20/12/10
Το γεωπολιτικό παιχνίδι με τις «σπάνιες γαίες»
Από την εποχή του Ντενγκ Χσιάο Πινγκ ο ασιατικός γίγαντας επένδυσε στα στοιχεία με τεχνολογική υπεραξία και σήμερα κατέχει σχεδόν το μονοπώλιο στην παγκόσμια αγορά
Υπάρχουν ορισμένα μέταλλα αναγκαία για την κατασκευή των συσκευών υψηλής τεχνολογίας, τα οποία αποκαλούνται «σπάνιες γαίες». Στην παγκόσμια παραγωγή τους κυριαρχεί η Κίνα, η οποία και επέβαλε πρόσφατα περιορισμούς στην εξαγωγή τους. Το «μεγάλο γεωπολιτικό παιχνίδι» μόλις άρχισε. Για να εδραιώσει τον έλεγχό της πάνω σε αυτά τα στρατηγικής σημασίας ορυκτά, η Κίνα εφάρμοσε αυτό που απορρίπτει ο δυτικός καπιταλισμός: μακροπρόθεσμη βιομηχανική πολιτική.
Θα περίμενε κανείς ότι οι «σπάνιες γαίες» -αυτά τα μέταλλα με την υψηλή προστιθέμενη τεχνολογική αξία- θα προσέλκυαν τους προβολείς της δημοσιότητας χάρη σε κάποιο ρεπορτάζ για τα επιφανειακά ορυχεία στην εσωτερική Μογγολία ή για τις γαλαρίες στα έγκατα της γης κάτω από τους θαμνότοπους της Αυστραλίας. Κι όμως, το ενδιαφέρον προέκυψε μέσα στο πούσι της Θάλασσας της Ανατολικής Κίνας. Στις 7 Σεπτεμβρίου του 2010, ένα κινεζικό αλιευτικό που είχε πάρει το ρίσκο να ρίξει τα δίχτυα του στα ιαπωνικά χωρικά ύδατα, περικυκλώθηκε από σκάφη της ιαπωνικής ακτοφυλακής. Στην προσπάθειά του να διαφύγει, εμβόλισε ένα σκάφος του ιαπωνικού πολεμικού ναυτικού. Το πλήρωμα του αλιευτικού συνελήφθη. Το επεισόδιο έλαβε χώρα κοντά στο αρχιπέλαγος Σενκάκου (Ντιαόγιου για τους Κινέζους). Τα οκτώ, σχεδόν έρημα, νησιά, τα οποία βρίσκονται 160 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Ταϊβάν, ανήκουν στην Ιαπωνία αλλά τα διεκδικεί και η Κίνα από τη δεκαετία του 1970. Ενώ στο παρελθόν οι διεκδικήσεις διατυπώνονταν σε ήπιους τόνους, σήμερα προβάλλονται με μεγαλύτερη ένταση, γεγονός που αντανακλά τις εξελίξεις στον συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα σε μια Κίνα η οποία ακολουθεί ανοδική πορεία κι αισθάνεται να ασφυκτιά μέσα στα αβαθή ύδατά της και σε μια Ιαπωνία η οποία τηρεί αμυντική στάση(1).
Η διπλωματική κλιμάκωση που ακολούθησε τη σύγκρουση των δύο σκαφών στις 7 Σεπτεμβρίου, αποκαλύπτει την ευρύτατη γκάμα των μέσων πίεσης που διαθέτει η Κίνα για να υπερασπιστεί μια ζώνη που έχει μεγάλη στρατηγική σημασία γι' αυτήν. Η κράτηση του πλοιάρχου του κινεζικού σκάφους, η οποία παρατάθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου με απόφαση ιαπωνικού δικαστηρίου, οδήγησε το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών να διατυπώσει την εξής απειλή: «Εάν η Ιαπωνία επιμείνει στην αδιάντροπη στάση της, θα γευθεί το πικρό ποτήρι της τιμωρίας της για όλα όσα πράττει».
ΤΟ ΠΙΚΡΟ ΠΟΤΗΡΙ
Από το Πεκίνο ώς τη Σανγκάη άρχισαν να πολλαπλασιάζονται οι -αυθόρμητες ή υποκινούμενες- «πατριωτικές» διαμαρτυρίες που συνοδεύονταν από το κάψιμο ιαπωνικών σημαιών. Στις 20 Σεπτεμβρίου, φάνηκε τι εννοούσε το Πεκίνο με τη φράση «πικρό ποτήρι»: Ξαφνικά, σταμάτησαν οι εξαγωγές κινεζικών σπάνιων γαιών προς τα ιαπωνικά λιμάνια. Δεν υπήρξε καμία επίσημη ανακοίνωση. Ωστόσο, στο Χονγκ Κονγκ, στο Τόκιο και στο Λονδίνο, οι μεσίτες της αγοράς πρώτων υλών επιβεβαιώνουν ότι η φόρτωση των εμπορευμάτων καθυστερεί ή και μπλοκάρεται(2). Πρόκειται για μια ιδιαίτερα θεαματική ενέργεια.
Μεταφέροντας το μπρα ντε φερ στο πεδίο των ενεργειακών φυσικών πόρων, η ηγεσία του Πεκίνου αναδεικνύει την τεράστια αδυναμία της Ιαπωνίας και των υπόλοιπων δυνάμεων που επιθυμούν να αποκτήσουν τα πολύτιμα ορυκτά.
Οι σπάνιες γαίες αποτελούνται από μια ομάδα δεκαεπτά μετάλλων με μοναδικές ιδιότητες(3), τα οποία χρησιμοποιούνται με ολοένα μαζικότερο τρόπο στην καινοτόμο βιομηχανία της υψηλής τεχνολογίας. Τα λέιζερ, τα κινητά τηλέφωνα και οι οθόνες υγρών κρυστάλλων περιέχουν σπάνιες γαίες, ενώ οι νέες επιδόσεις των τελευταίων γενεών τερματικών «μαζικής σύνδεσης», από το iPhone έως τα ηλεκτρονικά βιβλία, οφείλονται, εν μέρει, στις ιδιότητες αυτών των στοιχείων.
Ομως και οι νέες «πράσινες» βιομηχανίες εξαρτώνται από αυτά: οι μπαταρίες των υβριδικών αυτοκινήτων, τα φωτοβολταϊκά, οι λαμπτήρες χαμηλής κατανάλωσης ή οι τουρμπίνες των ανεμογεννητριών στηρίζονται στα «μέταλλα που ντοπάρουν», στο νεοδύμιο, στο λουτέσιο, στο δυσπρόσιο, στο ευρώπιο και στο τέρβιο. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν επίσης πολλά υποσχόμενους καταλύτες για τη διύλιση του πετρελαίου, ενώ η αμυντική βιομηχανία τα χρησιμοποιεί σε κρίσιμα οπλικά συστήματα, όπως οι πύραυλοι τύπου Κρουζ, τα τηλεκατευθυνόμενα πυρομαχικά, τα ραντάρ ή οι υψηλής τεχνολογίας θωρακίσεις.
Η παγκόσμια ζήτηση σπάνιων γαιών αυξάνεται κάθε χρόνο με ρυθμό που ξεπερνάει το 10%. Μέσα σε μια δεκαετία, πέρασε από τους 40.000 τόνους στους 120.000 ετησίως. Οπως συνοψίζει η αναλύτρια Σίντι Χερστ, σε μελέτη που εκπόνησε πρόσφατα για το αμερικανικό υπουργείο Αμυνας, η αμερικανική, η ιαπωνική και η ευρωπαϊκή βιομηχανία δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς αυτές: «Δίχως τις σπάνιες γαίες, μεγάλο μέρος της σύγχρονης τεχνολογίας θα είχε εντελώς διαφορετική μορφή και πολλές εφαρμογές δεν θα ήταν καν εφικτές. Για παράδειγμα, δεν θα είχε επιτευχθεί η μείωση των διαστάσεων των κινητών τηλεφώνων και των φορητών υπολογιστών»(4). Συνήθως, όσο περισσότερο καινοτόμο είναι ένα βιομηχανικό μοντέλο (πιο ανθεκτικό, πιο ελαφρύ, μικρότερου μεγέθους, «οικοσυμβατό»), τόσο μεγαλύτερη είναι η εξάρτησή του από τις σπάνιες γαίες. Η Ιαπωνία αποτελεί μια κλασική πλέον περίπτωση: μονάχα η συναρμολόγηση των μπαταριών των υβριδικών μοντέλων Prius της Toyota απαιτεί 10.000 τόνους σπάνιων γαιών ετησίως(5). Γενικότερα, η εξάπλωση της «πράσινης» βιομηχανίας θα μπορούσε να οδηγήσει στην αύξηση της ετήσιας παγκόσμιας ζήτησης στους 200.000 τόνους. Για παράδειγμα, στην τουρμπίνα μιας ανεμογεννήτριας μεγάλου μεγέθους συναντάμε αρκετές εκατοντάδες κιλών σπάνιων γαιών.
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΑΤΟΥ
Βέβαια, αυτές οι ουσίες δεν είναι τόσο «σπάνιες» όσο υπονοεί η ονομασία τους. Σύμφωνα με το US Geological Survey (USGS), το Πεκίνο κατέχει μονάχα το 40% έως 50% των παγκόσμιων αποθεμάτων. Υπάρχουν βεβαιωμένα αποθέματα σπάνιων γαιών σε πολλές χώρες, από τις Ηνωμένες Πολιτείες ώς την Αυστραλία και από τον Καναδά ώς το Καζακστάν ή το Βιετνάμ. Υπό αυτές τις συνθήκες, γιατί η εξασφάλισή τους προκαλεί τόσο μεγάλη ανησυχία, τόσο στην Ιαπωνία όσο και αλλού; Γιατί, το 2010, το 97% των 125.000 τόνων των οξειδίων σπάνιων γαιών που εξορύσσονται στον πλανήτη προέρχονται από την Κίνα. Πρόκειται για ένα σχεδόν απόλυτο μονοπώλιο. Και μάλιστα, μάλλον πρόσφατο.
Από το 1927, οπότε και ανακαλύφθηκαν τα τεράστια κοιτάσματα σπάνιων γαιών στο Μπαγιάν Ομπο, έως και τη δεκαετία του 1960, οι Κινέζοι είχαν ενδιαφερθεί ελάχιστα για το συγκριτικό πλεονέκτημα που διέθεταν. Εκείνη την εποχή, στην εκμετάλλευση αυτών των ορυκτών κυριαρχούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Μόλις την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τον Ντενγκ Χσιάο Πινγκ κι έπειτα από τον σχεδιασμό του «προγράμματος 863»(6), η Κίνα στράφηκε στην ανάπτυξη μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής προκειμένου να κατακτήσει ηγεμονικό ρόλο σε όλα τα στάδια της επεξεργασίας των σπάνιων γαιών, από την εξόρυξή τους και τον διαχωρισμό τους ώς τη μεταποίησή τους και την παραγωγή ημικατεργασμένων, ενδιάμεσων προϊόντων.
Αποφασιστική σημασία για την επίτευξη αυτού του στόχου είχε η δράση του καθηγητή Ξου Γκουάνγκ Ξιάν(7), του «πατέρα των κινεζικών σπάνιων γαιών». Το 1987 δημιούργησε το πρώτο κινεζικό εργαστήριο, που ήταν αποκλειστικά αφιερωμένο στην εφαρμοσμένη χημεία των σπάνιων γαιών και το οποίο ενίσχυσε τις δυνατότητες του διεθνώς αναγνωρισμένου ερευνητικού Ινστιτούτου του Μπαοτού, που είχε ιδρυθεί το 1963. Την περίοδο 1978-1989, η κινεζική παραγωγή αυξανόταν κατά 40% ετησίως(8) και ξεπέρασε την αμερικανική παραγωγή η οποία είχε αρχίσει να μειώνεται σταδιακά. Στηριζόμενοι σε δύο παράγοντες που τους επέτρεψαν να πωλούν τις σπάνιες γαίες τους σε χαμηλή τιμή επί χρόνια (στα άφθονα αποθέματά τους στην εσωτερική Μογγολία και στην ευκολία της πρόσβασης σε αυτά), οι Κινέζοι οδήγησαν σταδιακά σε ασφυξία τους υπόλοιπους παραγωγούς. Οι τελευταίοι προτίμησαν να εφαρμόσουν τον νόμο των συγκριτικών πλεονεκτημάτων και να εγκαταλείψουν τον τομέα, μέσω της «ανταγωνιστικής» αποεπένδυσης και της μεταφοράς της παραγωγικής δραστηριότητάς τους στην Κίνα.
Η εξαφάνιση των ξένων ανταγωνιστών κατά τη διάρκεια των είκοσι τελευταίων ετών εξηγείται επίσης και από τις ιδιαιτερότητες και τις δυσκολίες που παρουσιάζει ο κλάδος: οι δραστηριότητες του διαχωρισμού και της αξιοποίησης των ουσιών απαιτούν υψηλά κεφάλαια και είναι καταστροφικές για το περιβάλλον. Ειδικότερα, ο διαχωρισμός των σπάνιων γαιών προϋποθέτει τη χρήση χημικών ουσιών που ρυπαίνουν σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό το περιβάλλον και δημιουργεί ραδιενεργά απόβλητα. Η Κίνα υπήρξε η μοναδική χώρα που επέλεξε να αναπτύξει τη μαζική παραγωγή σπάνιων γαιών αγνοώντας τις επιπτώσεις και θυσιάζοντας την υγεία των εργαζομένων στα ορυχεία του Μπαοτού, καθώς και το φυσικό περιβάλλον των γειτονικών περιοχών. Σήμερα, πλέον, η απόρριψη των αποβλήτων της εταιρείας Baotou Steel στον Κίτρινο Ποταμό έχει μετατραπεί σε πρόβλημα γιγάντιων διαστάσεων. Στους εργαζόμενους των ορυχείων παρατηρούνται ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά καρκίνου. Ο Κριστιάν Οκάρ, οικονομολόγος του Bureau de Recherches Geologiques et Minieres (Γραφείο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών - BRGM) και έγκριτος ειδικός σε αυτά τα ζητήματα, επισημαίνει «την παράδοξη αντίφαση ανάμεσα στη χρήση των σπάνιων γαιών στις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας και στις ρυπογόνες μεθόδους παραγωγής τους»(9).
ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ ΚΙΝΑΣ
Βέβαια, για την Κίνα όλα αυτά δεν συνιστούν επαρκή λόγο για να εγκαταλείψει τις προσπάθειές της για την ανάπτυξη του κλάδου. Χάρη στα δεκαεπτά μέταλλα, τα οποία ο Ντενγκ Χσιάο Πινγκ είχε αποκαλέσει, ήδη από τη δεκαετία του 1970, «το πετρέλαιο της Κίνας», το Πεκίνο δημιουργεί έναν νέο συσχετισμό δυνάμεων με τους αμερικανούς, τους ιάπωνες ή τους ευρωπαίους πελάτες του, οι οποίοι εξαρτώνται από πολύ σύντομους κύκλους καινοτομίας που «ντοπάρονται» από τις σπάνιες γαίες. Σιγά σιγά, όπως αποδείχθηκε και από την υπόθεση των νήσων Σενκάκου (ή Ντιαόγιου), γίνεται φανερό ότι η υπεροχή του παραγωγού πάνω στον καταναλωτή ενδείκνυται και για εκμετάλλευση σε πολιτικό επίπεδο.
Ορισμένοι εκτιμούν ότι η Κίνα θα μπορούσε να προχωρήσει σταδιακά στον επαναπροσανατολισμό της πολιτικής της στο ζήτημα των σπάνιων γαιών, για να περάσει από μια στρατηγική εξάρτησης των εταίρων της σε μια στρατηγική στραγγαλισμού τους. Σύμφωνα με αυτήν την υπόθεση, το Πεκίνο θα μπορούσε να αρχίσει να περιορίζει σταδιακά τον όγκο των εξαγωγών του, επιδιώκοντας δύο στόχους: αφ' ενός, την άνοδο της τιμής τους ώστε να αποκομίσει σημαντικά κέρδη από το μονοπώλιο, που ουσιαστικά έχει δημιουργήσει (η τιμή ενός τόνου νεοδυμίου έφτανε τις 32.000 δολάρια τον Αύγουστο του 2010, καταγράφοντας αύξηση 60% μέσα σε έναν χρόνο)· και αφ' ετέρου, να διαθέσει τις σπάνιες γαίες της για να επιτύχει την άνοδο της ποιότητας και του επιπέδου της ντόπιας βιομηχανικής παραγωγής.
Γιατί, ενώ μέχρι να αποκτήσει το μονοπώλιο στον κλάδο παρήγε «ακατέργαστες» σπάνιες γαίες ή ημικατεργασμένα ενδιάμεσα προϊόντα, η Κίνα φιλοδοξεί στο εξής να παράγει κατεργασμένα προϊόντα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, με απώτερο στόχο να επιτύχει την πλήρη καθετοποίηση του κλάδου των σπάνιων γαιών. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με το σχεδόν ολοκληρωτικό πάγωμα των εξαγωγών της, θα μπορούσαν να της εξασφαλίσουν σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα. Μάλιστα, σε αυτήν την περίπτωση, οι περιβαλλοντικές θυσίες στις οποίες έχει υποβληθεί η Κίνα -και τις οποίες, αντίθετα απ' ό,τι ορισμένοι πιστεύουν, η ηγεσία της χώρας διόλου υποτιμάει- θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, όσο κι αν είναι βέβαια δύσκολο να δικαιολογηθούν με οικονομικά επιχειρήματα παρόμοιες οικολογικές καταστροφές.
Σε αντίθεση με όσα ισχυρίζονται ορισμένες εκθέσεις που δίνουν μεγάλη έμφαση στον βιομηχανικό μακιαβελισμό του Πεκίνου, οι ενέργειες αυτές δεν σχεδιάζονται σε κάθε τους λεπτομέρεια από τα υψηλόβαθμα κομματικά στελέχη της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΚ. Κι αυτό, γιατί η στρατηγική της ανόδου της ποιότητας και του τεχνολογικού επιπέδου των κινεζικών προϊόντων συμπίπτει με μια έκρηξη της κινεζικής οικονομικής μεγέθυνσης και της εγχώριας κατανάλωσης, που υποχρεώνουν την Κίνα -νωρίτερα και με πολύ πιο πιεστικό τρόπο απ' όσο η ίδια θα επιθυμούσε- να προτιμήσει να τροφοδοτήσει τους ντόπιους βιομήχανους, έτσι ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στη ζήτηση.
Συνεπώς, εξαιτίας ενός συμπλέγματος συμπληρωματικών αιτιών, τόσο εκούσιων (στρατηγική πολιτικής επιρροής, βιομηχανικές φιλοδοξίες) όσο και ακούσιων (αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης), η Κίνα έχει όντως μειώσει τις εξαγωγές σπάνιων γαιών της κατά 40% την τελευταία επταετία και ανήγγειλε -τον Ιούλιο του 2010- ότι θα μειωθούν και πάλι κατά 70% τουλάχιστον μέσα στο δεύτερο εξάμηνο του 2010 (στους 8.000 τόνους, έναντι 28.000 τόνων την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους)(10).
Ομως, ακόμα κι αν το επιθυμούσαν, θα ήταν δύσκολο για τους Κινέζους να αυξήσουν την παραγωγή τους ανάλογα με την παγκόσμια ζήτηση. Ετσι εξηγείται το μπλοκάρισμα του ανεφοδιασμού των ξένων πελατών της χώρας, γεγονός που θεωρείται παραβίαση των κανόνων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και προκαλεί σε ολόκληρο τον κόσμο επίσημες διαμαρτυρίες αλλά και την εμφάνιση θεωριών συνωμοσίας.
Ομως οι ανησυχίες των ιαπώνων, των ευρωπαίων και των αμερικανών βιομηχάνων στηρίζονται επίσης και σε αντικειμενικά στοιχεία. Από τον Αύγουστο του 2010, ο κινεζικός κλάδος των σπάνιων γαιών αναδιοργανώνεται με επίκεντρο ορισμένες μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις. Η Baotou Steel, η οποία συγκεντρώνει ήδη το 75% της εθνικής παραγωγής, απέκτησε επίσης τον έλεγχο ορισμένων μικρότερων εταιρειών στη νότια Κίνα (για παράδειγμα, της Xinfeng Xinli Rare Earths).
Εκτός από την καλύτερη διαχείριση των περιβαλλοντικών προβλημάτων, επιδιώκεται η εξάλειψη του παράνομου εμπορίου σπάνιων γαιών, το οποίο, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, ενδέχεται να φτάνει ακόμα και στο ένα τρίτο των ποσοτήτων που εξάγονται κάθε χρόνο από την Κίνα. Ετσι, θα διασφαλιστεί κι άλλο ένα παράπλευρο πλεονέκτημα: καθώς θα ολοκληρωθεί η δημιουργία ενός απόλυτου μονοπωλίου, θα εξαλειφθεί μια σημαντική ρωγμή στο κινεζικό σύστημα εξαγωγών, έτσι ώστε αυτό να ασκεί πολύ μεγαλύτερες πιέσεις στην αγορά των σπάνιων γαιών. Κάποιοι θεωρούν πάντως ότι, καθώς οι ξένοι κατασκευαστές προϊόντων υψηλής ποιότητας και τεχνολογίας δεν θα έχουν πλέον άλλη λύση, θα αναγκαστούν να μεταφέρουν την παραγωγική δραστηριότητά τους στην Κίνα για να αποκτήσουν μόνιμη και σταθερή πρόσβαση στα συστατικά που αποτελούν την πρώτη ύλη των προϊόντων τους. Πολλοί από αυτούς έχουν ήδη προχωρήσει σε τέτοια κίνηση. Σύμφωνα δε με άλλους αναλυτές, υπάρχει κι ένα ακόμα χειρότερο ενδεχόμενο: υποστηρίζουν ότι το Πεκίνο, για να παρατείνει με κάθε θυσία το μονοπώλιό του, ενθαρρύνει τους κινέζους βιομήχανους να αποκτήσουν τον έλεγχο του κεφαλαίου των λιγοστών ξένων εταιρειών που δραστηριοποιούνται σε όλα τα στάδια του κλάδου των σπάνιων γαιών (από τα αυστραλιανά ορυχεία ώς τις καναδικές μεταλλουργικές επιχειρήσεις και τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις μεταποίησης).
Μ' ΕΝΑ ΣΜΠΑΡΟ...
Το 2009, η China Investment Corp απέκτησε το 17% της Teck Resources Ltd, μιας ιδιαίτερα σημαντικής καναδικής μεταλλευτικής επιχείρησης. Στην δε Αυστραλία, στα τέλη του 2009, η κινεζική επιθετικότητα προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Καμπέρα, όταν επιχειρήθηκε η απόκτηση του ελέγχου της Lynas Corporation. Βέβαια, αυτό δεν εμπόδισε, την ίδια χρονιά, μια άλλη κινεζική επιχείρηση να εξαγοράσει το 25% ενός τοπικού παραγωγού σπάνιων γαιών, της Arafura Resources Ltd(11).
Ακόμα και το Mountain Pass, το κυριότερο «εν υπνώσει» αμερικανικό κοίτασμα σπάνιων γαιών, λίγο έλειψε να περάσει στα χέρια των Κινέζων. Το 2005, λίγο μετά το κλείσιμο του καλιφορνέζικου ορυχείου, η China National Offshore Oil Corporation (CNOOC) υπέβαλε πρόταση εξαγοράς της αμερικανικής πετρελαϊκής εταιρείας Unocal. Οσο κι αν εκ πρώτης όψεως η συγκεκριμένη εταιρεία δεν έχει καμία σχέση με τις σπάνιες γαίες, στην πραγματικότητα είναι η ιδιοκτήτρια του Mountain Pass, μέσω της Molycorp την οποία εξαγόρασε το 1978. Τελικά, η Unocal παρέμεινε αμερικανική χάρη στον σάλο που προκλήθηκε και στις εντονότατες αντιδράσεις του Κογκρέσου και της κοινής γνώμης που ανησυχούσαν για την ενεργειακή αυτονομία των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, ελάχιστοι πρόσεξαν εκείνη την εποχή ότι η Κίνα επεδίωκε -και λίγο έλειψε να επιτύχει- «μ' ένα σμπάρο δύο τρυγόνια» (και πετρέλαιο και σπάνιες γαίες).
Γενικότερα, εδώ και μερικά χρόνια παρατηρείται η τάση -και η ικανότητα- της Κίνας να καταστρώνει μια έξυπνη συνολική στρατηγική, η οποία στηρίζεται στις πιέσεις που μπορεί να ασκήσει στην αγορά, στον μεγάλο ορυκτό πλούτο της χώρας, αλλά και στην ισχύ που της προσδίδει η τεράστια κεφαλαιοποίηση του κινεζικού κλάδου, καθώς και το γεγονός ότι σε αυτόν υπάρχει ένα μονάχα κέντρο λήψης των αποφάσεων. Ομως, εκτός από τα υπόλοιπα δυνατά χαρτιά της, το κυριότερο ατού της θα μπορούσε απλούστατα να είναι η απουσία συντονισμού των πολιτικών ενεργειακής αυτονομίας των δυτικών χωρών.
Η αφύπνιση των «βιομηχανικών χωρών» (έκφραση η οποία στις ημέρες μας έχει αποδειχθεί παρωχημένη) αποδεικνύεται ιδιαίτερα οδυνηρή υπόθεση, καθώς μπορεί να αποτελέσει μια ειρωνική παραβολή στην οποία θα ενσαρκώνεται με τον πιο παραστατικό τρόπο η απόλυτη αντίθεση ανάμεσα στη βραχυπρόθεσμη καπιταλιστική λογική και στη μακροπρόθεσμη στρατηγική. Το αμερικανικό παράδειγμα είναι συγκλονιστικό: Μεταξύ 1965 και 1985, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν τον απόλυτο έλεγχο όλων των σταδίων της παραγωγής των σπάνιων γαιών: η «βάση» (το καλιφορνέζικο ορυχείο του Mountain Pass) τροφοδοτούσε την «κορυφή» (για παράδειγμα, την εταιρεία Magnequench στην Ινδιάνα, θυγατρική της General Motors που παρήγε μόνιμους μαγνήτες νεοδυμίου-σιδήρου-βορίου, οι οποίοι είναι σήμερα αναγκαίοι σε κάθε σύγχρονη αυτοκινητοβιομηχανία). Υστερα, ήρθε η εποχή της ολοένα εντονότερης παρουσίας των Κινέζων στον κλάδο και των πιέσεων που άρχισαν να ασκούν στις τιμές.
Το 1995, καθώς το ντάμπινγκ ολοκληρώνει το έργο του υπονομεύοντας την κερδοφορία της Mountain Pass, η οποία βρίσκεται επιπλέον αντιμέτωπη και με περιβαλλοντικά προβλήματα, δύο κινεζικές εταιρείες συμμαχούν με έναν αμερικανό επενδυτή και υποβάλλουν πρόταση εξαγοράς της Magnequench. Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών δίνει τελικά την έγκρισή της για την εξαγορά, υπό τον όρο να διατηρήσουν οι Κινέζοι τις δραστηριότητες της εταιρείας σε αμερικανικό έδαφος για μία πενταετία. Αμέσως μόλις έληξε η προθεσμία, το προσωπικό απολύθηκε και οι εγκαταστάσεις της εταιρείας ξηλώθηκαν για να μεταφερθούν στο Τιαν Ζιν της Κίνας(12). Το παράδειγμα ακολούθησαν κι άλλοι παραγωγοί -Γερμανοί και Ιάπωνες μεταξύ άλλων- οι οποίοι έκλεισαν τα εργοστάσιά τους στην Αμερική και μετέφεραν την παραγωγή τους στον ίδιο προορισμό.
Το 2010, η υπόθεση της Magnequench κατέχει σημαντική θέση στις κινδυνολογικές εκθέσεις των αμερικανικών «κύκλων προβληματισμού» για τις σπάνιες γαίες. Υπενθυμίζεται ότι η επιχείρηση είχε εν μέρει χρηματοδοτηθεί από δημόσια κονδύλια και ότι παρήγαγε τους μαγνήτες με τους οποίους λειτουργεί η τηλεκατευθυνόμενη βόμβα Joint Direct Attack Munition (JDAM) της Boeing. Ομως, με εξαίρεση ορισμένους συνδικαλιστές και στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης, ελάχιστοι αμφισβητούν τη «λογική» της αγοράς η οποία κατέστησε δυνατή τη διάπραξη αυτού του στρατηγικού λάθους.
Τώρα, το μόνο πράγμα για το οποίο μιλάνε στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι οι σπάνιες γαίες. Γιατί, από το 1995, σε αυτή τη δύσκολη εξίσωση προστέθηκε και μια άλλη παράμετρος: η άνοδος της στρατιωτικής ισχύος της Κίνας. Στην Ουάσιγκτον έκανε την εμφάνισή της μια σειρά από μελέτες κι αναλύσεις για τις σπάνιες γαίες· η συχνότητά τους και η σοβαρότητα του κινδύνου που προβάλλουν αυξήθηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, και μάλιστα πριν από το επεισόδιο των νήσων Σενκάκου. Καθώς το ζήτημα αφορά ιδιαίτερα το Πεντάγωνο, οι επιτελείς τους αφιερώνουν στις σπάνιες γαίες μεγάλο μέρος των μελετών τους για την ανάλυση των προοπτικών, οι οποίες αποσκοπούν στην ευαισθητοποίηση των στελεχών της αμερικανικής κυβέρνησης και των μελών των δύο κοινοβουλευτικών σωμάτων.
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΣΤΑ ΟΠΛΑ
Ετσι, στον τομέα της άμυνας, το κεφάλαιο 843 του νόμου National Defense Authorization Act για το φορολογικό έτος 2010 προστάζει το Government Accountability Office (GAO- το αντίστοιχο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους) να διερευνήσει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τον ρόλο των σπάνιων γαιών στην αλυσίδα των προμηθειών του υπουργείου Αμυνας.
Ο κατάλογος είναι μακροσκελής(13): τηλεκατευθυνόμενα πυρομαχικά ακριβείας, λέιζερ, συστήματα επικοινωνιών και ραντάρ, αεροναυπηγική, συστήματα νυχτερινής σκόπευσης, δορυφόροι... Μάλιστα, διευρύνεται ολοένα και περισσότερο. Στην παραγωγική διαδικασία ή στις απαιτούμενες πρώτες ύλες της βιομηχανίας οπλικών συστημάτων(14) περιλαμβάνονται σχεδόν πάντα οι σπάνιες γαίες. Το υπουργείο Αμυνας αποκάλυψε ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε έλλειψη ορισμένων εξαρτημάτων που κατασκευάζονται κυρίως από λανθάνιο, γαδολίνιο, ευρώπιο και δημήτριο, με αποτέλεσμα να προκληθούν καθυστερήσεις σε ορισμένα αμερικανικά προγράμματα παραγωγής οπλικών συστημάτων. Σε μια εμπιστευτική έκθεσή της, η αεροπορία -η οποία εμπλέκεται ιδιαίτερα στη διεξαγωγή μυστικών προγραμμάτων και προγραμμάτων για τις «τεχνολογίες ρήξης»(15) (στις επικοινωνίες ή στα «αόρατα» από τα ραντάρ οπλικά συστήματα)- έχει εκδηλώσει ήδη από το 2003 την ανησυχία της για την εξάρτησή της στον τομέα των μαγνητών μεγάλης ισχύος που κατασκευάζονται από νεοδύμιο. Το 2009, στην έκθεση «Industry Study» που εκπόνησε το Βιομηχανικό Κολέγιο των Ενόπλων Δυνάμεων, καταγράφηκαν όλες οι αναφορές στις σπάνιες γαίες στους τομείς της ναυπηγικής, της αεροναυπηγικής και της παραγωγής οπλικών συστημάτων(16). Οσο για το Ερευνητικό Κέντρο του Στρατού Ξηράς για τους Εξοπλισμούς και το Κέντρο Θαλάσσιου Πολέμου, εκπόνησαν τις δικές τους μελέτες γύρω από την εξάρτηση και για τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να αντιμετωπιστεί. Μάλιστα, κάποια περίοδο, το αμερικανικό ναυτικό είχε εξετάσει το ενδεχόμενο να χρηματοδοτήσει την επαναλειτουργία των εγκαταστάσεων του ορυχείου Mountain Pass.
Πριν από λίγες εβδομάδες αναμενόταν η ολοκλήρωση της «μεγάλης έκθεσης» που είχε παραγγείλει το Πεντάγωνο για την αναλυτική καταγραφή των εξαρτήσεων των Ηνωμένων Πολιτειών από τις σπάνιες γαίες στον τομέα των είκοσι τεσσάρων σημαντικότερων οπλικών συστημάτων τους. Η αφύπνιση αυτή είναι καθυστερημένη. Δεν είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι στην Κίνα έχει ανατεθεί η εκπόνηση παρόμοιας «έκθεσης» για την αξιολόγηση των τρόπων που διαθέτει σήμερα η χώρα για την παρεμπόδιση του ανεφοδιασμού των Ηνωμένων Πολιτειών με τα διάφορα συστατικά που είναι αναγκαία για τις τεχνολογίες ρήξης στις οποίες στηρίζεται η αμερικανική στρατιωτική υπεροχή.
Για τα πρόσωπα που λαμβάνουν τις αποφάσεις στο Καπιτώλιο, «η επιθυμία της Κίνας να περιορίσει τις εξαγωγές της θα δημιουργήσει πρόβλημα ανταγωνιστικότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αφ' ενός, οφείλουμε να διασφαλίσουμε τον ανεφοδιασμό μας και, αφ' ετέρου, να επιτρέψουμε την ανάπτυξη ορυχείων σπάνιων γαιών στο έδαφός μας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν πλέον να εξαρτώνται κατά 100% από τις εισαγωγές από την Κίνα». Τον Μάρτιο, ο Δημοκρατικός βουλευτής του Κολοράντο, Μάικλ Κόφμαν, παρουσίασε πρόταση νόμου με την οποία ζητούσε την επαναλειτουργία ολόκληρου του αμερικανικού κλάδου εκμετάλλευσης των σπάνιων γαιών, καθώς επίσης και τη δημιουργία στρατηγικών αποθεμάτων.
Η πρωτοβουλία μετατράπηκε σε νομοσχέδιο, το Rare Earths and Critical Materials Revitalization Act, το οποίο εξετάζεται αυτή τη στιγμή από το Κογκρέσο. Ωστόσο, παρά την πρόσφατη φρενίτιδα των αναλύσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες γύρω από το θέμα, καθώς και τις συζητήσεις περί στρατηγικών αποθεμάτων και ανακύκλωσης των σπάνιων γαιών, η εξάρτηση θα παραμείνει ο κανόνας κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών. Σύμφωνα δε με τις εκτιμήσεις, η ανασυγκρότηση του αμερικανικού κλάδου των σπάνιων γαιών, η οποία συνεπάγεται μεγάλες και συνεχείς επενδύσεις, θα απαιτήσει διάστημα δεκαπέντε ετών.
ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΑΓΟΡΕΣ
Μια τεχνογνωσία και μια βιομηχανική κουλτούρα μπορούν να χαθούν μέσα σε διάστημα μερικών ετών. Αντίθετα, για να ξαναγεννηθούν απαιτούνται αρκετές δεκαετίες. Πολλές φορές, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι έχει εξατμισθεί η εμπειρία των ανθρώπων που εργάζονται στον κλάδο. Πάντως, στην Αμερική, θα επαναλειτουργήσει τελικά το Mountain Pass, το 2011. Βέβαια, η Toyota αγοράζει σήμερα σπάνιες γαίες από το Βιετνάμ ή από αλλού, χάρη στις μακροπρόθεσμες συνεργασίες που έχει αναπτύξει, ενώ το ιαπωνικό υπουργείο Βιομηχανίας επενδύει σε ορυχεία στο Καζακστάν και στον Καναδά. Αλλά και η γαλλική Rhodia αναπτύσσει τους δεσμούς της με την Αυστραλία, η οποία εμφανίζεται ολοένα περισσότερο ως η εναλλακτική λύση απέναντι στο κινεζικό μονοπώλιο. Ωστόσο, είναι δύσκολο η κρίση να επιτρέψει σε αυτές τις χώρες ή τις εταιρείες να επιχειρήσουν μακροπρόθεσμες επενδύσεις. Εάν δεν υπάρξει έντονος στρατηγικός βολονταρισμός, αποσυνδεδεμένος από τους νόμους της αγοράς, η πραγματικότητα θα είναι διαφορετική: οι αμερικανοί, οι ευρωπαίοι και οι ιάπωνες βιομήχανοι θα εξαρτώνται ολοένα περισσότερο από αυτές τις ουσίες και, συνεπώς, από τις κινεζικές πρώτες ύλες οι οποίες μονοπωλούν το εμπόριο.
Κι η Ευρώπη; Στις 17 Ιουνίου του 2010, μια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για την -κρίσιμη για την οικονομία της- κατάσταση στο πεδίο του ανεφοδιασμού της σε δεκατέσσερις πρώτες ύλες. Οι σπάνιες γαίες εμφανίζονταν στις πρώτες θέσεις του καταλόγου. Πώς θα αποφευχθούν τα λάθη του παρελθόντος, θα εξασφαλιστεί μια σχετική αυτονομία του ανεφοδιασμού της Ευρώπης και θα αποτραπεί η μείωση της ανταγωνιστικότητάς της σε στρατηγικούς τομείς; Μακριά από τις νήσους Σενκάκου, στα βάθη της πολιτείας της Ινδιάνα, οι πρώην εργάτες της Magnequench έχουν σίγουρα μια ενδιαφέρουσα άποψη γύρω από το θέμα.
1. Βλέπε Barthelemy Courmont, «Geopolitique du Japon», Artege, Περπινιάν, Γαλλία, 2010. Βλέπε επίσης «Η Κίνα προβάλλει τις ναυτικές της φιλοδοξίες», «Le Monde diplomatique»-«Κ.Ε.», 23-9-09, http://www.mo nde-diplomatique.gr/spip.php?article235.
2. Keith Bradsher, «Amid tensions, China blocks vital exports for Japan», «The New York Times», 23-9-10.
3. Η ομάδα των σπάνιων γαιών περιλαμβάνει τα δεκαπέντε στοιχεία που ονομάζονται λανθανιδή, από το λανθάνιο (La, 57) έως το λουτέσιο (Lu 71), στα οποία προστίθεται και το ύττριο και το σκάνδιο.
4. Cindy Hurst, «China's rare Earth Elements Industry: what can the West learn?», Institute for the Analysis of Global Security (IAGS), Μάρτιος 2010.
5. Makiko Kitamura και Jason Scott, «Toyota form task force on rare earth metals amid China export bare reports», 29-9-10, www.bloomberg.com
6. Το οποίο και απεκλήθη «Πρόγραμμα έρευνας ανάπτυξης της εθνικής υψηλής τεχνολογίας».
7. Ο Ξου, ο οποίος σπούδασε στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Κολούμπια την περίοδο 1946-1951, θεωρείται εθνικός ήρωας. Τον Ιανουάριο του 2009 βραβεύτηκε με την ανώτατη κρατική διάκριση για την επιστήμη και την τεχνολογία, από τον πρόεδρο Χου Τζιντάο.
8. Cindy Hurst, όπ.π.
9. Συνομιλία με τον Christian Hocquard, η οποία δημοσιεύτηκε στο Actu-Environnement.com, 2 Ιουνίου 2010.
10. Κινεζικό υπουργείο Εμπορίου (www.mofcom.gov.cn) και Bloomberg News, «China cuts rare earth export quota 72%, may spark trade dispute with US», 9-7-10.
11. Οσον αφορά τη Lynas, η κινεζική εταιρεία ήταν η China Non-Ferrous Metal Mining Company. Στην περίπτωση της Arafura, επρόκειτο για την Jiangsu Eastern China Non-Ferrous Metals Investment Co. Βλέπε την ενημερωτική ιστοσελίδα www.australianrareearths.com
12. Jeffrey St. Clair, «The saga of Magnequench», «The Bloomington Alternative», 23-4-06. Οσον αφορά το προφίλ της εταιρείας και τα σημερινά προϊόντα της, βλέπε επίσης www.magnequench.com
13. «Rare earth materials in the defense supply chain», 14 Απριλίου 2010, www.gao.gov
14. Αναφορά του National Defense Stockpile του 2009, η οποία αφορά την προαναφερθείσα έκθεση του Gao.
15. Πρόκειται για καινοτομίες οι οποίες, αντί να βελτιώνουν τις ήδη υπάρχουσες τεχνολογίες, εισάγουν ρήξεις που είναι αρκετά σημαντικές ώστε να οδηγούν στην αντικατάσταση των παλαιότερων τεχνολογιών.
16. www.ndu.edu/icaf/programs/academic/industry/reports/2009
* Υπεύθυνος μελετών στην Compagnie europeenne d'intelligence strategique (CEIS), Παρίσι.
Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο OLIVER ZAJEC*-εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Le Monde diplomatique, 12-12-2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου