2/3/10

Εικόνες των αγροτών στην παγκοσμιοποίηση

Πώς αποτυπώνεται η ζωή τους στην τέχνη και στα μίντια

Μεγαλώσαμε με την ιδέα ότι η Ελλάδα είναι κατ’ εξοχήν αγροτική χώρα: φτωχή, δεμένη με τη γη, αγκιστρωμένη στον μόχθο, ταγμένη στην ταπεινότητα. Αργότερα, όταν το όραμα της ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού κάλπαζε ανά την επικράτεια, αντιστρέψαμε την εξίσωση: ναι, η Ελλάδα θα παρέμενε κατ’ εξοχήν χώρα αγροτική, επ’ ουδενί όμως φτωχή ή ταπεινή. Ο νέος αγρότης θα είχε στη διάθεσή του σύγχρονα μέσα παραγωγής, θα χειραγωγούσε τη Φύση, θα έπαυε να εξαρτάται από τα καπρίτσια της. Θα ευημερούσε. Και θα παρήγαγε προϊόντα άριστης ποιότητας, θελκτικά και κυρίως ανταγωνιστικά.
Τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς έτσι. Μπορεί οι αγρότες όντως να γνώρισαν την ευημερία, η έλλειψη όμως συγκεκριμένων προγραμμάτων αγροτικής και περιφερειακής ανάπτυξης οδήγησε τον αγροτικό τομέα σε κρίση. Κρίση βαθιά και παρατεταμένη, που, καθώς σημειώνει ο οικονομολόγος Γιάννης Τόλιος στο νέο του βιβλίο για την αγροτική πολιτική, «αγγίζει τους όρους ύπαρξης και επιβίωσης της πλειονότητας των Ελλήνων αγροτών, τη διατροφική αυτοδυναμία της χώρας, τη διατήρηση της ζωής στις ορεινές, ημιορεινές και νησιωτικές περιοχές, τις πολιτισμικές παραδόσεις, τη βιοποικιλότητα, την προστασία του περιβάλλοντος». Κρίση που αποτυπώνεται στον εκφυλισμό των αγροτικών κοινοτήτων, στην έκπτωση της αξίας της αγροτικής παραγωγής, στην υπερπαραγωγή για μεγαλύτερες επιδοτήσεις, στην καταστροφή του περιβάλλοντος, σε αγρότες που περιμένουν το κρατικό χρήμα ενώ ταυτόχρονα τζογάρουν στη Γευγελή ή παραγγέλνουν «μαύρο» (δηλαδή ουίσκι, black label) στα καφενεία, αφήνοντας τους μετανάστες να τα βγάλουν πέρα με τα χωράφια τους.
Αλλαγή της σχέσης
Ωστόσο, δεν έχω την πρόθεση, ούτε και την επάρκεια, να ασχοληθώ με το αγροτικό ζήτημα. Απλώς οι αγρότες στους δρόμους, τα μπλόκα στις εθνικές οδούς και τις παρακαμπτηρίους, τα κραυγαλέα αιτήματα, μου υπενθύμισαν, για μια ακόμη φορά, πόσο αρχαϊκά εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε τον αγροτικό βίο, πόσο προσκολλημένοι παραμένουμε, παρά τα επιφαινόμενα, σε μια ηθογραφική σύλληψη της ζωής της υπαίθρου. Είναι λες και αναπαράγουμε εικόνες από τον Παπαδιαμάντη, τον Καρκαβίτσα, τον Εφταλιώτη. Αλλά αν η ζωή του χωριού παραμένει, σε μεγάλο βαθμό, περιορισμένη και αμετάβλητη, αν ο αγροτικός βίος εξακολουθεί να οργανώνεται γύρω από τις εποχές και να ορίζεται από την κυκλική γονιμότητα των αγρών, το ήθος της υπαίθρου έχει ολότελα αλλάξει. Και δεν θέλω εδώ να αναφερθώ στα τετριμμένα περί σκυλάδικων, καζίνο κ.λπ. αλλά στην αλλαγή της σχέσης του ανθρώπου με τη γη, με το χρόνο.
Η Φύση είναι μια σύλληψη ακαθόριστη, συγκεχυμένη· συνδέεται με το παρελθόν, με μια αρχέγονη κατάσταση που γεννά τη νοσταλγία και συγκρούεται με κάθε αίσθηση προόδου και νεωτερικότητας. Οντας το αντίθετο, όχι μονάχα του πολιτισμού αλλά και της ιστορίας –και κυρίως της γραμμικής αίσθησης της ιστορίας με την οποία έχουμε συνδέσει την έννοια της εξέλιξης– είναι άχρονη: ένα αλλού, στον χώρο και στο χρόνο, ένα status pro ante, ένας ορίζοντας που πάντα ξεμακραίνει πίσω μας. Η Φύση –άρα και η ύπαιθρος– είναι «η γαλήνη, η αθωότητα, η απλότητα», καθώς γράφει ο Ρέιμοντ Γουίλιαμς στο κλασικό βιβλίο του «H ύπαιθρος και η πόλη». Ο πολιτισμός –η πόλη– είναι «η μόρφωση, η επικοινωνία, η εξέλιξη». Αλλά υπάρχουν και οι αρνητικές συνδηλώσεις στους δύο πόλους της αντίθεσης. Στην πόλη «ο θόρυβος, ο υλισμός, η φιλοδοξία», στην ύπαιθρο «η οπισθοδρόμηση, η άγνοια, οι περιορισμοί».
Κι όμως, ήδη από το 1973, ο Γουίλιαμς θα επισημάνει την κατάλυση αυτής της διάκρισης· σαράντα χρόνια αργότερα, η πραγματικότητα τον επιβεβαιώνει πλήρως. Η ύπαιθρος και η πόλη μπλέκονται· η πρώτη φθονεί τη δεύτερη, πιθηκίζει τους τρόπους της, τείνει να της μοιάσει· η δεύτερη ταλαντεύεται ανάμεσα στη νοσταλγική εξιδανίκευση και την αποστροφή για την μακρινή της μητέρα. Στο τελευταίο βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη αποτυπώνεται αυτή ακριβώς η αμφιθυμία της ελληνικής υπαίθρου – όπου η απομόνωση προκρίνεται ως βολική συνθήκη για άλλου τύπου συναλλαγές, όπου τα ήθη μόνο αβρά δεν είναι, όπου η μονοτονία βαραίνει τις ευγενικές ψυχές, τις κάνει να ασφυκτιούν. Εδώ δεν υπάρχει εξιδανίκευση του αγροτικού βίου· η ομορφιά της Φύσης, η γαλήνη της είναι ένα σκηνικό που κάνει τα πάθη να προβάλλουν ακόμα πιο βίαια. Στους αντίποδες, η νοσταλγία του Σωτήρη Δημητρίου: το χωριό, η μικρή κοινότητα είναι μια σταθερά που γειώνει τον άνθρωπο με ό,τι πραγματικά τον ορίζει: την ανάγκη να ανήκει, τον πόθο για ένα βηματισμό ζωής συμφιλιωμένο με το ρυθμό της Φύσης. Ωστόσο, παρά τη γοητεία μιας τέτοιας οπτικής, δεν παύω ν’ αναρωτιέμαι αν οι σημερινοί αγρότες αναγνωρίζουν έστω και λίγα ψίχουλα απ’ τους εαυτούς και τις ανάγκες τους σ’ εκείνη τη «χωριάνικη» ζωή που ανακαλεί ο Δημητρίου.
Μυθιστορήματα
Είναι η ζωή που αποτυπώθηκε από τους Ελληνες ηθογράφους εκατό και πλέον χρόνια πριν: από τον Παπαδιαμάντη που προβάλλει ως ύψιστο κακό την αλλαγή των δομών της παραδοσιακής κοινωνίας ώς τον Κ. Χατζόπουλο που περιγράφει την αλλαγή της αγροτικής κοινωνίας, τις νέες και συχνά οδυνηρές συνθήκες που δημιουργούνται μέσα από τη σύγκρουση του παλιού και του καινούργιου. Είναι ο βίος, κυκλικός και χοϊκός, των ηρώων του Ερμάνο Ολμι στη βαθιά ανθρώπινη ταινία του «Το δέντρο με τα τσόκαρα». Είναι η, ανεπηρέαστη από τους παλμούς της ιστορίας, μυθική ακινησία στις αγροτικές ιστορίες του βεριστή Τζιοβάνι Βέργκα. Αλλά είναι και το βασανιστικό κονταροχτύπημα με τη Φύση σε μερικές από τις καλύτερες σελίδες της Τόνι Μόρισον. Είναι η συρροή της στατικότητας – χωρικής, χρονικής, κοινωνικής– στα μυθιστορήματα του «αγροτικού μοντερνιστή» Γουίλιαμ Φώκνερ. Είναι η συγκλονιστικά καταγγελτική φωνή του Τζων Στάινμπεκ στα «Σταφύλια της οργής» του.
Οι μεταβατικές εποχές απαιτούν από τις αφηγηματικές τέχνες να παρακολουθήσουν και να καταγράψουν όσα ενδιαφέροντα, τραυματικά και ενίοτε ακατανόητα ορίζουν την ιστορική τους στιγμή. Η παγκόσμια λογοτεχνία αποδείχθηκε, άλλοτε, δραστική – το ίδιο και ο κινηματογράφος. Ανακαλώ εν τάχει το ποιητικό ντοκιμαντέρ “The plow that broke the plains” του Π. Λόρεντζ, που γυρίστηκε το 1936 για να στιγματίσει την αλόγιστη και ανεξέλεγκτη αγροτική εκμετάλλευση στην Αμερική, η οποία οδήγησε στην ερημοποίηση τεράστιων εκτάσεων και στην εξαθλίωση των αγροτών, ή το ουτοπικό αριστούργημα του Κινγκ Βιντόρ «Ο άρτος ημών ο επιούσιος» (1934), αντίδραση στην οικονομική ασφυξία της Μεγάλης Υφεσης. Κι αναρωτιέμαι, είναι δυνατόν να υπάρξει σύγχρονη τέχνη ικανή ν’ αποτυπώσει τις ραγδαίες αλλαγές που σαρώνουν τον αγροτικό κόσμο, τον αγροτικό χρόνο, τις κοινωνίες που έπαψαν να είναι παραδοσιακές, χωρίς να καταφέρουν να ορίσουν αλλιώς το πρόσωπό τους; Γιατί αν η τέχνη δεν μπορεί να αποτυπώσει το πρόσωπο της σύγχρονης αγροτιάς, τότε το πρόσωπο αυτό θα ταυτίζεται ολοένα και περισσότερο με την τηλεοπτική εικόνα του στα μπλόκα – εικόνα ούτε ελκυστική ούτε δίκαιη.
«Αγροτική» φιλολογία
Τζιοβάνι Βέργκα, «Η ζωή στους αγρούς» (μετ. Λητώ Σεϊζάνη, εκδ. Σοκόλη - Κουλεδάκη).
Τόνι Μόρισον, «Αγαπημένη» (μετ. Εφη Καλλιφατίδη, εκδ. Νεφέλη) και Ελεος (μετ. Κ. Σχινά, εκδ. Νεφέλη).
Γουίλιαμ Φώκνερ, «Καθώς ψυχορραγώ» (μετ. Μένης Κουμανταρέας, εκδ. Κέδρος).
Τζων Στάινμπεκ, «Τα σταφύλια της οργής» (μετ. Κοσμάς Πολίτης, εκδ. Γράμματα).
Σωτήρης Δημητρίου, «Σαν το λίγο το νερό» (εκδ. Ελληνικά Γράμματα).
Ρέα Γαλανάκη, «Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα» (εκδ. Καστανιώτης).
Raymond Williams, «The country and the city» (Oxford University Press).
Γιάννης Τόλιος, «Περιβάλλον και αγροτική πολιτική σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης» (εκδ. ΚΨΜ).


Βαρβάρα Τερζάκη

Άρθρο Κατερινας Σχινα-εφ. Καθημερινή, 21-02-2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: