29/9/10
Περιεχόμενο εναντίον μορφής: Μια αντι-ρομαντική σύλληψη στην καρδιά του ρομαντισμού
Georg W.F. Hegel
Αισθητική
εισαγ.-μτφρ.-σχόλια: Σταμάτης Γιακουμής
Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 689, ευρώ 40
Ενα ακόμα κλασικό της ευρωπαϊκής σκέψης προστέθηκε προσφάτως στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία: η μεγάλη Αισθητική του Χέγκελ, που μεταφράζεται για πρώτη φορά ολόκληρη από τον λόγιο νομικό Σταμάτη Γακουμή, ο οποίος νωρίτερα είχε μεταφράσει τις Βασικές κατευθύνσεις της φιλοσοφίας του δικαίου του Χέγκελ (Δωδώνη, Αθήνα 2004). Το βιβλίο αυτό, που είδε το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά το 1835, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του φιλοσόφου, ανήκει στα κείμενα που εκδόθηκαν από τους μαθητές του βάσει των κύκλων των παραδόσεών του τής δεκαετίας του 1820 στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Αντιπροσωπεύει την τελευταία φάση της σκέψης του Χέγκελ, όταν το σύστημά του είχε πλέον ολοκληρωθεί και όλες οι επιμέρους θεματικές αναπτύξεις (αισθητική, φιλοσοφία του κράτους και του δικαίου, φιλοσοφία της ιστορίας και ιστορία της φιλοσοφίας) έρχονται ν' αποσαφηνίσουν περαιτέρω διάφορες όψεις του παίρνοντας την ειδική θέση τους μέσα στην επιβλητική αρχιτεκτονική του όλου.
Αν υπάρχει μία παραδειγματική έννοια του ολισμού, αντιπροσωπεύεται προπαντός από τη σκέψη του Χέγκελ. Δεν παύει να καταπλήσσει ο τρόπος με τον οποίον οι επιμέρους προβληματικές διασυνδέονται μεταξύ τους, αναδύονται η μία μέσ' από την άλλη κι εμπεριέχονται εν σμικρώ η μία στην άλλη, ενώ την ίδια στιγμή κατοπτρίζουν η καθεμία από την ειδική της σκοπιά τη δομή του όλου. Η αισθητική, για παράδειγμα, αφηγείται την ίδια ιστορία που από άλλη σκοπιά αφηγείται η φιλοσοφία της ιστορίας: τη διαδοχή των μεγάλων εποχών της ανθρωπότητας -εκεί από τη σκοπιά των πολιτικών θεσμών ως ενσάρκωσης των μορφών και βαθμίδων της ελευθερίας, εδώ από τη σκοπιά των βαθμών καθαρότητας που επιτυγχάνει η αποτύπωση της Ιδέας στην αισθητή-υλική μορφή. Από επιστημολογική άποψη, οι δύο συνυφαινόμενες αυτές όψεις αντιστοιχούν στην πρόοδο προς την κατάκτηση της αυτοσυνειδησίας που εκτίθεται στη Φαινομενολογία του Πνεύματος, ενώ η ιδιάζουσα σφαίρα της Τέχνης, που είναι το εκτενές αντικείμενο της παρούσης πραγμάτευσης, έχει ήδη εκδιπλωθεί προδρομικά στο τρίτο μέρος της Φιλοσοφίας του Πνεύματος ως η πρώτη από τις τρεις βαθμίδες του «Απολύτου Πνεύματος» - ακολουθούμενη από τη Θρησκεία και τη Φιλοσοφία.
Από εδώ ακριβώς πρέπει κάποιος να ξεκινήσει εάν θέλει να καταλάβει τη θέση που επιφυλάσσει ο Χέγκελ στο πεδίο της αισθητικής και στη δραστηριότητα την οποία καλούμε τέχνη. Τέχνη-θρησκεία-φιλοσοφία (με αυτή την ανιούσα σειρά) είναι το επιστέγασμα της ιστορικής πορείας του Πνεύματος (δηλ. του Ανθρώπου), που κατακτάται οριστικά μόνον εφόσον έχουν εκπληρωθεί δύο σειρές όρων: αφ' ενός, η επίτευξη της αυτοσυνειδησίας που προϋποθέτει την έλλογη κυριάρχηση του φυσικού κόσμου, αφ' ετέρου, η θεσμοθέτηση της ελευθερίας υπό τη μορφή του έλλογου κράτους. Τότε και μόνον τότε η Απόλυτη Ιδέα, που αντιπροσωπεύει την αρχή και το τέρμα της εγελιανής οντολογίας, θα επιστρέψει στον εαυτό της εμπλουτισμένη απ' όλο το εύρος των περιεχομένων που εκδιπλώθηκαν στη δραματική πορεία των διαδοχικών της αποξενώσεων και άρσεων των αποξενώσεων. Τέχνη, θρησκεία και φιλοσοφία είναι οι ύψιστες δραστηριότητες του Πνεύματος, οι οποίες έχουν κατά κάποιον τρόπο τον ίδιο σκοπό: την ανάδυση της Ιδέας στην προσήκουσα μορφή της, ως έσχατη ταυτότητα εν εαυτώ και ταυτότητα Υποκειμένου-Αντικειμένου. Διαφέρουν μόνο τα μέσα με τα οποία εργάζεται καθεμία: η τέχνη το κάνει αυτό αποτυπώνοντας βαθμιαία το σχήμα της Ιδέας στην αδιάφορη εξωτερικότητα της ύλης, αναλώνοντας το υλικό περίβλημα χάριν της αυξανόμενης ενάργειας του ιδεατού περιεχομένου - εξού και η ιεράρχηση των τεχνών για τον Χέγκελ, βάσει ενός κριτηρίου φθίνουσας υλικότητας: αρχιτεκτονική-γλυπτική-ζωγραφική-μουσική-ποίηση.
Η ποίηση -σε αντίθεση με το γούστο των περισσότερων ρομαντικών συγχρόνων του, οι οποίοι ευνοούν γενικά τη μουσική- είναι για τον Χέγκελ η κορωνίδα των τεχνών, επειδή εργάζεται με το ύψιστα έλλογο μέσον, τη γλώσσα, κι έχει απεκδυθεί και το τελευταίο ίχνος υλικότητας. Αν όμως είναι η κορυφαία καλλιτεχνική εκδήλωση, είναι και το ανυπέρβατο όριο της δραστηριότητας «τέχνη»: δεν μπορεί ν' ανεβεί ψηλότερα, σαν να λέμε, στην προσέγγιση της Ιδέας, ως εκ τούτου προορίζεται να υπερβαθεί, να «καταργηθεί», μέσα σε μία ανώτερη μορφή η οποία κληρονομεί και διασώζει σε νέο επίπεδο την ουσία τής τέχνης: αυτή η δραστηριότητα είναι η θρησκεία. Δύο παρατηρήσεις πρέπει να γίνουν αμέσως εδώ. Πρώτον, όταν ο Χέγκελ λέει «θρησκεία» εννοεί στην πραγματικότητα τη μονοθεϊστική θεολογία, την κορύφωση της οποίας βλέπει στο χριστιανικό δόγμα. Τις πολυθεϊστικές θρησκείες του αρχαίου κόσμου τις εντάσσει στη βαθμίδα «τέχνη», διότι τους λείπει εκείνη η εσωτερικότητα, η απόσπαση από το αναπαραστατικό στοιχείο (μία συνέπεια του οποίου είναι η πολυμέρεια των μορφών, δηλαδή των ίδιων των θεϊκών παρουσιών) που χαρακτηρίζει τη μονοθεϊστική σύλληψη του θείου. Εντός της χριστιανικής θεολογίας, λοιπόν, επιτυγχάνεται μία βαθμίδα προσέγγισης της Ιδέας σαφώς υψηλότερη, λόγω του βαθμού οικουμενικότητάς της, απ' ό,τι και στις πλέον λεπταίσθητες ποιητικές μορφές. Δεύτερον, ο Χέγκελ εισάγει εδώ μια παράδοξη σύλληψη που έμελλε ν' αφήσει ένα ισχυρό ίχνος στον 20ό αιώνα, παρότι επρόκειτο να ερμηνευθεί σε διαφορετικό συμφραζόμενο: την προοπτική μιας «κατάργησης της τέχνης», σύμφωνα με τη σημασία του όρου Aufhebung, δηλαδή άρση της μορφής με διαφύλαξη του περιεχομένου σε άλλη μορφή. Είναι η ιδέα που ενέπνευσε μια ολόκληρη σειρά ριζοσπαστικών χειρονομιών της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας του 20ού αιώνα, αρχής γενομένης από το Dada, απηχήθηκε στη σκέψη του Βάλτερ Μπένγιαμιν και θεωρητικοποιήθηκε με όρους πολιτικούς από τον Γκυ Ντεμπόρ και τους κύκλους τής Internationale Situationniste τα χρόνια που κυοφόρησαν τον Γαλλικό Μάη.
Και η ίδια η θρησκεία βεβαίως προορίζεται να υπερβαθεί, για τον Χέγκελ, επειδή παρ' όλη την εσωτερικότητα και την οικουμενικότητα του νοήματός της παραμένει δέσμια ενός παραστατικού περιεχομένου - υπό την έννοια αυτή τη φορά της φαντασίας. Αν ο Θεάνθρωπος είναι μία προτύπωση της Ιδέας και των παθών της, της «σταύρωσής» της στην εξωτερικότητα του ετέρως-είναι της φύσης, δεν παύει να είναι μια εξεικόνιση της φαντασίας που πρέπει επίσης να απεκδυθεί και το έσχατο αυτό ίχνος παραστατικότητας: να αναδιατυπωθεί καθ' εαυτήν και δι' εαυτήν στην προσήκουσα εννοιακή γλώσσα, και αυτό είναι το έργο της ύψιστης βαθμίδας του Απολύτου Πνεύματος - της φιλοσοφίας (εννοείται, της φιλοσοφίας του ίδιου τού Χέγκελ...). Η θρησκεία «καταργείται» με τη σειρά της εντός της φιλοσοφίας: η υψηλή αποτίμησή της από τον Χέγκελ έχει ως τίμημα τον μετασχηματισμό της, αντιστρέφοντας την παλαιά φόρμουλα της Σχολαστικής, σε ancilla philosophiae. Κάμποσους αιώνες νωρίτερα, πρέπει να παρατηρήσουμε, το είχαν κάνει στην αραβομουσουλμανική σκέψη ο Αβικέννας και ο Αβερρόης!
Αυτή η ανάπτυξη της τέχνης από τον Χέγκελ ακολουθεί στην κατάστρωση της Αισθητικής του το γενικό σχήμα της Φιλοσοφίας της Ιστορίας. Στις τρεις μεγάλες εποχές της ανθρώπινης ιστορίας (Ανατολικός δεσποτισμός-Ελληνική πόλις-Γερμανικά έθνη) αντιστοιχούν τρεις βαθμίδες της καλλιτεχνικής μορφοποίησης: Συμβολική (παράδειγμα της οποίας είναι η μνημειακή αρχιτεκτονική) - Κλασική (παράδειγμα της οποίας είναι οι πλαστικές τέχνες, κυρίως η γλυπτική) - Ρομαντική (παράδειγμα της οποίας είναι οι τέχνες της αυξανόμενης εσωτερικότητας, σε τελευταία ανάλυση μουσική και ποίηση). Από την ανάπτυξη της έννοιας του Ωραίου ως ιδεώδους μεταβαίνει στην ανάλυση των ιστορικών μορφών κατά τη σειρά που αναφέρθηκε και, όπως είναι ευνόητο, δυσανάλογα μεγάλο μέρος αφιερώνεται στην ποιητική μορφή ως προς τα συστατικά της μορφικά/περιεχομενικά στοιχεία και στα είδη της ποίησης (ιπποτικό ρομάντζο, επική και λυρική ποίηση, δράμα και δραματικό στοιχείο). Είναι αδύνατο φυσικά να μεταφέρω εδώ τον πλούτο των επιμέρους αναλύσεων και την ιδιοφυΐα των ενοράσεων που κάποιες φορές αστράφτουν καθώς ο Χέγκελ χειρίζεται εκ του σύνεγγυς το υλικό του· εκείνο που πάντως εκπλήσσει τον σύγχρονο αναγνώστη είναι η ιλιγγιώδης ανισότητα αυτού του στοχαστή σε οριακές στιγμές της πραγματευσής του - που άλλοτε φανερώνει μιαν ανυπέρβλητη ερμηνευτική βαθύτητα (π.χ. στις έξοχες σελίδες που κρίνει τη νοσταλγία των ρομαντικών για τους αρχαίους θεούς) και άλλοτε εκδηλώνει εντυπωσιακή έλλειψη ευαισθησίας, όταν χειραγωγεί με ωμό τρόπο το καλλιτεχνικό υλικό προκειμένου να το κάνει να συμπέσει με το προειλημμένο εννοιακό του σχήμα. Εδώ άλλωστε μπορεί να εντοπιστεί και η αχίλλειος πτέρνα όλης αυτής της μεγαλεπίβολης Αισθητικής. Σε αντίθεση και πάλι με τους ρομαντικούς --και οπωσδήποτε με τον άμεσο φιλοσοφικό πρόγονό του, τον Καντ-- ο Χέγκελ στρέφει αποφασισμένα την Τέχνη εναντίον της Φύσης· και μέρος αυτού του ρητού υποβιβασμού της Φύσης μεταγγίζεται μοιραία στο καλλιτεχνικό υλικό ως τέτοιο. Η κάθετη διάκριση μορφής/περιεχομένου που χαράσσει, αντίκειται στα διαλεκτικά στοιχεία της σκέψης του κι εν τοις πράγμασιν συνεργεί με έναν υπόρρητο διδακτισμό, στοιχείο ξένο στη φύση της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Διαφαίνεται δηλαδή μια αυταρχική υπαγωγή τού ιδιαζόντως αισθητικού στοιχείου σε ηθικές και γνωσιολογικές απαιτήσεις - της οποίας αν η απώτατη καταγωγή δείχνει προς τον Πλάτωνα, η έσχατη απόληξη θα μπορούσε ν' αναζητηθεί στον Ζντανοφισμό, το υπηρεσιακό σοβιετικό δόγμα περί Τέχνης.
Η μετάφραση του έργου, παρότι φέρει σημάδια βιασύνης (και πόσος χρόνος δηλαδή μπορεί να θεωρηθεί «αρκετός» για τέτοιων διαστάσεων έργα - για να μην πω, εδώ, ποιος θα τον πληρώσει;), δεν αστοχεί εντέλει στα βασικά της ζητούμενα. Προϊόν ούτως ή άλλως μεγάλου μόχθου, πετυχαίνει να δώσει στον αναγνώστη ένα έργο που διαβάζεται, και προπαντός δεν συγχύζει με άσκοπες εκκεντρικότητες ή με βασικές παρερμηνείες. Ας μου επιτραπούν μόνο δύο παρατηρήσεις, «επιμελητικού» τύπου. Πρώτον, ένα τέτοιο έργο θα άξιζε ένα πιο συστηματικό γλωσσάριο, το οποίο, εκτός από πρακτικό βοήθημα στον αναγνώστη με κάτι παραπάνω από ερασιτεχνικό ενδιαφέρον, καθιστά ρητές τις μεταφραστικές επιλογές και τη λογική που τις διέπει, συμβάλλοντας στην ουδέποτε περιττή ερμηνευτική συζήτηση. Δεύτερον, η εισαγωγή του μεταφραστή, επίσης πολύτιμη σ' ένα τέτοιο έργο, έχει χρησιμότητα μόνον ως κριτική αντιμετώπιση του ίδιου τού κειμένου ή ως ανασύσταση ιστορικών και πραγματολογικών του συμφραζομένων. Αν είναι απλώς μια περίληψη του έργου, μιμούμενη μάλιστα έως και το ύφος του, εύλογα κάποιος θα την παρακάμψει για το ίδιο το έργο.
Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Φώτη Τερζάκη-εφ. Ελευθεροτυπία, 18-06-2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου