Στο Τόκιο, το ένα σκάνδαλο διαδέχεται το άλλο. Λίγους μήνες πριν από τις βουλευτικές εκλογές, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Ιχίρο Οζάβα, ελέγχεται ποινικά για μυστικά κονδύλια που έλαβε το κόμμα του. Στις 16 Φεβρουαρίου, ο υπουργός Οικονομικών, Σοΐτσι Νακαγκάβα, που εμφανίστηκε μεθυσμένος στη συνέντευξη τύπου κατά τη σύνοδο της G7 στη Ρώμη, αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Εν τω μεταξύ, απέναντι στη φτώχεια, που έχει αγγίξει πλέον επίπεδα-ρεκόρ, η κοινωνία κινητοποιείται.
Οχτώ Ιουνίου 2008: Είναι ένα ωραίο απόγευμα και ένας εικοσάχρονος νεαρός κάνει βόλτα στους πολυσύχναστους δρόμους της συνοικίας Ακιχαμπάρα, «ιερού τόπου» της λαϊκής κουλτούρας του Τόκιο. Οι κάτοικοι της πόλης και οι τουρίστες συρρέουν εκεί για να χαζέψουν εκείνους που είναι ντυμένοι με τη στολή ενός ήρωα της «μάνγκα» ή του «ανιμέ» (ταινία κινούμενων σχεδίων) (1).
Μια Κυριακή ήσυχη σαν τις άλλες... μέχρι τη στιγμή που ο νεαρός βγάζει ένα μαχαίρι και χτυπάει δεκαεφτά ανθρώπους. Εφτά χάνουν τη ζωή τους και δέκα τραυματίζονται σοβαρά.
Ως συνήθως, οι ειδικοί σπεύδουν να εξηγήσουν: «Η Ιαπωνία μετατρέπεται σε μια "εγκληματογενή" δύναμη. Για να μην επαναληφθεί αυτό το τραγικό γεγονός, πρέπει οπωσδήποτε να ενισχυθούν τα μέτρα ασφαλείας» (2).
Ο τρόμος της απόλυσης
Τις προηγούμενες εβδομάδες, ένας νεαρός, προσωρινά υπάλληλος, είχε δημοσιεύσει, σε ένα φόρουμ χρηστών κινητών τηλεφώνων, πολλά μηνύματα στα οποία εξέφραζε τον φόβο ότι θα χάσει τη δουλειά του και ότι θα τον εγκαταλείψουν όλοι. Φοβόταν να αντιμετωπίσει μια πραγματικότητα από την οποία πολλοί Ιάπωνες προσπαθούν να γλιτώσουν καταφεύγοντας σε ένα εικονικό σύμπαν. Μια κρίση που τη νιώθει όλο και μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού μπροστά στην αβεβαιότητα της απασχόλησης και την όξυνση των ανισοτήτων, σε μια χώρα όπου, τριάντα χρόνια πριν, πάνω από το 90% των κατοίκων θεωρούσε ότι ανήκει στη μεσαία τάξη («σουρίου») (3).
Τότε οι κάτοικοι της Ιαπωνίας είχαν έναν στόχο: να μπουν στη λέσχη των μεγάλων δυνάμεων. Αυτό το αίσθημα εξασφάλισε πολιτική και κοινωνική σταθερότητα.
Κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος να ζήσει τις ανατροπές της δεκαετίας του 1990. Ούτε η κυβέρνηση ούτε οι επιχειρήσεις περίμεναν να δουν το «ιαπωνικό μοντέλο» να διαλύεται τόσο βίαια όταν έσκασε η χρηματιστηριακή φούσκα. Σε διάστημα λίγων μηνών, η χώρα αποσταθεροποιήθηκε.
Την εποχή της σταθερότητας διαδέχθηκε, λοιπόν, μια περίοδος χάους που προκάλεσε γενικευμένο φόβο. Η κρίση μεταφράστηκε σε αποδυνάμωση του τραπεζικού συστήματος, παρ' ότι οι ιαπωνικές τράπεζες, λίγα χρόνια νωρίτερα, ήταν πρώτες στην παγκόσμια κατάταξη.
Δέκα χρόνια μετά την πρώτη κρίση και ενώ φαινόταν ότι μπορεί να ορθοποδήσει, η Ιαπωνία καταποντίζεται ξανά. Παρ' ότι δεν παρασύρθηκε εντελώς από τη χρηματιστηριακή φούσκα, όπως οι ΗΠΑ και η Ευρώπη, εντούτοις επηρεάστηκε αρκετά: Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της μειώθηκε κατά 12,7%.
Η κατάρρευση οφείλεται στην απότομη πτώση των εξαγωγών: -45,7% από τον Ιανουάριο του 2008 έως τον Ιανουάριο του 2009 (4). «Οι ιαπωνικές εξαγωγικές βιομηχανίες επωφελήθηκαν ιδιαίτερα από την ευμενή παγκόσμια συγκυρία. Τώρα που η κρίση έπληξε όλο τον πλανήτη, την υφίστανται περισσότερο» σημειώνει ο Ριουτάρο Κόνο, οικονομικός σύμβουλος της τράπεζας ΒΝΡ Paribas στο Τόκιο (5).
Σύμβολα μιας οικονομίας βασισμένης στις εξωτερικές συναλλαγές, οι αυτοκινητοβιομηχανίες είναι τα πρώτα θύματα. Η Toyota έχει έλλειμμα 450 δισ. γεν (3,4 δισ. ευρώ) για το φορολογικό έτος που τελείωσε τον Μάρτιο του 2009. Ανήγγειλε ήδη πάνω από 4.000 απολύσεις. Στο σύνολο του κλάδου, περίπου 28.000 άτομα επρόκειτο να χάσουν τη δουλειά τους την 1η Απριλίου 2009. Ιδια κατάσταση και στα ηλεκτρονικά. Η ανεργία έφτασε στο 4,1% στο τέλος Ιανουαρίου και μπορεί να ξεπεράσει το 6% μέχρι το τέλος του χρόνου (6).
Οι κινήσεις για να αντιμετωπιστεί η προηγούμενη κρίση του 1997-1998 μείωσαν τη δυνατότητα αντιμετώπισης των σημερινών δυσκολιών. «Δεν υπάρχει τίποτα πια σ' αυτή τη χώρα, είναι μια χώρα νεκρή» λέει ο ήρωας του μυθιστορήματος του Ριού Μουρακάμι «Η έξοδος προς τη χώρα της ελπίδας» («Κιμπό νο κούνι εκουσοντάσου») (7), ένας μαθητής, που εκφράζει την ιαπωνική κοινωνία.
Ανεργοι της παγκοσμιοποίησης
Είκοσι χρόνια μετά, μόνο ελάχιστοι τα βγάζουν πέρα, ενώ οι υπόλοιποι πρέπει να αρκεστούν σε μικροδουλειές. Οροι όπως freeters (νεολογισμός που σχηματίζεται από το αγγλικό free και το γερμανικό Arbeiter και ορίζει ένα άτομο που ζει από μικροδουλειές) και ΝΕΕΤ (Not in Education, Employment or Training, δηλαδή νέοι που είναι αμόρφωτοι, άνεργοι και ανειδίκευτοι) κάνουν την εμφάνισή τους και γίνονται συνώνυμα του αποκλεισμού.
Το τέλος του 2008, υπήρχαν πάνω από 1,8 εκατ. freeters και 640.000 ΝΕΕΤ. Ολοι αυτοί ανήκουν πλέον στη χαμένη γενιά («λόζου τζένε», από το αγγλικό lost generation).
Στην ταινία «Η σονάτα του Τόκιο» (8), ο σκηνοθέτης Κιγιόσι Κουροσάβα απεικονίζει αυτή την ηλικιακή τάξη μέσα από τον ήρωά του, τον πρωτότοκο γιο μιας πλήρως διαλυμένης οικογένειας, ο οποίος κατατάσσεται στον αμερικανικό στρατό και πάει να πολεμήσει στη Μέση Ανατολή, μακριά από την Ιαπωνία. Ο Κουροσάβα θέλει να φτάσει ώς το τέρμα της ασύλληπτης λογικής σύμφωνα με την οποία ένας ιάπωνας υπήκοος γίνεται αμερικανός στρατιώτης.
Ο νεαρός άνδρας καταλήγει, βέβαια, να περάσει στο στρατόπεδο του εχθρού «για να βρει την απόλυτη ευτυχία», όπως λέει. Ετσι, παίρνει τη μοίρα του στα χέρια του. Αυτό είναι, εξάλλου, το μάθημα που θέλει να δώσει ο σκηνοθέτης: η αναγέννηση της ιαπωνικής κοινωνίας, η οποία περνάει από τη νεολαία και την αναδόμηση κάποιων σημείων αναφοράς.
Η ταινία απεικονίζει τις επιπτώσεις της αποτυχημένης πολιτικής που άσκησε η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Γιουνιχίρο Κοϊζούμι (2001-2006). Υπάρχει, άλλωστε, κάποιος που αποτελεί το σύμβολο αυτής της εποχής: ο Τακαφούμι Χόρι, νεαρός ιδιοκτήτης εταιρείας του Διαδικτύου. Προσηλωμένος στην ιδέα ότι «με το χρήμα αγοράζεις τα πάντα», έστησε, το 1996, μια μεγάλη αυτοκρατορία, τη Livedoor.
«Εσείς, αναμφισβήτητα, είστε αυτός που κάνει τη σημερινή νεολαία να ονειρεύεται», τον βεβαιώνει ο Κοϊζούμι... λίγο πριν ο 33χρονος διευθύνων σύμβουλος συλληφθεί, τον Ιανουάριο του 2006, για παράβαση χρηματιστηριακών κανονισμών. Η δικαστική διερεύνηση των δραστηριοτήτων του προκαλεί ένα μίνι κραχ, που αναγκάζει το χρηματιστήριο του Τόκιο, πρώτη φορά στην ιστορία του, να διακόψει τη συνεδρίαση είκοσι λεπτά πριν από το κλείσιμο.
Μπορεί το σύστημα αξιών που υπηρέτησε ο Χόρι να έκανε μια μερίδα των νεαρών Ιαπώνων να ονειρεύεται, συνέβαλε όμως στην περιθωριοποίηση μιας άλλης, σε αυτή τη χώρα που διέπεται μόνο από τη δύναμη του χρήματος.
«Η σονάτα του Τόκιο» ξεκινάει με την απόλυση του πατέρα της οικογένειας, όταν η εταιρεία στην οποία δούλευε μεταφέρεται στην Κίνα. Η εξέλιξη αυτή τον κάνει να επαναστατήσει, αλλά την αποδέχεται. Οσο το σύστημα λειτουργεί, λίγες φωνές υψώνονται για να αμφισβητήσουν αυτό το πρότυπο ανάπτυξης.
Οσοι έχουν αποκλειστεί συμπεριφέρονται σαν να ανήκουν ακόμα εκεί, όπως το απολυμένο στέλεχος του Κουροσάβα που συνεχίζει τη ζωή τού υποδειγματικού υπαλλήλου. Φεύγει κάθε πρωί για τη δουλειά του, παρ' όλο που την έχει χάσει, και κάνει δήθεν πως πιστεύει ότι θα μπορέσει κάποια μέρα να ξαναβρεί τη θέση του μέσα στο σύστημα. Πρέπει, ωστόσο, να το πάρει απόφαση: η παγκοσμιοποίηση νίκησε κατά κράτος το ιαπωνικό μοντέλο.
Η «κοινωνία-τσουλήθρα»
Επίσης, η παγκοσμιοποίηση προκάλεσε την ανάπτυξη μιας κατηγορίας μισθωτών που ορίζονται με την αγγλική έκφραση «working poor» («εργαζόμενοι φτωχοί»), ίσως για να τονιστεί ότι αυτή η έννοια δεν ταιριάζει με την ιαπωνική κουλτούρα. Οσο οι Ιάπωνες αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στον ιαπωνικό όρο «σουρίου», για τη μεσαία τάξη, τόσο προτιμούν να χρησιμοποιούν μια ξένη έκφραση για ένα φαινόμενο που τους ενοχλεί βαθιά.
Το ντοκιμαντέρ «Εργαζόμενοι φτωχοί - Δεν θα μπορέσω να πλουτίσω, ακόμα και αν δουλεύω» («Βακίνγκου πούα - Χαταραϊτέμο γιουτακανιναρενάι»), που μεταδόθηκε τον Ιούλιο του 2006 από το κρατικό κανάλι ΝΗΚ, ήταν αποκαλυπτικό. Αυτό που έως τότε γινόταν αντιληπτό ως ατομική συμπεριφορά («γίκο σεκινίν») εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια των Ιαπώνων ως συλλογική αποτυχία.
Ο υπεύθυνος του Δικτύου Ενάντια στη Φτώχεια («Χανχινκόν νετοβάκου»), Μακόζο Γιουάζα, καταγγέλλει την «κοινωνία-τσουλήθρα» («σουμπεριντάι σακάι»), στην οποία οι εργαζόμενοι χωρίς σύμβαση δεν λαμβάνουν καμία βοήθεια: «Από τη στιγμή που κάποιος φτάσει κάτω, είναι αδύνατον να ξαναγυρίσει ανεβαίνοντας ανάποδα την τσουλήθρα» διαπιστώνει.
Από τις 31 Δεκεμβρίου 2008 έως τις 5 Ιανουαρίου 2009 έφτιαξε το «Χωριό των Προσωρινά Εργαζομένων» για το ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς («Τοσικόσι χακενμούρα»).
Εγκατεστημένο στο πάρκο Χιμπίγια, στην καρδιά του Τόκιο, μερικές εκατοντάδες μέτρα από την περιοχή όπου είναι συγκεντρωμένα τα υπουργεία, το «Χωριό» είχε στόχο να δείξει προς τα έξω την απόγνωση των προσωρινά εργαζομένων, των πρώτων θυμάτων της ύφεσης. Μη έχοντας καμία προστασία, οι μισθωτοί αυτού του τύπου, βρίσκονται στον δρόμο από τη μια μέρα στην άλλη. Σύμφωνα με στοιχεία των υπουργείων Υγείας και Εργασίας, 557.000 απ' αυτούς θα είναι ήδη άνεργος (9).
Η πρωτοβουλία του Γιουάζα είχε αποτέλεσμα. Περίπου 1.700 εθελοντές εμφανίστηκαν στο «Χωριό» για να παράσχουν βοήθεια: οι νομικές συμβουλές στους υποψήφιους άνεργους που είχαν καταλάβει την περιοχή είχαν ως αποτέλεσμα να δοθούν αποζημιώσεις. Ετσι, φτιάχτηκαν και άλλα τέτοια «χωριά».
Βέβαια, ο κ. Γιουάζα συνειδητοποιεί ότι αυτό δεν θα είναι αρκετό για να ξαναβάλει τη χώρα στον σωστό δρόμο. Ενα άλλο οικονομικό μοντέλο, πιο ισορροπημένο, μέσα στο οποίο ο καθένας θα μπορεί να βρει τη θέση του, παραμένει επομένως στη σφαίρα της φαντασίας.
Αλλά η εποχή που η κυβέρνηση μπορούσε να δρα χωρίς να δίνει λογαριασμό φαίνεται να έχει πια περάσει: Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιαπωνίας ενέγραψε περίπου 14.000 νέα μέλη και οι συνδρομές της εφημερίδας του, «Ακαχάτα» («Κόκκινη Σημαία»), αυξήθηκαν επίσης (10).
(1) Σ.τ.Μ.: «Μάνγκα», η ιαπωνική λέξη για τα κόμικ. Προέρχεται από τις λέξεις «μαν», που σημαίνει «τυχαίος, παιχνιδιάρικος», και «γκα», που σημαίνει «εικόνες». «Ανιμέ»: Στην Ιαπωνία χρησιμοποιούν και τη γαλλική λέξη για τα κινούμενα σχέδια (anime). Τα τελευταία χρόνια, οι Οτάκου (οι φανατικοί οπαδοί των ιαπωνικών κόμικ, δηλαδή) έχουν ως κέντρο τους την περιοχή Ακιχαμπάρα, όπου περνούν πολλές ώρες στα εξειδικευμένα μαγαζιά.
(2) Εκπομή στον τηλεοπτικό σταθμό Nippon Terebi, 9 Ιουνίου 2008.
(3) Ερευνα που δημοσιεύθηκε από το γραφείο του πρωθυπουργού.
(4) «Tokyo Shimbun», Τόκιο, 25 Φεβρουαρίου 2009.
(5) «Asahi Simbun», Τόκιο, 26 Φεβρουαρίου 2009.
(6) «Shukan Asahi», Τόκιο, 26 Δεκεμβρίου 2008.
(7) Εκδόσεις Bungei Shunju, Τόκιο, 2001. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το έργο του Ριού Μουρακάμι «Σχεδόν διάφανο γαλάζιο» από τις εκδόσεις «Printa».
(8) Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους της Γαλλίας από τις 25 Μαρτίου.
(9) «Mainichi Shimbun», Τόκιο, 27 Φεβρουαρίου 2009.
(10) «Asahi Shimbun», Τόκιο, 11 Ιανουαρίου 2009.
* Ο ODAIRA ΝΑΜΙΗΕΙ είναι δημοσιογράφος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου