Ιστορικά ο καπιταλισμός προέκυψε μετά την εμφάνιση νόμων και οικονομικών πρακτικών που προστάτευαν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και έκαναν λειτουργική μια κοινωνία που βασίζεται στην ιδιοκτησία. Οι εμπορικές ανταλλαγές δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν με επιτυχία προτού η επιχειρηματική ηθική καταστήσει διατηρήσιμη και ανέξοδη μια συμπεριφορά που ανταποκρινόταν στις δεσμεύσεις των συμβολαίων- επί παραδείγματι, συμπεριφορά που δεν απαιτούσε συνεχείς μηνύσεις εναντίον όσων αθετούσαν τις συμβατικές υποχρεώσεις τους. Η επένδυση στις παραγωγικές επιχειρήσεις δεν μπορούσε να ανθήσει προτού περιοριστούν οι υπέρογκες δαπάνες που επέβαλλε η διαφθορά. Ο καπιταλισμός με σκοπό το κέρδος βασιζόταν πάντοτε στην υποστήριξη που δεχόταν από άλλες θεσμικές αξίες.
Οι ηθικές και νομικές υποχρεώσεις και οι ευθύνες που συνδέονται με τις οικονομικές συναλλαγές είναι τα τελευταία χρόνια πολύ δυσκολότερο να εντοπισθούν, χάρη στην ταχεία ανάπτυξη των δευτερευουσών αγορών που αφορούν τα παράγωγα και άλλα χρηματοοικονομικά εργαλεία. Εκείνος που χορηγεί δάνεια χαμηλής εξασφάλισης (subprime) και παραπλανά τον δανειζόμενο, οδηγώντας τον στην ανάληψη υπερβολικού ρίσκου, μπορεί τώρα να πασάρει τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία σε τρίτους- οι οποίοι δεν έχουν σχέση με την αρχική αγοραπωλησία. Η υποχρέωση για υπευθυνότητα και λογοδοσία έχει υπονομευθεί σημαντικά, και η ανάγκη για επίβλεψη και ρύθμιση είναι πλέον πολύ σημαντική. Παρά ταύτα ο εποπτικός ρόλος της κυβέρνησης στις Ηνωμένες Πολιτείες τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ήταν αισθητά περιορισμένος, εξαιτίας της εδραιούμενης πεποίθησης ότι είναι στη φύση της οικονομίας της αγοράς να αυτορρυθμίζεται. Ακριβώς τη στιγμή που εντεινόταν η ανάγκη για κρατική επίβλεψη η αναγκαία επίβλεψη περιορίστηκε. Το αποτέλεσμα ήταν καταστρεπτικό που περίμενε να συμβεί και τελικά συνέβη πέρυσι, και αυτό οπωσδήποτε συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στη χρηματοπιστωτική κρίση που κατατρύχει σήμερα τον κόσμο. Η ανεπαρκής ρύθμιση των χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων δεν οδηγεί απλώς σε παράνομες πρακτικές αλλά επίσης σε μια ροπή προς την υπερβολική κερδοσκοπία η οποία, όπως υποστήριξε οΑνταμ Σμιθ, καταλαμβάνει πολλούς ανθρώπους πάνω στην εναγώνια αναζήτηση του κέρδους.
Οι «άπληστοι» του Ανταμ Σμιθ
Οσους ενθάρρυνε το υπερβολικό ρίσκο για την αναζήτηση του κέρδους ο Σμιθ τούς αποκαλούσε «άπληστους και μηχανορράφους» - μια αρκετά καλή περιγραφή για όσους εξέδωσαν ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια υψηλού ρίσκου (subprime) τα τελευταία χρόνια. Αναφερόμενος στους νόμους κατά της τοκογλυφίας, επί παραδείγματι, ο Σμιθ ήθελε οι κανόνες του κράτους να προστατεύουν τους πολίτες από τους «άπληστους και μηχανορράφους» που προωθούσαν τα επισφαλή δάνεια. «Μεγάλο μέρος του κεφαλαίου της χώρας με τον τρόπο αυτό δεν θα καταλήξει στα χέρια αυτών που είναι πιθανότερο να το αξιοποιήσουν με τρόπο ωφέλιμο και κερδοφόρο,αλλά θα πέφτει στα χέρια εκείνων που το πιθανότερο είναι ότι θα το κατασπαταλήσουν και θα το καταστρέψουν».
Η τυφλή πίστη στη δυνατότητα της οικονομίας της αγοράς να διορθώνει τον εαυτό της, η οποία ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την απόσυρση των καθιερωμένων κανόνων στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχει την τάση να αγνοεί τις δραστηριότητες των άπληστων και των μηχανορράφων με τρόπο που θα προκαλούσε σοκ στον Ανταμ Σμιθ.
Η παρούσα οικονομική κρίση δημιουργήθηκε εν μέρει από την υπερεκτίμηση της σοφίας της αγοράς. Και η κρίση τώρα επιτείνεται από την ανησυχία και την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τη χρηματοοικονομική αγορά και εν γένει προς τις επιχειρήσεις- το κλίμα είναι εμφανές στις αντιδράσεις των αγορών, στην αλληλουχία των σχεδίων τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένου του σχεδίου των 787 δισ. δολαρίων που έγινε νόμος τον Φεβρουάριο από την κυβέρνηση Ομπάμα. Ο Σμιθ είχε ήδη επισημάνει τα προβλήματα αυτά από τον 18ο αιώνα, παρ΄ ότι αγνοήθηκαν από αυτούς που κατείχαν εξουσία τα τελευταία χρόνια, ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από τους ίδιους ανθρώπους που δεν έχαναν ευκαιρία να παραπέμψουν στον Ανταμ Σμιθ για να στηρίξουν το επιχείρημα της ασύδοτης αγοράς.
Η αναβίωση του Κέινς
Αμερικανικές σημαίες και μια σήμανση της Γουόλ Στριτ μπροστά από το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Ενα από τα προβλήματα που πρόκειται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση Ομπάμα είναι ότι η πραγματική κρίση, η οποία προκύπτει από την οικονομική κακοδιαχείριση και άλλες καταστρατηγήσεις, έχει υπερμεγεθυνθεί λόγω ψυχολογικής κατάρρευσης (ΕΡΑ/ ΡΕΤΕR FΟLΕΥ)
Παρά το γεγονός ότι οΑνταμ Σμιθτελευταία αναφέρεται έντονα, αν και δεν διαβάζεται το ίδιο, πιο πρόσφατα υπήρξε δυναμική αναβίωση τουΤζον Μέιναρντ Κέινς. Οπωσδήποτε η αθροιστική κάμψη που παρατηρούμε αυτή τη στιγμή, και η οποία μας οδηγεί πιο κοντά σε ύφεση, έχει εμφανή κεϊνσιανά χαρακτηριστικά· τα μειωμένα εισοδήματα ομάδας ατόμων οδήγησαν σε μειωμένες αγορές από αυτά τα άτομα, κάτι το οποίο με τη σειρά του προκάλεσε περαιτέρω μείωση των εισοδημάτων άλλων ομάδων.
Παρ΄ όλα αυτά ο Κέινς μπορεί να μας προσφέρει τη σωτηρία μόνο σε πολύ μικρό βαθμό και, για να κατανοήσουμε την παρούσα κρίση, είναι αναγκαίο να εξετάσουμε την κατάσταση πέρα από αυτόν. Ενας οικονομολόγος του οποίου η σχέση με τη σημερινή κατάσταση έχει αναγνωριστεί πολύ λιγότερο είναι ο αντίπαλος του Κέινς, οΑρθουρ Σέσιλ Πιγκού, ο οποίος, όπως ο Κέινς, ήταν επίσης στο Κέιμπριτζ, και μάλιστα στο Κings College, την ίδια εποχή με τον Κέινς. Ο Πιγκού ενδιαφερόταν πολύ περισσότερο από τον Κέινς για την οικονομική ψυχολογία και τους τρόπους με τους οποίους αυτή μπορεί να επηρεάσει τους κύκλους των επιχειρήσεων και να εντείνει ή να σκληρύνει μιαν επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας η οποία μπορεί να μας οδηγήσει σε ύφεση (όπως πράγματι διαπιστώνουμε αυτή τη στιγμή). Ο Πιγκού απέδιδε ως έναν βαθμό τις οικονομικές διακυμάνσεις σε «ψυχολογικά αίτια»: σε αυτά συμπεριελάμβανε τις διακυμάνσεις στις αποχρώσεις των διαθέσεων των ατόμων που με τις ενέργειές τους ελέγχουν τη βιομηχανία και θεωρούσε ότι γίνονται εμφανείς σε λάθη αδικαιολόγητης αισιοδοξίας ή αδικαιολόγητης απαισιοδοξίας στις επιχειρηματικές προβλέψεις τους.
Είναι δύσκολο να αγνοήσουμε το γεγονός ότι σήμερα, εκτός από τις κεϊνσιανές επιδράσεις της αμοιβαία ενισχυόμενης παρακμής, βλέπουμε έντονα την παρουσία των «λαθών... αδικαιολόγητης απαισιοδοξίας». Ο Πιγκού επικεντρωνόταν ιδιαίτερα στην ανάγκη του «ξεπαγώματος» της πιστωτικής αγοράς όταν η οικονομία βρισκόταν υπό το κράτος της υπερβολικής απαισιοδοξίας:
«Ετσι, όταν άλλα μεγέθη είναι ίσαη πραγματική εμφάνιση καταρρεύσεων επιχειρήσεων θα είναι περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένη ανάλογα με το αν τα δάνεια των τραπεζών, απέναντι στην κρίση της ζήτησης, θα είναι περισσότερο ή λιγότερο εύκολο να αποκτηθούν».
Παρά τις πάμπολλες ενέσεις διοχέτευσης ρευστού στην αμερικανική και στις ευρωπαϊκές οικονομίες, κυρίως από τις κυβερνήσεις, οι τράπεζες και τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα εμφανίζονται ως τώρα απρόθυμα να «ξεπαγώσουν» την πιστωτική αγορά. Αλλες επιχειρήσεις επίσης εξακολουθούν να καταρρέουν, ως έναν βαθμό αντιδρώντας στην ήδη μειωμένη ζήτηση (η κεϊνσιανή «πολλαπλασιαστική» διαδικασία), αλλά και στον φόβο της ακόμη μικρότερης ζήτησης στο μέλλον, εν μέσω κλίματος γενικής κατήφειας (η Πιγκουική διαδικασία της μεταδοτικής απαισιοδοξίας).
Ενα από τα προβλήματα που πρόκειται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση Ομπάμα είναι ότι η πραγματική κρίση, η οποία προκύπτει από την οικονομική κακοδιαχείριση και άλλες καταστρατηγήσεις, έχει υπερμεγεθυνθεί λόγω ψυχολογικής κατάρρευσης. Τα μέτρα που συζητούνται αυτή τη στιγμή στην Ουάσιγκτον και αλλού για την αναζωογόνηση της πιστωτικής αγοράς περιλαμβάνουν απαλλαγές - με ρητές απαιτήσεις εκχώρησης δανείων από τα επιδοτούμενα οικονομικά ιδρύματα-, αγορές τοξικών ομολόγων από την κυβέρνηση, εξασφάλιση έναντι της αδυναμίας αποπληρωμής χρεών και εθνικοποίηση των τραπεζών. (Η τελευταία πρόταση φοβίζει πολλούς συντηρητικούς όπως ο ιδιωτικός έλεγχος του δημόσιου χρήματος που παραχωρείται στις τράπεζες προβληματίζει όσους ανησυχούν για την υποχρέωση λογοδοσίας.) Οπως δείχνει η ως τώρα αδύναμη ανταπόκριση της αγοράς στα μέτρα της κυβέρνησης, καθεμιά από αυτές τις πολιτικές θα πρέπει να αξιολογηθεί ως έναν βαθμό με βάση την επίδρασή της στην ψυχολογία των επιχειρήσεων και των καταναλωτών, ιδιαίτερα στην Αμερική.
Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Αμάρτια Σεν - εφ. Το Βήμα, 07-04-2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου