24/2/10

Πόσο ιδιωτικά είναι τα ιδιωτικά;


Από τις κρατικές επιχορηγήσεις εξαρτώνται σήμερα οι περισσότεροι μη δημόσιοι πολιτιστικοί οργανισμοί

Οταν τον Οκτώβριο του 2004 ο πρώην υφυπουργός Πολιτισμού της νεοεκλεγμένης, τότε, κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή αρθρογραφούσε στην «Καθημερινή» για το «τέλος του κρατικοδίαιτου πολιτισμού» ξεσηκώθηκε μέγα κύμα αντιδράσεων. Λογικό. Στην Ελλάδα, όπως και σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, έχει διαμορφωθεί μια ισχυρή κουλτούρα άμεσης κρατικής επιρροής στην πολιτιστική ζωή της χώρας μέσα από την ύπαρξη υπουργείου Πολιτισμού και στενών δεσμών οικονομικής εξάρτησης ανάμεσα στο κράτος και πολιτιστικούς οργανισμούς, εποπτευόμενους και μη. Είναι μια ευρωπαϊκή παράδοση με «πρωτεύουσα» τη Γαλλία, που διαπερνάει όλες σχεδόν τις χώρες της Γηραιάς Ηπείρου σε αντίθεση με τη βορειοαμερικανική προσέγγιση όπου ένα μεγάλο τμήμα της «οικονομίας του Πολιτισμού» διεξάγεται μέσα από χορηγίες και κεφάλαια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Γι’ αυτό στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν υφίσταται υπουργείο Πολιτισμού, αν και στις αρχές της νέας διακυβέρνησης του Μπαράκ Ομπάμα, πέρυσι τέτοιον καιρό, υπήρξε πρόταση ομάδας καλλιτεχνών με επικεφαλής τον Κούινσι Τζόουνς να ιδρυθεί στη χώρα ανάλογο ομοσπονδιακό όργανο στα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Αν οι ΗΠΑ ορίζουν τη μια άκρη του νήματος, η Ελλάδα βρίσκεται ακριβώς απέναντι. Ο κατάλογος των χρηματοδοτούμενων από το υπουργείο Πολιτισμού οργανισμών, θεσμών, φεστιβάλ είναι πρακτικά ατελείωτος. Εδώ βρίσκουμε αμιγώς κρατικούς φορείς (για παράδειγμα: Εθνικό Θέατρο, Εθνική Λυρική Σκηνή) αλλά και πιο σύνθετες δομές που ένα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης έχει κατοχυρώσει στην ιδιωτική πρωτοβουλία: Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, Μουσείο Μπενάκη κ. ά. Η κουλτούρα του κρατισμού έχει ανοίξει τον δρόμο στην εκταμίευση δημόσιου χρήματος και για καθαρά ιδιωτικές πρωτοβουλίες.
Το ένα πέμπτο της κατασκευής του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη χρηματοδοτήθηκε από εθνικούς πόρους, ενώ κρατική συνδρομή έχει υπάρξει για προγράμματα του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού και του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης. Eίναι, γενικά, σύνηθες ιδιωτικοί φορείς να «χρησιμοποιούν» το κράτος για τη συμμετοχή σε κοινοτικά χρηματοδοτικά προγράμματα προκειμένου να συμπιέσουν το κόστος κατασκευής ή επέκτασης των υποδομών τους. Το μεγαλύτερο τμήμα του προβλεπόμενου προϋπολογισμού καλύπτεται από τα ταμεία των Βρυξελλών κι ένα μικρότερο από εθνικούς πόρους. Επίσης συμβαίνει το κράτος να παραχωρεί εκτάσεις ή κτίρια σε ιδιωτικά Ιδρύματα για να στεγάσουν μουσεία ή συλλογές.
Οχι πολύ παλιά, στη δεκαετία του ’90, δηλαδή, το ελληνικό Δημόσιο παραχώρησε το Μέγαρο Σταθάτου στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης για να επεκτείνει εκεί τις δραστηριότητές του. Λίγα χρόνια αργότερα προέβη σε μια παρόμοια κίνηση παραχωρώντας στο Ιδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή έκταση στην οδό Ρηγίλλης για την ανέγερση του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Ενα κτίριο που όπως είναι γνωστό δεν έγινε ποτέ, καθώς εκεί αποκαλύφθηκαν ίχνη του Λυκείου του Αριστοτέλη, ενώ το ίδιο σχέδιο δεν ευτύχησε ούτε στη νέα του θέση στο Αλσος Ριζάρη.
Ο τίτλος εργασίας είναι: πόσο πραγματικά ιδιωτική είναι η ιδιωτική πρωτοβουλία στον χώρο του Πολιτισμού;
Αλλά στην πραγματικότητα αυτό που εγείρει ερωτήματα είναι η φιλοσοφία της κρατικής χρηματοδότησης σε ιδιωτικούς φορείς. Αναρωτιέται κανείς: υπάρχουν θεσμοθετημένα κριτήρια βάση των οποίων εγκρίνονται κάθε χρόνο οι επιχορηγήσεις ιδιωτικών φορέων ή πιο σύνθετων δομών; Η αίσθηση είναι ότι δίνονται λίγα σε πολλούς και η κατανομή των πόρων δεν επηρεάζεται αποκλειστικά από καλλιτεχνικούς παράγοντες. Μιλήσαμε με κορυφαία στελέχη τριών ιδιωτικών οργανισμών και τους ζητήσαμε να περιγράψουν τη δική τους σχέση με το «Μεγάλο Κράτος».
ΙΜΕ
Ακόμα λιγότερη κρατική βοήθεια
«Το Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού την τριετία από το 2004 έως το 2006 είχε λάβει ορισμένες κρατικές επιχορηγήσεις, είτε για γενικές λειτουργικές δαπάνες είτε για συγκεκριμένες δραστηριότητες», απαντάει η κ. Κατερίνα Γεωργοπούλου από το Τμήμα Επικοινωνίας και Προβολής του ΙΜΕ και του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος». Συνολικά το ποσοστό των λειτουργικών δαπανών του Ιδρύματος το οποίο καλύφθηκε από την κρατική αυτή στήριξη ανήλθε σε ποσοστό που δεν ήταν μεγαλύτερο του 3,5% επί των συνολικών δαπανών του για τη συγκεκριμένη τριετία. «Από το 2007 έως σήμερα το Ιδρυμα δεν έλαβε καμία κρατική επιχορήγηση, καλύπτοντας τις δαπάνες λειτουργίας και δράσεων κυρίως από ιδίους πόρους», διαβεβαιώνει η κ. Γεωργοπούλου.
Και συμπληρώνει: «Ούτως ή άλλως, το ΙΜΕ προσπαθεί να λειτουργεί και χωρίς σημαντικές επιχορηγήσεις από το ΥΠΠΟ. Ο πολιτισμός όμως και τα παράγωγα πολιτιστικά αγαθά πρέπει να φθάνουν σε όλους τους πολίτες με χαμηλό κόστος. Εντούτοις, το κόστος ανάπτυξης και εφαρμογής των έργων του πολιτισμού απαιτούν υψηλά κονδύλια, καθώς είναι απαραίτητη η εκτενής και πολύχρονη συχνά έρευνα αλλά και η υποστήριξη δραστηριοτήτων χωρίς εμφανές οικονομικό αποτέλεσμα. Ο πολιτισμός δεν έχει ούτε πρέπει να ακολουθεί πρακτικές της αγοράς». Τη ρωτάμε κατά πόσο η κρατική επιχορήγηση (ως υπόσχεση, ως δυνατότητα, ως δέσμευση) λειτουργεί στην Ελλάδα ανασταλτικά στις προσπάθειες ανεύρεσης πόρων από εναλλακτικές πηγές (χορηγίες, κοινωνία των πολιτών, θεσμός «Φίλοι του Μουσείου»); «Ο “Ελληνικός Κόσμος” ευτυχώς δέχεται χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο», υποστηρίζει η κ. Γεωργοπούλου. «Τα θετικά σχόλια συνοδεύονται από ακόμη περισσότερα αιτήματα για νέες παραγωγές και έργα. Το ΙΜΕ συνεχίζει την προσπάθεια υλοποίησης των περισσότερων δυνατών έργων χωρίς όμως ποτέ να φθάνουμε στο σημείο που θα ικανοποιούσε εμάς ή το κοινό μας, καθώς οι πόροι δεν είναι ποτέ αρκετοί. Η όποια κρατική επιχορήγηση δεν επαρκεί ούτε για μέρος της υλοποίησης των έργων, πόσω μάλλον όταν μικρά ποσά φθάνουν πολύ αργά στους πολιτιστικούς φορείς. Η κρατική και η ιδιωτική χρηματοδότηση πρέπει να λειτουργούν συμπληρωματικά, γεγονός που όσοι ασχολούνται με τον πολιτισμό το έχουν αντιληφθεί και το έχουν ενσωματώσει στις διαδικασίες έρευνας και ανάπτυξης του έργου τους».
Νίκος Μανωλόπουλος, Μέγαρο Μουσικής
Αντίβαρο με περισσότερες χορηγίες
Για τους ιθύνοντες του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών η φετινή σημαντική περικοπή της κρατικής επιχορήγησης κατά 25% ήταν ένα σοκ. Από τα 12 εκατ. ευρώ θα πέσει στα 8 το 2010. Ο κ. Νίκος Μανωλόπουλος, γενικός διευθυντής του Οργανισμού, φαίνεται συμβιβασμένος με την ιδέα. «Mε δεδομένη την οξύτατη δημοσιονομική κρίση που περνάει η χώρα, η περικοπή των καλλιτεχνικών επιχορηγήσεων είναι απόλυτα κατανοητή. Το Μέγαρο Μουσικής προσπαθεί να αντεπεξέλθει στη μείωση αυτή, κατ’ αρχάς πολλαπλασιάζοντας τις προσπάθειές του για προσέλκυση χορηγών και αύξηση των ιδίων εσόδων από τις δραστηριότητές του. Δεύτερον, αναθεωρώντας ολόκληρο τον προϋπολογισμό εξόδων ώστε να περικοπούν όλα τα μη απολύτως αναγκαία έξοδα». Ταυτόχρονα, σπεύδει να καθησυχάσει το κοινό του Μεγάρου. «Σε ό, τι αφορά όμως το καλλιτεχνικό πρόγραμμα της περιόδου 2010–11, η οδηγία που έχει δοθεί από τον πρόεδρο και το διοικητικό συμβούλιο είναι να καταρτιστεί με τα ίδια υψηλά και ποιοτικά κριτήρια που χαρακτήριζαν τη λειτουργία του Μεγάρου μέχρι σήμερα. Πιστεύουμε, από την άλλη πλευρά, ότι θα έπρεπε να εφαρμοστούν και πάλι οι τριετείς προγραμματικές συμφωνίες που ίσχυαν στο παρελθόν, ώστε οι καλλιτεχνικοί οργανισμοί να μπορούν να καταρτίζουν πρόγραμμα σε βάθος χρόνου».
Αγγελος Δεληβορριάς, Μουσείο Μπενάκη
Κάνουμε τη δουλειά του κράτους
Πριν μιλήσω με τον Αγγελο Δεληβορριά, τον μακροβιότερο διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, είχα πάρει την (έμμεση) απάντησή μου για τις σχέσεις κράτους και μουσείου από την ιστοσελίδα του Ιδρύματος: «Το Μουσείο Μπενάκη συγκαταλέγεται στις μεγάλες εκείνες δωρεές που αύξησαν τα περιουσιακά στοιχεία του κράτους, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί και τον παλαιότερο μουσειακό οργανισμό που λειτουργεί στην Ελλάδα ως Ιδρυμα Ιδιωτικού Δικαίου». Ο Αγγελος Δεληβορριάς μάς λέει ότι η ετήσια επιχορήγηση των 2,3 εκατ. ευρώ δεν φτάνει ούτε για «ζήτω» (δική μας η έκφραση). Καλύπτει το 16–18 % των ετήσιων υποχρεώσεων του Μουσείου Μπενάκη ούτε καν τη μισθοδοσία του προσωπικού. Ολα τα υπόλοιπα (εκθεσιακές και ερευνητικές δραστηριότητες) καλύπτονται από δευτερογενή έσοδα που έχουν να κάνουν κυρίως με κληροδοτήματα, «αποτέλεσμα της κοινωνικής αποστολής του μουσείου», υπογραμμίζει ο κ. Δεληβορριάς, και χορηγίες. «Για την ακρίβεια, όλο το εκθεσιακό μας πρόγραμμα “βγαίνει” από τους χορηγούς», συμπληρώνει. Αυτός είναι ο λόγος που από φέτος το Μουσείο Μπενάκη εγκαινιάζει έναν νέο θεσμό, το Βραβείο Χορηγικής Ευαισθησίας. Το πρώτο βραβείο θα απονεμηθεί τον Μάρτιο στον επιχειρηματία Λαυρέντη Λαυρεντιάδη. Θα μπορούσε να φανταστεί το Μουσείο Μπενάκη χωρίς την κρατική χρηματοδότηση; «Οχι. Νομίζω από τα νούμερα που σας έχω δώσει, γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα. Δεν νομίζω ότι το κράτος θα μπορούσε πολύ εύκολα να μεταθέσει την οικονομική ευθύνη στις πλάτες ιδρυμάτων και οργανισμών που κάνουν τη δική του δουλειά». Ο κ. Δεληβορριάς γίνεται κοφτός: «Εχω την αίσθηση ότι το κράτος θα πρέπει να αναθεωρήσει τις απόψεις του για το τι θεωρεί παραγωγική επένδυση. Το πρόβλημα με τον πολιτισμό είναι ότι τα κέρδη του δεν εμφανίζονται αμέσως, είναι αυτό που λέμε “βραδείας αποδόσεως”». Την ίδια στιγμή, ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη δεν διστάζει να υποστηρίξει ότι η ύπαρξη ενός κράτους– «πατερούλη» μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά σε επίπεδο ποιότητας.

Βαρβάρα Τερζάκη

Άρθρο Δημητρη Pηγοπουλου- εφ. Καθημερινή, 14-02-2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: