Της Μαριλης Μαργωμενου
Στο γήπεδο του Ρουφ, μια παράξενη κατάσταση. Είκοσι αγόρια έχουν προπόνηση στο παρκέ, πετούν την μπάλα ψηλά, κάποιος φωνάζει «μπροστά», κάποιος σουτάρει, κάποιος πετάει μια πετσέτα στο πάτωμα. Εντεκα το βράδυ, στη σάλα μυρίζει ιδρώτας. Στην εξέδρα, άνθρωποι με γκρίζα ρούχα. Κάποιοι είναι εκεί μία ώρα, άλλοι δύο. Είναι ζήτημα αν έστω κι ένας βλέπει τα αγόρια που παίζουν μπάσκετ. Αυτοί οι άνθρωποι περιμένουν να πάει 11.30, να αδειάσει το κλειστό. Είναι η επόμενη βάρδια. Οι αθλητές του ΑΟΚ θα φύγουν, οι άστεγοι θα απλώσουν τις κουβέρτες τους στο παρκέ. Υστερα τα φώτα θα κλείσουν κι η νύχτα θα τα κάνει όλα να μοιάζουν λογικά. Τις μέρες της παγωνιάς, όποιος δεν έχει σπίτι μπορεί να μείνει στο κλειστό του Ρουφ. Απόψε ήρθαν 24 άνδρες και μια γυναίκα. «Οχι ρε! Οχι να πουλάτε φύλλα στην πλάτη των αστέγων!». Ενας κοντός άνδρας μου φωνάζει όσο μπορεί. «Δημοσιογράφοι, ε; Τι ήρθατε εδώ πέρα;». «Ελα ρε Μάρκο...» Ο Βασίλης από δίπλα, ο πιο παλιός στο Ιδρυμα Αστέγων, πάει να τον ηρεμήσει.
Ο Γιάννης ο φωτογράφος δεν βγάζει καν τη μηχανή. Ομως, ένας άλλος άνδρας απ' τις φωνές του Μάρκου έχει ήδη αρπάξει. «Θα βγάλω μαχαίρι άμα δω να τραβάς φωτογραφία», λέει. «Μα το Θεό θα σε μαχαιρώσω». Κανείς δεν μιλάει. Ο άνδρας παίρνει τη μερίδα του κι ένα κουτί γάλα και φεύγει προς τα πέρα.
Ο Μάρκος σαν να μετανιώνει. Πλησιάζει. «Βρε παιδιά, δεν εννοούσα εσάς προσωπικά», λέει. «Αλλά πού να τα πω κι εγώ;». Πενήντα χρόνων, πρώτα άνεργος, μετά άστεγος. Κούριερ, μεταφορέας, ντιλίβερι και τέλος. Τώρα, στο κλειστό του Ρουφ περιμένει να περάσει η παγωνιά. «Και μετά;». Ο Μάρκος με κοιτάζει πίσω απ' τα χοντρά γυαλιά του. Τώρα δεν έχει τίποτα να πει.
Δεν είναι πια αυτό που περιμένεις οι άστεγοι κι αυτό δεν μπορεί να μη σ' ενοχλεί. «Εχω πτυχίο ιπτάμενου μηχανικού», λέει ο Μιχάλης. Δεν μπορώ να μη σκεφτώ πόσους φίλους έχω που του μοιάζουν: γύρω στα 40, μιλάει γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, έχει μια γυναίκα κι ένα γιο. Θα μπορούσε να ήταν στο διπλανό μου γραφείο στη δουλειά. Αλλά δεν είναι. «Δουλεύω από μεταφραστής, ως χαμάλης, όπου μου πεις», λέει. «Ξέρω και να οδηγώ, ξέρω και να κουβαλάω. Κι έχω ζητήσει σε 530 δουλειές να με πάρουν μέχρι τώρα. Και με έχουν απορρίψει 530 φορές».
Οι άλλοι απλώνουν τις κουβέρτες ολόγυρα, στις γραμμές του γηπέδου. Ο Μιχάλης απλώνει κι αυτός. Τουλάχιστον εδώ μπορείς να κοιμηθείς χωρίς να φοβάσαι ποιο πλάσμα της πόλης θα σου επιτεθεί. «Ημουν στο Σύνταγμα», λέει ο Μάρκος, «και ήρθε ένας αστυνομικός και με κλώτσησε. «Τι κάνεις, ρε πρεζόνι, στο παγκάκι; Υπνωτήριο το πέρασες; ''. Με πέταξε κάτω, το πιστεύεις; Εγώ δεν έχω πάρει ναρκωτικά ούτε μια φορά στη ζωή μου».
Είκοσι πέντε άστεγοι εδώ, 25.000 άστεγοι στην Αθήνα. «Κι αν δεν ερχόσουν στο Ρουφ;» Ο Μάρκος δεν δυσκολεύεται. «Θα ήμουν στο 040», λέει. «Σύνταγμα - Πειραιάς και πάλι πίσω. Για να μένω ζεστός, πηγαίνω με το λεωφορείο πάνω - κάτω. Εκεί ήμουν όταν άλλαξε ο χρόνος. Εκεί έκανα και τα Χριστούγεννα». Το τσιγάρο τελειώνει, οι δύο πλάτες χάνονται στο σκοτάδι του κλειστού.
Περπατώντας προς το αυτοκίνητο, τα πόδια μου απ' το κρύο δεν τα νιώθω. Ο Μάρκος και ο Μιχάλης θα πρέπει να έχουν ξαπλώσει ήδη στο παρκέ. Δεν έχει θέρμανση το κλειστό. Εμένα το καλοριφέρ του αυτοκινήτου θα με ζεστάνει.
Και γι' απόψε, η πόρτα του σπιτιού μου θα κλείσει τον κόσμο τους έξω. Αλλά ποιος μπορεί να πει για πόσο ακόμα;
Kαθημερινή 22/01/2012
Ελλάδα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου