11/1/12

Ο Ερικ Χόμπσμπαουμ ξαναδιαβάζει Μαρξ του Γιάννη Ν. Μπασκόζου

Ο διαβόητος επενδυτής Τζορτζ Σόρος στη στροφή του αιώνα πλησίασε σε ένα γεύµα τον ιστορικό Ερικ Χόµπσµπαουµ και τον ρώτησε τη γνώµη του για τον Μαρξ. Ο ιστορικός, θέλοντας να αποφύγει µια λογοµαχία, του απάντησε µε έναν γενικό χαρακτηρισµό, για να συµπληρώσει ο µεγαλοεπενδυτής: «Αυτός ο άνθρωπος ανακάλυψε κάτι για τον καπιταλισµό πριν από 150 χρόνια που οφείλουµε να το προσέξουµε». Το 2008 οι «Financial Times» του Λονδίνου είχαν βάλει πρωτοσέλιδο τίτλο «Ο καπιταλισµός σε αναταραχή». Ο Χόµπσµπαουµ δεν έχει αµφιβολία, ο Μαρξ γίνεται και πάλι επίκαιρος. Και αυτή την επικαιρότητά του προσπαθεί να αναδείξει στο βιβλίο του Πώς να αλλάξουµε τον κόσµο. Ο Χόµπσµπαουµ πιστεύει ότι υπάρχουν δύο σοβαροί λόγοι για να ξαναδούµε τη θεωρία του Μαρξ. Ο πρώτος είναι ότι η πτώση του «υπαρκτού» απελευθέρωσε τον Μαρξ από τους πάσης λογής ερµηνευτές του και «κυρίως από την καθολική ταύτισή του µε τη λενινιστική θεωρία και τα λενινιστικά καθεστώτα». Ο δεύτερος λόγος είναι ότι κατά τη εκτίµησή του «ο παγκοσµιοποιηµένος καπιταλιστικός κόσµος που αναδύθηκε τη δεκαετία του 1990 ήταν αλλόκοτα παρόµοιος µε αυτόν που προέβλεπε ο Μαρξ στο “Κοµµουνιστικό µανιφέστο”». Ο Ερικ Χόµπσµπαουµ θέτει το έργο του Μαρξ ατόφιο µπροστά του και προσπαθεί να το δει από την αρχή. ∆ιαπιστώνει ότι πολλά από όσα έγραψε ο Μαρξ «είναι παρωχηµένα και κάποια δεν είναι πλέον αποδεκτά». Καταλήγει ότι πρέπει να απορρίψουµε την ιδέα ότι υπάρχει σηµαντική διαφορά ανάµεσα στον «ορθό» και τον «λάθος» µαρξισµό λέγοντας ότι ο τρόπος που ο µαρξισµός εξετάζει τα πράγµατα θα µπορούσε να αποδώσει διαφορετικά συµπεράσµατα και πολιτικές απόψεις.

Ο Χόµπσµπαουµ θα σταθεί ιδιαίτερα στα σηµεία ανάλυσης του Μαρξ που παραµένουν βάσιµα και ουσιώδη. Το πρώτο αφορά την ανάλυση της παγκόσµιας δυναµικής του καπιταλισµού να αναπτύσσεται καταστρέφοντας όλα όσα προηγήθηκαν, ακόµη και εκείνα από τα οποία ο καπιταλισµός ωφελήθηκε, όπως η δοµή της οικογένειας. Το δεύτερο αφορά την ανάλυση του µηχανισµού της καπιταλιστικής ανάπτυξης που επιτυγχάνεται µε τη γέννηση εσωτερικών αντιφάσεων – ατέρµονες περιόδους εντάσεων και πρόσκαιρες λύσεις.

Πρόκειται για µια δίχως τέλος «δηµιουργική καταστροφή» όπως έλεγε ο Σουµπέτερ, που θα οδηγούσε σε µια υπερβολικά συγκεντρωτική οικονοµία. Οχι όµως όπως την αντιλαµβάνονταν οι σχεδιαστές της σοβιετικής οικονοµίας αλλά όπως τη γνωρίζουµε σήµερα όπου µερικές χιλιάδες άνθρωποι καθορίζουν σε παγκόσµιο επίπεδο την οικονοµία όλου του κόσµου. Το τρίτο σηµείο, που αποτελεί και διαπίστωση του νοµπελίστα οικονοµίας σερ Τζον Χικς, είναι ότι ο µαρξισµός είναι η αναπόφευκτη θεωρία για όλους όσοι προσπαθούν να εντάξουν σε ένα γενικό πλαίσιο τη γενική διαδροµή της Ιστορίας, καθώς είναι αναγκασµένοι να χρησιµοποιήσουν τις µαρξιστικές κατηγορίες ή κάποια τροποποιηµένη εκδοχή τους, εφόσον είναι ελάχιστες οι διαθέσιµες εναλλακτικές εκδοχές.

Το ερώτηµα που θέτει ο Χόµπσµπαουµ µε τον τίτλο του βιβλίου του ανακαλεί τη γνωστή ενδέκατη θέση του Μαρξ για τον Φόιερµπαχ: «Οι φιλόσοφοι δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να εξηγούν τον κόσµο µε τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Το πρόβληµα είναι να τον αλλάξουµε», για να διαπιστώσει ότι οι ερµηνευτές του Μαρξ απέτυχαν να τον αλλάξουν. Αλλά και ο ίδιος ο Μαρξ έπεσε έξω στην πρόβλεψή του ότι η αντικατάσταση του καπιταλισµού θα πραγµατοποιούνταν από την «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών», που βασιζόταν στην
a priori υπόθεση (και όχι στην ανάλυση του µηχανισµού του καπιταλισµού) ότι η εκβιοµηχάνιση θα δηµιουργούσε πληθυσµούς χειρωνακτών προλετάριων. Ωστόσο, διαπιστώνει ο Χόµπσµπαουµ, η εξαθλίωση δεν οδηγεί αναγκαστικά στην «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών». Με λίγα λόγια, στην ανάλυση του Μαρξ εντοπίστηκαν ελπίδες για το µέλλον οι οποίες όµως δεν απέρρεαν από αυτήν.

Το εργατικό κίνηµα και το µέλλον του

Μια παρερµηνεία επίσης του Μαρξ ήταν η θέση ότι τα εργατικά κινήµατα πρέπει να γίνουν ή να παραµείνουν επαναστατικά.

Η πράξη απέδειξε ότι «το προλεταριάτο ήταν ή θα γινόταν µια πραγµατικά επαναστατική τάξη ήταν προφανές πως ήταν αβάσιµη». Στις περισσότερες χώρες του αναπτυγµένου καπιταλισµού τα εργατικά κινήµατα συµβίωναν µε το ανθηρό οικονοµικό σύστηµα των αρχών του 20ού αιώνα.

Οι εργάτες, διαπιστώνει ο άγγλος ιστορικός, στη χρυσή εποχή του ρεφορµισµού (1947-2973) ήταν σε ασύγκριτα καλύτερη κατάσταση από ό,τι θα µπορούσαν να φανταστούν και οι πιο αισιόδοξοι εκπρόσωποί τους πριν από το 1914. Μετά το 1970, όµως, οι σοσιαλδηµοκράτες και τα ρεφορµιστικά συνδικάτα έχασαν τα βασικά τους θεµέλια: πρώτον, συρρικνώθηκε η χειρωνακτική εργατική τάξη µε αποτέλεσµα να χάσει τη δυνατότητά της να ενώνει. ∆εύτερον, µε την πτώση του «υπαρκτού» εξέλιπεν ο φόβος του κοµµουνισµού, ο οποίος τροφοδοτούσε τα ρεφορµιστικά συνδικάτα και τρίτον, η κοινωνική πολιτική των κυβερνήσεων άρχισε να µειώνεται και να κερδίζει οφέλη ο οικονοµικός φιλελευθερισµός.

Ο Χόµπσµπαουµ διαπιστώνει όµως ότι και σήµερα εξακολουθεί να υπάρχει χάσµα µεταξύ κοινωνικών οµάδων µε διαφορετικά συµφέροντα, έστω και αν αυτές τις οµάδες δεν τις αποκαλούµε «τάξεις». Το κράτος και οι θεσµοί του είναι αυτοί που διανέµουν το κοινωνικό προϊόν, συνεπώς η πολιτική παραµένει µια απαραίτητη διάσταση του αγώνα.

Οµως η κρίση δεν σηµαίνει και αναπόφευκτη άνοδο της ιδεολογικής Αριστεράς. Ο άγγλος ιστορικός θυµίζει πως µετά την κρίση του 1929 -1933 σηµειώθηκε µια δραµατική αποµάκρυνση από τα εργατικά κινήµατα και την Αριστερά.

Πιο προφανές φαίνεται σε αυτή την εποχή του συνδυασµού της παγκοσµιοποίησης και της µεγάλης µαζικής ανεργίας η ανάπτυξη του πολιτικού εθνικισµού που µπορεί να κολακεύει τα ξενοφοβικά και προστατευτικά αιτήµατα της λαϊκής εργατικής τάξης. ∆εν είναι τυχαίο ότι ο Χόµπσµπαουµ από όλους τους µαρξιστές επιλέγει να µνηµονεύσει αναλυτικά τη σκέψη του Γκράµσι, του µόνου θεωρητικού που ανέπτυξε µια πολιτική θεωρία ικανή να δουλέψει για τον κοινωνικό µετασχηµατισµό χωρίς ιδεοληψίες και ανέφικτα οράµατα.

Ο Χόµπσµπαουµ θα κλείσει το βιβλίο του µε µια αισιόδοξη νότα. Θα πει ότι ανακαλύψαµε και πάλι ότι ο καπιταλισµός δεν είναι η απάντηση αλλά το ερώτηµα και αυτό είναι φανερό από την κατάρρευση των θεωριών του «τέλους της Ιστορίας», την απαξίωση της δήθεν απτόητης νίκης του οικονοµικού και πολιτικού φιλελευθερισµού. Ως ιστορικός θα εκτιµήσει ότι οι απόπειρες του 20ού αιώνα να χειριστεί την ιστορία ως οικονοµικό παιχνίδι µηδενικού αθροίσµατος µεταξύ ιδιωτικού και ∆ηµόσιου απέτυχαν. Οπως απέτυχαν και οι υποσχόµενοι την εναλλακτική λύση του σοσιαλισµού µέσω της επανάστασης της χειρωνακτικής εργατικής τάξης. Και καταλήγει ότι «ένα σύστηµα εναλλακτικό µπορεί να µην είναι στον ορίζοντα, αλλά το ενδεχόµενο της διάλυσης, ακόµη και της κατάρρευσης του υπάρχοντος συστήµατος δεν πρέπει πλέον να αποκλείεται. Καµία πλευρά δεν ξέρει τι θα συνέβαινε ή τι θα µπορούσε να συµβεί στην περίπτωση αυτή». Την πεποίθησή του ότι κάτι µπορεί να αλλάξει τροφοδοτεί η εκτίµηση που δέχονται αριστεροί και δεξιοί ότι η απεριόριστη ανάπτυξη για την επιδίωξη ενός συνεχώς µεγαλύτερου κέρδους αποβαίνει σε βάρος των ανθρώπινων και φυσικών πόρων του πλανήτη.


ΒΗΜΑ της Κυριακής

08/01/2012

Δεν υπάρχουν σχόλια: