21/4/10

Επείγει μια δυναμική αντίδραση στο σοκ της οικονομικής κρίσης


Από την κρίση των subprimes έως τις επιθέσεις των κερδοσκόπων στην Ευρώπη και από τον τραπεζικό πανικό μέχρι την ύφεση, οι απότομες εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία σηματοδοτούνται από ιστορίες που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους.
Η ιστορία ενός αμερικανικού νοικοκυριού που έχει οδηγηθρί στην πτώχευση εξαιτίας των χαμηλών μισθών, καθώς και του χρηματο μεσίτη που προτείνει στην ίδια οικογένεια να χρεωθεί για να αγοράσει ένα σπίτι. Η ιστορία ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που καταρρέει κάτω από το βάρος των επισφαλών δανείων που έχει χορηγήσει αλλά και του κράτους που αναλαμβάνει τη διάσωσή του δαπανώντας χρήματα των φορολογούμενων. Τέλος, η ιστορία ενός ριψοκίνδυνου επενδυτή που ποντάρει στη χρεοκοπία μιας χώρας κι από την άλλη μεριά, της φοβισμένης κυβέρνησης της ίδιας χώρας, η οποία χρεώνει στους πολίτες τον λογαριασμό των σχεδίων λιτότητας.
Όλες αυτές οι ιστορίες συγκλίνουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Από τη μια, υπάρχουν οι ντεσπερ’αντο του χρηματοοικονομικού τομέα που φορτώνουν τα χρέη τους στα κράτη και ανακτούν τα μέσα που θα τους επιτρέψουν να γεμίσουν και πάλι τα θησαυροφυλάκιά τους. Κι από την άλλη υπάρχει το Ντουμάπι που διώχνει τους μετανάστες εργαζόμενους πίσω στην πατρίδα τους. Η Ελλάδα που επιβάλλει λιτότητα στους δημόσιους υπαλλήλους της, οι τεράστιες πρικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες. Και, όπως εξήγησε ένας οικονομιλόγος της Deutsche Bank στους «Financial Times» της 10ης Φεβρουαρίου 2010, «εαν οι ‘περιφερειακές’ ευρωπαϊκές χώρες επέλεγαν μια κεϊνσιανή προσέγγιση, οι αγορές θα τις κατακρεουργούσαν». Σπάνια η αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία έχει πάρει μια τόσο ξεκάθαρη μορφή.
Εύλογα δυσπιστούν πολλοί στη θεωρία της Ναόμι Κλάιν περί «στρατηγικής του σοκ». Βέβαια, χωρίς αμφιβολία η θεωρία ισχύει απόλυτα σε πλήθος περιπτώσεων, κυρίως όσον αφορά τις χώρες του Νότου και τις οικονομίες που βρίσκονται σε μεταβατικό στάδιο. Ωστόσο, δεν αποτελεί πανάκεια, όπως η ίδια υποστηρίζει έμμεσα, ενώ είναι αρκετά προφανές πως η εγκατάσταση του νεοφιλελευθερισμού στις λεγόμενες «ανεπτυγμένες» οικονομίες δεν ανταποκρίνεται στο περιγραφλόμενο μοντέλο του «σοκ».
Αντίθετα, πρόκειται μάλλον, για τη σταδιακή και «εν ψυχρώ» εφαρμογή ενός προγράμματος που συστηματοποιήθηκε και απέκτησε βάθος, στον βαθμό ακριβώς που προχωρούσε η υλοποίησή του. Πρέπει, εντούτοις, να αναγνωρίσουμε ότι πρώτη φορά, η ανάλυση της Κλάιν μπορεί να επαληθευθεί με θεαματικό τρόπο ακόμα και στην καρδιά του «ανεπτυγμένου» καπιταλισμού.
Με τον αδυσώπητο ντετερμινισμό ενός ωρολογιακού μηχανισμού, η ιδιωτική χρηματοοικονομική κρίση εξελίχθηκε σε κρίση των δημόσιων οικονομικών. Η εξέλιξη αυτή ήταν αναπόφευκτη για δύο, τουλάχιστον, λόγους. Κατ’αρχάς, ήταν εντελώς αδύνατον να αδιαφορήσουν οι δημόσιες αρχές μπροστά στον κίνδυνο της ολοκληρωτικής κατάρρευσης του τραπεζικού τομέα.

Δίκαιη οργή
Η οργή που δίκαια ξεχείλισε από τους φορολογούμενους, που επωμίστηκαν τις δαπάνες χάρη στις οποίες ο χρηματοοικονομικός κόσμος ξαναβρήκε τον πλούτο και τη χαμένη του λαμπρότητα δεν αναιρεί το γεγονός ότι η διάσωση του κλάδου αποτελούσε μονόδρομο. Αναμφισβήτητα, η σωτηρία των τραπεζών επιτεύχθηκε από έναν συνδυασμό ταξικής αλληλεγγύηε, «ξελασπώματος των κολλητών» και ζωτικής σημασίας ενεργειών με εξαιρετικά επείγοντα χαρακτήρα και είναι εντελώς ανώφελο να αρνούμαστε τα επιμερούς χαρακτηριστικά του παραπάνω μείγματος, κυρίως δε το τελευταίο.
Οι κυβερνήσεις, αν και δεν μπορεί να είναι τόσο ικανοποιημένες με το έργο τους-όχι τόσο επειδή αναγκάστηκαν να σώσουν τον χρηματοοικονομικό τομέα, αλλά επεισή αποδείχθηκαν ανίκανες να του επιβάλουν το παραμικρό σοβαρό αντάλλαγμα σε αντιστάθμισμα της σωτηρίας του, κι αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα που πρέπει να συζητηθεί-θριαμβολογούν και προσπαθούν να εξηγήσουν στην κοινή γνώμη ότι, σε τελική ανάλυση, όταν ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα έχει ανακάμψει και θα έχει εξοφλήσει τα χρέη του, θα αποδειχθεί ότι όχι μόνο τα σχέδια διάσωσης δεν είχαν κανένα κόστος αλλά και ότι σε ορισμένες περιπτώσεις «έφεραν χρήματα στους φορολογούμενους».
Αντικειμενικά, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι δεν πρόκειται ακριβώς για καυχησιολογία ή για τη συνηθισμένη πλαστογράφηση της πραγματικότητας. Τα ποσά με τα οποία πραγματικά επιβαρύνθηκε η γαλλική κυβέρνηση, για παράδειγμα αποδείχθησαν τελικά πολύ μικρά, δεδομένου ότι η γενικευμένη ανάκμψη του χρηματοοικονομικού τομέα απέτρεψε το ενδεχόμενο να καταπέσουν οι κρατικές εγγυήσεις, ενώ η επείγουσα αναχρηματοδότηση των τραπεζικών υποχρεώσεων αποπληρώθηκε κανονικά, με αποτέλεσμα να υπάρξει κέρδος για τον κρατικό προϋπολογισμό.
Φαινομενικά, η εντυπωσιακή αυτή μείωση του κόστους που απαιτήθηκε για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι ακόμα πιο θεαματική στις Ηνωμένες Πολιτείες. Για παρόμοιους λόγους, το κόστος του trouble Asset Relief Program (TARP: πρόγραμμα βοήθειας στο προβληματικό ενεργητικό-εκπληκτικός ευφημισμός...), το οποίο ξεκίνησε με έναν προϋπολογισμό 700 δις. δολαρίων, θα περιοριστεί σε λιγότερα από 100 δις. τα οποία, εξάλλου, η κυβέρνηση Ομπάμα σκοπεύει να εξασφαλίσει επιβάλλοντας έναν ειδικό φόρο στις τράπεζες επί μια δεκαετία.

«Παρακυβερνητικές» τράπεζες
Ωστόσο, στην εξωραϊσμένη παρουσίαση της αίσιας έκβασης που είχε όλη αυτή η ιστορία αποσιωπούσε ορισμένες άχαρες λεπτομέρειες, κυρίως ο αποφασιστικός ρόλος που έπαιξαν παρακυβερνητικές οντότητες, όπως η Fannie Mae η Freddie Mac και η Federal Housing Agency (FHA), από τις οποίες ζητήθηκε να καταβάλουν σημαντικές προσπάθειες για να ανακοπεί η πορεία ολοκληρωτικής κατάρρευσης της κτηματαγοράς και του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας.
Στον απολογισμό αυτό, όμως –τον εξωραϊσμένο όπως είπαμε παραπάνω- απέφυγαν να εντάξουν στο ιδιαίτερο κόστος της επιχείρησης διάσωσης, για δύο λόγους. Αφ’ ενός, το κόστος ανέρχεται στα 400 δισ. δολάρια και, αφ’ετέρου, είναι ελάχιστα βέβαιο ότι το ποσό αυτό θα ανακτηθεί. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας διασώθηκε και η ύφεση της οικονομίας ανακόπηκε. Εντούτοις το μέσο που χρησιμοποιήθηκε ήταν η συγκέντρωση του μεγαλύτερου μέρους των εντάσεων σε έναν περιορισμένο χώρο, χωρίς καμία εγγύηση, όμως ότι από αυτόν ακριβώς τον χώρο δεν θα πυροδοτηθεί σύντομα μια νέα ισχυρή έκρηξη.
Επιπλέον, παραγνωρίζεται και το εξής στοιχείο: Περιορίζοντας το κόστος που επωμίστηκαν οι κρατικές αρχές μονάχα στην παρέμβαση τους για τη διάσωση των χρηματοοικονομικών θεσμών, οι κολακευτικοί απολογισμοί αγνοούν το βασικότερο, δηλαδή το τι κοστίζει στους δημόσιους προϋπολογισμούς το γεγονός ότι βρίσκονται αντιμέτωποι με μια εξαιρετικά απότομη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και με τις αβυσσαλέες απώλειες φορολογικών εσόδων που αυτή συνεπάγεται. Επομένως, η εκτίναξη των ελλειμάτων και του δημοσίου χρέουςοφείλεται λιγότερο στα ίδια τα «σχέδια διάσωσης» και περισσότερο στις ευρύτερες επιπτώσεις της μακροοικονομίας. Και, σε αυτήν την περίπτωση, δεν χωρούν υπεκφυγές. Ούτε αναμένεται θαυματουργή ανάκαμψη.
Δεδομένου ότι η επιμήκυνση της αλυσίδας που οδηγει από τα αίτια έως το τελικό αποτέλεσμα αποτελεί πλέον σίγουρο μέσο για να χάνουμε από τα μάτια μας τη συνολική εικόνα και τις επιμερούς αιτιώδεις σχέσεις που αναπτύσσοντα ανάμεσα στους διάφορους παράγοντες, ο χρηματοοικονομικός τομέας διατηρεί την εντύπωση ότι μπορεί να φέρεται σαν να έχει ξεπληρώσει τη ζημιά που προκάλεσαν οι μικροπαρεκτροπές του και θεωρεί ότι μπορεί να αποδώσει όλα τα υπόλοιπα ( ανεργία, ύφεση, ελλείματα) στα μακρινά και πολύπλοκα φαινόμενα της μακροοικονομίας: πρόκειται για εξαιρετικά λυπηρές εξελίξεις, για τις οποίες όμως- υποτίθεται ότι- αυτός δεν φέρει την παραμικρή ευθύνη.
Κι όπως η ντροπή είναι μια λέξη που δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο του παίρνει και πάλι επάνω του και δεν διστάζει πλέον –όπως και στο παρελθόν- να παριστάνει τον αυστηρό δάσκαλο στα κράτη, κατηγορώντας τα ως εντελώς ανεύθυνα και υπεύθυνα για την έλλειψη κεφαλαίων που αντιμετωπίζουν. Και οι διαχειριστές των τμημάτων «fixed income», οι οποίοι σώθηκαν την τελευταία στιγμή χάρη στα χρήματα των φορολογούμενων, επαναλαμβάνουν στραβομουτσουνιάζοντας ότι η εκτίναξη του δημόσιου χρέους αποτελεί πρόβλημα...
Οι τράπεζες, χάρη στη μαζική στήριξη των δημοσιων αρχών στην πραγματική οικονομία, ακμάζουν και πάλι και γλιτώνουν δεύτερη φορά την κατάρρευση- αυτή τη φορά εξαιτίας της έκρηξης των «κακών» χρεών, τα οποία κάτω από άλλες περιστάσεις θα τις είχαν οδηγήσει στον αφανισμό. Έτσι, δεν έχουν πλέον, τον παραμικρό ενδοιασμό να κερδοσκοπούν εναντίον των κρατών που τις έσωσαν τη στιγμή που βρίσκονταν στο χείλος του γκρεμού. Ανεβάζουν το κόστος του δημόσιου δανεισμού και, συνεπώς, επιδεινώνουν τα ελλείμματα... για τα οποία οι ίδιες είναι υπεύθυνες.
Και τώρα φτάνουνμε στο σημείο όπου αρχίζει να προκαλείται το «σοκ». Οι μισθωτοί υποφέρουν από την ύφεση; Ε, λοιπόν,, ως φορολογούμενοι θα πληρώσουν επιπλέον και την αποκατάσταση των δημοσιονομικών ισορροπιών: Πρόκειται για μια πραγματικά διπλή ποινή. Με αξιοθαύμαστη επιδεξιότητα- κι αυτό πρέπει να της το αναγνωρίσουμε- η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία πραγματοποιεί αυτή τη στιγμή, προς όφελος της τη ριζική αναστροφή ενός γεγονότος το οποίο κανονικά έπρεπει να αποτελεί τη ληξιαρχική πράξη του θανάτου της. Αντί να αρκεστεί στις μόνιμες επωδούς της για «λιτότητα», εξαγγέλλει ένα πρόγραμμα που επιφέρει πρωτοφανή διάλυση του κράτους. Ουσιαστικά, η διάλυση πρέπει να είναι ανάλογη της εκρηκτικής αύξησης των ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους που οφείλονται στα «επιτεύγματα» αυτής ακριβώς της ιδεολογίας. Καλύτερα χτυπήματα δεν θα είχε καταφέρει ούτε ένας αθλητής του τζούντο.
Ενώ τα «συνήθη» σοκ, στα οποία αναφέρεται η Ναόμι Κλάιν, έρχονταν συνήθως «απ΄έξω» (πραξικοπήματα, αντεπαναστάσεις, φυσικές καταστροφές), δημιουργώντας μια κατάσταση αταξίας εξαιτίας της οποίας- και μόνο τότε- άρχιζε να εφαρμόζεται η νεοφιλελεύθερη ατζέντα, το σοκ με το οποίο βρισκόμαστε, σήμερα, αντιμέτωποι δημιουργήθηκε αξ ολοκλήρου στο «εσωτερικό» και το εκμεταλλεύονται οι δυνάμεις οι οποίες κανονικά έπρεπε να είχαν οδηγηθεί στην πλήρη ανυποληψία εξαιτίας του.
Είχαν, ωστόσο το θράσος να επωφεληθούν και να αποκομίσουν ακόμα περισσότερα πλεονεκτήματα. Βρισκόμαστε μπροστά στο εξής παράδοξο: Η έκταση της πανωλεθρίας του νεοφιλελευθερισμού δημιουργεί-εξαιτίας των επιπτώσεων της- τη δικαιολογία και το πρόσχημα γι να εφαρμοστούν και πάλι τα δόγματά του και μάλιστα σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα!
Γιατί είναι αυτονόητο ότι , για να επιστρέψουμε από τα σχεδόν διψήφια ή και διψήφια ελλείματα (ως ποσοστό του ΑΕΠ) στο 3% που προβλέπεται από το Σύμφωνο Σταθερότητας, πρέπει να γίνουν αιματηρές περικοπές με μια άνευ προηγουμένου αγριότητα. Συνεπως εγκαταλείπουμε το επίπεδο των σταδιακών «μεταρρυθμίσεων» μικρής κλίμακας που εφαρμόζεται κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, για να περάσουμε σε ένα ανεπανάληπτο καθεστώς ταχύτατων ανατροπών. Πράγματι, εάν στις «αναδιαρθρώσεις» ξεπεραστούν ορισμένα όρια, τότε δεν μπορούμε να μιλάμε, πλέον για αλλαγή του ρυθμού εφαρμογής τους αλλά για αληθινή μετάλλαξη του υπάρχοντος μοντέλου.
Και, ενώ ο χρηματοοικονομικός τομέας αρκείται σε μια τεχνική ορολογία περί αδυναμίας εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους και περί εντάσεων στα επιτόκια μακροχρόνιου δανεισμού, ένας διευρυμένος ιδεολογικός μηχανισμός έχει ήδη αρχίσει να προσφέρει τις υπηρεσείες του: «Ειδικοί» που ξαναστάθηκαν στα πόδια τους μετά το στραπάτσο που υπέστησαν, μέσα ενημέρωσης αφοσιωμένα στο σύστημα εδώ και πολύν καιρό...Είναι αδύνατον να περάσει έστω και μια ημέρα χωρίς να ακουστεί μια προφητική φωνή, η οποία προειδοποιεί για την επερχόμενη καταστροφή και καλεί σε περαιτέρω προσπάθειες.
Το σφυροκόπημα για το «δημόσιο χρέος» έχει μετατραπεί σε μόνιμη επωδο, πολύ δύσκολα θα εντοπίσουμε στο πρόσφατο παρελθόν παρόμοια περίπτωση «χειραγώγησης» της κοινής γνώμης με τόσο επίμονο τρόπο. Εξάλλου, σε αυτό, ακριβώς, το γεγονός μπορεί κανείς να διακρίνει και μια ένδειξη για το εύρος των αλλαγών που επιχειρούνται.
Ο «Economist» ο οποίος παρουσιάζει πλέον εξαιρετικό δυναμισμό μετά από μια χρονιά ατονίας και θλίψης, όταν ακόμα κι αυτός είχε πιστέψει ότι ο αγαπημένος του καπιταλισμός είχε φτάσει στα πρόθυρα της κατάρρευσης, δεν εννοεί να αφήσει σε κανέναν την πρωτοκαθεδρία της «reconquista». Να τος λοιπόν, εδώ και ένα τρίμηνο, να πολλαπλασιάζει με μεθοδικότητα τα λεπτομερέστατα ειδικά αφιερώματα για τα «δημόσια οικονομικά»: του Ηνωμένου Βασιλείου, των Ηνωμένων Πολιτειών και φυσικά, των πλέον γαργαλιστικών περιπτώσεων, της Ιρλανδίας, της Ισπανίας και της Ελλάδας. Μάλιστα, τις τρείς τελευταίες περιπτώσεις ούτε που θα μπορούσε καν να τις φανταστει στο παρελθόν, τόσο ιδανικές του φαίνονται για τους σκοπούς που επιδιώκει.

Το πάθος της «μείωσης»
Δεν χάνει την παραμικρή ευκαιρία να επαναλάβει την προσταγή που τον ενθουσιάζει: «μείωση». Για να πεισθεί κανείς ότι οι σημαντικότερες μορφές του νεοφιλελευθερισμού δεν κρύβονται πια απ’την ντροπή τους και έχουν περάσει ξανα στην επίθεση, αρκεί να προσέξει το επιτακτικό ύφος με το οποίο το έντυπο που «αποτελεί σημείο αναφοράς των αγορών» παρουσιάζει τις συμβουλές του: «Στον κόσμο των επιχειρήσεων, η μείωση του προσωπικού κατά 10% αποτελεί ένα εξαιρετικά συνηθισμένο φαινόμενο. Δεν υπάρχει λόγος να μην υιοθετήσουν αυτό το μέτρο και οι κυβερνήσεις. (...) Οι μισθοί του δημόσιου τομέα μπορούν να μειωθούν δεδομένης της εργασιακής ασφάλειας που αυτός παρέχει. (...) Οι συντάξεις του δημόσιου τομέα είναι υπερβολικά γενναιόδωρες (...)»
Κι όλα αυτά σε ένα κεντρικό άρθρο της εφημερίδας με τίτλο «Στοπ», το οποίο καταλήγει σε μια προειδοποίηση που δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας: «Κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών, ο ‘Economist’ θα επανέλθει σε όλα αυτά τα ζητήματα». Όσο γιάυτό είμαστε σίγουροι.
Βέβαια, μπορούμε να μην υποκύψουμε μοιρολατρικά στην πορεία που μας προδιαγράφουν και να μην αφεθούμε να κατακρεουργηθούμε από τα μαζικά ιδεολογικά πυρά και, πόσω μάλλον, από τις υλικές συνέπειες του «σοκ». Γι’αυτόν, ακριβώς, τον λόγο είναι χρήσιμο να συγκεντρώσουμε σε έναν πίνακα που θα διαθέτει συνοχή όλα τα –σκόρπια, για την ώρα- προειδοποιητικά σημάδια, έτσι ώστε να έχουμε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα του προγράμματος που καταστρώνεται σήμερα.
Οι μισθωτοί του ιρλανδικού δημόσιου τομέα, στους οποίους «προτάθηκαν» μειώσεις του μισθού τους 10%, γνωρίζουν καλά περί τίνος πρόκειται. Για τους ίδιους λόγους έχουν τάξει στους έλληνες ομολόγους τους την ίδια ακριβώς τιμωρία (και μάλιστα, με την ένθερμη υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής). Όσο για τους Γάλλους, θα αποκτήσουν μια καλύτερη εικόνα της καταστροφής του κοινωνικού κράτους που τους περιμένει, όταν πολύ σύντομα θα βρεθούν αντιμέτωποι ταυτόχρονα με τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, με το πρόγραμμα απόλυσης δημόσιων υπαλλήλων και με την (παράλογη) ιδέα της αναγωγής της δημοσιονομικής ισορροπίας σε συνταγματικό κανόνα.
Ενδεχομένως, αυτή τη φορά, η συμπυκνωμένη βιαιότητα που είναι συνυφασμένη με το «σοκ» και η οποία σηματοδοτεί μια ρήξη με τη συνετή σταδιακή εφαρμογή των «μεταρρυθμίσεων» θα πυροδοτήσει την αντίδραση του κοινωνικού σωματος στις εν λόγω χώρες.
Γι’αυτόν τον λόγο, απέναντι στο συγκεκριμένο ενδεχόμενο όσο κι αν είναι δύσκολο να αρνηθούμε την πραγματικότητα του δημοσιονομικού προβλήματος, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να θεωρούμ τις άγριες περικοπές μόνη λύση.
Αξίζει να υπενθυμιστούν ορισμένες ενδιαφέρουσες εναλλακτικές, οι οποίες συστηματικά αποσιωπούνται από τον δημόσιο διάλογο.
Εάν έπρεπε να αρκεστούμε στην εξέταση μονάχα μιας από αυτές, θα εστιάζαμε την προσοχή μας στην αύξηση της φορολογίας, υπό τον όρο βέβαια, ότι θα υπάρχει η σωστή στόχευση, έτσι ώστε οι φόροι να μην πνίξουν την ανάπτυξη αλλά και να μην φορτώσουν το κόστος της κρίσης σε εκείνους που δεν έχουν καμία ευθύνη για το ξέσπασμα της.
Ορισμένοι θα ισχυριστούν ότι αυτή η προϋπόθεση περιορίζει δραστικά τον αριθμό των φορολογούμενων στους οποίους θα επιβληθεί η φορολογία. Αυτό είναι αλήθεια, όσον αφορά τον αριθμό τους, όμως-ευτυχώς- κάτι τέτοιο δεν ισχύει διόλου όσον αφορά τη φορολογητέα ύλη. Στην πραγματικότητα, η φορολόγηση μπορεί να στραφεί σε μια αρκετά μεγάλη ποικιλία κατηγοριών υπόχρεων για καταβολή φόρου, με τους ανάλογους, για κάθε μία από αυτές, τρόπους φορολόγησης, που υπόσχονται σημαντικά φορολογικά έσοδα.

Ο φόρος Τόμπιν
Οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τα «χρηματοοικονομικά νομικά και φυσικά πρόσωπα» θα είναι οι υποψήφιοι φορολογούμενοι που θα κληθούν να επανορθώσουν τις ζημιές που προκάλεσαν, καθώς- όπως εύκολα κατανοεί κανείς- η μοναδική αποδεκτή γενική αρχή της προτεινόμενης φορολογικής αναδιάρθρωσης μπορεί να συνοψιστεί στο ότι ο χρηματοοικονομικός τομέας είναι ο μοναδικός υπεύθυνος ο οποίος και οφείλει να πληρώσει ολόκληρο το κόστος της παρούσας κρίσης.
Όσο κι αν αμφιβάλλουμε για τις δυνατότητες που μπορεί να προσφέρει ο φόρος Τόμπιν ως εργαλείο για τη ριζική αλλαγή στη διεθνή χρηματοοικονομική κερδοσκοπία-δεδομένου ότι δεν μπορεί να επιφέρει θεμελιώδεις αλλαγές στη δομή της-δεν πρέπει, ωστόσο, να ξεχνάμε ότι, ακριβώς, επειδή πρόκειται για φόρο, εξακολουθεί να διατηρεί το σημαντικότερο πλεονέκτημά του: αποφέρει έσοδα! Έχει μάλιστα, τη δυνατότητα, να αποφέρει σημαντικά φορολογικά έσοδα, εφόσον, όπως εχει ήδη επισημανθεί πολλές φορές, ο αστρονομικός όγκος των συναλλαγών αποτελεί έναν καταπληκτικό μοχλό που καθιστά εξαιρετικά προσοδοφόρο ακόμα και την πλέον χαμηλή, σχεδόν ασήμαντη, κλίμακα φόρου.
Έστω κι αν ο φόρος επι των χρηματοοικονομικών συναλλαγών θα καταβληθεί κατά κύριο λόγο από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία καταλαμβάνουν επίσης την αμέσως επόμενη θέση των υποψηφίων φορολογουμένων, αυτή τη φορά με περισσότερο άμεσο τρόπο. Από τη στιγμή που ακόμα και η κυβέρνηση του προέδρου Ομπάμα στρέφεται προς αυτήν την κατευθυνση, πολύ δύσκολα θα υποστήριζε κανείς ότι ένας φόρος στις τράπεζες (και στα κερδοσκοπικά κεφάλαια) αποτελεί οικονομικό παραλογισμό στον οποίο θα κατέφευγαν μονάχα οι ανεύθυνοι επαναστάτες.
Συνεπώς, ανοίγει ένα ευρύτατο πεδίο για τη φορολογική φαντασία έτσι ώστε να καθοριστούν οι λεπτομέρειες του τρόπου εφαρμογής της φορολογίας: φόρος στα κέρδη, στο σύνολο του ενεργητικού, στα πιο επικίνδυνα στοιχεία του ενεργητικού (έτσι ώστε να αποθαρρύνεται η αύξηση τους), στο σύνολο της μισθοδοσίας του υψηλότερα αμειβόμενου προσωπικού τους...Επίσης, τα έσοδα που θα προκύψουν από τη φορολογία μπορούν να διατεθούν, είτε για την κάλυψη της παρούσας «τρύπας» στα δημόσια ταμεία, είτε για τη δημιουργία ενός μελλοντικού εγγυητικού ταμείου.
Κι ύστερα, δεδομένου ότι οι μέτοχοι είναι ιδιοκτήτες και , συνεπώς ευθύνονται κι αυτοί, δεν βλέπουμε γιατί θα έπρεπε να απαλλαγούν από την προσπάθεια να συμμαζευτεί η κατάσταση που προκάλεσαν οι τράπεζές τους. Κατά τη διάρκεια, λοιπόν, όλης αυτής της περιόδου, θα ήταν απόλυτα λογικό να απαγορευθεί στις τράπεζες να τους διανέμουν ακόμα και το παραμικρό μέρισμα.
Στη συνέχεια, σειρά έχουν τα φυσικά πρόσωπα: διευθυντικά στελέχη των τραπεζών, μέλη των διοικητικών συμβουλίων τους –έχουμε συχνά την τάση να ξεχνάμε αυτήν την κατηγορία-και οι «trader», στους οποίους πρέπει , εξάλλου, να προσθέσουμε και τους ομόλογούς τους που περιλαμβάνονται στο πρώτο εκατοστημόριο.

Λίγοι, αλλά με πολλά
Χωρίς αμφιβολία, θα ακουστούν φωνές διαμαρτυρίας, οι οποίες θα υποστηρίζουν ότι η επιβολή φορολογίας σε έναν τόσο μικρό αριθμό ατόμων είναι καταδικασμένη να αποφέρει ελάχιστα έσοδα και τελικά θα έχει καθαρά συμβολικό χαρακτήρα και θα αποτελεί απλώς μια εκδικητική πράξη. Θα ξεχνούν, ομως ότι αυτή η –ολιγάριθμη, είναι αλήθεια- ομάδα φορολογουμένων συγκέντρωσε στα χέρια της, την τελευταία δεκαπενταετία, ένα διαρκώς αυξανόμενο μερίδιο του συνολικού μισθολογικού κόστους που καταβάλλουν οι επιχειρήσεις, καθώς και ότι τα εισοδήματα τους αποτελούν από μόνα τους μια φορολογική ύλη η οποία αντιστοιχεί σε αρκετές ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.
Επίσης, είναι χρήσιμο να επαναλάβουμε ότι αν και το ζήτημα των μπόνους και των υπέρογκων αμοιβών στον τραπεζικό τομέα παραμένει δευτερεύον μέσα στην ευρύτερη συγκυρία της οικονομικής κρίσης, δεν παύει να αποτελεί καίριο ζήτημα κοινψνικής δικαιοσύνης, όπως και πρώτης τάξης πολιτικό ζήτημα, και εξελίσσεται τώρα σε μια ευκαιρία για να αποκομίσουμε φορολογικά έσοδα.
Δεδομένου, δε ότι τα επιχειρήματα του χρηματοοικονομικού τομέα και των συνεργατών του είναι εξαιρετικά προβλέψιμα – θάρχίσουν αναπόφευκτα να επισείουν τον κόνδυνο της «φυγής των εγκεφάλων»- καλό θα είναι να προειδοποιήσουμε ευθύς εξαρχής τον κλάδο ότι στο εξής εισέρχεται σε μια περίοδο φθίνουσας απόδοσης, ότι δεν έχει πλέον, τη δυνατότητα να τρομοκρατεί κανέναν, ενώ έχει αρχίσει να προκαλεί εκνευρισμό στην κοινωνία. Επιπλέον, τα επιχειρήματά του αποδεικνύονται σαθρά μόλις βρεθούν αντιμέτωπα με ορισμένες σοβαρές ενστάσεις.
Κι ύστερα, μια που αρχίσαμε τις προειδοποιήσεις, ας πούμε τα πράγματα με πιο ευθύ και σκληρό τρόπο. Η διαδικασία που οδήγησε στη μετάλλαξη της κρίσης του ιδιωτικού χρηματοοικονομικού τομέα σε κρίση των δημόσιων οικονομικών, δεν θα σταματήσει τόσο εύκολα καταμεσής του δρόμου: το επόμενο στάδιο της θα είναι το πέρασμα από την κρίση των δημόσιων οικονομικών στην πολιτική κρίση. Μέσα στο «σύστημα», ορισμένοι έχουν αρχίσει να καταλαμβάνονται από μεγάλο τρόμο.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι πασίγνωστοι εχθροί του χρηματοοικονομικού τομέα, όπωε ο Ντομινίκ Στρος-Καν και ο Ζαν – Κλοντ Τρισέ, εξέφρασαν δημόσια την ανησυχία τους ότι το κοινωνικό σώμα θα αντιδράσει, κατά πάσαν πιθανότητα πολύ έντονα εάν του ζητηθεί να πληρώσει και πάλι τα σπασμένα μιας νέας χρηματοοικονομικής κρίσης. Το πιο αστείο –αν είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσουμε αυτήν την έκφραση- δεν είναι μόνο ότι διόλου αποκλείεται το σύντομο ξέσπασμα μιας νέας κρίσης αλλά και το ότι είναι πολύ πιθανόν ότι θα πυροδοτηθεί στον τομέα των δημόσιων χρεών, ως άμεση συνέπεια του τρόπου με τον οποίο έγινε η διαχείρηση της προηγούμενης κρίσης.
Στοιχηματίζουμε ότι για να καλμάρουν λιγάκι τον δυσαρεστημένο λαουτζίκο, τα θεσμικά συνδικάτα –τα οποία πλέον, συμμετέχουν στο πλευρό της δεξιάς και της «αριστεράς» σοσιαλδημοκρατίας σε ένα ενιαίο μπλοκ εξουσίας, παρά τις επιμέρους διαφορές και διαιρέσεις τους- θα οργανώσουν μερικές αθώες πορείες-κατά προτίμηση μια ημέρα με ωραία λιακάδα- από την πλατεία της Ρεπουμπλίκ προς τη Νασιόν, μαζί ίσως μ’ένα πικ νικ. Εντούτοις, είναι πιθανόν ότι η επιλογή της «βόλτας στους δρόμους της πόλης» δεν θα θεωρείται πλέον αρκετή και ότι ο εν λόγω λαουτζίκος θα καταλήξει να εξαγριωθεί, τόσο επειδή βαρέθηκε αυτές τις άσκοπες βόλτες, όσο κι επειδή βαρέθηκε να τον κοροϊδεύουν.
Χωρίς να προδικάζουμε τι θα μπορούσε να συμβεί σε αυτήν την περίπτωση –κι ίσως οι Έλληνες μας δώσουν σύντομα μια προσέγγιση αυτών των εξελίξεων-οφείλουμε να θυμόμαστε ότι μια ομάδα η οποία, από τη φύση της, δεν χαρακτηρίζεται από κακία και επιθετικότητα, μπορεί να οδηγηθεί σε πρωτοφανή επίπεδα εξαγρίωσης όταν υφίσταται διαρκή κακομεταχείριση και κυρίως, όταν της επαναλαμβάνουν διαρκώς ότι δεν υπάρχει καμία άλλη διέξοδος πέρα από την κακομεταχείριση που υφίσταται. Ωστόσο, εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν. Κι αν παρουσιαστούν με κάπως δυναμικό τρόπο θα μπορούσαν ακόμα και να λάβουν τη μορφή ενός «αντισόκ».

Βαρβάρα Τερζάκη

Άρθρο Frederic Lordon-εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Le Monde diplomatique, 21-03-2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: