28/9/10
Η ελληνική γλώσσα: Μια πατρίδα
Ζακλίν ντε Ρομιγύ - Μονίκ Τρεντέ
Μαθήματα ελληνικών
μτφρ.: Χριστιάννα Σαμαρά
εκδόσεις Ωκεανίδα, σ. 232, ευρώ 14,07
Ξεκινώντας από τον τίτλο ενός βιβλίου γραμμένου στα γαλλικά με θέμα την ελληνική γλώσσα, θεωρεί κανείς ότι αφορά αυτούς που θα ήθελαν να μάθουν ελληνικά και όχι αυτούς που ήδη τη χρησιμοποιούν στον γραπτό και προφορικό τους λόγο. Και είναι αλήθεια ότι πολλά απ' αυτά που διαβάζουμε εδώ δεν τα συναντάμε για πρώτη φορά, τα ξέραμε και από πριν. Κι όμως, έτσι όπως μας τα παρουσιάζουν οι δύο συγγραφείς του, μας δίνουν την ευκαιρία να ελέγξουμε τις γνώσεις μας και να επιβεβαιώσουμε ή να απορρίψουμε ανεξέλεγκτες υποθέσεις.
Το βιβλίο Μαθήματα ελληνικών των δύο ελληνιστριών μάς ευαισθητοποιεί στο να ανακαλύψουμε ένα πρόσωπο κι ένα σώμα, όπως είναι η γλώσσα μας, μέσα από τις διαδοχικές μεταμορφώσεις τους, που δεν την αλλοιώνουν, αλλά την εμπλουτίζουν. Αυτή η περιπλάνηση μάς αποκαλύπτει επίσης ότι, σχεδόν πάντα, πίσω από έναν σπουδαίο μελετητή του αρχαιοελληνικού κόσμου βρίσκεται ένας βαθύς και ουσιαστικός γνώστης της ελληνικής γλώσσας. Κι εδώ βέβαια δεν έχουμε μόνο τη γνωστή μας Ντε Ρομιγύ αλλά και τη λιγότερο γνωστή μας συνεργάτιδά της, Μ. Τρεντέ.
Ηδη από το πρώτο κεφάλαιο, οι δύο μελετήτριες αναφερόμενες στην «παράξενη ζωτικότητα μιας νεκρής γλώσσας», θίγουν το ζήτημα της σημασίας της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στα σχολεία. Μια πονεμένη ιστορία, ένα θέμα που εδώ και πενήντα χρονια μένει άλυτο στα ελληνικά σχολεία. Βεβαίως, αν είχαμε για καθηγητές στα Γυμνάσια και στα Λύκεια μορφές σαν την Ντε Ρομιγύ και την Τρεντέ, που δείχνουν τέτοια γνώση, αγάπη και προσοχή προς την ελληνική γλώσσα, πολύ περισσότεροι θα μιλάγαμε σωστά τη γλώσσα μας σήμερα. Και θα μπορούσαμε να αποφεύγουμε δυσάρεστα φαινόμενα άγνοιας της γλώσσας που συναντάμε στην εκπαίδευση και στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης...
Οι συγγραφείς ξεκινούν εξετάζοντας ιστορικά τη γεωγραφική έκταση της διάδοσης των ελληνικών, ενώ δεν παραλείπουν να αναφερθούν και στην επιρροή που αυτή άσκησε στη διαμόρφωση όχι μόνο του ρωμαϊκού αλλά και του γαλλικού πολιτισμού. Απόδειξη τα ελληνογενή ονόματα των πόλεων Νίκαια, Αντίπολη, Αγκντ και Μασσαλία, που είναι «όλες τους λυχνοστάτες της ελληνικής γλώσσας» (σ. 18). Επισημαίνουν ότι «δίχως καμία απολύτως κατάκτηση, αλλά ούτε και ενοποιημένη πολιτική οργάνωση, ο ελληνικός πολιτισμός και η ελληνική γλώσσα κατάφεραν να διαδοθούν σε τόσο ευρείες περιοχές της Ανατολής και της Δύσης», επιτυγχάνοντας έτσι τα ελληνικά να είναι «μια γλώσσα που είχε επεκταθεί παντού, εισάγοντας πολιτική ενότητα σε όλον αυτό τον αρχαίο κόσμο».
Το γεγονός ότι η ελληνική γλώσσα μέσα από τα έπη της «φαίνεται ήδη έτοιμη να μας αποκαλύψει, μέσα από την απλή, άμεση και ζωντανή μορφή της, τα πιο ποικίλα συναισθήματα», σε αντίθεση με τη γλώσσα και τα έπη των άλλων λαών, είναι ένα πρώτο βήμα στην κορυφή της παγκόσμιας λογοτεχνικής δημιουργίας.
Επιχειρούν μιαν αναδρομή πρώτα στην ποίηση, από τον Ομηρο στη Σαπφώ, στον Εμπεδοκλή και στον Πίνδαρο, και μετά στην πεζογραφία, από τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη στους Σοφιστές, στους τρεις τραγικούς και στον Αριστοφάνη, στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη, ξεδιπλώνοντας το «βαρύτιμο ύφασμα του λόγου» με περίτεχνα συντακτικά και γλωσσικά σχήματα, με τρόπο λακωνικό και ενδεικτικό συνάμα, αποδεικνύοντας την αδιάπτωτη λειτουργικότητα και συνέχειά τους. Στο τρίτο κεφάλαιο ο αναγνώστης μυείται στη μορφή της γλώσσας, στη διάταξη των λέξεων, στο άρθρο, στα γένη, στις πτώσεις, στην κλιτή μορφή της γλώσσας με παραδείγματα από τον Ομηρο και τους Τραγικούς, ξεχωρίζοντας συνδυασμούς, συμβολισμούς και σημασίες.
Γνωρίζουμε έτσι μυστικά της φύσης της γλώσσας που σχετίζονται με τη Φιλοσοφία, την Ψυχολογία και την Κοινωνιολογία που ποτέ πριν δεν είχαμε υποπτευθεί.
Επισημαίνουν ότι «(...) σήμερα, σε μιαν εποχή κατά την οποία κυριαρχεί ο άκρατος ατομικισμός, δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε ανακαλύπτοντας ξανά την έννοια του συλλογικού» (σ. 79). Στο τέταρτο κεφάλαιο εξετάζονται οι λέξεις στη σύνθεση και στην παραγωγή τους, με παράθεση δεκάδων παραδειγμάτων. Ενώ στο πέμπτο κεφάλαιο εξετάζονται τα σχετικά με το ρήμα, δηλαδή οι φωνές, οι εγκλίσεις και οι χρόνοι.
Οι συγγραφείς μάς διευκρινίζουν ότι λ.χ.: «Ο αόριστος δηλώνει αυτή καθεαυτήν την έννοια του ρήματος, ανεξάρτητα από την πραγματοποίηση ή τη διάρκεια της ενέργειας. Το ποιόν της ενέργειάς του είναι επομένως συνοπτικό. Η διάρκεια μιας παρελθοντικής πράξης δηλώνεται με τον χρόνο που σχηματίζεται από το θέμα του Ενεστώτα, δηλαδή τον Παρατατικό και όχι με τον Αόριστο. Ο Παρακείμενος, τέλος, εκφράζει το αποτέλεσμα μιας παρελθοντικής πράξης η οποία έχει παγιωθεί ως κατάσταση και συνεχίζει να υφίσταται στο παρόν» (σ. 129). Τα συνδετικά μόρια γε, δε, μεν, ουν, άρα κ.τ.λ. εξετάζονται στο έκτο κεφάλαιο, ενώ στο έβδομο παρουσιάζονται οι εικόνες, οι παρομοιώσεις και οι μεταφορές και η δυναμική τους στον γραπτό λόγο. Στο όγδοο κεφάλαιο τα αρχαία ελληνικά συγκρίνονται με τη γαλλική γλώσσα αναγνωρίζοντας επιρροές, δάνεια και αυτούσιες λέξεις ελληνικής προέλευσης που έχουν υιοθετηθεί στο γαλλικό λεξιλόγιο.
Η Ντε Ρομιγύ και η Τρεντέ, όμοια όπως ο πρόγονός τους Π. Βαλερί, αιτιολογούν γιατί η πνευματική συνεισφορά της Ελλάδας, όσον αφορά την έννοια Γλώσσα, είναι θεμελιώδης (σ. 215).
Η εξαιρετική μετάφραση της Χριστιάνας Σαμαρά καθιστά το βιβλίο προσιτό (αλλά και απαραίτητο θα 'λεγα) τόσο στον απλό σκεπτόμενο ομιλητή των ελληνικών όσο και στον γλωσσολόγο. Η έκδοση αυτή μας θυμίζει επίσης τη σύντομη μελέτη του Τζ. Τόμσον Η ελληνική γλώσσα, αρχαία και νέα (εκδ. Κέδρος), όσο και τη σπουδαία μελέτη του Σαντραίν Ιστορική μορφολογία της ελληνικής γλώσσας, (εκδ. Καρδαμίτσα).
Η Ζακλίν ντε Ρομιγύ και η Μονίκ Τρεντέ κατορθώνουν, σε μια περίοδο όπου όχι μόνον οι έδρες των νεοελληνικών σπουδών συρρικνώνονται στο εξωτερικό αλλά και η γλωσσική πενία των μαθητών στα σχολεία είναι οριακή, να σκεφτούμε πώς μπορούμε, και αν έχουμε τα χρονικά περιθώρια, να διαχειριστούμε σωστά (όχι εθνικόφρονα, αλλά επιστημονικά) έναν πλούτο που χάνεται.
Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Θάνο Φωσκαρίνη-εφ. Ελευθεροτυπία, 07-08-2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου