Ο Ντέιβιντ Κάμερον είχε υποσχεθεί ότι, για να αντισταθμίσει την απόσυρση του κράτους από πολλούς τομείς, θα ευνοούσε την ανάδυση μιας κοινωνίας εθελοντών, της «Μεγάλης Κοινωνίας» (Big Society).
Οι Βρετανοί δεν είναι πεπεισμένοι γι' αυτό. Σύμφωνα με τον «Economist», πιστεύουν ότι το σχέδιο έχει στόχο το «καμουφλάρισμα των δημοσιονομικών περικοπών», οι οποίες είναι δραστικές και έχει ήδη αρχίσει η υλοποίησή τους. Ιδίως όσον αφορά τα πανεπιστήμια.
Ενόσω οι περισσότεροι βρετανοί φοιτητές γιόρταζαν τα Χριστούγεννα μαζί με τις οικογένειές τους, ο Τζούλιαν Χάουαρντ και πέντε συμφοιτητές του είχαν καταλάβει μια αίθουσα του πανεπιστημίου του Κεντ για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στη μεταρρύθμιση της χρηματοδότησης της ανώτατης εκπαίδευσης. Από τον Σεπτέμβριο του 2012, η μεταρρύθμιση θα επιτρέψει στα πανεπιστήμια να ζητούν δίδακτρα τα οποία θα μπορούν να φθάνουν τις 9.000 στερλίνες (10.700 ευρώ)(1), δηλαδή ποσό τριπλάσιο από το σημερινό. Συνεπώς, στο τέλος του τριετούς κύκλου σπουδών, οι φοιτητές που δεν δικαιούνται κάποια υποτροφία ενδέχεται να έχουν συσσωρεύσει ένα χρέος ύψους 40.000 στερλινών (47.600 ευρώ) -εάν στα δίδακτρα προστεθεί και το κόστος διαβίωσης και στέγασης- το οποίο θα οφείλουν να αποπληρώσουν όταν θα αρχίσουν να ασκούν μια επαγγελματική δραστηριότητα.
Ο Τζούλιαν διηγείται: «Τις δεκατέσσερις από τις είκοσι επτά ημέρες που διήρκεσε η κατάληψή μας δεν είχαμε καμία πρόσβαση στον έξω κόσμο. Οι υπόλοιποι φοιτητές μάς υποστήριξαν, όπως και η πλειονότητα των καθηγητών. Οργανώθηκαν, μάλιστα, έτσι, ώστε να μας περνάνε δέματα με τρόφιμα από τα παράθυρα, να μας φέρνουν ρούχα για να αλλάζουμε, καθώς και προϊόντα προσωπικής υγιεινής. Το κίνημα έλαβε απρόσμενη έκταση. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Εθνικού Συνδικάτου των Φοιτητών (NUS), που οργάνωσε στις 10 Νοεμβρίου του 2010 την πρώτη διαδήλωση, ο αριθμός των διαδηλωτών δεν αναμενόταν να ξεπεράσει τις 20.000. Τελικά, κατέβηκαν στον δρόμο τουλάχιστον διπλάσιοι.
Ορισμένοι φοιτητές δεν είχαν ξεχάσει τις υποσχέσεις του Νίκολας Κλεγκ, του υποψήφιου των Φιλελεύθερων Δημοκρατών στις βουλευτικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν τον Μάιο του 2010. Πολλοί είχαν πιστέψει την υπόσχεσή του ότι «θα καταψηφίσει την αύξηση των διδάκτρων στα πανεπιστήμια(2)», όπως επίσης και τις καταγγελίες του για τις «ανεκπλήρωτες υποσχέσεις» των προηγούμενων κυβερνήσεων(3). Εξι μήνες αργότερα, ως αναπληρωτής πρωθυπουργός του συνασπισμού των Συντηρητικών και των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, ο Κλεγκ δήλωνε ότι θεωρεί τελικά το μέτρο «δίκαιο και προοδευτικό(4)».
ΤΟ ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Για μεγάλο χρονικό διάστημα, το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν υπερήφανο για τη δωρεάν ανώτατη εκπαίδευση της χώρας, η οποία συνοδευόταν από ένα σύστημα υποτροφιών. Την περίοδο 1980-2003, η πρόσβαση στο πανεπιστήμιο υπερδιπλασιάστηκε, φτάνοντας το 37% του πληθυσμού μεταξύ 18 και 23 ετών. Ομως, οι πόροι που διετίθεντο για την ανώτατη εκπαίδευση δεν αυξήθηκαν με τον ίδιο ρυθμό. Ηδη από τα τέλη της δεκαετίας του '90, το υπάρχον μοντέλο άρχισε να αμφισβητείται.
Το 1997, η επίθεση εναντίον του έλαβε τη μορφή «μελέτης για τη χρηματοδότηση του πανεπιστημίου», την οποία ο τότε συντηρητικός πρωθυπουργός, Τζον Μέιτζορ, επέλεξε να αναθέσει στον Ρόναλντ Ντίρινγκ, ο οποίος είχε πρωτοστατήσει στην ιδιωτικοποίηση των βρετανικών ναυπηγείων και των αεροναυπηγικών βιομηχανιών. Ετσι, δεν αποτέλεσε έκπληξη το γεγονός ότι η έκθεσή του συνιστούσε τη συμπλήρωση των κρατικών δαπανών για την ανώτατη παιδεία με τη θέσπιση ενός ενιαίου ποσού διδάκτρων, τα οποία έπρεπε να πληρώνονται στο τέλος των σπουδών και θα αντιστοιχούσαν στο 25% του μέσου κόστους των ανώτατων σπουδών (δηλαδή σε 1.000 στερλίνες ετησίως).
Εναν χρόνο αργότερα, ο πρωθυπουργός των Εργατικών εγκαταστάθηκε στο κτίριο της Ντάουνινγκ Στριτ. Οι Εργατικοί ακολούθησαν τον δρόμο που είχαν χαράξει οι προκάτοχοί τους με τόσο ενθουσιασμό, ώστε πλειοδότησαν στις συστάσεις της έκθεσης Ντίρινγκ: αφ' ενός αποφασίζοντας την πληρωμή των διδάκτρων στο τέλος κάθε πανεπιστημιακού έτους (πράγμα που υποχρέωνε τους φοιτητές να χρηματοδοτούν τις σπουδές τους πριν αρχίσουν να κερδίζουν τα προς το ζην) και, αφ' ετέρου, αντικαθιστώντας το σύστημα των αυτόματων υποτροφιών με φοιτητικά δάνεια των οποίων το επιτόκιο εξαρτάται από το εισόδημα του φοιτητή. Κι όταν, το 2004, αποφάσισαν να επαναφέρουν τις υποτροφίες για τους φτωχότερους και να μεταθέσουν την πληρωμή των διδάκτρων στο τέλος των πανεπιστημιακών σπουδών, οι Εργατικοί επέτρεψαν στα πανεπιστήμια να καθορίζουν τα ίδια το ύψος των διδάκτρων που απαιτούν, με ανώτατο όριο τις 3.000 στερλίνες ετησίως.
Τον Νοέμβριο του 2009, σε μια συγκυρία γενικευμένων περικοπών των δημόσιων δαπανών, ο λόρδος Πίτερ Μάντελσον, υφυπουργός αρμόδιος για τα ζητήματα των επιχειρήσεων, της καινοτομίας και της μαθητείας, αναθέτει στον λόρδο Τζον Μπράουν οφ Μαντίνγκλεϊ (πρώην αφεντικό της πετρελαϊκής εταιρείας ΒΡ) τη νέα αναθεώρηση των εκπαιδευτικών πολιτικών. Με τη σειρά τους, οι Εργατικοί αφήνουν πίσω τους μια έκθεση την οποία σπεύδει να υιοθετήσει ο συντηρητικός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον, που έχει επιδοθεί σε μια εκστρατεία για τη δραστική περικοπή των δημόσιων δαπανών.
Ο ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ
Η έκθεση Μπράουν -η οποία φέρει τον τίτλο «Να εγγυηθούμε ένα βιώσιμο μέλλον για την ανώτατη εκπαίδευση»- συνιστά να αποφασίζουν τα πανεπιστήμια για το ύψος των διδάκτρων τους, επιλέγοντας ποσά που θα κυμαίνονται μεταξύ 6.000 και 9.000 στερλινών. Ο Μπράουν υπόσχεται ότι η ελευθερία θα τονώσει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, με συνέπεια τη βελτίωση του συνολικού επιπέδου της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Σύμφωνα με όσα προβλέπει ο νόμος του 2004, η αποπληρωμή των διδάκτρων θα συνεχίσει να πραγματοποιείται μετά την απόκτηση του διπλώματος και θα εξαρτάται από τα εισοδήματα που θα αποκτά στη συνέχεια ο απόφοιτος. Ομως, το ανώτατο όριο του ποσού που θα μπορεί να απαιτηθεί από τον απόφοιτο αυξάνεται από τις 15.000 στις 21.000 στερλίνες ετησίως.
Βέβαια, προβλέπεται ότι το επιτόκιο των δανείων θα συνδέεται με το ύψος του πληθωρισμού για τα εισοδήματα που είναι κατώτερα των 21.000 στερλινών ετησίως, ενώ για τα εισοδήματα που υπερβαίνουν τις 41.000 στερλίνες θα αντιστοιχεί στο ύψος του πληθωρισμού προσαυξημένο κατά 3%. Προβλέπεται επίσης ότι τα δάνεια που δεν θα καταστεί δυνατόν να αποπληρωθούν θα διαγράφονται μετά την πάροδο της τριακονταετίας. Ομως, κατά τη γνώμη της Λάουρα Κιλμπράιντ, μεταπτυχιακής φοιτήτριας που κάνει το διδακτορικό της στο Κέιμπριτζ και η οποία συμμετείχε στην κατάληψη της πανεπιστημιούπολης, τα μέτρα αποτελούν «ένα προπέτασμα καπνού το οποίο έχει στόχο να περιορίσει τις αντιδράσεις που προκαλεί η ιδιωτικοποίηση». Πρόκειται για μια πραγματική αλλαγή εποχής: Μέχρι σήμερα, τα βρετανικά πανεπιστήμια εξαρτώνταν από τη δημόσια χρηματοδότηση η οποία συμπληρωνόταν από τα ιδιωτικά κεφάλαια (μέσω των διδάκτρων). Πλέον, πρόκειται για ένα ιδιωτικό σύστημα, μονάχα εν μέρει επιδοτούμενο, με τη μορφή των φοιτητικών δανείων.
Διότι αυτό που προέχει είναι η αποτελεσματικότητα. Ηδη το 2009, ο οικονομολόγος και αρθρογράφος Ντέιβιντ Μπλαντσφλάουερ δήλωνε, για να υπερασπιστεί την προοπτική του ακριβού ιδιωτικού πανεπιστημίου: «Οταν το κόστος των σπουδών θα είναι τόσο υψηλό, δεν θα υπάρχει πλέον το φαινόμενο της διακοπής των σπουδών και της εγκατάλειψης του πανεπιστημίου, ενώ οι φοιτητές θα παρακολουθούν όλα ανεξαιρέτως τα μαθήματα και θα είναι εξαιρετικά συγκεντρωμένοι». Κάτω από αυτές τις συνθήκες, «όταν θα έχουν υπολογίσει πόσο τους κοστίζει μία ώρα μαθήματος, δεν θα χουζουρεύουν όλο το πρωινό(5)». Η έκθεση Μπράουν πήρε τη μορφή νομοσχεδίου και ψηφίστηκε στις 9 Δεκεμβρίου.
ΑΚΡΙΒΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ
Η Κιλμπράιντ θεωρεί ιδιαίτερα λυπηρή την εξέλιξη: «Πρόκειται για ένα εκπαιδευτικό μοντέλο το οποίο αγνοεί εντελώς την ανθρώπινη ανάγκη για αφύπνιση της περιέργειας και για ανάπτυξη κριτικού πνεύματος». Είναι όντως πολύ πιθανόν οι φοιτητές να ξυπνούν νωρίτερα, όμως είναι εξίσου πιθανό να αδιαφορήσουν για τις λιγότερο «κερδοφόρες» σπουδές: τη φιλοσοφία, την ανθρωπολογία, τη μεσαιωνική ιστορία και τις ελισαβετιανές σπουδές. Βέβαια, το γεγονός δεν θα δυσαρεστήσει διόλου τον λόρδο Μπράουν. Κατά τη γνώμη του, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα πανεπιστήμια και η αύξηση των διδάκτρων θα ενεργήσουν ως παράγοντες οι οποίοι θα αυξήσουν το αίσθημα της ευθύνης. Θα οδηγήσουν στην αντιμετώπιση των σπουδών ως ατομικής επένδυσης και θα ενθαρρύνουν τα πανεπιστήμια «να προσαρμόσουν τα διδασκόμενα μαθήματα στις ανάγκες της οικονομίας(6)». Εξάλλου, οι προτεραιότητές του και οι ανησυχίες του ταυτίζονται με εκείνες των Εργατικών.
Το «σχέδιο αριστείας για την έρευνα» (Research Excellence Framework) που είχαν εφεύρει βρίσκεται σήμερα στα χέρια του συνασπισμού που κυβερνάει τη χώρα. Προβλέπει ότι το 25% των επιδοτήσεων στην έρευνα που χορηγούνται σε ένα εργαστήριο ή σε ένα τμήμα θα εξαρτάται από κριτήρια με τα οποία θα μετρούνται «τα ποσοτικά οφέλη τα οποία μπορεί να ελπίζει ότι θα αποκομίσει η οικονομία και η κοινωνία(7)». Η υιοθέτηση της αρχής αυτής προκάλεσε σάλο στους κύκλους των ερευνητών. Οπως παρατηρεί η Βρετανική Ενωση για τη Φιλοσοφία (ΒΡΑ), σε μια επιστολή που απηύθυνε στις 22 Ιουλίου του 2010 στον Ντέιβιντ Γουίλετς, τον υπουργό που είναι αρμόδιος για τα πανεπιστήμια, «ο προγραμματισμός των πληροφορικών συστημάτων στηρίζεται σε μια λογική της οποίας οι βάσεις ετέθησαν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα από τον Γκότλομπ Φριτζ, ο οποίος δεν είχε στον νου του τη μελλοντική κατασκευή ηλεκτρονικών υπολογιστών, αλλά τους "γενικούς κανόνες που διέπουν την αλήθεια"». Κατά παράδοξο τρόπο, μια από τις πολλές παρενέργειες που ενδέχεται να έχει η επιλογή του προσανατολισμού της έρευνας προς τα άμεσα οικονομικά κέρδη θα είναι να ζημιωθεί η οικονομία της χώρας. Αυτό όμως δεν πτοεί την κυβέρνηση, η οποία αποφάσισε ότι ο νόμος για την αριστεία στην έρευνα θα τεθεί σε εφαρμογή τον επόμενο χρόνο.
Η ιδέα ότι η ανώτατη εκπαίδευση οφείλει να έχει αποστολή την εξυπηρέτηση των άμεσων αναγκών της οικονομίας αιτιολογεί το γεγονός ότι ευνοούνται ορισμένοι επιστημονικοί κλάδοι: τα μαθηματικά, οι θετικές επιστήμες και ο σχεδιασμός βιομηχανικών και πληροφορικών συστημάτων. Πριν καν δοθούν στη δημοσιότητα οι προτάσεις της για την ανώτατη παιδεία, η κυβέρνηση Κάμερον εξήγγειλε -στο πλαίσιο του προγράμματος λιτότητας- μείωση του προϋπολογισμού των πανεπιστημίων κατά 40%. Κι ο Γουίλετς παραδέχθηκε ότι τα υπόλοιπα κονδύλια θα διατεθούν αποκλειστικά για τη διδασκαλία των θετικών επιστημών. Σύμφωνα με τον Αλαν Φίνλεϊσον του Πανεπιστημίου του Σουόνσι (Ουαλία), το ζητούμενο είναι να ενισχυθεί η αγορά, έτσι ώστε να εξυπηρετήσει καλύτερα τις ανάγκες των επιχειρήσεων: «Στερώντας τα τμήματα φιλολογικών σπουδών και ανθρωπιστικών επιστημών από την κρατική χρηματοδότηση, η μεταρρύθμιση δημιουργεί ανισορροπίες στην αγορά στην οποία υποτίθεται ότι πιστεύει. Ταυτόχρονα, υπονομεύει ολόκληρους κλάδους της γνώσης, και μάλιστα κατά κύριο λόγο όσους συμβάλλουν τα μέγιστα στη συλλογική κατανόηση της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής κατάστασής μας(8)». Όπως, βέβαια, και στην κατανόηση των επιπτώσεων της πολιτικής που εφαρμόζει ο συνασπισμός που βρίσκεται σήμερα στην εξουσία.
Για την ώρα, οι περισσότερες από τις ανησυχίες επικεντρώνονται σε πρακτικά ζητήματα. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα πανεπιστήμια θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ισοπέδωση προς τα κάτω, ιδιαίτερα για τα εκπαιδευτικά ιδρύματα με το μικρότερο κύρος, τα οποία δεν θα έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν από κάθε φοιτητή το ποσό των 7.200 στερλινών. Πολύ σύντομα, ορισμένα ιδρύματα θα οδηγηθούν στη χρεοκοπία ή θα υποχρεωθούν να στραφούν προς ιδιώτες, οι οποίοι θα τους προσφέρουν φτηνές υπηρεσίες χρησιμοποιώντας προσωπικό με λιγότερα προσόντα.
Εξάλλου, δεν πρέπει να υποτιμούμε τον κίνδυνο να ενδώσουν ορισμένα πανεπιστήμια στις πιέσεις των «φοιτητών-πελατών» τους και να τους μοιράζουν πτυχία τα οποία δεν θα ανταποκρίνονται στην προσπάθεια που κατέβαλαν και στο απαιτούμενο επίπεδο γνώσεων. Η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε πληθωρισμό στην αγορά των πανεπιστημιακών πτυχίων, κάνοντας ακόμα δυσκολότερη την πρόσβαση στην ανώτατη παιδεία των νέων από τις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις.
ΔΥΟ ΤΑΧΥΤΗΤΕΣ
Ο λόρδος Μπράουν προσπαθεί να δείξει καθησυχαστικός: «Η αύξηση των διδάκτρων κατά τη διάρκεια των δεκατριών τελευταίων ετών δεν είχε αποτέλεσμα τη μείωση των αιτήσεων εγγραφής». Προβλέπεται, εξάλλου, ότι τα πανεπιστήμια που ζητούν για το πρώτο έτος δίδακτρα που υπερβαίνουν το ποσό των 6.000 στερλινών, θα χρηματοδοτούν εξ ιδίων το δεύτερο έτος σπουδών των φτωχότερων φοιτητών. Η διάταξη αυτή μας αφήνει άφωνους: θα διστάσουν, άραγε, πολύ τα πανεπιστήμια όταν θα κληθούν να επιλέξουν ανάμεσα σε έναν άπορο φοιτητή του οποίου πρέπει να χρηματοδοτήσουν τις μισές σπουδές και σε έναν φοιτητή ο οποίος θα είναι σε θέση να χρηματοδοτήσει το σύνολο των σπουδών του; Ο Κλεγκ -ο οποίος καταγγέλλει το σημερινό σύστημα στο οποίο «τα πανεπιστήμια έχουν μετατραπεί σε εργαλεία που αυξάνουν τις κοινωνικές διακρίσεις(9)- υπόσχεται ότι θα υπάρξουν αυστηροί έλεγχοι. Ομως, το Ηνωμένο Βασίλειο διαθέτει αυτή τη στιγμή τρεις επιθεωρητές για εκατόν τριάντα πανεπιστήμια.
Ορισμένοι βρίσκουν πολύ διασκεδαστικό το γεγονός ότι η βρετανική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι θα ξεπεράσει τη χρηματοοικονομική κρίση που προκλήθηκε από την ανεξέλεγκτη διόγκωση του ιδιωτικού χρέους, εξαρτώντας τη μεταρρύθμιση της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων από... το ιδιωτικό χρέος. Μάλιστα, το χρέος αυτό θα αυξηθεί σημαντικά, δεδομένου ότι το Ινστιτούτο για την Εκπαιδευτική Πολιτική στην Ανώτατη Παιδεία (Higher Education Policy Institute) προβλέπει ότι, εάν δεν θεσπιστεί κανένας περιορισμός για το ύψος των διδάκτρων, τα περισσότερα ανώτατα ιδρύματα θα ζητούν ποσά ύψους 9.000 στερλινών και σε ελάχιστες μονάχα περιπτώσεις χαμηλότερα ποσά(10). Πράγματι, για τους φοιτητές που θα έχουν την ευχέρεια να επιλέξουν το εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο θα φοιτήσουν, το υψηλό κόστος σπουδών θα μετατραπεί πολύ σύντομα σε συνώνυμο του κύρους. Επομένως, θα υπάρχει η υπόνοια ότι ένα «φτηνό» πανεπιστήμιο προσφέρει εκπαίδευση χαμηλότερης ποιότητας.
Επιπλέον, σύμφωνα με τους ερευνητές του ΙΕΑΠ, η κυβέρνηση έχει υπερεκτιμήσει τα μελλοντικά εισοδήματα των αποφοίτων, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι, πιθανότατα, το 50% των δανείων δεν θα είναι δυνατόν να αποπληρωθούν, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί το κράτος να αναλάβει το κόστος. Κι οι ερευνητές προειδοποιούν: «Σε αυτή την περίπτωση, οι νέες διατάξεις θα μπορούσαν να κοστίσουν περισσότερο στο κράτος σε σχέση με όλα όσα του αποφέρουν», καθώς, αντί να πληρώνει την εκπαίδευση σε τιμές κόστους (όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα), θα αναγκάζεται να επιδοτεί την τιμή της αγοράς(11). Στο όνομα της αποτελεσματικότητας.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Γραφείου για τη Δημοσιονομική Υπευθυνότητα (Office of Budgetary Responsibility), τα ποσά που διαθέτει το κράτος για φοιτητικά δάνεια θα περάσουν, από 4,1 δισ. στερλίνες την περίοδο 2010-2011, σε 10,7 δισ. την περίοδο 2015-2016. Σύμφωνα δε με τον καθηγητή Ρίτσαρντ Ντρέιτον, η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο να πωλήσει το χρέος σε ιδιώτες επενδυτές. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε «ένα τεράστιο δώρο για τον χρηματοοικονομικό τομέα, το οποίο θα λάβει τη μορφή απαιτήσεων εγγυημένων από το κράτος -χωρίς το παραμικρό ρίσκο- οι οποίες θα επιτρέπουν να επιτυγχάνεται μια σταθερή ροή εισοδήματος χάρη στους τόκους των δανείων(12)». Συνεπώς, η ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων ενδέχεται να αποδειχθεί μια ιδιαίτερα δαπανηρή υπόθεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου