12/6/09

Μη στειρώνετε τα ζώα

Με οδηγό τη λέξη «σκύλος» ξαναχαράζουμε το μονοπάτι μιας ανάμνησης που απολήγει στα περίφημα φωτεινά λογότυπα της παραλιακής ευθείας, στην Κέρκυρα, στις αρχές της δεκαετίας του '80 -την «Bora Bora», την «Κουκουβάγια» και τα υπόλοιπα.

Οι νεοφώτιστοι αποκαλούσαν αυτά τα πολυσύχναστα, φουτουριστικά πρατήρια «ντισκοτέκ»· είχαν ξεφυτρώσει όλα μαζί σαν χαβανέζικες οάσεις, με ψεύτικους φοίνικες και χωροταξική πρόβλεψη για πισίνες κάτω από πίδακες φωτορυθμικών που έμοιαζαν, την εποχή εκείνη, καταιγιστικά και αεικίνητα, πολύ κοντά στην εικόνα της ευφορικής σύγχυσης που προκαλούσε το κύμα των αλλαγών. Με δυο λέξεις, η εποχή έσπευδε να αποχαιρετήσει την αγοραία κι ωστόσο ζωτική φιλοσοφία μιας επαρχίας που τρεφόταν για χιλιετίες με αμνοερίφια, ενώ πλέον ονειρευόταν τον εαυτό της σαν έναν κρίκο στην αλυσίδα των Goody's. Σε λίγο, θα αποχαιρετούσε και τις θύελλες των μεταπολιτευτικών συζητήσεων αναφορικά με την αμφίβολη φυσιογνωμία της ΕΣΣΔ, που είχαν αναστατώσει τα μπαρ και τα φοιτητικά καφενεία. Οι κυνικοί στέκονταν προ των πυλών.

Ο κυνισμός ήταν κάποτε μια έννοια στενά συνδεδεμένη με φιλοσόφους που θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν ως έμβλημά τους τον σκύλο· σήμερα, ο όρος συνόψιζε τον επίλογο της επιταχυνόμενης έκπτωσης των σημασιών, ενισχύοντας την υποψία ότι, στο εξής, οι σημασίες θα σαρώνονταν με τις σκούπες των τηλεοπτικών συνεργείων. Ηδη προ τριακονταετίας και καθώς η τηλεόραση ανήγγειλλε τη χρεοκοπία της μεταφυσικής μας ευαισθησίας σε όλα τα μέτωπα, κατάντησε να δηλώνει την ωμή αποστασιοποίηση ακόμη και απ' τις πιο βαρύνουσες αποκλίσεις της ψυχικής πλάστιγγας, εις όφελος μιας στυγνής, αρπακτικής και δίχως ενδοιασμούς προσήλωσης στο γυμνό υλικό συμφέρον.

Το ότι ο κυνισμός αντιπροσώπευε, στην ελληνική αρχαιότητα, την αντεπίθεση της εμπειρίας στην απόλυτη γνώση που υποτίθεται ότι προσέφερε η χρήση της γλώσσας, δεν εξηγεί τίποτα αν δεν λάβουμε υπ' όψιν πως, εν προκειμένω, η εμπειρία ήταν πρωτίστως εμπειρία εξυπνάδας, φιλαλήθειας και συμπόνιας. Αυτά χάθηκαν. Ετσι, ο κυνισμός, αφού σίγησε για αιώνες και αφού πέρασε απ' τη φάση των λογοπαιγνίων του κομψευόμενου άγγλου ευγενή, όπου εξακολούθησε να αμύνεται, έστω μ' αυτή την εξεζητημένη στρατηγική, υπέρ της δυνατότητας να ζήσουμε χωρίς τις αιματοχυσίες που χρεώνονταν στο θυμικό, συγχωνεύθηκε με την ευτέλεια των αξιών και οι κυνικοί σαρκάζουν πια, χονδροειδώς, την ίδια τη σκέψη ως ανάχωμα στην αδηφάγο επέλαση κατά του πλησίον. Σ' αυτή την ενδιάμεση, «βρετανική» περίοδο, τους άκουγες να χτυπούν με λεπτότητα τη γλώσσα στον ουρανίσκο, να παίζουν πιάνο ή να λογομαχούν με συλλέκτες γραμματοσήμων και βοτανολόγους που λάτρευαν τον Δαρβίνο. Τώρα, μας φτύνουν. Εχοντας σμιλέψει περίτεχνα το χαριτολόγημα, έχοντας τιμήσει την έμφυτη απέχθεια προς ό,τι δεν συνιστά υπαινιγμό, έχοντας ασκήσει κριτική στις μεγάλες ιδεολογίες, έχοντας υπηρετήσει μιαν άκρως απαισιόδοξη σχολή διαλεκτικής και έχοντας γίνει ένα με τη συνείδηση της ματαιότητας των πραγμάτων, παραδόθηκαν τελικά στη γοητεία του τεχνολογικού πεπρωμένου που εγκαινίασε η βιομηχανική επανάσταση για να φτάσουν στις σημερινές άγαρμπες μανούβρες του χυδαίου χοντρεμπορίου με 29 άτοκες δόσεις και στις χολιγουντιανές αναπαραστάσεις της Σταύρωσης.

Αν ο Διογένης ο κυνικός είχε στόχο του να προστατεύσει τη δυσπιστία προς την αμιγώς θεωρητική γνώση, αν προσπαθούσε να διαψεύσει την ελπίδα της τελικής επίλυσης του ζητήματος της ευτυχίας διά του λόγου και μόνον, ώστε να στρέψει την προσοχή των ανθρώπων στην έμπρακτη, χαροποιό άσκηση της ανιδιοτέλειας, ο σύγχρονος κυνικός είναι αναφανδόν διατεθειμένος να υποστηρίξει την απόδοση τιμών αρχηγού κράτους στη Μις Πελοπόννησος, εφόσον τάχα αυτό ευνοεί τη χρηματοδότηση ορφανοτροφείων, μείον το 12% του μεσάζοντα. Με τη σειρά της, η Μις Πελοπόννησος θα εκλεγεί αντιπρόσωπος του λαού και θα φέρει στη Βουλή το νέο Νομοσχέδιο για τα καλσόν, δίχως αυτό να παραξενέψει κανέναν. Μια φορά κι έναν καιρό, οι κυνικοί φιλόσοφοι, όπως οι σοφιστές, ας πούμε ή οι δάσκαλοι του ζεν, ήταν μανούλες στο να σατιρίζουν την πομπώδη αυτοπεποίθηση της ρητορικής ως αποκλειστικής αξιόπιστης εικόνας του κόσμου· τώρα γίνονται νεκροθάφτες κάθε πνευματικής φιλοδοξίας που ζητάει την αρωγή αναχρονισμών όπως η ψυχή και η συναισθηματική θέρμη. Αν οι αρχαίοι κυνικοί υπήρξαν οπαδοί του σκεπτικισμού απέναντι στην παντοδυναμία των γλωσσικών συμβόλων, οι σημερινοί εκμεταλλεύονται την εντύπωση ότι, ούτως εχόντων των πραγμάτων, ο καθένας που αγνοεί τα σύμβολα μοιάζει από πάνω και χαριτωμένος. Εν ολίγοις, αυτοί εδώ οι κυνικοί του μεταμοντέρνου κόσμου, γελοιογραφία των παλιών, είναι πολέμιοι, με το αζημίωτο, όλων των συμβόλων ανεξαιρέτως, γλωσσικών και μη. Προλαβαίνουν επομένως και τις εξελίξεις στο Facebook.

Η εποχή προσχώρησε λοιπόν στον κυνισμό επειδή το σύστημα των συμβόλων είχε αρχίσει να κατεδαφίζεται. Μεταλλαγμένος μ' αυτόν τον τρόπο, ο κυνικός, ας το τονίσουμε, δεν θα απείχε, ούτε καν ως προς την εικόνα του, απ' τη ζωώδη αυτοεγκατάλειψη του νεκρού παχύδερμου στις μύγες, αν δεν αντλούσε τη φτηνή του αίγλη απ' την καταναλωτική αναπαραγωγή μιας απαστράπτουσας μηδαμινότητας, απαραίτητης όσο και οι πούλιες για την πουτάνα. Ομως τέτοια θέλγητρα δεν αρκούν ώστε να παρηγορηθεί ο βαριά τραυματισμένος αυτοσεβασμός της κοινότητας που τους φιλοξενεί, ενώ συνάμα η διάλυση των παλαιών, παραδοσιακών αστικών ψευδαισθήσεων της ατάραχης, αφ' υψηλού εμπειρογνωμοσύνης που συντηρούσε ο κυνισμός των Λόρδων, μας άφησε εκτεθειμένους στην εκφυλιστική επιρροή όλων εκείνων που ονομάζουν πρόοδο το να μην έχεις γνώμη για τίποτα παρά μόνον για το πόσο θα κόστιζε το ανθρώπινο κρέας υπό μορφήν κιμά. Εκτοτε, στην τηλεόραση, ο κιμάς κόβεται πάντοτε μπροστά στον πελάτη.

Δεν φταίνε, άρα, οι καημένοι οι σκύλοι αν ο κυνισμός έγινε αντικείμενο σφετερισμού απ' όλες εκείνες τις επιθετικές, τις ληστρικές και αφασικές, τις τυφλές και εξαγριωμένες μάζες των νεόπλουτων που οδηγούν πελώρια τζιπ και τρώνε στα καλά εστιατόρια της Μυκόνου. Αυτοί επισκέπτονται τα σκυλάδικα για την οριστική αποενοχοποίησή τους, υιοθετώντας εκεί μορφές ακραίου εξευτελισμού εν είδει τιμωρίας για τις ασχημίες που τους υπαγορεύει, αναπόφευκτα, η απεμπόληση κάθε λογής αλτρουιστικής συνείδησης. Και θα μπορούσε κανείς να τους ζηλεύει (τους κυνικούς, όχι τους σκύλους) γι' αυτό το ενστικτώδες πήδημα στο κενό, αφού θα τους αναγνώριζε ενδεχομένως τον ηρωισμό μιας ακρότητας, κάτι σαν υγιή παλινδρόμηση στις δυνάμεις του σπηλαίου, ένα άγριο θέατρο όπου αναδύονται αλυσοδεμένες, διονυσιακές υπάρξεις του ασυνείδητου και παίζουν, τελετουργικά, με την εκτόνωση και την οργή. Εντούτοις, αυτή η βαθιά πραγματικότητα του ξεσπάσματος έχει εξασθενήσει με τη σειρά της κι η ενοχή καταλήγει σε υστερικούς χορούς της κοιλιάς πάνω στα τραπέζια, θρασύδειλες επιδείξεις πλούτου και ταπεινωτικές διαταγές προς τα γκαρσόνια. Οι φωτιές δεν καίνε. Ο θόρυβος στερείται την αίσθηση του αυθεντικού θανάτου, η αμαρτία είναι πολύ περιποιημένη στην εμφάνιση και τα ποτά έχουν παρασκευαστεί λαθραία με βάση το ξυλόπνευμα, ώστε να δίνουν χρώμα στον εμετό της επομένης, όταν ο οργανισμός αποβάλλει τις μυρωδιές της δυστυχίας και του στομαχικού έλκους μ' έναν σπασμό αθέλητης ειλικρίνειας.

Συνεπώς, ο κυνισμός που αναβιώνει στα σκυλάδικα και στα κλαμπ δεν εξωραΐζεται με τη σωτήρια επιείκεια του εαυτού προς το alter ego του, δηλαδή με τη βεβαιότητα ότι μπορεί να είσαι μεν ηθικά κατεστραμμένος, ή και μαλάκας, όμως πάνω στο κέφι ή πάνω στην τρέλα της στιγμής ή από καθαρή συμπάθεια έχεις κάνει μία τουλάχιστον φορά το καλό στον διπλανό σου κι αυτό εν μέρει σε σώζει -όχι, εδώ βασιλεύει η προστυχιά κι η ανεκδήλωτη κακία, καθώς και μια νωθρή επιθυμία λοβοτομής. Πρόκειται για έναν ολότελα νέο τύπο αυτοεγκατάλειψης, απρόσβλητο απ' τα κρυφά, τα νυχτερινά και υπόγεια ρεύματα της ντροπής για όσα απέκτησε ο άνθρωπος την ημέρα παραβιάζοντας τους κανόνες· είναι μια διαφθορά μοχθηρή και ύπουλη, που απαντάει στην ενοχή με την πώρωση και που σε διδάσκει ότι δεν πρέπει λέει να κοκκινίζεις αλλά μάλλον να διαλαλείς την έλλειψη εξάρτησης απ' όλες τις διακρίσεις καλού και κακού κι έτσι να εξασφαλίζεις συμμετοχή στις κληρώσεις και στους διαγωνισμούς για την ανάδειξη του άντρα της χρονιάς.

Απεναντίας, οι σκύλοι, έξω απ' τα σκυλάδικα, στις αλάνες και στα οικόπεδα της εθνικής ή στο ερημικό λιμάνι του νησιού μου, υπό το φως του φεγγαριού, διατηρούν ακόμη μιαν αίσθηση του νοήματος της ζωής, και στο βλέμμα τους, οσονδήποτε άγριο, είναι φανερό ότι, υπό διαφορετικές συνθήκες, θα ήξεραν πώς να δείξουν πόνο ή συγκίνηση, παράκληση, προσδοκία, ευγνωμοσύνη και υπομονή, μαζί και όλα τα μαραμένα παράπονα που εκπέμπονται απ' τον συγκλονισμό εκείνης της υγρής ματιάς, την οποία μερικά παιδιά συλλαμβάνουν με την ένταση μεταφυσικού νεύματος. Οι σκύλοι ουδέποτε πειράζουν αυτά τα συγκεκριμένα παιδιά. Κι έπειτα, ο αδέσποτος σκύλος, αυτός που οι Αρχές εξολοθρεύουν μαζικά πριν ανοίξουν οι οχετοί του glamour για τις Ολυμπιάδες ή τους κτηνώδεις εορτασμούς της Γιουροβίζιον, μας εμπνέουν αναπολήσεις του μελό, ανταύγειες της χρυσής εποχής του λυρισμού κάτω απ' τ' άστρα, τότε που οι τσιγγάνοι πηδούσαν τα κάγκελα για να κλέψουν κανένα δαχτυλίδι, οπότε προσφέρει και στην τέχνη, σαν τον ελέφαντα του κ. Κόινερ, για να το θέσουμε αλά Μπρεχτ. Οσο για το γεγονός ότι επιτίθεται πού και πού με φονικές διαθέσεις, οφείλεται στο ότι οσφρίζεται, στον αέρα, τη δόνηση της ανθρώπινης επιθετικότητας, αυτής που κολακευόμαστε να θεωρούμε δικαιολογημένο φόβο, ενώ δεν είναι παρά το άγχος μας μπροστά σε μιαν εκ γενετής αγαθή φύση, που την ταπεινώσαμε και τη μισούμε.

Τέτοια υπήρξε, επί τροχάδην, η περιπέτεια του κυνισμού, καθώς διένυε τις τρεις ιστορικές του φάσεις: φιλοσοφία της ορθής ζωής, παιγνίδι των σαλονιών και ηλιθιότητα. Σήμερα, οι σκύλοι μάς δίνουν το μέτρο σύγκρισης, σημαδεύουν την αφετηρία απ' όπου απομακρυνθήκαμε για να κηδέψουμε τους θεούς μας δίχως τύψεις και κατόπιν να γίνουμε θεοί οι ίδιοι· επαναστάσεις επί επαναστάσεων με κατάληξη το νέο επαναστατικό σαμπουάν για 24ωρο κράτημα και ριζική καταπολέμηση της πιτυρίδας μάς κάνουν ήδη να νοσταλγούμε την εμπειρία του περιλαίμιου. Οι ποιητές επιμένουν να το φορούν και αυτοαποκαλούνται σκλάβοι του ελεύθερου στίχου. Οι νέοι προτιμούν το σκουλαρίκι των πειρατών.

Οσο για μας τους πέντε, της παρέας, εκεί στην Κέρκυρα, επιστρέφαμε μια νύχτα με τα πόδια απ' τα πολυτελή σκυλάδικα της παραλίας, μεθυσμένοι, έχοντας καλύψει μιαν απόσταση δύο χιλιομέτρων, με τη θάλασσα να μας ακολουθεί στα αριστερά μας, εξαντλημένοι, φλυαρώντας και κάνοντας μάταια οτοστόπ, στρίβοντας πίσω το κεφάλι, στους προβολείς μιας λιτανείας αυτοκινήτων που κυλούσε σημειωτόν προς την πόλη. Μόλις έκλειναν τα μαγαζιά, γύρω στις 4 το πρωί και με το θάρρος που υποδαύλιζε το αλκοόλ, όσοι δεν είχαν δικά τους αυτοκίνητα συνήθιζαν να ορμούν στις κενές θέσεις που έμεναν διαθέσιμες σε αμάξια γνωστών ή αγνώστων και να βολεύονται για την πεντάλεπτη διαδρομή, ωστόσο εμείς, ίσως επειδή δεν θέλαμε να διασπάσουμε την ομάδα ή απλώς επειδή είχαμε βγει απ' το μαγαζί καθυστερημένοι και κατόπιν ατυχήσαμε στην απόπειρα να καταλάβουμε δι' εφόδου κάποιο απ' τα δυσεύρετα ταξί, θυμηθήκαμε το περπάτημα, τη γνώριμη τέχνη της παιδικής ηλικίας. Δεν είμαι σίγουρος για το πού πηγαίναμε, υπήρχαν όμως, στον χάρτη, ορισμένα μπαρ που έμεναν ανοιχτά, σε καθεστώς ημιπαρανομίας, για τις ανάγκες όσων συνέχιζαν να διψούν μέχρι να ανατείλει ο ήλιος. Και ο ήλιος ανέτειλλε όντως κάθε φορά, σαν μια τελευταία μελαγχολική υπόσχεση για τις ηδονές του καλοκαιριού, κι εμείς πέφταμε στο κρεβάτι ο καθένας μόνος του, ερωτοτροπώντας νοερά με αυτό που λείπει από τα εννέα δέκατα των αντρών ακόμη και όταν το έχουν δίπλα τους.

Επιπλέον, με τόσο ποτό και νηστικοί, δεν μπορούσαμε να στηριχτούμε σε φυσικές αντοχές αλλά μόνον στην έξαψη των επικείμενων εξελίξεων, οπότε σέρναμε τα πόδια μας ή κουτσαίναμε και μ' αυτό τον ασυνάρτητο τρόπο της σχολικής εκδρομής διανύσαμε την άσφαλτο του καινούργιου, φαρδιού οδοστρώματος ανάμεσα στις αλυκές και στη συνοικία που οι ψαράδες κι οι αυτοδίδακτοι ναυπηγοί είχαν κάποτε ονομάσει Μαντούκι, και σιγά σιγά πλησιάζαμε στην είσοδο του λιμανιού, τρεκλίζοντας, με την αύρα να μας χτυπάει στο πρόσωπο, φέρνοντας μιαν οσμή απ' τον βούρκο της θάλασσας μαζί μ' εκείνη τη διφορούμενη μυρωδιά του πυρήνα της ελιάς κι ένα υπέροχο άρωμα καμένων χόρτων. Περάσαμε απέναντι απ' το σκυθρωπό εργοστάσιο του Ζαφυρόπουλου, περάσαμε πλάι απ' τις πινακίδες των τουριστικών γραφείων, σκοντάψαμε, καθήσαμε στο χώμα, σηκωθήκαμε, ήπιαμε απ' το μπουκάλι του τζιν που κρατούσα στο χέρι, ξανακάναμε απεγνωσμένα οτοστόπ σε Ι.Χ. και μηχανάκια, και το τελωνείο πλησίαζε μες απ' την ομίχλη της υγρασίας και είχε σταθεροποιηθεί μπροστά μας σε απόσταση 40 μέτρων, ενώ η πιάτσα των ταξί αποκαλύφθηκε αίφνης, σαν σε όραμα ή προβολή της ψυχικής μας κατάστασης, απογοητευτικά έρημη. Τότε, δεκαπέντε κεφάλια σκύλων, στο μισόφωτο, στράφηκαν προς το μέρος μας και μας κοίταξαν και τα κοιτάξαμε κι εμείς μ' ένα ανατρίχιασμα.

Οι σκύλοι ήταν μαζεμένοι στο στέκι τους, κάτω απ' τον στύλο της ΔΕΗ, ξαπλωμένοι ή καθισμένοι σε ποικίλες στάσεις και έμοιαζαν προς στιγμήν να κρατούν στα μουλωχτά την αναπνοή τους, διστάζοντας να αποφασίσουν αν θα άρχιζαν να γαβγίζουν ή θα μας αγνοούσαν. Ξαφνικά, μου φάνηκαν πολύ λιγότερο τρομαχτικοί απ' ό,τι έλεγε ο θρύλος της εγκληματικής τους προϊστορίας, εκεί στα σύνορα της πόλης, κι έκανα μερικά ανέμελα βήματα προς την απόκοσμη σύναξή τους και φαίνεται πως υπήρχε σ' αυτά τα βήματα ένας τόνος ανεξήγητης και κάπως ανόητης ή υπνοβατικής αποφασιστικότητας μάλλον, παρά τόλμης, αφού δεν είμαι διόλου, ούτε κατά φαντασίαν, ο τύπος του ήρωα· εντούτοις συνέχιζα να τους πλησιάζω ατάραχος ή αποβλακωμένος, διαλέξτε και πάρτε. Εκ των υστέρων δεν είναι και τόσο αστείο· ξέρετε, το λιοντάρι που λέγεται ότι προσπέρασε αδιάφορα τον δόκτορα Λίβινγκστον επειδή μόλις είχε δειπνήσει (το λιοντάρι, όχι ο γιατρός) ίσως να ήταν μια λογοτεχνική επινόηση των Κλασικών Εικονογραφημένων. Σήμερα, καθώς εξετάζω το αυτοκτονικό επεισόδιο μέσα απ' το πρίσμα μιας πείρας που δεν αφήνει περιθώρια για κομπασμούς, φαντάζει απίστευτο και ελάχιστα μπορεί να αποδοθεί στην τρέλα της ηλικίας, αν και δεν αποκλείεται να επρόκειτο απλώς και μόνον για μια παραισθησιογόνο πυράκτωση του νευρικού συστήματος απ' το αλκοόλ. Το πιθανότερο.

Σε ανάλογες συγκυρίες είναι εντελώς περιττό ν' αρχίσεις να σκέφτεσαι φιλοσοφικές μπούρδες ή ότι είσαι ο Ορφέας με τη λύρα· για την ακρίβεια, είναι λάθος να σκεφτείς οτιδήποτε, διότι η σκέψη περιέχει αμφιβολία και το άγριο ζώο θα τη σχολιάσει αυστηρά με τα σαγόνια του: τουναντίον, πρέπει να κινηθείς με τον νου κενό από παραστάσεις, όπως κάνει λόγου χάριν ο ακροβάτης. «Η λέξη σκύλος δεν δαγκώνει» παρατήρησε ο Γουίλιαμ Τζέιμς, εντάξει, όμως ο σκύλος δαγκώνει μετά χαράς τις λέξεις που πάλλονται μέσα σου (και μαζί κομμάτια σάρκας) διότι αντιλαμβάνεται ότι είναι φορτισμένες αρνητικά. Μολονότι δεν ξέρει ότι αυτό συμβαίνει επειδή η λέξη, στη σκηνή της γλωσσικής δραστηριότητας, αντιπροσωπεύει κάτι που έχει χαθεί (το σημαινόμενο), ο σκύλος δείχνει αυθόρμητα τα ούλα του.

Αρα, ενδεχομένως, κάποιο βαθύτερο αρχέτυπο, εκτός υποκειμενικότητας, βάδιζε προς τους σκύλους αντί για μένα. Πλησίαζα τον κίνδυνο δι' αντιπροσώπου. Και πρέπει τότε να συνέβη ένα θαύμα, γιατί οι σκύλοι όχι μόνον δεν όρμησαν αλλά ήρθαν κοντά μου μυρίζοντας και κουνώντας τις ουρές τους. Ειδικά ο μεγαλύτερος, ένα γκρίζο θηρίο, αρκετά ψηλότερο απ' ό,τι ο γερμανικός ποιμενικός και οπωσδήποτε υποδεέστερης κομψότητας, με τραβούσε απ' το παντελόνι και ανακαλώ με παιδική συγκίνηση την αδέξια προθυμία του να με φλερτάρει. Κατά πάσαν πιθανότητα ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν σε επαφή με άνθρωπο και δεν ήταν καθόλου εξοικειωμένος με την ανταλλαγή χαδιών, σχεδόν χτυπούσε με το κεφάλι του τον μηρό μου γρυλίζοντας· υπήρχε μια αίσθηση πρωτόγονης, αταβιστικής αγάπης και μιας συμπάθειας ολοκληρωτικά ακαλλιέργητης και απότομης έως κωμικής, τόσο που φοβήθηκα μήπως τραπεί σε έχθρα. Σύντομα, τα υπόλοιπα τετράποδα έπαψαν να μου δίνουν σημασία και κάθησα ανάμεσά τους σταυροπόδι, απολαμβάνοντας τη νίκη μου, ενώ η δυσάρεστη μυρωδιά που ανέδιδε το τρίχωμά τους, όχι πιο μαλακό από μια βούρτσα πατώματος και γεμάτο τσιμπούρια, μου φάνηκε κάθε άλλο παρά αηδιαστική· η μυρωδιά με τύλιγε σαν μια ευχάριστη ηχώ όλων των ηθικών μιασμάτων της προσωπικής δυστυχίας μου, που απομακρύνονταν στο σκοτάδι, διωγμένα από ένα πνεύμα αναπάντεχης ψυχικής ευρωστίας. Αθελά μου, είχα πετύχει αυτό που ο σερ Φράνσις Μπέικον πρότεινε ως τη μοναδική μέθοδο για να νικήσεις τη φύση -τουτέστιν: να της παραδοθείς.

Στο μεταξύ, τα μέλη της παραπαίουσας συντροφιάς είχαν μείνει σε απόσταση, μπροστά στην πελώρια πινακίδα μιας ναυτιλιακής εταιρείας, το θυμάμαι ακόμη, και παρακολουθούσαν εμβρόντητα, ή σαν χορός τραγωδίας, περιμένοντας να τιμωρηθώ για το θράσος μου· όμως εγώ βγήκα ζωντανός και τροπαιοφόρος και, είτε το πιστεύετε, είτε όχι, η αγέλη μάς συνόδεψε με βαριεστημένη αφοσίωση για 200 περίπου μέτρα, πριν διαλυθεί στην είσοδο της ανηφόρας που διχοτομεί μεγαλοπρεπώς την επιβλητική αρχιτεκτονική του Νέου Φρουρίου, κι εγώ κράτησα στη συναισθηματική μου μνήμη αυτό το συμβάν, ώστε να το αφηγηθώ απόψε, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να χρησιμεύσει σαν αλληγορία για την επικοινωνία μεταξύ πεθαμένων και ζωντανών. Ο σκύλος δεν ακούει παρά την καρδιά του, δηλαδή τη δική σου: τέτοια ήταν η ανεπίγνωστη, υπονοούμενη σημασία των μαγικών ηχογραφήσεων της His master's voice.

  • Ο σκύλος είναι το αντίθετο του Παυλόφ. Αιωνία η μνήμη του Κανέλλου, του αγαθού σκύλου που φρουρούσε το Πολυτεχνείο και που πέθανε τον Ιούλιο, πριν από έντεκα μήνες!

Βαρβάρα Τερζάκη

Άρθρο Ευγένιου Αρανίτση - εφ. Ελευθεροτυπία,Επτά, 31-05-2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: