26/8/10
Αισθηματική Αγωγή, κατά Μ. Χατζιδάκι
Τις σημαντικότερες ιστορικές ηχογραφήσεις του προσφέρει δωρεάν η κυριακάτικη «Καθημερινή» από τις 12 Σεπτεμβρίου
Ο Μάνος Χατζιδάκις έχει μια ξεχωριστή θέση στον ελληνικό 20ό αιώνα· δεσπόζουσα στο δεύτερο μισό της εκατονταετίας. Θέση διδάχου. Μαζί με άλλους σπουδαίους καλλιτέχνες και στοχαστές, πρόσφερε με το έργο του ένα διαρκές μάθημα στους συνέλληνες, μάθημα διαρκές, βαθύ και εκτενές, αισθητικό, πνευματικό, ηθικό. Μια Αισθηματική Αγωγή. Μάθημα λυρικό αλλά όχι μελοδραματικό, αισθητικό αλλά όχι εστετίστικο, πνευματικό αλλά όχι κουλτουριάρικο, ηθικό μα ποτέ ηθικολογικό. Με ευρεία γνώση της λόγιας ευρωπαϊκής παράδοσης, αλλά και βαθιές ρίζες στη λαϊκή τέχνη και στο αστικό βίωμα, κατόρθωσε να διαμορφώσει ένα εξαιρετικά ανθεκτικό προσωπικό ιδίωμα που έτερπε και συγχρόνως δίδασκε.
Δίδασκε; Ναι, διαμόρφωνε αίσθηση αυτογνωσίας, εκλέπτυνε τα γούστα, πλούτιζε τις αισθήσεις. Στο πολυσθενές χατζιδάκειο σύμπαν το ρεμπέτικο συνομιλούσε με τις δαντέλες του Σατί, και η Μεσόγειος έσμιγε με την υπερατλαντική τζαζ και την ποπ. Βαθιά τοπικός και ευρύτατα κοσμοπολίτης, λοιπόν. Αισθαντικός και αναστοχαστικός, παραδοσιακός, εκλεκτικιστής, αυθεντικός. Υπό αυτή την έννοια, γνήσιος συνεχιστής των γονιμότερων παραδόσεων της γενιάς του '30, συνοδοιπόρος του αθόρυβου δάσκαλου Μόραλη, του σπουδαίου θυμόσοφου Τσαρούχη, του εφαρμοσμένου υπερρεαλιστή Γκάτσου - σταθεροί συνεργάτες άλλωστε του Χατζιδάκι σε αυτό το μοναδικό κράμα εντόπιου μοντερνισμού, που γαλούχησε όλες τις μεταπολεμικές γενιές.
Η διαρκής ανθοφορία του χατζιδακικού μαθήματος, φανερή σήμερα από την παλλαϊκή διάχυση των ακουσμάτων και την απήχηση σε νεότατους ακροατές, ανυποψίαστους κατά τα άλλα για καλλιτεχνικές γενιές και παρελθούσες πρωτοπορίες, αυτή η διαρκής επικαιρότητα του μαθήματος δικαιολογεί και επιβάλλει μια επανέκδοση των ιστορικών μουσικών έργων του. Αυτή την έκδοση αναλαμβάνει η «Κ», από την Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου, με τον προσήκοντα σεβασμό προς την καλλιτεχνική ακεραιότητα, την ιστορική τεκμηρίωση και την αισθητική των αυθεντικών ηχογραφήσεων.
Με τούτη την αφορμή, ζητήσαμε από συγχρόνους μας στοχαστές και καλλιτέχνες να πουν τις σκέψεις τους για τη χατζιδακική συνεισφορά στη νεοελληνική ευαισθησία και αυτοσυνειδησία. Δεν είναι άνθρωποι που συγχρωτίστηκαν με τον Χατζιδάκι, που έζησαν μαζί του, που έχουν να θυμούνται κάτι νοσταλγικό από το πρόσωπο και τον βίο του· είναι όμως άνθρωποι που έζησαν και ζουν με τη μουσική του, που άντλησαν από την κληρονομιά του, κι είναι άνθρωποι που διευρύνουν διαρκώς κι αυτοί τη σύγχρονη ευαισθησία και συνείδηση, ο καθείς με τον τρόπο του, ο καθείς στο πεδίο του - φιλοσοφία, δοκίμιο, ζωγραφική, επιστήμη, ποίηση, μουσική...
ΣΤΕΛΙΟΣ ΡΑΜΦΟΣ
Ουρανός το κύμα
Το αρχαίο μουσικό μας αίσθημα οξύφωνο, συρτό και ρυθμικό, υπήκουε σε κλίμακες που έδεναν ιεραρχικά την φύσι με τον άνθρωπο στα όρια του ήθους της κοινότητος. Ο χριστιανισμός θα μπολιάση επάνω του την νοσταλγία μιας χαμένης αρχής σαν προστασία του «νυν» από το δέος του απολύτου εσχάτου, με καρπό ένα ψυχικό χρόνο καημού εδραιωμένο στην ασάλευτη εσωτερικότητα, που αποδίδει μεθυστικά το ρεμπέτικο.
Ολα έδειχναν να σταματούν εκεί και το επιβεβαίωνε η μεσο-μεταπολεμική συναισθηματική αμηχανία του αστικού τραγουδιού, που νόθευε την ψυχική μας ζωή με γλυκερές συμβατικότητες. Ομως το έργο του Μάνου Χατζιδάκι ώρθωσε αγαπητικά την ανθρώπινη σχετικότητα απέναντι στα ιδρυμένα απόλυτα και έδωσε στην πετρωμένη ελευθερία μας εκφραστική διέξοδο.
Ο Χατζιδάκις θα κρατήση την κρυστάλλινα σύντομη φράσι του λαϊκού τραγουδιού και θα δουλέψη ευλαβικά τις λεπτομέρειες των αρμών της ώστε να αναδειχθή στην σύνθεσι το καίριο, το δε αίσθημα να μην πνιγή στην επανάληψι, αλλά να μεταδοθή σαν ψυχική μετάλλαξι. Στα χέρια του η λαϊκή μουσική φράσι μεταμορφώθηκε: Εγινε ζωηρή χωρίς μεγάλα τόξα που υποκινούν κάποτε ρητορικά τα πάθη. Ξετυλίγεται προς τα επάνω κυματιστά και προτού να ξεφύγη βοερά και ψηλά γυρίζει μαλακά προς τα μέσα και κάτω, για να κάνη τα μάγια της. Η έκτασι της μουσικής φράσεως και η διαφάνειά της ορίζουν την έντασι του αισθήματος, το ποιόν της ενεργείας του ήχου στην ψυχική ζωή: Μικρή μάς ταξιδεύει στον κόσμο· εκτενής ενδέχεται να μας εξωθήση δονκιχωτικά σε κατά φαντασίαν άπειρο. Τα απαλά μελωδικά της σκιρτήματα δεν αφήνουν τον ρυθμό να κυριαρχήση ευθύγραμμα και χρειάζονται κατ' εξοχήν γι' αυτό τα έγχορδα. Βιολιά και βιολοντσέλο χαμηλώνουν τους τόνους ειρηνευτικά, ενώ ο τρυφερός ήχος της φυσαρμόνικας κάνει τα πάντα φιλικά και ανοιχτόκαρδα.
Ακούμε ένα τραγούδι που αγγίζει μόλις τα πράγματα χωρίς να τα ονομάζη. Οι στίχοι του περνούν στην ψυχή την διάθεσι του ήχου και όχι μηνύματα. Ολα πλαταίνουν στο ανεπαίσθητο άγγιγμα που διαπερνά σαν πνοή ζωτική το πεπερασμένο τους. Ο Μάνος Χατζιδάκις χάραξε την οδό των ονείρων μας στην άμεση ζωή. Ονειρο είναι ό,τι βγάζει τα πράγματα από τα όρια της φθοράς και της λογικής τους, για να τα οδηγήση σε χρόνο χωρίς εναγώνια στενότητα· είναι η εσωτερική λεπτότης ως ανοιχτή δυνατότητα νοήματος στην κλειστή μοίρα της συλλογικής μας ευαισθησίας.
Ο ακουστής αυτής της μουσικής ζητεί και βρίσκει εντός του τον παλμό της ψυχής χωρίς συναλλαγή με τον εαυτό του, είτε όλα υπάρχουν αδιατάρακτα στην ανέφελη ξεγνοισιά είτε περνά από πάνω τους εκείνο το λυρικό σκίασμα του Μεγάλου ερωτικού σαν έγνοια που πυκνώνει την σύνθεσι και βαθαίνει την μελωδία στοχαστικώτερα στην δοτικότητά της. Το κράτημα του αισθήματος πλουτίζει την συγκίνησι, καθώς μαζί του βρίσκουμε αποκαλυπτικά την εσωτερικότητα των μορφών της ζωής. Στην λεπτότητα την οποία η αποκάλυψι τούτη εργάζεται, το υπερούσιο περιχωρείται με το υλικό, το απόλυτο κατοικεί εντός μας ανήμπορο πια να υπάρχη για τον εαυτό του και η έλευσί του βιώνεται σαν ανατρεπτικό ξάφνιασμα, που είναι αδύνατο να αποχωριστούμε. Αλλάζουμε!
Ο κ. Στέλιος Ράμφος είναι φιλόσοφος.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ
Ο τόπος όπου ακόμα στέκεται η μουσική του
Ζώντας σε χρόνους δύσκολους -γεμάτους πολιτική και κοινωνική βία, γεμάτους προσδοκίες που κατέληξαν σε μαζικές αυτοκτονίες ιδεών αλλ' όχι ανθρώπων-, ο Χατζιδάκις εγύρεψε να κάμει την τέχνη του λίγο πιο έξω, λίγο πιο πάνω από τις προφάνειες που υπαγόρευαν οι αδράνειες και οι κυματισμοί επιφανείας των νεοελληνικών καιρών. «Να βρούμε το ταπεινό και το ασήμαντο», είχε πει - μα, θα μου πείτε, κι άλλοι πολλοί το ίδιο είπαν. Σωστά, αλλά δεν ευτύχησαν όλοι να αποφύγουν την ευκολία και να περάσουν πίσω από τον θόρυβο του κενού. Γιατί; Γιατί, «το ύφος», είπε ο Προυστ, «δεν είναι θέμα τεχνικής, αλλά οπτικής». Ακριβώς. Κι όπως το ύφος στον λόγο δεν το κάνουνε οι λέξεις, έτσι και στη μουσική δεν είναι οι νότες που το φτιάχνουν.
Δεν είναι η ελευθεροστομία, η φρεσκάδα ή η ειρωνεία εκείνο που συγκροτεί τη μορφή του Χατζιδάκι. Εκείνο το στέρεο που αγγίζεις μέσα στο σύγνεφο της μουσικής του είναι μια αίσθηση τεταμένης γαλήνης, ένα χάδι πικρού χαμόγελου: «Ο καλλιτέχνης», έλεγε ο Παζολίνι, «ζει με την αίσθηση ότι κάτι έχει χαθεί διά παντός». Μπορείς, έτσι μου φαίνεται, να δεις τον Χατζιδάκι μ' αυτή την αίσθηση να σκύβει να διαβάσει τον ήχο της πέτρας, του νερού της βροχής και της θάλασσας· μ' αυτή την αίσθηση να βυθίζεται μέσα στο ελληνικό τοπίο και να ξαναβγαίνει απάνω· μ' αυτή την αίσθηση να κάνει τον χρόνο που φεύγει, τον βιωμένο χρόνο, εικόνα-μουσική. Κι έτσι, ακουμπώντας στις γωνίες και στις κόχες της πραγματικότητας του τόπου που του έλαχε, οδοιπόρος στον δρόμο ενός ανεξίθρησκου διεθνισμού, του μόνου που μπορεί να γεννήσει την τέχνη, κατάφερε να δει με άλλα μάτια τον κόσμο του και να πλάσει την αλήθεια του. Δεν ξέρω ποιος θα συμφωνήσει, αλλά στον δικό μου ελληνικό εικοστό αιώνα, ο Χατζιδάκις είναι για τη μουσική το «ανάλογον» του Γιάννη Τσαρούχη στη ζωγραφική: Αγιοι Σεβαστιανοί κρεμώνται από τη μουσική του, ζεϊμπέκικα χορεύουνε οι πλάνητες νυχτερινοί φαντάροι, κι εκείνες τις πασχαλιές στο βάζο της «Ξεχασμένης φρουράς» ένα αεράκι Επιταφίου τις τυλίγει.
Να λοιπόν, από πού φυσάει εκείνο το απροσδόκητα «ελάχιστο», εκείνη η δροσερή αύρα πικρής αναμονής και καλοκαιρινής νυχτερινής δροσιάς, που στερεώνει τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι: από τον τόπο της οπτικής του. Κι έτσι μπορούμε, ακόμα σήμερα, εμείς, περπατώντας στο δάσος της πραγματικότητας του κόσμου μας, ξάφνου, να αναγνωρίζουμε άσφαλτα το ξέφωτο, τον τόπο της μουσικής του: δώρο, σαν το ασημένιο ποίημα του Ελύτη. Μέσα σε αυτόν τον τόπο εστάθηκε κι ακόμα στέκεται η μουσική του, ψιχαλίζοντας με φύλλα γαλήνιας νοσταλγίας την ψυχή μας.
Ο κ. Δημήτρης Αρβανιτάκης είναι ιστορικός του Μουσείου Μπενάκη.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ
Συνειδητός μέσα στο όνειρο
Χάρη στον Μάνο Χατζιδάκι ο λυρισμός πήρε αναπάντεχα μια περίοπτη θέση στον δημόσιο βίο της χώρας. Εγινε στάση, ύφος, και κάτι περισσότερο: διεκδίκησε τα δικαιώματά του. Μέχρι τότε εξαιτίας της σκληρής πολιτικής διαπάλης που είχε προηγηθεί και συνεχιζόταν ακόμη, οι όποιες λεπτότητες των αισθημάτων αποτελούσαν φαινόμενα του ιδιωτικού χώρου, των διαπροσωπικών σχέσεων, της εσωτερικής ζωής των καλλιτεχνών. Μέσα στα σπίτια τους και στις συντροφιές τους κάμποσοι Ελληνες μπορούσαν ακόμη να κάνουν παραχωρήσεις σε όση τρυφερότητα τους είχε απομείνει. Εξω όμως, στον δρόμο, στη δουλειά τους, ή στην πολιτική τους δράση έδειχναν ο ένας στον άλλο ένα πρόσωπο τραχύ, με σφιγμένα τα δόντια και βλέμμα καχύποπτο.
Τα σημάδια του εμφυλίου ήταν ακόμη νωπά όταν ο Χατζιδάκις έγραφε μερικές από τις γνωστότερες μελωδίες του. Δεν μας ενδιαφέρουν όμως εδώ οι μελωδίες του καθ' εαυτές, μας ενδιαφέρει ο τρόπος με τον οποίο «μελοποίησε» τη δημόσια παρουσία του. Αντί να κλειστεί στον καλλιτεχνικό εαυτό του, βγήκε στον δημόσιο χώρο και μίλησε για την ανάγκη να εξημερωθούν οι συμπατριώτες του. Επρεπε, κατ' αυτόν, να δοθεί επιτέλους μια ευκαιρία στις φωνές που δεν κραύγαζαν συνθήματα. Τα μέσα που χρησιμοποίησε για τον σκοπό του ήταν αρκετά ασυνήθιστα σ' αυτή τη χώρα της αμεσότητας: επέλεξε τις δηκτικές σαϊτές από πλάγια. Πολλά από τα σχόλια και τις δηλώσεις του ήταν απ' αυτή την άποψη αρκετά αποτελεσματικά: πάγωσαν κάπως το υπερθερμασμένο πλήθος.
Με την ειρωνεία του έτσι ο Χατζιδάκις πολέμησε το διάχυτο και εύκολο συναίσθημα γύρω του, αυτό που συχνά ωρύεται ότι έχει όλο το δίκιο με το μέρος του, πράγμα που γνώριζε ο συνθέτης πως δεν ισχύει. Γι' αυτό και προσπάθησε να μετριάσει και τον δικό του επίσης λυρισμό με την ειρωνεία. Το ότι σε μερικές περιπτώσεις δεν το κατόρθωσε, δείχνει ακριβώς πόσο δύσκολο είναι στην Ελλάδα να αισθάνεται κανείς και παράλληλα να σκέφτεται αυτό που αισθάνεται. Εκείνος πάντως δεν έπαψε να μάχεται εναντίον και των δύο εχθρών του, της βουρκωμένης καρδιάς από τη μια και του θολωμένου μυαλού από την άλλη. Χωρίς αμφιβολία λοιπόν πρέπει να τον κατατάξουμε στους ξεχωριστούς -και ελάχιστους στον τόπο μας- αγωνιστές της αυτοσυνειδησίας. Ο μύθος τον θέλει να είναι ένας καλλιτέχνης που βυθιζόταν στο «όνειρο». Οχι, δεν βυθιζόταν. Ηταν συνειδητός μέσα στο όνειρο, διαυγής στη μέθη του. Κι εκεί έγκειται η σημασία της παρουσίας του στα κοινά.
Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ
Ανατολή και Δύση
Ο Μάνος Χατζιδάκις, γνήσιος Ελλην, κοιτάζει προς την Ανατολή: Μπρος στ' ανοιχτά, πάντ' άγρυπνα μάτια της ψυχής του, περιχωρητική η μονωδιακή Μελωδία ανατέλλει - ο αρχαίος μαίανδρος, το βυζαντινό μέλισμα, το ρετσιτατίβο των Παραλογών του δημοτικού τραγουδιού, η οπερετική προσωποποίηση των σμυρναίικων, το μπλουζ των ρεμπέτικων, ο Τσιτσάνης. Κοιτάζει προς τη Δύση: Ιδού, διεγερτική η πολυφωνική Αρμονία υψώνεται - ο Μπαχ, ο Βιβάλντι, ο Μότσαρτ, ο Ντεμπισύ, ο Φορέ, ο Γκριγκ, ο Τσαϊκόφσκι, ο Σατί, ο Μάλερ, ο Μπάρντοκ, ο Προκόφιεφ, ο Σοστακόβιτς, ο Σκαλκώτας, ο Μπάρμπερ, εξίσου ο Βάιλ, ο Ρότα, ο Κωνσταντινίδης, ο Νορθ, ο Χέρμαν, ο Πιατσόλα, ο (Ράντι) Νιούμαν. Γονιμοποιώντας τη συνδυαστική δυναμική Μελωδίας και Αρμονίας συνθέτει τα αριστουργηματικά του τραγούδια, μελοποιώντας λόγο ποιητικό της γλώσσας που του δόθηκε ελληνική.
Τα σχοινοτενή, «μεγάλα» έργα τον απωθούν, εξίσου δυσπιστεί στο προφανές των θυμικών εξάρσεων και του «νοήματος» που εκβιάζουν προσεγγίσεις (φαινομενικά μόνο) συγγενείς της τέχνης που εξασκεί - αναζητεί τη σπαρακτική ακρίβεια, διονυσιακή όσο απολλώνια, που νοηματοδοτεί τη βαθύτερη φύση του καλλιτεχνικού έργου, τον πυρήνα του. Μινιμαλιστής ακριβής κι ακριβός, επίμονος κι ανένδοτος, λαϊκός κι αριστοκράτης, κινείται (κατά το σχόλιο του Μπέργκμαν για τον Ταρκόφσι) με άνεση σε δωμάτια, στων οποίων τις εξώθυρες άλλοι (αμέτρητοι) έσπασαν το κεφάλι τους ολόκληρη ζωή. Ισως επειδή αισθάνεται ποιητής: Αυτός ο μέγας μουσικός αναφέρεται στην τέχνη του σχεδόν αποκλειστικά με ποιητικούς όρους - με τρόπο εξαίσιο «εξηγεί» (ιδίως στα πολύτιμα σημειώματα των δίσκων του) πώς ο ερωτισμός της ποιητικής του συνομιλεί με την ποιητική του ερωτισμού του - έχει άλλωστε επιλέξει έναν (μείζονα) ποιητή διά βίου μέντορά του. Δεν είναι όμως μόνο του Γκάτσου ο βηματισμός που φωτίζει τις σπαρακτικές όσο παρηγορητικές του νότες - στο έργο του, σολωμικά αποσπάσματα (ιδιοφυείς μοτιβικές αμφιβολίες) συνυπάρχουν με καβαφικής καταγωγής τολμηρές ηχητικές προβολές της σωματικής μνήμης, η Στέρνα του Σεφέρη κι η Οξώπετρα του Ελύτη συστοιχίζονται πίσω από δημοτικά δίστιχα, διαμάντια του Μαλαρμέ, του Ρεμπώ, του Λόρκα. Ο Μάνος Χατζιδάκις, τρελό παιδί, έχει στο χέρι φιλί της Παναγιάς κι ένα μαχαίρι. Κι η μάνα του δεν τραγουδά.
Ο κ. Γιώργος Ανδρέου είναι συνθέτης.
ΙΩΑΝΝΗΣ Α. ΔΑΓΚΛΗΣ
Τ' αστέρι του βοριά
Προσκαλούμενος να γράψεις για τον Μάνο Χατζιδάκι νιώθεις φτωχός και πένης και ανεπαρκής, αλλά και ευεργετημένος και ευνοημένος από την ιστορική συγκυρία που σου επέτρεψε να απολαύσεις τη μουσική και τις σκέψεις του μεγάλου αυτού καλλιτέχνη και πνευματικού ανθρώπου. Προσωπικά νιώθω πάνω απ' όλα ευγνωμοσύνη για τη γλυκύτητα των ακουσμάτων.
Ως άνθρωπος των γραμμάτων έχω κρατήσει πολύτιμη παρακαταθήκη το γνωστό απόφθεγμά του για την παιδεία: «Και πρώτα απ' όλα τι εννοούμε λέγοντας παιδεία; Την πληροφορία, την τεχνική, το δίπλωμα εξειδίκευσης που εξασφαλίζει γάμο, αυτοκίνητο και ακίνητο, με πληρωμή την πλήρη υποταγή του εξασφαλισθέντος ή την πνευματική και ψυχική διάπλαση ενός ανθρώπου με τεχνική αναθεώρησης και ονειρικής δομής με αγωνία απελευθέρωσης και με διαθέσεις μιας ιπτάμενης φυγής προς τ' άστρα;»
Ως αστροφυσικός δεν μπορώ βεβαίως να παραβλέψω το γεγονός πως ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε ονειρική μουσική για το (χάρτινο) φεγγαράκι και για τ' αστέρι του βοριά. .. και πως επέλεξε για την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία που ίδρυσε το 1985 το όνομα Σείριος.
Ο Μάνος Χατζιδάκις αναχώρησε πρόωρα για το δικό του ταξίδι προς τα άστρα. Μας άφησε όμως προς τέρψη και παραμυθία τη μαγική, συμπαντική μουσική του.
Ο κ. Ιωάννης Α. Δαγκλής είναι αστροφυσικός, διευθυντής του Ινστιτούτου Διαστημικών Εφαρμογών και Τηλεπισκόπησης στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΚΟΡΟΣ
Αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ
Παιδάκι στην επαρχία πρωτόμαθα να τραγουδώ συλλαβίζοντας τον κυρ Αντώνη που είχε δυο μάτια γαλανά κι αχτένιστα μαλλιά, και από τότε είναι που μένει αγκιστρωμένο κι ένα χάρτινο φεγγαράκι στον μέσα κόσμο μου. Ακουγα τα τραγούδια του, ήδη, με μισοκρυμμένη την υπόνοια κάποιας διαφοράς στο ύφος, στο ήθος, στο κριτήριο της ποιότητας, δεν πολυκαταλάβαινα. Μετά την εφηβεία, η εισαγόμενη προπαγάνδα τα σάρωνε όλα αυτά σε μιαν άκρη, ως αφελή και ελάσσονα. Αν ποτέ κοίταζα προς τα 'κει, διέκρινα κλεφτά, φευγάτες κι αλλόκοτες μορφές, την Περιμπανού, τη Μαριάνθη, τον Κεμάλ. Αργότερα άκουσα τη μουσική του ευδιάκριτη και παιχνιδιάρα, ταυτόχρονα εντόπια και διεθνή, παθιασμένα ρεμπέτικα στο σαλόνι του πιάνου, κλασική παιδεία σε ένα κογχύλι, λειτουργικά βυζαντινά και επιλεκτικά σαρκαστική νεωτερικότητα. Ενιωθα να μας μορφώνει ως κοινότητα με την αυστηρή του ευαισθησία, συγκρατημένος σε ένα καθώς πρέπει περιθώριο· μυστήρια πράγματα για την αγοραία κρίση της επαναστατημένης μεταπολίτευσης.
Θυμάμαι τις απαγορεύσεις και τις ακραίες υποδείξεις του. Ο Χατζιδάκις νομοθετούσε, με το παράδειγμά του, τρόπους λειτουργικής χρήσης της μουσικής, φροντίζοντας τη βαθιά παράδοση του κοινού, στον εφήμερο ατομικό κόσμο του ανερχόμενου καταναλωτικού πανικού. Ανέλαβε την ευθύνη όχι μόνο στη διαχείριση της έμπνευσής του, στη σύνθεση της μουσικής, αλλά και στην ανάθεσή της. Απαίτησε ανάλογη στάση ευθύνης των ακροατών του. Διεκδίκησε το υψηλό και το κύριο στην καθημερινότητά μας. Ηλπισε στο ιδανικό κοινό και στο αγαθό της συμμετοχής, την ταυτότητα. Κρατούσε ακόμα το χρέος από τους ευγενείς στόχους της παλαιότερης γενιάς, να παραμένει πρωτοπόρα οπισθοφυλακή.
Οχι ότι δεν γνώριζε το μάταιον της ελπίδας. Διεκτραγωδούσε ήδη στα παράλογά του το ουδείς τους ενεθυμήθη ως ζώσας αιωνιότητας, ουδείς τους κατενόησεν εις τας πραγματικάς των διαστάσεις...
Τώρα πια που, προγέρων, προσβλέπω επί τα μείζω... εάσας ήδη φιλοσοφίαν, νιώθω καμμιά φορά τη μουσική του να κυλάει μέσα μου, κοιτώ τα ελάχιστα που απέμειναν κατακάθι στο βυθό μου και τον αναγνωρίζω εκεί, να μου γνέφει το μυστικό του χαμόγελο: αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ.
Ο κ. Χρήστος Μποκόρος είναι ζωγράφος.
ΜΑΡΙΑ ΤΟΠΑΛΗ
Ανθεκτικός σαν τις ουράνιες Θερμοπύλες
Ονειρικός, παράξενος, εριστικός. Ιδιότυπα καθεστωτικός. Στα χρόνια τα δικά μας ήδη, κυρίως, αιρετικός. Γι' αυτό, εντέλει, εξόχως πολιτικός. Τι αποκομίσαμε οι νεότεροι από αυτόν;
Τα Πέριξ (1974), δηλαδή το λαϊκό ως ευγενή, ελεύθερη επιλογή και χρήση καλλιτεχνικής ελευθερίας (αντί των επιβολών του λαϊκίζοντος καταναγκασμού). Για να κάνουμε το «δικό μας», να ποιήσουμε το καινούργιο.
Την Πορνογραφία (1988), αντί της κάθε λογής αγιογραφίας.
Τον Γκάτσο, δηλαδή την παράδοση διαμεσολαβημένη πάλι, εξευγενισμένη πάλι, ως λίκνο ονείρων, ντεκόρ ερωτικών φαντασιώσεων, υλικό ελεύθερο προς διάπλαση.
Τη διασκευή ως σπουδαία καλλιτεχνική και πολιτισμική χειραφέτηση.
Την επινόηση μιας ελληνικότητας που δε στοιχειώνει, αλλά μαγεύει και σήμερα τα βήματά μας στην Αθήνα, υποστηρικτική και όχι υπονομευτική, όπως κάθε νοσταλγική επινόηση μιας ευτυχισμένης παιδικής ηλικίας.
Την ίδια την Αθήνα, στη δική του, μοναδική συσκευασία, ως παρακαταθήκη. Ως διαρκή δυνατότητα. Ως αφήγηση συμπεριληπτική πλήθους προηγούμενων αφηγήσεων και δεκτική πλήθους μεταγενέστερων.
Το πραγματωμένο, εμπεδωμένο και ως πολιτιστική (θεσμική) πρακτική αντίπαλο δέος που άντεξε συμβολικά, ως Θερμοπύλες, την ώρα που διάβαιναν, όπως έμελλε να συμβεί, οι βάρβαροι κάθε λογής.
Μιαν ατομική πολιτική πολιτισμού, δυσανάλογα ευρεία προς το πρόσωπο, που ακόμα μας τροφοδοτεί. Μιαν υπογραφή με σθένος δημιουργικό και αντιστασιακό, εξίσου.
Τη Ρωμαϊκή Αγορά (1986), ιδανική σύνοψη παλαιού και νέου, τεκμήριο εξελικτικής πορείας που συνδιαλέγεται κριτικά με τον εαυτό και ξαναριζώνει, ελπιδοφόρα, στο τώρα.
Η παρακαταθήκη με το όνομα «Χατζιδάκις» είναι ποτήρι μισό άδειο, μισό γεμάτο, αναλόγως προς την οπτική γωνία του παρατηρητή· αναλόγως προς τις επιδιωκόμενες ταυτίσεις. Οι μεν θα τον δουν ως υπέροχο ηττημένο (αφού διαβαίνουν, όπως είπαμε, πάντοτε οι βάρβαροι). Οι δε, αντίθετα, ως νικητή σταθερό και σε βάθος χρόνου. Γιατί ευέλικτα και δημιουργικά, όχι πατερναλιστικά και κατεδαφιστικά συνομίλησε και συνυφάνθηκε με την Ιστορία. Γιατί, άλλωστε, οι κάθε είδους Θερμοπύλες (και οι ποιητές τους) αποδεικνύονται απείρως ανθεκτικότερες (-οι) από τους κάθε είδους βαρβάρους (και τους καταπέλτες τους).
Η κ. Μαρία Τοπάλη είναι ποιήτρια.
Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Νίκου Ξυδάκη-εφ. Καθημερινή, 22-08-2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου