5/7/11

Το Βήμα 26.06.2011

Αριστεία made in Hong Kong!

Του Τάσου Καφαντάρη

Υπάρχει ένα νησιωτικό κράτος στην άκρη μιας χερσονήσου, με πληθυσμό λιγότερο από 10 εκατομμύρια, που το έπληξε σφοδρή οικονομική κρίση. Στη μάχη που έδωσε για να «αναστηθεί» έκρινε ότι πρώτη του προτεραιότητα έπρεπε να είναι η αναμόρφωση του εκπαιδευτικού του συστήματος ώστε οι γενιές του 21ου αιώνα να κατέχουν ένα κεφάλαιο που δεν φοβάται τις επιθέσεις των χρηματιστών και δεν εκβιάζεται από δανειστές. Ενα κεφάλαιο γνώσης.

Εδώ παύει η όποια ομοιότητα αυτού του κράτους με την Ελλάδα. Διότι στο Χονγκ Κονγκ - περί ου ο λόγος - μπορεί η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ακόμη να εκτυλίσσεται αλλά τα πρώτα αποτελέσματα έχουν ήδη προκύψει. Αποτελέσματα που περιγράφουν μια ασύλληπτη - για τόσο μικρή και εξαρτημένη χώρα _ αριστεία: στον πιο πρόσφατο διεθνή μαθητικό διαγωνισμό που διεξάγει ο ΟΟΣΑ ανά τριετία, τον PISA 2009, τα παιδιά του Χονγκ Κονγκ κατέλαβαν τρίτες και τέταρτες θέσεις στα μαθηματικά, στις επιστήμες και στην ανάλυση γραπτού λόγου μεταξύ των 65 συνολικά χωρών που μετείχαν. Επίσης στον εφετινό κατάλογο των 100 καλύτερων πανεπιστημίων του πλανήτη που συνέταξαν οι «Times» του Λονδίνου δύο από τα εννέα κύρια ΑΕΙ του Χονγκ Κονγκ κατέλαβαν κορυφαίες θέσεις: το University of Hong Kong (UHK) φιγουράρει αμέσως πάνω από το University College του Λονδίνου, στην 21η θέση, ενώ το Hong Kong University of Science and Technology (HKUSY) είναι στην 41η υποσκελίζοντας την Ecole Normale Superieure του Παρισιού!

Σε αντιδιαστολή, η εικόνα των ελληνικών σχολείων και πανεπιστημίων καταγράφει μια δραματική υποβάθμιση: από την πρώτη εικοσάδα όπου βρισκόμασταν στους προηγηθέντες διαγωνισμούς PISA, στον τελευταίο βρεθήκαμε να καταλαμβάνουμε την 32η, την 39η και την 40ή θέση, ενώ στον κατάλογο των 100 κορυφαίων πανεπιστημίων δεν βρίσκεται κανένα δικό μας. Τι κάνουν, λοιπόν, οι του Χονγκ Κονγκ που δεν κάνουμε εμείς; Στο ερώτημα αυτό αναζητήσαμε απαντήσεις, επ' ευκαιρία μιας συγκυρίας: αμέσως μετά την έναρξη συζήτησης στη Βουλή των Ελλήνων του υποβληθέντος νομοσχεδίου για «σχολεία αριστείας» επισκέφθηκε την Αθήνα ο πρωταγωνιστής της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του Χονγκ Κονγκ, πρώην πρύτανης και πρώην υπουργός Παιδείας Αρθουρ Λι, από τον οποίο εκμαιεύσαμε για τους αναγνώστες του «Βήματος» τα μυστικά της συνταγής του.

- Κύριε καθηγητά, ποια ήταν η αποστολή που μας ανατέθηκε για την Παιδεία στη χώρα μας;

«Οταν μου ανατέθηκε το υπουργείο, το 2002, το Χονγκ Κονγκ βρισκόταν σε δεινή θέση. Ναι μεν η χρηματιστηριακή κρίση βρισκόταν στο τέλος μας αλλά οι συντάξεις δεν ήταν ακόμη διασφαλισμένες και ο πληθωρισμός βρισκόταν στο 17%. Ακόμη χειρότερα, μας χτύπησε τότε η θανατηφόρα επιδημία SARS. Οπότε οι διαθέσιμοι πόροι για την Παιδεία ήταν ελάχιστοι και η εντολή που μου δόθηκε ήταν “περικοπή κατά 10% για δύο χρόνια στα πάντα”. Ταυτόχρονα ανέμεναν μια δραστική αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος που θα έκανε μας αποφοίτους μας ακόμη πιο ανταγωνιστικούς στη διεθνή αγορά εργασίας».

- Και τι πράξατε;

«Παρά την πίεση για περικοπές, ένιωσα ότι όφειλα να αρχίσω από τα “θεμέλια της Παιδείας”, τις ηλικίες όπου χτίζεται η προσωπικότητα των παιδιών. Στο Χονγκ Κονγκ είχαμε ένα σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης αλλά τους βρεφονηπιακούς σταθμούς τούς είχαμε αφήσει εντελώς ανεξέλεγκτους, με προσωπικό χωρίς καμία επαγγελματική πιστοποίηση. Το αποτέλεσμα ήταν να πληρώνουν οι γονείς για έναν καλό βρεφονηπιακό σταθμό δίδακτρα επιπέδου πανεπιστημίου! Αυτό λοιπόν που έκανα αμέσως ήταν να περάσω όλους τους νηπιαγωγούς από εξετάσεις προκειμένου να παραμείνουν οι κατάλληλοι. Το επόμενο βήμα ήταν να μοιράσουμε σε όλους τους γονείς νηπίων κουπόνια προκειμένου να στέλνουν τα παιδιά τους στον δημόσιο σταθμό της επιλογής τους. Τα αποτελέσματα υπήρξαν αμέσως θεαματικά».

- Τι ακολούθησε;

«Επειτα ήρθε η σειρά της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν έσπευσα να επιβάλω τις κατά 10% περικοπές που μου ζητούσαν γιατί σκέφτηκα ότι πρώτα χρειαζόταν να κάνουμε μια ολική αλλαγή γλώσσας, καθώς τα χρόνια της βρετανικής αποικιοκρατίας μάς είχαν κληροδοτήσει ιδιωτικά σχολεία όπου τα παιδιά διδάσκονταν μόνο στα αγγλικά και δημόσια όπου τα κλασικά μαθήματα γίνονταν στα αγγλικά και τα υπόλοιπα στα κινεζικά. Εμείς κρίναμε ότι η γνώση δεν μπορούσε να γίνει εύκολα κτήμα του κάθε παιδιού αν το κάθε μάθημα δεν γινόταν στη γλώσσα του. Παράλληλα όμως θέλαμε να διδάσκονται τα αγγλικά σε υψηλό επίπεδο ώστε να γίνουν διεθνώς ανταγωνιστικοί φοιτητές, εργαζόμενοι και πολίτες. Καθιερώσαμε λοιπόν την καθομιλούμενη γλώσσα, τα καντονέζικα, ως γλώσσα διδασκαλίας και εισάγαμε και την επίσημη κινεζική, τα μανδαρίνικα, από την πρώτη δημοτικού. Ετσι κι αλλιώς, η γραφή είναι η ίδια _ μόνο η προφορά διαφέρει. Η αλλαγή αυτή έγινε εύκολα αποδεκτή, αλλά έγινε ξεσηκωμός στο ζήτημα των αγγλικών».

- Δηλαδή;

«Δηλαδή, έθεσα για πρώτη φορά το ζήτημα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών. Δεν μπορούσαμε να πληρώνουμε χιλιάδες καθηγητές Αγγλικής χωρίς να ελέγχουμε την καταλληλότητά τους. Αυτό είναι κάτι το απολύτως λογικό, αλλά δεν θα μπορούσα να το περάσω υπό άλλες, κανονικές συνθήκες. Τότε, υπό το κλίμα των αντιληπτών από όλους οικονομικών δυσχερειών, εκμεταλλεύτηκα την κρίση ως “παράθυρο ευκαιρίας”: έθεσα στους πιο ηλικιωμένους καθηγητές το δίλημμα της πρόωρης συνταξιοδότησης - με γενναιόδωρη εθελουσία έξοδο - ή της υποβολής, μαζί με όλους τους νεοτέρους, σε εξετάσεις».

- Πώς αντέδρασαν;

«Με πρωτόγνωρη σφοδρότητα. Κατέβηκαν σε διαδηλώσεις 100.000 άτομα. Βλέπετε, οι εκπαιδευτικοί στο Χονγκ Κονγκ είχαν το πιο ισχυρό συνδικάτο και μια οικονομική ευρωστία που επιβοηθούνταν από παροχές όπως ειδικά εκπτωτικά πολυκαταστήματα για τα μέλη τους (και... τους συγγενείς τους, τους φίλους τους, καταλαβαίνετε). Ενιωσαν ότι τους αμφισβητούσα την επαγγελματική τους καταξίωση. Εγώ τότε στράφηκα στους γονείς. Τους εξήγησα ότι, όπως οι καθηγητές ζητούν για λογαριασμό της κοινωνίας από τα παιδιά τους να επιτυγχάνουν σε εξετάσεις, έτσι έπρεπε και οι καθηγητές να είναι πρόθυμοι να υποστούν την αξιολόγηση προκειμένου να γνωρίζει η κοινωνία με ποια στελέχη θα αναμορφώσουμε την Παιδεία μας. Με την υποστήριξή τους προχώρησα στις εξετάσεις, όπου απέτυχε το... 60% των καθηγητών, απολύθηκαν 9.000 άτομα και έκλεισαν περίπου 500 σχολεία! Αλλά το επίπεδο διδασκαλίας ανέβηκε αλματωδώς και τα ιδιωτικά σχολεία μειώθηκαν σε αριθμό».

- Λάβατε και άλλα μέτρα;

«Το επόμενο βήμα ήταν να δώσουμε κίνητρα μας καθηγητές, μας υποτροφίες σε όσους ήθελαν να αναβαθμίσουν μας γνώσεις μας με μεταπτυχιακά, αλλά και ένα πλαίσιο αξιοκρατίας: εφεξής δεν θα έπαιρναν θέσεις και αυξήσεις απλά μέσω μας ωρίμανσης χρόνων στην υπηρεσία αλλά μέσω πτυχίων και αξιολόγησης μας απόδοσής μας. Η παλιά αντίληψη του δημόσιου υπαλλήλου “αν δεν κάνω τίποτε, κανείς δεν θα μπορεί να με κατηγορήσει για το ότι έκανα κάτι λάθος” δεν ήταν πια ανεκτή. Το επόμενο βήμα ήταν να εγκαταλείψουμε το βρετανικό πλαίσιο σπουδών και να περάσουμε στο ευρωπαϊκό. Δηλαδή, ενώ ως τότε είχαμε τρία χρόνια γυμνάσιο, δύο χρόνια λύκειο, δύο χρόνια προπαρασκευής για ΑΕΙ (GCSE) και τρία χρόνια βασικού πτυχίου στα ΑΕΙ, προσθέσαμε έναν χρόνο στο λύκειο, αφαιρέσαμε τα δύο χρόνια GCSE και προσθέσαμε ένα έτος σπουδών στα ΑΕΙ. Συνολικά, τα χρόνια είναι ίδια, αλλά η επαύξηση των χρόνων λυκείου μας έδωσε τη δυνατότητα να αλλάξουμε και το περιεχόμενο των μαθημάτων. Συγκεκριμένα θέλαμε να περάσουμε από την κλασική απομνημόνευση γνώσεων που άφηναν τα παιδιά μας απροετοίμαστα για την επαγγελματική ζωή σε ένα εκπαιδευτικό πλαίσιο ανταγωνιστικών γνώσεων. Μέσω μας αλλαγής που ανέφερα εισαγάγαμε στο λύκειο μαθήματα επιλογής και μαθήματα κατάρτισης, μας μαγειρική, συντήρηση αυτοκινήτων κτλ., που θα καθιστούσαν μας αποφοίτους μας – ιδιαίτερα όσους δεν συνέχιζαν σε ΑΕΙ – πιο έτοιμους για την αγορά εργασίας».

- Ποιες ήταν οι αντιδράσεις σε αυτό;

«Είχαμε αντιδράσεις από εκπαιδευτικούς κλασικών μαθημάτων, που έλεγαν π.χ. ότι ήταν απαράδεκτο να αφήνουμε στην άκρη τη διδασκαλία της Ιστορίας για χάρη ενός μαθήματος επιλογής. Παραγνώριζαν όμως ότι την Ιστορία μπορεί να συνεχίσει κανείς να τη μελετά όλα τα χρόνια της ζωής του, αλλά την ευκαιρία για δημιουργική μάθηση και το δικαίωμα της επιλογής στη μάθηση - κι αυτήν ακόμη την ψυχαγωγία στη μάθηση - πρέπει να την έχει προτού φύγει από το σχολείο».

- Παραπαιδεία έξω από τα σχολεία, με φροντιστήρια, υπήρχε ή υπάρχει;

«Ναι, δυστυχώς υπήρχε και υπάρχει, διότι σε έναν τόπο χωρίς πλουτοπαραγωγικές πηγές ο ανταγωνισμός προσόντων είναι οξύς και οι γονείς προσπαθούν πάντα να δώσουν όλα τα εφόδια στα παιδιά τους».

- Πώς καταφέρατε να «απογειώσετε» τα ΑΕΙ;

«Ως προς το περιεχόμενο των σπουδών το υπουργείο δεν αναμείχθηκε - απλώς, δώσαμε το μήνυμα των “ανταγωνιστικών σπουδών” που αναμέναμε και επέλεξαν εκείνοι τις αλλαγές που θα έκαναν. Παρεμβήκαμε, ωστόσο, δραματικά στη χρηματοδότησή τους. Συγκεκριμένα, αντί να κόψω το 10% που ζητούσε η κυβέρνηση, τους είπα “για κάθε δολάριο χορηγίας που θα βρίσκετε από ιδιώτες, το κράτος θα σας δίνει άλλο ένα. Διαφορετικά... μηδέν”. Στην αρχή “βγήκαν απ' τα ρούχα τους”. Μου είπαν: “Θα μας μετατρέψεις σε ζητιάνους”. Τους είπα: “Οι περισσότεροι από σας σπουδάσατε στις ΗΠΑ, όπου κάνουν το ίδιο. Διανοηθήκατε ποτέ να τους πείτε ζητιάνους;”. Το αποτέλεσμα ήταν να βρουν όχι μόνο όσα χρειάζονταν αλλά πολύ περισσότερα. Τον επόμενο χρόνο τους είπα: “Τώρα για κάθε δολάριο χορηγίας θα σας δίνω μισό από το κράτος”. Ε, λοιπόν, και πάλι τους περίσσεψαν. Ο λόγος ήταν ότι τα δύο τρίτα των πλούσιων πολιτών της χώρας μας ήταν αυτοδημιούργητοι, οπότε όλοι ήθελαν να αφήσουν πίσω τους ένα ευεργέτημα που έπιασε τόπο».

- Καταλαβαίνω εύκολα το να χρηματοδοτήσει ένας βιομήχανος μια τεχνολογική σχολή. Πώς όμως βρήκαν χορηγίες τμήματα ανθρωπιστικών σπουδών;

«Πολύ απλά, δεν επιτρέψαμε την επιλεκτική χορηγία τμημάτων. Οι χορηγίες πήγαιναν σε συγκεκριμένο πανεπιστήμιο και εκείνο αποφάσιζε, εσωτερικά, το πώς θα κατένειμε τα χρήματα στα τμήματά του. Η μόνη μας δυσκολία ήταν ότι έπρεπε να αρνηθούμε χορηγίες από καπνοβιομηχανίες, για ευνόητους λόγους».

- Πόσα πανεπιστήμια έχετε και τι ποσοστό μαθητών εισάγεται σε αυτά;

«Πέραν των μεταλυκειακών σχολών επαγγελματικής κατάρτισης, είχαμε επτά κύρια πανεπιστήμια που τώρα έγιναν εννέα. Αυτά είναι δημόσια, με επιχορήγηση της τάξεως του 80%. Οταν ανέλαβα το υπουργείο, 18% των αποφοίτων λυκείου συνέχιζε σπουδές σε ΑΕΙ και 12% σε επαγγελματικές σχολές. Αυτό το σύνολο του 30% των αποφοίτων που συνέχιζαν, όταν άφησα το υπουργείο, ύστερα από πέντε χρόνια, είχε φθάσει στο 60% των μαθητών. Το 2012 θα έχουμε το παράδοξο να έχουμε 14.500 εισακτέους με το παλιό πεντατάξιο λύκειο-GCSE και άλλους τόσους με το νέο τριτάξιο λύκειο, που οι πρώτοι θα φοιτήσουν (για τελευταία φορά) σε τριετείς βασικές σπουδές και οι δεύτεροι σε τετραετείς. Καταλαβαίνετε το δυσεπίλυτο του προβλήματος, αλλά τα πανεπιστήμιά μας έχουν δεσμευθεί να εργάζονται σε δύο βάρδιες ώστε να ολοκληρωθεί με επιτυχία η μετάβαση».

- Η αγορά εργασίας των αποφοίτων των ΑΕΙ σας είναι μόνο το Χονγκ Κονγκ ή τώρα πια το σύνολο της Κίνας;

«Τελευταία όντως το πεδίο περιλαμβάνει το σύνολο της Κίνας. Αλλά έχουμε και την αντίστροφη ροή, με πολλούς νέους της ενδοχώρας να θέλουν να σπουδάσουν στο Χονγκ Κονγκ. Τους παρέχουμε ένα ποσοστό 20% των θέσεων».

- Τα πανεπιστήμιά σας κατόρθωσαν να αναδειχθούν στα κορυφαία του κόσμου τα τελευταία χρόνια, αλλά, αν υποθετικά γινόσασταν και πάλι υπουργός, υπάρχει κάτι που θα θέλατε να αλλάξετε;

«Ναι. Θα ζητούσα ακόμη μεγαλύτερη σύμπτυξη τμημάτων. Δεν το επιβάλλει απλά η παγκόσμια οικονομική κρίση αλλά η ίδια η ευθύνη μας απέναντι στην κοινωνία: εκλογίκευση πόρων και εστίαση στην αριστεία!».

- Στη χώρα-υπόδειγμα επιτυχίας του φιλελευθερισμού κατά Φρίντμαν εσείς χρησιμοποιήσατε τη «θεραπεία-σοκ» που εκείνος εισηγήθηκε για να επιβάλετε έναν εντελώς... κρατικό έλεγχο στα δρώμενα της Παιδείας. Τελικά, τι καθοδηγούσε τη σκέψη σας, κύριε Λι;

«Αυτό που την καθοδηγούσε ήταν το κοινωνικό συμφέρον. Οι πολίτες φορολογούνται από το κράτος για τις δαπάνες της Παιδείας και τις δέχονται για ένα καλύτερο αύριο των παιδιών τους. Εχουν λοιπόν κάθε δικαίωμα τόσο να ελέγχουν το πώς τις διαχειρίζονται οι κυβερνώντες και οι διευθύνοντες τα εκπαιδευτικά ιδρύματα όσο και να διασφαλίζονται για το ότι αυτοί που έχουν τις τύχες των παιδιών τους στα χέρια τους είναι και παραμένουν άξιοι».

ΟΙ ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ ΕΝΟΣ ΠΡΟΤΕΚΤΟΡΑΤΟΥ

Ως κρατική οντότητα το Χονγκ Κονγκ εμφανίζει την ιδιαιτερότητα που είχε η δική μας Δήλος στα χρόνια της ρωμαϊκής κατοχής: δημιουργήθηκε στα χρόνια των «πολέμων του οπίου», τον 19ο αιώνα, και παρέμεινε υπό βρετανική κατοχή ως το 1997. Εκτοτε αποτελεί μέρος της Κίνας αλλά κυβερνάται αυτόνομα, με διατήρηση «εσωτερικών συνόρων» μεταξύ αυτού και της υπόλοιπης επαρχίας της Καντόνας (Γκουανγκντόγκ, κινεζιστί). Εκείνο που συνέβαλε σε αυτή τη μεταχείρισή του ως «κράτους εν κράτει» είναι το οικονομικό θαύμα που επιτελέστηκε μεταπολεμικά σε αυτό το υπερσυνωστισμένο νησί: σε πλήρη αντιδιαστολή με την πορεία κατάπτωσης που ακολούθησαν σχεδόν όλες οι υπόλοιπες βρετανικές κτήσεις μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το Χονγκ Κονγκ άνθησε οικονομικά και έφθασε να έχει κατά κεφαλήν εισόδημα μεγαλύτερο εκείνου των πολιτών της Βρετανίας. Το κλειδί της επιτυχίας του ήταν, κατά τους ιστορικούς, η εμπνευσμένη «αρχή της μη παρέμβασης» που είχε υιοθετήσει ο σκωτσέζος διοικητής του και η διαχρονικά σταθερή άρνησή του να επιβάλλει φόρους άνω του 15%.

Η κρίση των «ασιατικών τίγρεων» εκδηλώθηκε με την κατάρρευση της ταϊλανδέζικης οικονομίας και χτύπησε το Χονγκ Κονγκ το 1997. Επί δύο χρόνια αμυνόταν στις λυσσαλέες χρηματιστικές επιθέσεις αγοράζοντας κρατικά ομόλογα και ιδιωτικές μετοχές. Το 1999 άρχισε να τις ξαναπουλάει με κέρδος, κάνοντας βήματα εξόδου από την κρίση. Το πάθημα όμως λειτούργησε ως πολύτιμο μάθημα: η «αρχή της μη παρέμβασης» μετεξελίχθηκε σε «πολιτική ελάχιστης μεν παρέμβασης αλλά υποστήριξης όπου δει», ενώ παράλληλα η λόγω υπερανάπτυξης της Κίνας αποβιομηχάνιση του Χονγκ Κονγκ έδινε τη σκυτάλη σε μια οικονομία υπηρεσιών. Τώρα η προτεραιότητα της «εκπαιδευτικής παραγωγής» δεν μπορούσε να είναι πλέον η προπαρασκευή βιομηχανικών εργατών. Οι κυβερνώντες κατέληξαν στο ότι η μελλοντική επιβίωση του τόπου τους στον καιρό της παγκοσμιοποίησης απαιτούσε τη μεταστροφή στην ανάπτυξη καινοτόμου επιχειρηματικού πνεύματος και στη θωράκιση των νέων τους με τα εφόδια μιας διεθνώς ανταγωνιστικής γνώσης, αποστολή που ανέθεσαν το 2002 στον αντιπρύτανη του Κινεζικού Πανεπιστημίου του Χονγκ Κονγκ Αρθουρ Λι.


Δεν υπάρχουν σχόλια: