας δεδομένα» λέει. «Εμάς δεν μας χρειάστηκαν τα εκκωφαντικά χρώματα,
γιατί η ίδια η φύση με αυτούς τους καταγάλανους, εκθαμβωτικούς ουρανούς ίσως
μας έχει επηρεάσει: τα σπίτια στα νησιά είναι λευκά, οι γυναίκες αγαπούν τα
μαύρα ρούχα και είναι σαν όλα αυτά να θέλουν να βρεθούν σε μια ισορροπία με το
εκτυφλωτικό μας φως».
πότε
& πού:
H «Μήδεια» του Ευριπίδη
σε μετάφραση Κ. Χ. Μύρη, σκηνοθεσία και δραματουργική επεξεργασία Σπύρου
Ευαγγελάτου παρουσιάζεται στις 5 και 6/7 στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Θα
ακολουθήσει περιοδεία. Σκηνικά: Γιώργος Πάτσας, κοστούμια: Γιάννης Μετζικώφ,
μουσική: Θάνος Μικρούτσικος. Στον ρόλο της Μήδειας ο Γιώργος Κιμούλης. Παίζουν
επίσης: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Τάσος Νούσιας, Μάνος Βακούσης, Νικόλας
Παπαγιάννης, Νίκος Αναστασόπουλος, Δημήτρης Παπανικολάου. Κορυφαίοι-Χορός: Τ. Αλατζάς,
Ν. Αναστασόπουλος, Κ. Γιαννακόπουλος, Χ. Γρηγορόπουλος, Δ. Καραβιώτης, Σ.
Καραγιάννης, Δ. Καραμπέτσης, Δ. Μόσχος, Δ. Μυλωνάς, Δ. Παπανικολάου, Π.
Φλατσούσης, Γ. Σκαφίδας