Οργανισμοί, μουσεία, φεστιβάλ αναζητούν διέξοδο σε ένα νομοθετικά και οικονομικά εχθρικό περιβάλλον
«Αν τα επόμενα χρόνια που οι κρατικοί πόροι θα είναι μηδαμινοί, δεν εισρεύσουν περισσότερα χρήματα από χορηγίες στον πολιτισμό, τότε θα δούμε φαινόμενα κανιβαλισμού ανάμεσα στους φορείς. Ολοι θα κονταροχτυπιούνται για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους και θα ισχύει «ο θάνατός σου, η ζωή μου»». Ο διευθυντής του ιδιωτικού μουσείου που έκανε την παραπάνω δήλωση σε μια συζήτηση για τα δεινά που έχει προκαλέσει η κρίση, περιέγραψε με τα πιο μελανά χρώματα τη σημερινή πραγματικότητα.
Ο κρατικοδίαιτος πολιτισμός, είτε το θέλαμε είτε όχι, ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Μεσούσης της ύφεσης, θεατρικοί οργανισμοί, χώροι μουσικών εκδηλώσεων, φεστιβάλ, αρχαιολογικά μουσεία και πινακοθήκες πρέπει να βγουν προς άγραν χορηγών σε συνθήκες αντίξοες και εχθρικές. Οχι μόνον διότι η αγορά έχει «στεγνώσει» από ρευστό και καλές προθέσεις, αλλά και για έναν επιπρόσθετο λόγο. Το χορηγικό πλαίσιο στην Ελλάδα δεν λειτούργησε ποτέ ομαλά και αποδοτικά, η χορηγία ταυτίζεται κακώς με τη διαφήμιση, ελάχιστοι γνωρίζουν τι προβλέπει ο σχετικός νόμος, απουσιάζει η χορηγική συνείδηση ανάμεσα στους ευκατάστατους συμπολίτες και τις επιτυχημένες εταιρείες, ενώ οι πρόσθετες ρυθμίσεις για τη χορηγία, που ενσωματώθηκαν στο πρόσφατο φορολογικό νομοσχέδιο, έκαναν τα πράγματα ακόμα χειρότερα.
Η «Κ» ανοίγει τον φάκελο των χορηγιών, μιλώντας με ειδικούς, προτείνοντας λύσεις έτσι ώστε να γίνει επιτέλους και στην Ελλάδα κάτι που ισχύει εδώ και πολλά χρόνια σε χώρες του εξωτερικού, όπως η Γαλλία. Εκεί, ο ιδιωτικός τομέας στηρίζει τις τέχνες και τα γράμματα, χωρίς τη δυσπιστία, τη δυσκαμψία και την παραπληροφόρηση που ισχύει εδώ. Εξίσου αποθαρρυντικά είναι τα πράγματα για τις δωρεές. Εως πρόσφατα δεν υπήρχε νομική δίοδος, ώστε να μπορούν όσοι πολίτες επιθυμούν να δώσουν χρήματα για την αποκατάσταση ενός αρχαίου μνημείου.
Εμείς είμαστε ικέτες κι αυτοί πιστωτές
Η Ξανθίππη Χόιπελ, πρόεδρος στο Μουσείο Μακεδονικής Τέχνης εδώ και 23 χρόνια, ξέρει από πρώτο χέρι πόσο δύσκολο είναι να εξασφαλίσει κανείς χορηγίες. «Η δική μου εμπειρία από την αναζήτηση χορηγιών είναι τραυματική. Κάθε φορά που έχω συνάντηση με εταιρείες ή φυσικά πρόσωπα που θα μπορούσαν να δώσουν χρήματα στο μουσείο, περνάω έντονες κρίσεις άγχους με πόνους στο στομάχι. Η έλλειψη χορηγικής κουλτούρας στην Ελλάδα κάνει εκείνους που ζητούν χορηγίες να αισθάνονται ικέτες, επαίτες και τους χορηγούς πιστωτές, ενώ στο εξωτερικό το παιχνίδι παίζεται με όρους ισοτιμίας. Μην ξεχνάτε ότι ο ρόλος μας είναι δύσκολος για δύο λόγους, είμαστε στην περιφέρεια και καταπιανόμαστε με τη σύγχρονη τέχνη. Ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, όπου το Μουσείο Μακεδονικής Τέχνης έχει χτυπήσει πολλές πόρτες, δεν έχει βρει ανταπόκριση. Υπάρχουν ευκατάστατοι ιδιώτες που μπορεί να βγάλουν έξω την παρέα τους, ξοδεύοντας λ.χ. πολλά χρήματα για ακριβά κρασιά αλλά να απορρίψουν ένα αίτημα για χορηγία που δεν θα τους κόστιζε πολύ παραπάνω και θα ήταν ένα έργο κοινωνικής ευποιίας. Στην πρωτεύουσα υπάρχουν περισσότερες επιχειρήσεις, αλλά και αστοί με συνείδηση προσφοράς», λέει στην «Κ».
«Δυστυχώς, η προσέλκυση χορηγιών και δωρεών ποτέ δεν ήταν θέμα πρώτης προτεραιότητας ούτε για το υπουργείο Πολιτισμού ούτε για το υπουργείο Οικονομικών. Οσο και αν οι αρχές ισχυρίζονται το αντίθετο δεν έχουν γίνει ποτέ οι απαραίτητες κινήσεις. Ακόμα και σήμερα που οι πολιτιστικοί φορείς ασφυκτιούν από την έλλειψη πόρων, δεν υπάρχει σωστή πολιτική που να φέρει θεαματικά αποτελέσματα και αυτό θα το πληρώσουμε τα επόμενα χρόνια», υπογραμμίζει ο τέως υπουργός Πολιτισμού Σταύρος Μπένος. Με δική του πρωτοβουλία δημιουργήθηκε το «Διάζωμα», το σωματείο που έδωσε ανάσα ζωής σε 25 αρχαία θέατρα, συγκεντρώνοντας πάνω από 30 εκατομμύρια ευρώ από πολίτες, τη νομαρχιακή και την τοπική αυτοδιοίκηση.
Το ισχύον πλαίσιο
Το 1986 ιδρύθηκε με ιδιωτική πρωτοβουλία ο ΟΜΕΠΟ (Ομιλος για την Επικοινωνία Πολιτιστικών και Οικονομίας), ένας ιδιωτικός οργανισμός που λειτούργησε μέχρι και το 1998, κάνοντας σοβαρή δουλειά. Οι ελληνικές επιχειρήσεις άρχισαν να δίνουν λεφτά στον πολιτισμό και από τα 2 δισ. δραχμές που δόθηκαν το 1991 φτάσαμε τα 7 δισ. δραχμές το 1997. Ενα από τα κύρια προβλήματα ήταν όμως ότι η πολιτιστική χορηγία μπορούσε να κατευθυνθεί μόνο σε συγκεκριμένους αποδέκτες που περιέχονταν σε κατάλογο μουσείων και ιδρυμάτων και όχι σε όλους τους μη κερδοσκοπικούς φορείς με πολιτιστικούς σκοπούς.
Το 1997 ψηφίστηκε ο «χορηγοκτόνος» νόμος (Ν2459/97) του Ευ. Βενιζέλου που επέβαλε φορολογία 20% σε κάθε χορηγία. Τα χρήματα αυτά τα διαχειριζόταν το υπουργείο ανάλογα με τη δική του βούληση. Μέσα σε δύο χρόνια, η καταγεγραμμένη μέσω του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων χορηγική κίνηση μειώθηκε κατά 85% και κάποιοι κατηγόρησαν τον υπουργό ότι στην πλάτη των χορηγιών κάνει τη δική του πελατειακή πολιτική.
Οι ευνοημένοι και οι αδικημένοι
Από τον κατάλογο του ΥΠΠΟΤ, αλλά και από την ίδια την πρακτική της αγοράς αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι περισσότερες χορηγίες καταλήγουν υπέρ αρχαιολογικών σκοπών, μουσικών δράσεων, θεατρικών παραστάσεων και εικαστικών εκθέσεων. Και σε αυτές τις υποκατηγορίες υπάρχουν ευνοημένοι, όπως το Μέγαρο Μουσικής. Στον τομέα του κινηματογράφου και του βιβλίου δεν εμφανίζονται συχνά χορηγίες. Οπως τονίζει ο Χρήστος Σαββίδης από την εταιρεία ArtBox: «Τα εικαστικά δεν βρίσκουν εύκολα χορηγούς, διότι όσοι δίνουν χρήματα θέλουν εγγυημένα, άμεσα και μετρήσιμα ανταλλάγματα. Αν βάλουν το λογότυπό τους σε μια συναυλία, θα το δουν μέσα σε ένα βράδυ χιλιάδες άνθρωποι. Αν κάνουν το ίδιο με ένα μουσείο, θα πρέπει να περιμένουν 2 - 3 μήνες για να το δουν ισάριθμοι επισκέπτες».
Οι μεγάλες εταιρείες στην Ελλάδα σπάνια έχουν καταρτισμένο προσωπικό που να είναι σε θέση να αξιολογήσει τις προτάσεις των υποψηφίων για χορηγία και τη «διείσδυση» που μπορεί να έχουν σε διάφορες κοινωνικές ομάδες. Κατακριτέα όμως είναι συχνά και η στάση των εκπροσώπων του Τύπου. Σπάνια αναφέρουν το όνομα του χορηγού γιατί το θεωρούν έμμεση διαφήμιση. Η ευθύνη δεν είναι μόνο δική τους. Ο νόμος Βενιζέλου είχε εξισώσει την διαφήμιση με τη χορηγία και έπρεπε να περάσουν δέκα χρόνια και να οριστεί στον νόμο Βουλγαράκη η πολιτιστική χορηγία, με αναφορά στην ευποιία και το κοινωνικό πρόσωπο του χορηγού.
Ολα πιο εύκολα ως «έξοδα προβολής»
Το καθεστώς της χορηγίας βελτιώθηκε με ειδική νομοθεσία για τις ολυμπιακές χορηγίες (Ν 2833/2000 και Ν 2992/2002). Τότε υπήρξε πλήρης φοροαπαλλαγή από τα κέρδη της εταιρείας ή το εισόδημα του χορηγού για το ποσό της χορηγίας που πήγαινε για τους σκοπούς των Ολυμπιακών Αγώνων. Σήμερα ισχύει ο Νόμος 3525/07 που ψηφίστηκε επί υπουργίας Βουλγαράκη, ο οποίος προβλέπει ότι το ποσό της χορηγίας εκπίπτει εξ ολοκλήρου από το φορολογητέο εισόδημα του χορηγού. Το αφαιρούμενο όμως ποσό δεν μπορεί να υπερβαίνει το 10% του συνολικού φορολογούμενου εισοδήματος ή των καθαρών κερδών που προκύπτουν από τα βιβλία της επιχείρησης, σύμφωνα με το φορολογικό νομοσχέδιο του Γ. Παπακωνσταντίνου που ψηφίστηκε πριν από λίγο καιρό. Το ποσοστό αυτό ήταν 30% στο νομοσχέδιο του 2007, αλλά μειώθηκε ύστερα από εισηγήσεις του υπουργείου Οικονομικών. Η κίνηση είχε επίδραση στην ψυχολογία των χορηγών και τους έκανε ακόμα πιο απρόθυμους.
Ο νόμος Βουλγαράκη δημιούργησε το γραφείο χορηγιών στο ΥΠΠΟΤ, που φτιάχνει τις συμβάσεις ανάμεσα σε χορηγούς και αποδέκτες, έτσι ώστε η διαδικασία της χορηγίας να πιστοποιηθεί. Επίσης, παρέχει τα επίσημα έγγραφα για τη φοροαπαλλαγή των χορηγών. Από τα τέλη του 2007 μέχρι σήμερα έχουν γίνει περίπου 185 αιτήσεις για χορηγίες με συνολικό ποσό περίπου 23 εκατομμύρια ευρώ.
Οι περισσότερες εταιρείες όμως που θέλουν να κάνουν χορηγίες παρακάμπτουν το κράτος, τις «βαφτίζουν» έξοδα προβολής, τα οποία επίσης εκπίπτουν εξ ολοκλήρου από το φορολογητέο εισόδημα χωρίς μάλιστα τον περιορισμό του 10%. Σύμφωνα με τον επικοινωνιολόγο Θαλή Κουτούπη, ειδικό στις χορηγίες και συγγραφέα βιβλίου με σχετικό θέμα, η συνολική ετήσια χορηγική ύλη είναι γύρω στα 60 - 100 εκατομμύρια ευρώ. Οι παλινωδίες του κράτους, ο εχθρικός νόμος Βενιζέλου, η έλλειψη πληροφόρησης ακόμα και ανάμεσα στα στελέχη των πολιτιστικών φορέων οδηγούν όλους όσοι έχουν διάθεση να προσφέρουν να μην ακολουθούν την οδό που προτείνει το ΥΠΠΟΤ.
«Μου φαίνεται αδιανόητο ότι σε περίοδο κρίσης αντί να προσπαθούμε να ενισχύσουμε τις χορηγίες, το υπουργείο Οικονομικών μειώνει το αφαιρούμενο ποσό από 30% σε 10% επί του φορολογητέου εισοδήματος του χορηγού, λες και όλο το μαύρο χρήμα στην Ελλάδα ξεπλένεται μέσα από τέτοιους μηχανισμούς. Με αυτό τον τρόπο βάζουμε μάλιστα στο στόχαστρο, στη θέση του ενόχου για παρανομίες όλους εκείνους που θέλουν να δώσουν χρήματα τις τέχνες», λέει ο Σταύρος Μπένος.
«Το ελληνικό κράτος προσπαθεί τώρα να αποβάλλει την κάκιστη νοοτροπία να ασκεί πελατειακή πολιτική μέσα από τα χρήματα που διακινούνται στον τομέα του πολιτισμού, κρατώντας για τον εαυτό του τον ρόλο του μεσάζοντα ή του φοροεισπράκτορα. Γι' αυτό και δεν έχει δημιουργήσει μέχρι σήμερα ένα πλαίσιο ελεύθερης συναλλαγής ανάμεσα στα δύο συμβαλλόμενα μέρη χορηγών - χορηγούμενων», λέει η μουσειολόγος Ματούλα Σκαλτσά που είναι ειδικός στις χορηγίες.
Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Μαργαριτας Πουρναρα- εφ. Καθημερινή, 11-07-2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου