29/4/09

Ο τυφώνας Ομπάμα έπληξε την Καραϊβική

Επίθεση «τόλμη και γοητεία» στη Λατινική Αμερική, αλλά ο αντιαμερικανισμός έχει βαθιές ρίζες και τα δύσκολα έπονται


Δεκαετίες στρατιωτικών επεμβάσεων στη Λατινική Αμερική είχαν γιγαντώσει την εχθρότητα έναντι των ΗΠΑ, εκθρέφοντας επαναστατικά κινήματα και ριζοσπάστες, εθνικιστές ηγέτες. Αλλά και η εσωτερική κοινή γνώμη εμφανιζόταν απρόθυμη να στηρίξει τις βάναυσες, όσο και πολυδάπανες επεμβάσεις στον Νότο, ιδιαίτερα σε καιρούς δεινής οικονομικής κρίσης. Το περίφημο «δόγμα Μονρόε» (1823), που έβλεπε τη Λατινική Αμερική ως πίσω αυλή των ΗΠΑ, έβαζε νερά από παντού.

Σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα, το αμερικανικό έθνος υποδέχθηκε με ανακούφιση την παρθενική ομιλία του νέου προέδρου, στην τελετή της εγκατάστασής του στον Λευκό Οίκο, όπου, μεταξύ άλλων, εξήγγειλε την πολιτική «Καλής Γειτονίας» με τα εξής λόγια: «Θα εργασθώ ώστε το έθνος μας να αφοσιωθεί στην πολιτική της καλής γειτονίας, ως ο γείτονας που σέβεται αποφασιστικά τον εαυτό του και, ακριβώς γι’ αυτό, σέβεται τα δικαιώματα των άλλων». Μια ανακούφιση, που μετατράπηκε σχεδόν σε ευφορία λίγους μήνες αργότερα, στη σύνοδο κορυφής των αμερικανικών κρατών, όπου ο νέος ηγέτης του Λευκού Οίκου διακήρυξε: «Από τώρα και στο εξής, σταθερός άξονας της πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών θα είναι η αντίθεση στην ένοπλη επέμβαση».

Μπαράκ Ομπάμα, Τρινιντάντ, Απρίλιος 2009; Οχι, Φραγκλίνος Ρούζβελτ, Μοντεβιδέο, Δεκέμβριος 1933! Ηταν ο μεγαλύτερος Αμερικανός πολιτικός του 20ού αιώνα εκείνος ο οποίος, παράλληλα με τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις του New Deal στο εσωτερικό, δρομολογούσε έναν θεματικό αναπροσανατολισμό της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στο νότιο ημισφαίριο. Μιας πολιτικής, που είχε αποκτήσει ξεκάθαρα ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα μετά τον ισπανοαμερικανικό πόλεμο του 1898, τη μακρόχρονη κατοχή της Αϊτής και την εισβολή πεζοναυτών στη Νικαράγουα.

Η αναλογία ανάμεσα στο Μοντεβιδέο του 1933 και στο Τρινιντάντ του 2009 είναι χτυπητή, τόσο από τη σκοπιά της συγκυρίας (η Μεγάλη Υφεση τότε, η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση τώρα), όσο και από τη σκοπιά της «Αλλαγής» που επαγγέλλεται ο Αμερικανός πρόεδρος στους γείτονές του. Πραγματικά, ο Μπαράκ Ομπάμα δεν υστέρησε σε τόλμη του διάσημου προκατόχου του κατά την V σύνοδο κορυφής των αμερικανικών κρατών, που πραγματοποιήθηκε το περασμένο Σαββατοκύριακο στο νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής.

«Κατά το παρελθόν, υπήρξαν περιπτώσεις όπου προσπαθήσαμε να σας επιβάλουμε τους δικούς μας όρους», αναγνώρισε από το βήμα της συνόδου ο πρόεδρος των ΗΠΑ. Κι όταν ο αριστερός ηγέτης της Βολιβίας, Εβο Μοράλες, δήλωσε ότι η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να επεμβαίνει αποσταθεροποιητικά στο εσωτερικό της χώρας του, καταγγέλλοντας ακόμη και σχέδιο δολοφονίας του, ο Αμερικανός πρόεδρος διαβεβαίωσε ότι «αντιτίθεται και καταδικάζει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο κάθε προσπάθεια βίαιης ανατροπής δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων». Ακολούθησαν οι αστεϊσμοί και τα χαμόγελα, σε σπαστά Iσπανικά, με τον ιστορικό ηγέτη των Σαντινίστας –εναντίον των οποίων ο Ρέιγκαν είχε κινήσει θεούς και δαίμονες– στη Νικαράγουα, Ντανιέλ Ορτέγκα και με τον πιο φλογερό αντίπαλο των ΗΠΑ στην περιοχή, Ούγο Τσάβες. Ο πρόεδρος της Βενεζουέλας ανακοίνωσε, μάλιστα, την αποκατάσταση ομαλών διπλωματικών σχέσεων με την Ουάσιγκτον, οι οποίες είχαν διακοπεί επί Τζορτζ Μπους.

Αλλά εκεί όπου οι οπαδοί της παλιάς, καλής, αντικομμουνιστικής Αμερικής θα πρέπει να έφτασαν στο χείλος του εγκεφαλικού επεισοδίου ήταν στο ζήτημα της Κούβας. Αποκλεισμένη από τη σύνοδο, η χώρα των Φιντέλ και Ραούλ Κάστρο κυριάρχησε, παρ’ όλα αυτά, στις εργασίες και στο περιθώριό της. Αν και ο Ομπάμα δεν ανακοίνωσε την άρση του 50ετούς εμπάργκο (κάτι που μάλλον είναι θέμα χρόνου), αναγνώρισε ότι η πολιτική του εμπάργκο έχει αποτύχει κι έσπευσε να τη διαβρώσει με μέτρα διευκόλυνσης των ταξιδιών και της αποστολής εμβασμάτων από τις ΗΠΑ στην Κούβα.

Ακόμη θεαματικότερη ήταν η αναγνώριση, από πλευράς Ομπάμα, των επιτευγμάτων της σοσιαλιστικής χώρας στα πεδία της υγείας, της παιδείας και της έρευνας. Απαντώντας σε ερώτηση για τη «διπλωματία των γιατρών και των δασκάλων» που ασκεί η Κούβα, βοηθώντας σημαντικά τους φτωχούς και τους αναλφάβητους άλλων χωρών της περιοχής, ο Ομπάμα δεν δίστασε να αναγνωρίσει ότι η χώρα του έχει κάτι να διδαχθεί από τον ιδεολογικό της αντίπαλο: «Το γεγονός αυτό υπενθυμίζει σε μας, στις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι αν η μόνη αλληλεπίδρασή μας με χώρες τις περιοχής εξαντλείται στη δίωξη των ναρκωτικών, αν η μόνη αλληλεπίδραση είναι στρατιωτικού είδους, τότε μάλλον δεν αναπτύσσουμε εκείνα τα στοιχεία τα οποία μπορούν, σε βάθος χρόνου, να ενισχύσουν την επιρροή μας».

Πολιτικός ρεαλισμός

Ασφαλώς, η στάση αυτή του Ομπάμα δεν υποδηλώνει κάποια καταπιεσμένη, κρυπτοαριστερή προδιάθεση, αλλά απλό πολιτικό ρεαλισμό. Οπως δήλωσε ο πρώην σύμβουλος του Τζίμι Κάρτερ για τη Λατινική Αμερική, Ρόμπερτ Πάστορ, «με τον ίδιο τρόπο που ομαλοποιήσαμε τις σχέσεις μας με το Βιετνάμ, μπορούμε να το κάνουμε και με την Κούβα. Στην περίπτωση του Βιετνάμ ποτέ δεν θέσαμε ως προϋπόθεση τη δημοκρατία». Πραγματικά, ο Ομπάμα δεν θα είχε κανένα πρόβλημα αν η Κούβα βάδιζε στον δρόμο της Κίνας, διατηρώντας το μονοκομματικό καθεστώς, αλλά ανοίγοντας την οικονομία της στο αμερικανικό και το διεθνές κεφάλαιο. Αλλωστε, η μεγάλη ενόχληση της Αμερικής ήταν και είναι όχι η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κούβα, αλλά ακριβώς το γεγονός ότι, σε αντίθεση τόσο με τη μετακομμουνιστική Ρωσία, όσο και με την Κίνα, επιμένει να ενσαρκώνει με τον πιο «αυθάδη» τρόπο, απέναντι από τη Φλόριντα, σε πείσμα της κατάρρευσης του ανατολικού μπλοκ, ένα εναλλακτικό πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης.

Γενικότερα, η αλλαγή του Μπαράκ Ομπάμα δεν προαναγγέλλει την παραίτηση από τα στρατηγικά συμφέροντα της υπερδύναμης στη Λ. Αμερική, αλλά την προώθησή τους με άλλο τρόπο. Και σ’ αυτόν τον τομέα, άλλωστε, ο Ομπάμα κινείται στα χνάρια του Ρούζβελτ. Η πολιτική της «καλής γειτονίας» που εξήγγειλε το 1933 ο διάσημος προκάτοχός του δεν τον εμπόδισε να στηρίζει δικτάτορες και παραστρατιωτικούς, οικονομικές και πολιτιστικές «εισβολές», ενώ τα αμερικανικά στρατεύματα που αποσύρονταν από την Αϊτή και τη Νικαράγουα προετοιμάζονταν για τις πολύ αποφασιστικότερες συγκρούσεις που μέλλονταν να έρθουν, στον Βόρειο Ατλαντικό και στην Απω Ανατολή.

Η Βραζιλία διεκδικεί ρόλο πρωταγωνιστή

Στην προεκλογική του εκστρατεία, ο Μπαράκ Ομπάμα είχε στηλιτεύσει την κυβέρνηση Μπους υποστηρίζοντας ότι, απορροφημένη καθώς ήταν με τον πόλεμο στο Ιράκ, άφησε να της ξεφύγει η Λατινική Αμερική. Κάτι που φαίνεται όχι μόνο από τη συντριπτική κυριαρχία των αριστερών κυβερνήσεων, αλλά και από την έντονη δραστηριοποίηση όλων των ανταγωνιστών των ΗΠΑ (Ε.Ε., Κίνα, Ρωσία, Ινδία) στον αμερικανικό Νότο.

Ηδη, όμως, οι φιλοδοξίες του Ομπάμα για δυναμική «επιστροφή» στη Λατινική Αμερική προσκρούουν σε ένα καινούργιο, ενδογενές εμπόδιο: τις πληθωρικές φιλοδοξίες της Βραζιλίας του Λούλα να παίξει τον ρόλο της μεγάλης, περιφερειακής δύναμης. Οικονομικό μεγαθήριο της περιοχής, η Βραζιλία δεν αρκείται πλέον στον ρόλο μιας χώρας στα μέτρα του Μεξικού ή της Αργεντινής, αλλά φιλοδοξεί να ηγηθεί της περιφερειακής ενοποίησης της Λατινικής Αμερικής και να διαπραγματεύεται, για λογαριασμό όλων και σε ισότιμη βάση με την υπερδύναμη του Βορρά.

Ενδειξη του αυξανόμενου βάρους της Βραζιλίας ήταν η σύνοδος κορυφής όλων των χωρών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής, συμπεριλαμβανομένης της Κούβας, που έγινε τον περασμένο Δεκέμβριο στο έδαφός της. Στη σύνοδο δεν είχαν προσκληθεί ούτε οι ΗΠΑ ούτε η Ευρωπαϊκή Ενωση. Εξάλλου, ήταν η αποφασιστική παρέμβαση του Λούλα που έσωσε τον αριστερό πρόεδρο της Βολιβίας, Εβο Μοράλες, από την απειλή εμφυλίου πολέμου στον οποίο ωθούσαν οι φιλοαμερικανοί ολιγάρχες. Και ήταν η πρώτη φορά που μια εσωτερική κρίση σε χώρα της περιοχής λύθηκε ερήμην των ΗΠΑ, σε μια σύνοδο κορυφής της νεοπαγούς ένωσης του Νότου, Unasur.

Τα σύνδρομα Γκορμπατσόφ και Κάρτερ

«Σε όλη τη Λατινική Αμερική, οι εχθροί μας θα χρησιμοποιήσουν την εικόνα του χαμογελαστού Τσάβες δίπλα στον πρόεδρό μας για να πουν ότι ο Τσάβες είναι πλέον νομιμοποιημένος, αποδεκτός». Μ’ αυτά τα λόγια εξέφρασε την μήνιν των Ρεπουμπλικανών κατά του Ομπάμα ο πρώην πρόεδρος της Βουλής, Νιουτ Γκίνγκριτς.

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο πρώην αντιπρόεδρος Ντικ Τσένι δήλωσε ότι οι συναντήσεις του Ομπάμα με Τσάβες και Ορτέγκα «στέλνουν λάθος μηνύματα... Φίλοι και εχθροί θα σπεύσουν γρήγορα να εκμεταλλευθούν τη συγκυρία αν πιστέψουν ότι έχουν να κάνουν με έναν αδύναμο πρόεδρο, που δεν μπορεί να υπερασπιστεί επιθετικά τα αμερικανικά συμφέροντα».

Το σύνδρομο του «αδύναμου προέδρου» αποτελεί ισχυρό όπλο πολιτικής πίεσης. Οι σκληροπυρηνικοί έχουν αρχίσει ήδη να ψελλίζουν την ιδέα του «Αμερικανού Γκορμπατσόφ». Ενός ηγέτη, ο οποίος απολαμβάνει την υψηλή δημοτικότητά του στο εξωτερικό, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι τον συμπαθούν όχι ως εκπρόσωπο της «καλής» Αμερικής, αλλά ως τον άνθρωπο εκείνο ο οποίος, ίσα ίσα, θα επιταχύνει, εν τη αφελεία του, την κατάρρευση της Αμερικής.

Αλλοι, συμπεριλαμβανομένου του Γκίνγκριτς, λανσάρουν την ιδέα του νέου Κάρτερ: «Ο Κάρτερ», δήλωσε πρόσφατα ο Γκίνγκριτς, «δοκίμασε μια μαλακή πολιτική και ο κόσμος γινόταν ολοένα και σκληρότερος, γιατί τα αρπακτικά, οι επιτιθέμενοι, οι αντιαμερικανοί, οι δικτάτορες ορμούν με δύναμη κάθε φορά που οσμίζονται αδυναμία». Το μήνυμα του ισχυρής επιρροής Ρεπουμπλικανού πολιτικού είναι σαφές: Αν ο Ομπάμα αποδειχθεί «νέος Κάρτερ», τότε το αμερικανικό κατεστημένο, με το ισχυρό ένστικτο της αυτοσυντήρησης που το χαρακτηρίζει, αναπόφευκτα θα αναζητήσει το στιβαρό χέρι ενός νέου Ρέιγκαν.

Δεν αντέχει κανείς στον πειρασμό να θυμίσει ότι ο Κάρτερ ήταν ο πρόεδρος που επιχείρησε έναν προοδευτικό αναπροσανατολισμό της πολιτικής της Ουάσιγκτον στη Λατινική Αμερική, ιδιαίτερα με την ιστορική συμφωνία του για την αποκατάσταση της κυριαρχίας του Παναμά στη διώρυγα. Αντίθετα, ο Ρέιγκαν αποδύθηκε σε μια ιδιαίτερα επιθετική, αντικομμουνιστική εκστρατεία, με την εισβολή στη μικροσκοπική Γρενάδα, τα σαμποτάζ εναντίον των Σαντινίστας στη Νικαράγουα και την ενίσχυση των εγκληματικών, ακροδεξιών παραστρατιωτικών (Τάγματα του Θανάτου) στο Ελ Σαλβαδόρ.

Βαρβάρα Τερζάκη

Άρθρο Πέτρου Παπακωνσταντίνου - εφ. Καθημερινή, 26-04-2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: