13/4/09

Η αλήθεια για τα μήλα


Προσπάθησα να φέρω στη σκηνή της μεταφοράς μιαν αναλογία ανάμεσα σ' αυτούς τους τρεις τομείς: α) την κυκλοφορία των σκουπιδιών στην πόλη, β) την αγροτική παραγωγή και γ) τη βιομηχανία της σχολικής γνώσης.

Υποστήριξα ότι, περίπου όπως τα λαχανικά, οι συνθήκες ωριμάζουν με το ζόρι, σαν σε θερμοκήπιο, ενώ οι γονείς, τουλάχιστον της δικής μου γενιάς, συνηθίζουν να επιπλήττουν το παιδί τους με την παρατήρηση ότι είναι «ανώριμο». Το να μην έχεις σαφή επαγγελματικό προσανατολισμό από τα 14 θεωρείται ύποπτο, σχεδόν εγκληματικό. Το ζήτημα είναι να ωριμάζεις πριν απ' την ώρα σου, έχοντας κατά νου εκείνο που είναι γνωστό σαν «ώριμα συνταξιοδοτικά δικαιώματα»: το ότι, την ώρα του θανάτου, σημαντικός θα είναι ο θάνατος, κι όχι η ώρα, δεν ενοχλεί καθόλου.

Με τη σειρά της, αυτή η πρωθύστερη διευθέτηση του χρόνου κονιορτοποιεί την αίσθηση του παρόντος ως λίκνου της καθημερινής εμπειρίας των παιδιών, καθώς οι πάντες, γύρω τους, συμφωνούν ότι το σύνολο των προβλημάτων (δεν μπορεί παρά να) ανάγεται στην τάξη της ανασφάλειας απέναντι σ' ένα μέλλον που η δυσοίωνη χροιά του αναγγέλλεται με σαλπίσματα υπέρ του ανταγωνισμού. «Κοίτα το μέλλον», «το μέλλον είναι ήδη εδώ», «πάρε το μέλλον στα χέρια σου», «μη γυρνάς την πλάτη στο μέλλον...» - δεν ακούγεται τίποτ' άλλο απ' το πρωί ίσαμε το βράδυ. Η συμβουλή «carpe diem», άρπαξε τη μέρα, λες και η μέρα είναι εξ υποθέσεως διαφεύγον κέρδος, περιγράφει μια βάρβαρη σχέση με τον χρόνο, πολεμική και ληστρική. Ωστόσο, απ' την άποψη των συνεπειών και σε σύγκριση με την κρυφή ανασφάλεια της αποσαφήνισης του παρελθόντος, που δεν γίνεται πλέον, ποτέ, αντικείμενο πένθους, αλλά ξεχνιέται, παραγράφεται ή απωθείται κι έτσι στοιχειώνει στο βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης, το άγχος του μέλλοντος ισοδυναμεί με απλό κρυολόγημα. Ο Ραμσής Β' είχε πει: «Το παρελθόν δεν έχει καν παρέλθει» και έζησε σαν μούμια μέχρι σήμερα. Μετά από τέτοια άσκηση πίεσης προς το σημείο φυγής του μέλλοντος, οι ταραχές στους δρόμους της μεταμοντέρνας Αθήνας εκρήγνυνται στον ενεστώτα σαν αργοπορημένη γιορτή του θερισμού. Θερίζεται το βασικό γεωργικό μας προϊόν: η φύρα. Προχτές, μια ομάδα νεαρών επιτέθηκε σ' ένα απορριμματοφόρο του δήμου κι ήταν σαν να 'θελαν, με τούτη την ασυνήθιστη πράξη, να ελευθερώσουν τα σκουπίδια απ' τα δεσμά της κυριολεξίας, αφήνοντάς τα εκτεθειμένα στο φως της μεταφοράς: «Αυτός είναι ο κόσμος μας...»

Σίγουρα, έχουν διεξαχθεί και καταγραφεί αμέτρητες συζητήσεις αναφορικά με την καταστροφή της αξίας χρήσης, δηλαδή της ανάγκης που συνδέει το υποκείμενο με τα πράγματα. Εχοντας παραιτηθεί οριστικά απ' οποιαδήποτε αναπόληση αυτής της αξίας, άπαξ και η τελευταία διαλύθηκε μέσα στον ωκεανό των προσομοιώσεων, ο καταναλωτής αισθάνεται ήδη τη ναυτία που αφήνει πίσω της, σαν hangover, η βεβιασμένη, παραισθητική εξιδανίκευση της επιλογής ανάμεσα σε δύο, τέσσερα, οκτώ ή δεκαέξι «ιδιαίτερης» αποτελεσματικότητας απορρυπαντικά ή σαμπουάν, εξίσου προβεβλημένα ως λογότυπα. Ταυτόχρονα, του υπόσχονται ότι, σε λίγο, θα επιλέγει και το χρώμα των ματιών των παιδιών του.

Επομένως, ο καταναλωτής, σαν να λέμε ο πολίτης, διχάζεται μεταξύ απελπισίας και επίγνωσης. Μέχρι χθες, η πηγή της ναυτίας, εντοπισμένη εκ των υστέρων στο κέντρο της λατρείας του «καινούριου» και των ανέσεων που είχαν αρχίσει, δειλά αλλά πειστικά, να εισχωρούν στη ζωή των ευρωπαϊκών κοινωνιών κατά τη δεκαετία του '60, του ήταν άγνωστη. Τώρα, βλέποντας τα σκουπίδια στους δρόμους, επιτέλους καταλαβαίνει, ανεξαρτήτως του αν το παραδέχεται, ότι τα πάντα υπήρξαν μόνον συσκευασία· ό,τι πετάχτηκε στους κάδους ήταν για πέταμα εξ αρχής. Ποιος τολμάει να ρωτήσει τις γυναίκες, τουλάχιστον τις ευαίσθητες, για το είδος της κατάθλιψης που τις κυριεύει αμέσως μόλις επιστρέψουν απ' αυτό που, κατ' ευφημισμόν, ονομάζουν shopping therapy; Με τον τρόπο που ο καρπός είναι κιόλας σκουπίδι και το κρέας κοπριά, πολύ περισσότερο μάλιστα με τον τρόπο που η αγωνία του επαγγελματικού προσανατολισμού ικανοποιείται χαρτογραφώντας έναν κυκεώνα από απορριφθείσες «επιλογές», τα αντικείμενα που αφήνει πίσω της η διαδικασία του shopping therapy είναι, για να μεταχειριστούμε ιατρική ορολογία, απλώς και μόνον παρενέργειες, δηλαδή εκείνο το οποίο εκδηλώνεται με τη λήψη ενός φαρμάκου που δεν χρειάζεσαι. Πυροδοτείται άρα η μηχανή του εθισμού: έκτοτε, μοναδική έξοδος απ' τη δυσθυμία παραμένει το ομοιοπαθητικό επεισόδιο της επόμενης εξόδου για shopping therapy, και ούτω καθεξής, όπως περίπου με το αλκοόλ, όταν η μόνη ελπίδα να συμφιλιωθείς με τις αγριότητες της προηγούμενης βραδιάς είναι να προσφέρεις στον εαυτό σου ένα ακόμη ποτό.

Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, όλο το παραπάνω δεν απέχει πολύ απ' την κοινοτοπία· ο μέσος άνθρωπος το μισοήξερε ήδη από την εποχή των πρώτων συζητήσεων σχετικά με την άγευστη σάρκα των φρούτων και των οπωροκηπευτικών, που ασφαλώς συνοδεύονταν απ' τη διαισθητική γνώση ότι ο παροξυσμός του ποσοτικού παράγει το ομοίωμα, το σκουπίδι. Το θυμάται σήμερα καθώς του μιλούν για τη νοθεία των κρεάτων, το μολυσμένο νερό και μια δίχως τέλος ποικιλία άλλων συμφορών, των οποίων η συμβατική ανασκόπηση στα ΜΜΕ συνδυάζεται διαρκώς με μιαν ολόκληρη ένοχη φιλολογία περί των δηλητηρίων και του καρκίνου. Επαληθεύεται εξάλλου, κατευθείαν, στη ρηχότητα της αφθονίας που φέρνει τα σκύβαλα στο στόχαστρο ενός τύπου καταναλωτικής λύσσας, η οποία κατευνάζεται ειδικά, και μόνον τότε, εφόσον το ποθητό αντικείμενο στερείται ουσίας. Ο,τι είναι κενό νοήματος, ό,τι παρέχεται μόνο σαν αμιγής φαινομενικότητα, ό,τι πείθει για την πλήρη απόσπασή του απ' τους όρους της συγκρισιμότητας, γίνεται αυτόματα ελκυστικό, δημοφιλές, «απόλυτο», και οδηγεί την κούρσα της μόδας μέσα απ' την όλο και πιο ψυχρή φαντασμαγορία μιας μηδαμινότητας που καταλήγει παραληρηματικά ποθητή, ακριβώς για να μην βοά το κενό στο εσωτερικό της. Αυτό είναι το πρωτόκολλο των «must», που περιγράφουν στο όνομα της δημοκρατίας σαν mainstream και το οποίο αντιλαμβάνονται οι πάντες ως νομοθεσία.

Η ίδια η υψηλή ραπτική, καλύτερα απ' όλους τους τομείς στη σφαίρα της κυκλοφορίας των εικόνων, τονίζει το κλέος μιας τόσο επίκαιρης ιδέας όπως η ανακυκλούμενη αχρηστία, με το να κάνει φανερό πως τέτοια ρούχα, ραμμένα λόγω της αυξημένης ζήτησης για σνομπ ή γκροτέσκ θεάματα, δεν πρόκειται να φορεθούν ποτέ. Εξω από τούτη την ολοσχερή εξαφάνιση του χρηστικού, δεν έμεινε τίποτα, και πάντως όχι η τέχνη. Αυτή, έχοντας υπάρξει προφήτης της αχρηστίας με το να παράγει το ομοίωμα υπό μορφήν διακόσμησης ήδη απ' την εποχή του μπαρόκ, επιστρέφει σήμερα σαν εκστρατεία ανακύκλωσης του απορρίμματος, επικαλούμενη το δικαίωμά της να συμβολοποιεί την παρακμή του σύγχρονου κόσμου και μετατρέποντας τα ίδια τα σκουπίδια σε καλλιτεχνήματα. Οι δύο τρόποι είναι ιστορικά αλληλέγγυοι και διακατέχονται εξίσου από την έμμονη ιδέα μιας ρητορικής του τέλους του κόσμου.

Βέβαια, τα καλλιτεχνικά σκουπίδια συνιστούν την εκλεπτυσμένη όψη της αποσάθρωσης του νοήματος και, συνεπώς, προπορεύονται των λαχανικών και των φρούτων κατά το ότι διατηρούν «πνευματώδη», σαρκαστική μορφή, ενώ τα τελευταία παραμένουν στην πλήρη εξωτερική κατάσταση μιας αιώνιας ακμής. Ομως κάθε νοικοκυρά ξέρει πως, αν αφήσει στο ψυγείο ένα μήλο και αν αυτό το συγκεκριμένο φρούτο καθαριστεί για να φαγωθεί έξι μήνες μετά απ' την ημέρα που αγοράστηκε, η γεύση του θα αποδειχθεί αναλλοίωτη. Αγευστο ούτως ή άλλως, το μήλο δεν θα σαπίσει, γιατί ήταν ψεύτικο εξαρχής.

Βαρβάρα Τερζάκη

Άρθρο

Δεν υπάρχουν σχόλια: