12/8/10
Δρόμοι
Για το έλεος...
...είχε γράψει κάποτε ο συγγραφέας Ντάνιελ Σίλιμαν στο περιοδικό «Σκοτώνοντας τον Βούδα». Για κάτι καλογεράκια, σε ένα βουνό, σε ένα νησί, σε μια θάλασσα, που άλλο δεν κάνουν παρά να προσεύχονται με αυτές τις δύο λέξεις, ξανα και ξανα: κύριε ελέησον, κύριε ελέησον, κύριε ελέησον. Με την ελπίδα πως, ώσπου να ξοδέψουν πια το λάδι στο καντήλι τους, ίσως να μπορέσουν να πουν έστω μια φορά αυτά τα δυο λόγια τόσο αληθινά, που να ανοίξουν με αυτά μια χαραμάδα στο κελί τους για να μπει μέσα το έλεος. Το έλεος του θεού είναι πιο εύκολο από το έλεος των ανθρώπων.
Μια τέτοια...
...χαραμάδα είχε δεί μια φορά ο Ντάνιελ Σίλιμαν σε έναν δρόμο στη Φιλαδέλφεια. Είδε αυτόν τον γέρο φορτηγατζή, τόσο γέρο που τα μάγουλα του είχαν σταφιδιάσει από τις ρυτίδες και που το πρόσωπο του έμοιαζε με περγαμηνή που είχαν περάσει από πάνω της εκατοντάδες χρόνια, να είναι σταματημένος στον δρόμο, μπροστά σε ένα κόκκινο φανάρι, καθισμένος στη θέση του οδηγού, σε ένα γαλάζιο φορτηγό χωρίς τίποτα: «Μέσα από την πόρτα που έλειπε ξεχώριζε το καρό σακάκι του πάνω από το παντελόνι, με το ένα κοκαλιάρικο πόδι του πάνω στο φρένο και το άλλο στον συμπλέκτη. Με το δεξί του χέρι ριγμένο πάνω στο λεβιέ και το αριστερό του απλωμένο πάνω στο τιμόνι, όπως τεντώνεται ο ήλιος στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα λίγο πριν πέσει για ύπνο, αυτός ο ανθρωπάκος ακουμπούσε εκεί την κούραση μιας ολόκληρης μέρας. Κοίταζε τον ουρανό, περίμενε να ανάψει το πράσινο, να τελειώσει η βάρδια. Και όπως τον έβλεπε κανείς μέσα από το άνοιγμα της πόρτας, πάνω στο ψηλό του κάθισμα να ατενίζει τον γαλανό ουρανό που έσβηνε σιγά σιγά ήταν σαν να είχαν εισακουστεί ξαφνικά χιλιάδες προσευχές που από στιγμή σε στιγμή θα άνοιγαν μια χαραμάδα στον απαραβίαστο ουρανό για να περάσει το έλεος. Μέχρι την επόμενη μέρα».
Και θυμηθήκαμε...
... με όλα αυτά ένα μήνυμα δίχως έλεος, αυτό που είχε τοιχοκολήσει κάποτε ένας ταλαιπωρημένος και οργισμένος επιβάτης σε μια σήραγγα του Μετρό της Νέας Υόρκης, με παραλήπτες τους απεργούς μηχανοδηγούς: «Αγαπητά καθάρματα, αν ήμουν αφεντικό σας, θα παίρνατε όλοι πόδι. Και θα έβαζα στις θέσεις σας μηχανες. Ένα τσούρμο εκπαιδευμένες μαϊμούδες θα έκαναν καλύτερα τη δουλειά σας. Και θα έδειχναν περισσότερη ευγνωμοσύνη. Καταλαβαίνετε πόσο αλλόκοτα είναι τα αιτήματα σας; Σύνταξη στα 55! Αστειεύεστε; Κάντε μας τη χάρη και μην ξαναγυρίσετε στη δουλειά!».
«Κ’επειδή...
...καθένας απομονώθηκε μες τη δική του μάντρα και ζούσε μονάχα με τον εαυτό του και σκεφτόταν μονάχα τον εαυτό του, έβρισκε φυσικά, πως ο εαυτός του ήταν το κέντρο κι ο σκοπός της δημιουργίας άρα πως άξιζε περισσότερο από τους άλλους, κι είχε περισσότερα δικαιώματα να ζήσει και να ευτυχήσει». (Κώστας Βάρβαλης, «Ο λαός των μουνούχων»)
Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Ρούσσος Βρανάς-εφ. Τα Νέα, 30.07.2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου