3/3/10

Οι Γερμανίδες μπαίνουν στην αγορά εργασίας



Νοϊτινγκ, Γερμανία – η Μανουέλα Μέγερ χαρακτηρίστηκε κακή μητέρα. Μια Rabenmutter, ή αλλιώς μια μητέρα κοράκι, όπως το πουλί που πετά τα νεογέννητα από τη φωλιά. Οι υπόλοιπες μητέρες την απομόνωσαν και οι γείτονες και οι συγγενείς στράφηκαν εναντίον της.
Το έγλημά της; Ότι μόλις το δημοτικό σχολείο στο οποίο πήγαινε ο εννιάχρονος γιος της Φλόριαν, περιέλαβε στο πρόγραμμα του ένα μεσημεριναό γεύμα και μια παράταση ωραρίου μέχρι το απόγευμα, το παιδί γράφτηκε στο ολοήμερο αυτό πρόγραμμα και εκείνη επέστρεψε στη δουλειά της.
«Μου είπαν: Γιατί έκανες παιδιά αν δεν μπορείς να τα φροντίζεις;», θυμάται η κυρία Μέγερ, 47 χρονών. Αντίθετα, λέει, όταν γέννησε το μεγάλο της γιο, πριν από 21 χρόνια εκτός γάμου, ο περόγυρός της σ’αυτήν εδώ την παραδοσιακή πόλη της Βαυαρίας, ενός καθολικού και συντηρητικού γερμανικού κρατιδίου, δεν είχε εκφράσει τέτοιου είδους αντδράσεις.
Δέκα χρόνια μετα την αρχή του 21ου αιώνα τα περισσότερα δημοτικά και γυμνάσια στην ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης εξακολουθούν να κλείνουν πριν από το μεσημεριναό, γύρω στη 1μ.μ ακολουθώντας μια παράδοση που διατηρείται ζωντανή εδώ και περίπου 250 χρόνια. Η εικόνα της γερμανίδας μητέρας νοικοκυράς παραμένει ισχυρή και συνδέεται με την ανάπτυξη καλοζωισμενων και καλοαναθρεμμένων παιδιών.
Μπορεί η σύγχρονη Γερμανία να διοικείται από μια γυναίκα αλλά το γεγονός ότι δεν έχει παιδιά φαίνεται ότι δεν είναι τυχαίο.
Το περιορισμένο ωράριο μαθημάτων επέζησε της φεουδαρχίας, της ανόδου και της πτώσης της εξαδινικευμένης Γερμανίδας Μητέρας του Χίτλερ του γυναικείου φεμινιστικού κινήματος της δεκαετίας του ΄70 και της ενοποίησης με την Ανατολική Γερμανία.
Τώρα όμως, μπροστά στην οικονομική αναγκαιότητα, το σύστημα πλέον καταρρέει: ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα υπογεννητικότητας του κόσμου , η απειλή έλλειψης εργατικού δυναμικού και η υποχώρηση του μορφωτικού επιπέδου, έχουν οδηγήσει στην αναθεώρηση του.
«Πρόκειται για ένα ταμπού που δεν έχουμε την πολυτέλεια να συντηρούμε», υποστηρίζει η υπουργός Εργασίας, Ούρσουλα φον ντερ Λέγεν. «Η χώρα χρειάζεται γυναίκες που να είναι σε θέση, συγχρόνως να μεγαλώνουν παιδιά και να εργάζονται». Μητέρα εφτά παιδιών και γιατρός στο επάγγελμα, προτού στραφεί στην πολιτική καριέρα, η φον ντερ Λέγεν φέρνει σε αμηχανία τόσο τις νοικοκυρές όσο και τις άτεκνες γυναίκες που έχουν αφοσιωθεί στην καριέρα τους.
Γι’αυτήν από τη στιγμή που οι γυναίκες εισέρχονται μαζικά στην αγορά εργασίας, η καθιέρωση του ολοήμερου σχολείου είναι αναπόφευκτη. Στη Γερμανία, το ένα πέμπτο των νοικοκυριών εξαρτάται από τα εισοδήματα των γυναικών. Η τάση αυτή ανάγει τη φροντίδα των παιδιών σε θέμα ανταγωνιστικότητας, παρατηρεί η Κάρεν Χάγκεμαν, καθηγήτρια Ευρωπαϊκής Ιστορίας και Ιστορίας της Ισότητας των φύλων στο Πανεπιστήμιο Chapel Hill της Βόρειας Καρολίνας. «Τα υψηλά ποσοστά γεννητικότητας και γυναικείας απασχόλησης συνήθως πάνε μαζί», λέει η κυρία Χάγκεμαν, η οποία ειδικεύεται στο γερμανικό σύστημα. «Γι’ αυτό , η φροντίδα των παιδιών και ένα σχολικό σύστημα που να καλύπτει το ωράριο εργασίας είναι καθοριστικά».
Το 1763, η Πρωσία υπήρξε η πρώτη χώρα που καθιέρωσε την υποχρεωτική πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Το πρωινό σχολικό ωράριο αναπτύχθηκε σε μια περίοδο άνθησης της παιδικής εργασίας. Έτσι, όταν έπειτα από έναν αιώνα Γαλλία και Βρετανία καθιέρωσαν πλέον το ολοήμερο σχολικό πρόγραμμα, στη Γερμανία το πρωινό ωράριο είχε πλέον ριζώσει για τα καλά. Η γερμανική αστική τάξη θεωρούσε για πολύ καιρό ότι εκείνη και όχι το κράτος είχε την ευθύνη για τη γενική κουλτούρα των παιδιών της.
Η Εντιθ Μπρούνερ, 41 χρονων, ανήκει σ’αυτό το όλο και πιο σπάνιο γερμανικό μοντέλο μητέρας. Εξειδικευμένη φοροτεχνικός και μητέρα τεσσάρων παιδιών, πέρασε σε ωράριο μερικής απασχόλησης μόλις έκανε το πρώτο της παιδί κι έπειτα εγκατέλειψε τη δουλειά της και αφιερώθηκε στα παιδιά. Κάθε απόγευμα περνά ώρες ολόκληρες να ελέγχει μαθήματα, να τρέχει τα παιδιά σε μαθήματα πιάνου και αγώνες ποδοσφαίρου. Ο σύζυγός της είναι γιατρός και τα εισοδήματα του είναι υψηλά.
Αλλά το σύστημα αποθαρρύνει τις γυναίκες με υψηλό μορφωτικό επίπεδο από το να κάνουν παιδιά. Σε ηλικία 45 χρονων, η μια στις τρείς Γερμανίδες παραμένει άτεκνη, γεγονός που καθιστά τη Γερμανία, μαζί με την Αυστρία, τις χώρες με το υψηλότερο ποσοστό νοικοκυριών χωρίς παιδιά στην Ευρώπη.
Επιπλέον, οι γερμανικές παραδόσεις έρχονταν σε αντίθεση με τα όλο και περισσότερα παιδιά μεταναστών στα σχολεία, που συχνά χρειάζονταν βοήθεια σε επίπεδο βασικών γνώσεων. Το 2001 έρευνα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτυξης για τις γνώσεις μεταξύ των 15χρονων μαθητών της Ευρώπης συγκλόνισε τους Γερμανούς, καθώς κατέτασσε τη χώρα τους στην 21η θέση σε σύνολο 27 και κοντά στην τελευταία θέση και ως προς τις δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης. Δυο χρόνια αργότερα, η κυβέρνηση έδωσε 5,7 εκατ. δολάρια για να καθιερωθεί το ολοήμερο πρόγραμμα σε 10.000 σχολεία έως το 2009. Τελικά, λειτούργησε σε 7.200 σχολεία.
Οι μητέρες πάντως ανταποκρίθηκαν θερμά. Ο Β. Γκρούμπερ των εκπαιδευτικών αρχών της Βαυαρίας χρησιμοποιεί τις λέξεις «πλημμύρα» και «καταιγισμό» για να περιγράψει τη ζήτηση που είχε το νέο σύστημα. Στην τριετία 2006-2009 , μόνο 40 δημοτικά σχολεία της Βαυαρίας το υιοθέτησαν. Φέτος, ο αριθμός τους προβλέπεται να φτάσει τα 150. «Υπάρχουν ακόμα πολλά εμπόδια και μια οπισθοδρόμηση δεν μπορεί ποτέ να αποκλειστεί», λέει η Χάγκεμαν. Αλλά τόσο στη Γερμανία όσο και αλλού, έννοιες που κάποτε θα φάνταζαν αδιανόητες αρχίζουν και καθιερώνονται. «Όλες οι αλλαγές», τονίζει, «ξεκινάνε απ’το κεφάλι μας».

Βαρβάρα Τερζάκη

Άρθρο Kathrin Bennhold-εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, The New York Times, 31-01-2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: