8/12/09

Εμεινε στα λόγια η πράσινη Ελλάδα

Ημασταν πρωτοπόροι. Προχωρήσαμε σε εγχειρήματα τα οποία ελάχιστοι είχαν τολμήσει να κάνουν. Και όμως δύο δεκαετίες αργότερα καταλήξαμε ουραγοί. Ο λόγος για τη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) στη χώρα μας, έναν κλάδο ο οποίος παρ΄ όλη την αναπτυξιακή δυναμική και την περιβαλλοντική του ωφέλεια παραμένει εγκλωβισμένος στα δίχτυα της γραφειοκρατίας, της πολυνομίας και της ασάφειας.

Η (παγκόσμια) αρχή έγινε στις 15 Απριλίου 1982, όταν η ΔΕΗ εγκατέστησε στην Κύθνο το πρώτο αιολικό πάρκο της Ευρώπης, το οποίο διέθετε πέντε ανεμογεννήτριες ισχύος 20 kW. Το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς στο κυκλαδίτικο νησί εγκαινιάστηκε ένα υβριδικό ενεργειακό σύστημα το οποίο συνδύαζε ηλιακή ενέργεια και ντίζελ, συμπλήρωνε το αιολικό πάρκο και έφτανε συνδυαστικά σε συνολική ισχύ 100 kW. Η διείσδυση των ΑΠΕ στην Κύθνο προσήγγισε το 25% και όλα αυτά πριν από 26 χρόνια! Και όμως, αντί του καλού- υπό διαμόρφωση τότε- «ελληνικού μοντέλου», επικράτησε το κακό, όλα αφέθηκαν στην τύχη τους και ελάχιστοι ασχολήθηκαν εκ νέου με τις ΑΠΕ για αρκετά χρόνια. Η χώρα μας έφτασε εκεί που έφτασε φλερτάροντας μεταξύ της 10ης και της 12ης θέσης στην Ευρώπη στη σχετική κατηγορία. Και αυτό την ώρα που οι υπόλοιπες χώρες παρουσιάζουν αξιοσημείωτες επιδόσεις.

Πίσω από αυτή την υστέρηση δεν κρύβεται τίποτε άλλο από τα διαχρονικά μεγέθη της γραφειοκρατίας, αλλά και συχνά η πραγματική έλλειψη πολιτικής βούλησης για την υποστήριξη των «πράσινων επενδύσεων». Είναι ενδεικτικό ότι, όπως παρατηρούν παράγοντες της ενεργειακής αγοράς αλλά και το πλήθος των μη κυβερνητικών οργανώσεων που δραστηριοποιούνται γύρω από το περιβάλλον, η εγκατάσταση ενός αιολικού πάρκου μπορεί να διαρκέσει έως και επτά χρόνια.

Σε μια προσπάθεια βελτίωσης της κατάστασης, η υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής κυρία Τίνα Μπιρμπίληεξήγγειλε προσφάτως νέες πρωτοβουλίες, όπως οι αλλαγές στο Χωροταξικό, η αναδιοργάνωση του πλαισίου αδειοδότησης των επενδύσεων, η κατασκευή έργων υποδομής σε περιοχές υψηλού δυναμικού, οι μεταβολές στα αναπτυξιακά κίνητρα και η προώθηση ΑΠΕ μεγάλης κλίμακας.

Το στοίχημα που πρέπει να κερδίσουν οι αρμόδιοι δεν είναι εύκολο. Πέρα από την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας μας και της ενεργειακής της ανεξαρτησίας, οι υποχρεώσεις μας ως το 2020 φαντάζουν βουνό: εξοικονόμηση ενέργειας κατά 20%, διείσδυση βιοκαυσίμων κατά 10%, μείωση των αερίων φαινομένου του θερμοκηπίου (ΑΦΘ) κατά 4% και διείσδυση των ΑΠΕ κατά 18% στην τελική κατανάλωση ενέργειας. Σύμφωνα με την Ελληνική Επιστημονική Ενωση Αιολικής Ενέργειας, αυτοί οι στόχοι προϋποθέτουν εγκατεστημένη ισχύ από αιολική ενέργεια ύψους 10 GW, που θα μας γλιτώσουν από 21,5 εκατ. τόνους διοξειδίου του άνθρακα (CΟ2 ) και 374.000

τόνους πετρελαίου. Για να πραγματοποιηθεί αυτό το φιλόδοξο σχέδιο θα χρειαστεί να προστίθενται 2.000 ΜW από ΑΠΕ κατ΄ έτος. Σημειωτέον ότι στην παρούσα συγκυρία η χώρα μας παράγει από ΑΠΕ μόλις το 8%-9% της ηλεκτρικής της ενέργειας, όταν το 2020 το ποσοστό αυτό θα πρέπει να προσεγγίζει το 20%. Σύμφωνα με την Greenpeace, η λειτουργία ενός αιολικού πάρκου ισχύος 10 ΜW«προσφέρει ετήσια την ενέργεια που χρειάζονται 11.000 οικογένειες και εξοικονομεί περίπου 3.000 τόνους ισοδύναμου πετρελαίου». Αυτό είναι το περιβαλλοντικό κομμάτι, διότι υπάρχει και ένα εξίσου ενδιαφέρον: το οικονομικό.

Επενδύσεις δισεκατομμυρίων ευρώ βρίσκονται εγκλωβισμένες στον γραφειοκρατικό κυκεώνα της πολυνομίας. Σύμφωνα με την Greenpeace, η ανάπτυξη των ΑΠΕ, των φιλικών προς το περιβάλλον κατασκευών και η βιολογική γεωργία θα μπορούσαν να δημιουργήσουν στη χώρα μας από 256.000 ως 400.000 νέες θέσεις εργασίας ως το κρίσιμο έτος 2020, αριθμός που προσεγγίζει το 8% του εργατικού δυναμικού της Ελλάδας και αναμένεται να καλύψει τις απώλειες χιλιάδων θέσεων εργασίας από την οικονομική κρίση. Επιπροσθέτως, η υιοθέτηση «πράσινων πολιτικών» στην ενέργεια νομοτελειακά θα πυροδοτήσει και αναζητήσεις για την ανάπτυξη τεχνολογιών αιχμής από την ημεδαπή βιομηχανία.

Οι ΜΚΟ και οι φορείς υπέρ του περιβάλλοντος επισημαίνουν και μια μαύρη τρύπα που υπάρχει στην κοστολόγηση του φτηνού λιγνίτη, στον οποίο έχει στηριχθεί η ανάπτυξη της χώρας μας: η τιμή της κιλοβατώρας δεν περιλαμβάνει το κοινωνικό και περιβαλλοντικό κόστος που συνεπάγεται η χρήση άνθρακα.

Πεδίον δόξης λαμπρόν αποτελούν για τη χώρα μας και οι υπόλοιπες εναλλακτικές μορφές ενέργειας, όπως η ηλιακή και η βιομάζα. Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Εταιρειών Φωτοβολταϊκών,«τα φωτοβολταϊκά αποτελούν μια εν δυνάμει αγορά 4 δισ.ευρώ τα επόμενα χρόνια». Αξίζει να σημειωθεί ότι η χώρα μας διαθέτει μία ακόμη πρωτοπορία στη σχέση της με τον ήλιο: στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και σε όλα τα επόμενα χρόνια προώθησε τους ηλιακούς θερμοσίφωνες με επιτυχία, καθιστώντας την εγχώρια παραγωγή leader της παγκόσμιας αγοράς. Συνολικά ως τον Σεπτέμβριο η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) είχε εγκρίνει περισσότερα από 5.000 επενδυτικά σχέδια για φωτοβολταϊκές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής. Αυτά για τους επαγγελματίες παραγωγούς. Για ένα απλό νοικοκυριό τέτοιες επενδύσεις είναι για τα ελληνικά δεδομένα αδύνατες. Και αυτό διότι το νοικοκυριό πρέπει να ανοίξει βιβλία στην Εφορία, να εγγραφεί στον ΟΑΕΕ και στο Εμπορικό Επιμελητήριο και να υποβάλλει δηλώσεις ΦΠΑ επί μία εικοσαετία.


Βαρβάρα Τερζάκη

Άρθρο Αχ. Χεκιμογλου - εφ. Το Βήμα, 06-12-2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: