11/4/11

Άνθρωποι στο φεγγάρι

Του Ευγενιου Αρανιτση (Ελευθεροτυπία)

Η συνέχεια των κειμένων αυτής της σελίδας είναι, ταυτόχρονα, δυστυχώς, μια αλληλουχία παρακαμπτηρίων και διακοπών.

Πριν απ' τα Χριστούγεννα, δοκίμασα την ανάπτυξη δύο ή τριών σημειώσεων με θέματα κάθε άλλο παρά χειμερινά, θέματα δανεισμένα απ' το αιωνίως μετέωρο φάσμα των μυστηρίων της παιδικής και εφηβικής ηλικίας και των εκρήξεών της τα καλοκαίρια με φόντο τη θάλασσα και μια πόλη που γινόταν όλο και πιο όμορφη καθώς γερνούσε. Παρεμπιπτόντως, μνημόνευσα ορισμένους ανθρώπους που ίσως να μη θυμούνται καν τα συγκεκριμένα επεισόδια - δεν είμαι δηλαδή αυτός που διηγείται τα όνειρά του σαν τρίτος, όπως λένε, αλλά κάποιος που ζει ο ίδιος στα ξεχασμένα όνειρα τρίτων, κάποιος που μένει άυπνος στο συλλογικό ενδιάμεσο μνήμης και λήθης ώστε να μπορούν οι άλλοι να κοιμούνται αμέριμνοι.

Ετσι, θα μου άρεσε να δώσω μιαν αδρή όσο και φυγόκεντρη προέκταση σ' αυτές τις αφηγήσεις, όχι βέβαια με εγωτικά ελατήρια -ούτως ή άλλως εξασθενημένα και προδήλως αναξιοπρεπή-, αλλά διότι με απασχολεί σοβαρά η δυνατότητα να δείξω, τουλάχιστον στους νεότερους, την αφανή διάσταση της σημασίας που θα μπορούσε να είχε αποκτήσει στη συνείδηση της γενιάς μου η κατανόηση της δεκαετίας του '60 πέρα απ' την πολιτική αναμνησιολογία και την επετειακή εκτύλιξη όλων εκείνων των αφόρητων ανακεφαλαιώσεων, των μουσικών μνημοσύνων και των παζαριών όπου πουλιέται ξανά και ξανά ό,τι απέμεινε απ' τον Μικρό Ηρωα και το Νέο Κύμα, μαζί με τις αναβιώσεις της φρίκης που προκαλούσαν οι παρελάσεις του χουντικού κιτς.

Αν λοιπόν ο Κένεντι σχεδίαζε την αποστολή ανθρώπων στο φεγγάρι ώστε να στραφεί η προσοχή μακριά απ' το ροκ που θα μεσουρανούσε από στιγμή σε στιγμή, εγώ προσκαλούσα μέσα μου ό,τι πιο άμεσο, ό,τι πιο στοιχειώδες ενυπήρχε στα κίνητρα απομάκρυνσης απ' αυτά τα μεγαλειώδη μεγέθη του Καλού και του Κακού, για να συνδεθώ, εμβαθύνοντας, μ' εκείνες τις τετριμμένες αλλ' ανεπανάληπτες μικρογραφίες του παραδείσου, που οι νεότεροι θυμούνται (δίχως να ξέρουν πως το θυμούνται) μέσω της ποιμενικής τοπιογραφίας των κατά τα άλλα τόσο αδέξιων ταινιών της Φίνος, όταν το σενάριο απαιτούσε απ' τους πρωταγωνιστές να εγκαταλείψουν τα διαμερίσματα με κατεύθυνση τις σκιερές νότιες ακτές. Είναι άδικο να πιστεύουμε ότι τα μοτίβα της ρηχότητας, η οποία υποτίθεται ότι χαρακτήριζε την αστική αναψυχή τής υπό εξέτασιν εποχής (πλαζ, κανό, ομπρέλες, κόκα κόλα και θερινά σινεμά), ήταν απλώς και μόνον αφορμές για τη μελλοντική υποτροπή στη νοσταλγία που θα απέπνεαν τα τραγούδια του Κηλαϊδόνη και του Γερμανού - αν δεν σου έλειπε η διαίσθηση, αφηνόσουν να εντοπίσεις σ' αυτό το είδος γιορτής κάτι πένθιμο· μέσα στο φως ένιωθες ότι η ευτυχία των καλοκαιριών τελειώνει όπου να 'ναι, όπως και τελείωσε όντως, προσκρούοντας στο τρομακτικό τείχος που ύψωσε ο κυνισμός της τηλεόρασης και που τα αλαλάζοντα πλήθη δεν έπαψαν να το συγκρίνουν, τάχα, με το δώρο της ελευθερίας, το τρόπαιο που άρπαξαν αντί του ματαιωμένου σοσιαλισμού.

Αγαπούσα υπερβολικά τον θαλάσσιο βυθό, την κινηματογραφική και θρησκευτική του καθαρότητα, τη λαμπερή και διάφανη επιπεδομετρία που το ευκλείδειο κέντρο της φιλοξενούσε τον περίφημο θησαυρό των πειρατικών αναγνωσμάτων. Η φαντασίωσή μου εκπληρώθηκε αργότερα μ' εκείνο το είδος του επικερδούς παιγνιδιού που παίζαμε -κυρίως εγώ, μεταξύ όλων- ψάχνοντας για χαμένα νομίσματα ή κοσμήματα, μεταλλικά αντικείμενα αξίας που έχαναν οι ενήλικοι βουτώντας με το κεφάλι απ' το άκρο της διπλής εξέδρας (μιλάω για το Μον Ρεπό· υπήρχε εκεί ένας πρωτόγονος, ανελαστικός βατήρας ύψους 5 μέτρων). Οι κυρίες, περιφρουρώντας την κόμμωσή τους, κατέβαιναν απ' τις σκάλα, σιγά σιγά, με προσοχή και με την πλάτη στραμμένη στο νερό αλλά, εάν ανήκες στο ισχυρό φύλο, τα σκαλιά δεν ήταν ό,τι πιο τιμητικό.

Χάρη στη μεσημεριανή κοσμοσυρροή και στην αδυναμία που έτρεφαν οι περισσότεροι από κείνους τους μάγκες στις εναέριες αρρενωπές φιγούρες (κρατούσαν όλοι τα απαραίτητα κέρματα για το ποδοσφαιράκι και τ' αναψυκτικά τους στην κλασική εσωτερική τσέπη του μαγιό, που ήταν ο άχαρος πρόδρομος του σημερινού μπόξερ), η συγκομιδή κατέληγε απίστευτα πλούσια, και ήμουν, αν δεν κάνω λάθος, ο πιο επίμονος (ή τυχερός) ανάμεσα στους εντεκάχρονους που είχαν ανασύρει απ' την άμμο, στα δυόμισι μέτρα βάθος, αναρίθμητα σκουριασμένα ή νωπά δίδραχμα, τάλιρα, δεκάρικα, ασημένια εικοσάδραχμα (ο Διάδοχος σε προφίλ), δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, βραχιόλια, μενταγιόν και δύο ολόκληρα ρολόγια, το ένα επίχρυσο. Ημουν εξοπλισμένος με μάσκα, αναπνευστήρα και βατραχοπέδιλα της Balco. Η τεχνική απαιτούσε να αποβάλλεις τον αέρα απ' τα πνευμόνια σου, ώστε να κατέβεις όρθιος στον πυθμένα, και εκεί, με τα χέρια να διώχνουν το νερό προς τα πάνω για να εξουδετερωθεί η άνωση, πηγαινοέφερνες με πάθος τα πτερύγια μπρος πίσω μέχρις ότου ανασηκωθεί το πρώτο σύννεφο άμμου. Τότε τα χαμένα αντικείμενα, πολύ πιο προσιτά απ' αυτά του Φρόυντ, σου έστελναν ευχάριστες μαρμαρυγές αντανακλώντας το φως των ακτίνων, συν έναν χαρακτηριστικά λεπτό ήχο, που μάθαινες με τον καιρό να τον ξεχωρίζεις με μια μικρή έκκριση αδρεναλίνης, τον οποίο εκπέμπει το μέταλλο κάτω απ' το νερό όταν χτυπήσει σ' ένα βότσαλο και εις ανάμνησιν του οποίου έγινα συγγραφέας και μουσικός -θυμηθείτε τη σημασία που απέδιδε στη λέξη νόμισμα ο Διογένης.

Με τα έσοδα αυτής της ενασχόλησης, το '66, αγόρασα το πρώτο μου ποδήλατο. Διότι, καθώς είπα, αν επιθυμείς να μεταφέρεις, οφείλεις πρώτα να μάθεις να μεταφέρεσαι. Ωστόσο, το '62, τίποτα τέτοιο δεν θα συνέβαινε, αφού ήμουν ακόμη ανώριμος για καταδύσεις, κι έτσι η ενεργητικότητά μου διοχετευόταν αποκλειστικά στις πλεύσεις με το κανό, στα ρηχά. Εκεί, το ταξίδι θα συνεχιζόταν έπ' άπειρον - αν κάτι μπορούσε να εκτιμηθεί σαν θησαυρός, αυτό ήταν η μεταφορά της ίδιας της έννοιας του βάθους, δηλαδή του βάθους των πραγμάτων όπως τα εννοούσε ο λυρισμός (ή η τρέλα μου). Ημουν, για χρόνια, μονίμως έκθαμβος. Περιεργαζόμουν τους αστερίες με το δέος που είχε νιώσει ο Ετιέν ντε Κλουά όταν τους είδε στην Κυανή Ακτή, γύρω στο 1215, νομίζοντας ότι πρόκειται για εμβλήματα και σημεία αστεριών που είχε ρίξει ο Θεός θέλοντας να διευκολύνει τον προσανατολισμό των Σταυροφόρων.

Την προσοχή μου έλκει σήμερα το συμπέρασμα ότι εκείνος που κατευθύνεται απ' την ελπίδα να αντικρίσει το βάθος οφείλει, παραδόξως, να κωπηλατεί σε αβαθή νερά απ' όπου, ακριβώς, το βάθος είναι ορατό - απεναντίας, απ' την κουπαστή ενός πλοίου στη μέση του πελάγους, και μολονότι το μάτι ενδεχομένως τοποθετείται πάνω απ' το βαθύτερο υποβρύχιο φαράγγι, δεν θα δεις παρά το εχθρικό και άφωνο σκοτάδι όπου οι καρχαρίες παραδίδουν αφρούρητο το πεδίο έρευνας των ωκεανογράφων. Υπονοούνται εδώ τα μελαγχολικά αποτελέσματα της αναμέτρησης των ραντάρ με τα ιλιγγιώδη μαθηματικά της αβύσσου, π.χ. 24.000 λεύγες χωρίς καν το πλήρωμα του Ναυτίλου σε ετοιμότητα... Ομως έξω, στα ρηχά, δεν ήμαστε έτοιμοι για τίποτα, έστω κι αν σήμερα οι κατήγοροι αυτού του ύστατου φωσφορισμού του αναλογικού κόσμου, εν όψει της εισβολής του ψηφιακού, παραβλέπουν με μνησικακία ότι, αν μη τι άλλο, είχαμε ειλικρινά λατρέψει εκείνο το τίποτα, για το οποίο δεν ήμαστε καν προετοιμασμένοι αφού μας είχε παραχωρηθεί δωρεάν. Το αναγνωρίζαμε σιωπηλά υπό τύπον διαρκούς θαυμαστής εξαίρεσης στην επιφάνεια του κόσμου (της θάλασσας), μιαν επιφάνεια που δεν ήταν ακόμη τότε καταραμένη κι έτσι μπορούσαμε να την απολαμβάνουμε δίχως άγχος ή ενοχή κι ας μην κατείχαμε τα μυστικά της -δεν χρειαζόταν να τα κατέχουμε εφόσον τα αγαπούσαμε· τα μυστικά ήταν οικεία μολονότι ερμητικά, ήταν κλειστά αλλά γαλήνια.

Καταλαβαίνετε την απόσταση που χώριζε εκείνο το σύμπαν απ' τον επερχόμενο μεταμοντερνισμό. Ακολουθούν, στο επόμενο, τα περί βάθους και επιφάνειας μ' έναν τρόπο -ας το υποσχεθώ- όχι ολότελα ακατάλληλο να μας θυμίσει ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε και τα δύο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: