19/10/09

Χούλιγκαν με ράσα;

Στην Αλεξάνδρεια οι χριστιανοί ζηλωτές, ανάμεσα στο 415 και το 420 μ.Χ., κατέστρεψαν το Σαράπειο και έγδαραν τη νεοπλατωνική φιλόσοφο Υπατία, παρακινούμενοι από τον επίσκοπο Κλήμη.
Η Μονή Αστερίου, που εικάζεται πως είναι χτισμένη, όπως πολλοί χριστιανικοί τόποι λατρείας, επάνω στα ερείπια αρχαίου κτίσματος, της Σχολής του Διόδωρου. Ο Ιουλιανός προσπάθησε να σώσει τον ναό του Απόλλωνα στη Δάφνη, έξω από την Αντιόχεια, ζηλωτές επίσης τον κατέκαυσαν. Στην Παλαιόπολη της Κέρκυρας ο επίσκοπος Ιοδιανός με περηφάνια έλεγε πως διέλυσε τα ιερά των εθνικών προκειμένου να οικοδομηθεί μια παλαιοχριστιανική βασιλική.
Τα σχέδια του Κάρεϊ είναι αδιάψευστοι μάρτυρες για το τι έγιναν τα αγάλματα στο ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνα προκειμένου να εξασφαλιστεί περισσότερο φως στην αψίδα της βασιλικής που χτίστηκε στην «καρδιά» του. Ομως και πολλά άλλα μνημεία «δάνεισαν» το οικοδομικό υλικό τους σε βυζαντινά κτίσματα. Αλλοτε με λεηλασίες και κλοπές, άλλοτε απλώς χρησιμοποιώντας το ήδη κατεστραμμένο υλικό. Ετσι βλέπουμε ενσωματωμένα κιονόκρανα και θωράκια σε ναούς. Οπως οι μαρμαροποδιές και οι κιονίσκοι στη Ρωσική Εκκλησία της οδού Φιλελλήνων.
Οι μαυροφορεμένοι που σφυροκοπούν τον γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα στο επίμαχο απόσπασμα που περικόπηκε από την ταινία του Κώστα Γαβρά η οποία προβάλλεται στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, δεν ήταν οι μόνοι βέβηλοι. Η περικοπή της σκηνής ξύπνησε πάλι τον επαρχιωτισμό μας, διασύροντάς μας στο εξωτερικό μετά από έναν μήνα επαίνων. Ανακίνησε όμως και τις συζητήσεις για το τι πραγματικά συνέβη εκείνη την εποχή στον Παρθενώνα αλλά και σε άλλα μνημεία. Αν πρέπει να αποσιωπούνται οι βανδαλισμοί των χριστιανών και πρέπει να αναφερόμαστε μόνο στις σωτήριες συνήθειές τους για την κληρονομιά μας. Οπως συνέβη με τον ναό του Ηφαίστου στο Θησείο, που τον μετέτρεψαν σε εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Αυτή είναι η μια όψη της Ιστορίας. Η άλλη, όπως έχει επισημάνει ο Μανώλης Κορρές και άλλοι διακεκριμένοι επιστήμονες, είναι διαφορετική. Χριστιανοί πελεκούσαν άγρια τις μετόπες του Παρθενώνα της βόρειας και της δυτικής πλευράς. Εκτός από την 32η, που θεωρήθηκε ότι απεικονίζει σκηνή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου!
Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν ήσαν γενικώς οι χριστιανοί υπαίτιοι για την καταστροφή των μνημείων του αρχαίου κόσμου γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου. Το θέσαμε στον διευθυντή του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Δημήτρη Κωνστάντιο, στον καθηγητή βυζαντινολογίας του Πανεπιστημίου της Λευκωσίας Παναγιώτη Αγαπητό και στην αρχαιολόγο και αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πολυτεχνείου Κρήτης Φανή Μαλλούχου.
«Δεν μπορούμε να αποφανθούμε ότι οι Βυζαντινοί κατέστρεψαν την αρχαία πολιτιστική κληρονομιά, με όρους του 21ου αιώνα» επισημαίνει ο Δ. Κωνστάντιος. «Μην ξεχνάμε άλλωστε πως δεν υπήρχε τότε κανένα πλαίσιο προστασίας. Βεβαίως όταν η χριστιανική θρησκεία, κυρίως μετά τον τέταρτο αιώνα, γινόταν η επίσημη θρησκεία του κράτους, συνέβησαν και ακρότητες.
»Για ό,τι αφορά ωστόσο τον Παρθενώνα, στράφηκαν κυρίως κατά των γυμνών γλυπτών, ενώ άλλα τα ενέταξαν στη θρησκεία τους. Επίσης εκχριστιάνισαν και άλλα γλυπτά που δεν ανταποκρίνονταν στη χριστιανική αντίληψη. Εκθέτουμε μια Μέδουσα στο Βυζαντινό Μουσείο την οποία δεν μπορούσαν να δεχτούν ως είχε. Και έτσι στο πίσω μέρος της σκάλισαν έναν σταυρό. Γενικότερα όμως η μετάβαση από την παλιά στη νέα θρησκεία έγινε ομαλά. Το φαινόμενο βέβαια είναι παγκόσμιο. Δεν υπάρχει θρησκεία που να θέλει να κυριαρχήσει και να μην έχει και τους ζηλωτές της».
«Παλαιότερα πιστεύαμε πως οι καταστροφές εκ μέρους των φανατικών, κυρίως στην Ανατολή ήσαν τεράστιες» συνεχίζει η Φ. Μαλούχου. «Πηγή ήταν το «Περί ιερών» του Λιβάνιου, ενός ρήτορα από την Αντιόχεια. Τώρα ξέρουμε πως τα γεγονότα δεν συνέβησαν σε τόσο μεγάλη κλίμακα».
Αναφερόμενος στην περίοδο από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο μέχρι τον Ιουστινιανό (300 - 500 μ.Χ., πρώιμη βυζαντινή περίοδο), ο Π. Αγαπητός υπογραμμίζει πως η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία περνάει τότε από την ξεκάθαρα ειδωλολατρική, θεσμικά και κρατικά προσδιορισμένη, κουλτούρα της, με τον αυτοκράτορα ως θεό, στη χριστιανική της εκδοχή, με τον αυτοκράτορα ως ένθεο ή διά θεού, τον εκπρόσωπο δηλαδή του θεού στην επίγειο βασιλεία.
Παρουσιάζεται δε και το εξής φαινόμενο: Ο αυτοκράτορας διά του νομοθετικού έργου του στοχεύει από τη μια μεριά να επισημοποιήσει τη χριστιανική θρησκεία και από την άλλη να προστατεύσει τους αρχαίους ναούς και τα τεμένη. Υπάρχουν νόμοι του Κωνσταντίνου και των διαδόχων του που απαγορεύουν την καταστροφή των αρχαίων ναών.
«Δεν το ερμηνεύω ως φιλοτεχνία ή ως πιθανή ταύτιση με τη δική μας αρχαιολογική αντίληψη αλλά ως τμήμα μιας ευρύτερης πολιτικής που αφορούσε τη διαχείριση των έργων τέχνης ως οικονομικού κεφαλαίου» λέει ο ίδιος. «Είτε επρόκειτο για τα μεγάλα χάλκινα αγάλματα ή για τα αναθήματα στους ναούς ή και για την ακίνητη περιουσία την οποία διέθεταν τα τεμένη. Προστατεύοντας τα, το κράτος τα κρατάει υπό τη διαχείρισή του και δεν τα παραδίδει στη χριστιανική εκκλησία. Σε περιπτώσεις δε όπως οι καταστροφές από τον όχλο με την παρότρυνση του Κλήμη, εστάλησαν στρατιωτικές δυνάμεις για να προστατεύσουν ανθρώπους και κτίρια. Αυτό που για μας σήμερα αποτελεί μνημείο για εκείνους δεν είχε αυτόν τον χαρακτήρα».
Καταστροφή από άνάγκη
Υπήρχαν άλλωστε και οι δυσκολίες της προσπόρισης πρωτογενούς υλικού για την κατασκευή ενός κτιρίου. Τα έργα στην Ακρόπολη ολοκληρώθηκαν περίπου σε ογδόντα χρόνια πάνω στις πλάτες δεκάδων χιλιάδων δούλων που εργάστηκαν στα λατομεία της Πεντέλης και στα ορυχεία ασημιού στο Λαύριο. Στο Βυζάντιο, αντιθέτως, όπου είχε αρχίσει να καταργείται ο θεσμός της δουλείας, κάποιος έπρεπε να πληρώσει τους εργάτες για να μεταφέρουν τις πέτρες. Κι έτσι, όταν το κράτος μπορούσε να τις βρει φτηνά, σε περιπτώσεις ερειπωμένων πόλεων, χρησιμοποιούσε το υλικό από όλα τα γκρεμισμένα κτίρια, συμπεριλαμβανομένων των ειδωλολατρικών ναών και των εκκλησιών, για να ανοικοδομήσει, για παράδειγμα, τα προστατευτικά τείχη. Αρα η καταστροφή δεν ήταν αυτοσκοπός τότε αλλά γινόταν από ανάγκη.
«Και ακόμα», επισημαίνει ο Π. Αγαπητός, «συχνά, όταν μια παλαιοχριστιανική βασιλική καταστρεφόταν ολόκληρη ή μέρος της από έναν σεισμό, δεν αποκαθίστατο, όπως θα συνέβαινε σήμερα, αλλά με το υπάρχον υλικό χτιζόταν μια άλλη, μικρότερη εκκλησία, που αντικατόπτριζε τις αισθητικές αντιλήψεις και τις κοινωνικές ανάγκες της εποχής».
«Βέβαια πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως τα αρχαία ιερά είχαν ήδη εκπέσει. Πάρα πολλά εξ αυτών πάνω στα οποία έκτιζαν τις παλαιοχριστιανικές βασιλικές δεν ήταν πια σε λειτουργία. Τον 4ο αιώνα άλλωστε είχε γεμίσει η ρωμαϊκή αυτοκρατορία με ανατολικές θρησκείες. Δεν ήταν ελκτική πλέον η αρχαία θρησκεία, ασχέτως αν στην Αθήνα ήταν ακόμα ισχυρή» λέει ο Δ. Κωστάντιος και προσθέτει: «Σήμερα ακόμα, στις εκκλησίες αλλά και στα σπίτια της Πλάκας, λογικά υπάρχουν ενσωματωμένα κομμάτια από την Ακρόπολη. Οι άνθρωποι δεν την είχαν κάποτε σε τόσο μεγάλη εκτίμηση, δεν ήξεραν καν πως υπήρχε ένας γλύπτης ονόματι Φειδίας. Λιθολογούσαν την Ακρόπολη και άλλα ιερά από ανάγκη για κατασκευαστικά υλικά».
Η Φ. Μαλλούχου συμπληρώνει: «Η Ακρόπολη ήταν προστατευόμενο μνημείο ήδη από το 1835, επί εφόρου αρχαιοτήτων Λούντβιχ Ροτ. Για να τη δει κάποιος, έπρεπε να βγάλει εισιτήριο. Μετά τον Ροτ ανέλαβε ο Κυριάκος Πιττάκης, ο οποίος συγκέντρωσε στο μνημείο υλικό από διαφορετικά μημεία της Αθήνας προκειμένου να διαφυλαχθούν. Πουλούσαν δε ειδικά τα άμορφα κομμάτια μαρμάρου για την κατασκευή των κατοικιών της οθωνικής περιόδου. Ετυχε στα έργα για την επισκευή του Αρσακείου, όταν το κτίριο καθαρίστηκε από τους σοβάδες, να αποκαλυφθούν και τμήματα μαρμάρου με παραστάσεις, που ειδικό συνεργείο από την Ακρόπολη τα μετέφερε εκεί».
Το μνημείο που άντεξε
Για ό,τι αφορά τον Παρθενώνα, ολοκληρώνει ο Π. Αγαπητός, «αναλογικά δεν υπέστη σημαντικές καταστροφές, τουλάχιστον ως τον βομβαρδισμό του από τον Μοροζίνι. Το μνημείο άντεξε επί αιώνες, έπαιξε δε ρόλο σ' αυτό και η μετατροπή του σε ορθόδοξη και φράγκικη εκκλησία, όπως και σε τζαμί. Πράγματι, οι μετόπες είναι χτυπημένες με σφυρί, αλλά μπορεί αυτό να έχει να κάνει και με την προσπάθεια να ανοιχτούν παράθυρα ώστε να επιτραπεί η διοχέτευση του φωτός στη βυζαντινή προσαρμοζόμενη εκκλησία.
»Αν ήθελαν να καταστρέψουν τον Παρθενώνα που έχει την ιδιαιτερότητα να είναι ορατός από παντού, το απλούστερο πράγμα θα ήταν να τον κατεδαφίσουν. Ομως αυτό δεν συνέφερε κανέναν. Και δεν βρίσκουμε τίποτα τεκμηριωμένο στις πηγές ή τουλάχιστον δεν έχουν γράψει τίποτα περί βανδαλισμών κατά των ναών αλλά και της ίδιας τους της περιουσίας ο Πρόκλος, ο Μαρίνος και οι άλλοι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι, που έφυγαν από την Αθήνα μετά το διάταγμα του Ιουστινιανού το 529 για το κλείσιμο των σχολών. Εκτός κι αν όλα, βέβαια, συνέβησαν αργότερα».


Βαρβάρα Τερζάκη

Άρθρο Χρήστου Σιάφκου - εφ. Ελευθεροτυπία, 09-08-2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: