24/6/11

Τα Νέα 23.06.2011

Ελευθερώστε τον Ανδρέα Παπανδρέου

Του Σπύρου Δραΐνα

15 χρόνια απο τον θάνατό του
Σαν σήμερα το 1996 πέθανε σε ηλικία 75 ετών ο Ανδρέας Παπανδρέου, ηγετική μορφή της πολιτικής ζωής του τόπου από τη δεκαετία του 1960.
Ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ, επηρέασε βαθύτατα με τις πολιτικές επιλογές και τη δράση του τη μεταπολίτευση. Ηταν ίσως ο πολιτικός με τη μεγαλύτερη συμβολή στη διαμόρφωση του πολιτικού και κομματικού συστήματος στη σύγχρονη Ελλάδα. Επεκτείνοντας το σύνθημα «Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία», ανέτρεψε τον κυρίαρχο πολιτικό διαχωρισμό «εθνικόφρονες - κομμουνιστές» επιβάλλοντας το δίπολο «Δεξιά - Αντιδεξιά», το οποίο διαμόρφωσε τις νέες ιδεολογικοπολιτικές ισορροπίες της μεταπολίτευσης. Στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ ήλθε το 1981 έπειτα από μια θριαμβική εκλογική νίκη με ποσοστό 48%. Η πρώτη κυβερνητική θητεία του συνοδεύτηκε από τομές, σημαντικότερη των οποίων ήταν η άρση των στεγανών πρόσβασης στον κρατικό μηχανισμό όσων διώκονταν ως αριστεροί από το μεταπολεμικό κράτος της Δεξιάς. Εξάλλου, παρά τα αντιεοκικά συνθήματα της πρώτης πασοκικής περιόδου, το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση δεν αντιτάχθηκε στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, εμβαθύνοντας τη συμμετοχή της στην ολοκλήρωση.
Ο πολιτικός επιστήμονας Σπύρος Δραΐνας έχει παρακολουθήσει συστηματικά τη διαδρομή του Ανδρέα Παπανδρέου. Εκτιμώντας ότι η πολιτική και ιδεολογική διαδρομή του στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ δεν είναι άμοιρη της προϊστορίας του στα προδικτατορικά χρόνια ούτε της σύλληψής του από τη χούντα, ο συνεργάτης μας φωτίζει το άγνωστο παρασκήνιο εκείνης της καθοριστικής περιόδου: Πώς αντέδρασε στη σύλληψη του Ανδρέα ο αμερικανικός παράγοντας. Ποιες προσωπικότητες συγκρότησαν ομάδα κοινωνικής και πολιτικής πίεσης για την απελευθέρωσή του. Πώς έζησε ο ίδιος την περίοδο της απομόνωσής του στη φυλακή. Η αποφυλάκισή του, η φυγή στο Παρίσι και συντομότατα η ανάληψη αντιδικτατορικής δράσης με την ίδρυση του ΠΑΚ ήταν η περίοδος που συνέδεσε το πριν και το μετά.
Στη σημερινή συγκυρία, περίοδο εκτός των άλλων ιστορικής αποτίμησης των προσωπικοτήτων και των πολιτικών που δοκιμάστηκαν την εποχή της μεταπολίτευσης, το αφιέρωμα αυτό στον Ανδρέα Παπανδρέου κλείνει με δύο απόπειρες σύντομης αποτίμησης της πολιτικής παρουσίας του. Τα επόμενα χρόνια, υπό το φως των εξελίξεων, η μεταπολίτευση θα τεθεί εξ ολοκλήρου στο ανατομικό τραπέζι των ιστορικών. Οποια κατεύθυνση κι αν ακολουθήσει όμως η ιστορική έρευνα, ένα πράγμα δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί: ο καθοριστικός ρόλος που έπαιξε στην ελληνική πολιτική ζωή ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Χθες, στο Α' Νεκροταφείο έγινε μνημόσυνο στον τάφο του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, παρόντος του πρωτότοκου γιου του, Πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου.

Ενας ανάμεσα στους περίπου 8.000 πολίτες που συνελήφθησαν όταν, με την ισχύ των όπλων, η χούντα του Παπαδόπουλου κατέλαβε την εξουσία στις 21 Απριλίου 1967, ο Ανδρέας Παπανδρέου φυλακίσθηκε για λίγο στο Γουδή και στο Πικέρμι, αλλά πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των οκτώ επόμενων μηνών στην απομόνωση, στις Φυλακές Αβέρωφ. Στο κελί του με θέα την πολυσύχναστη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, περίμενε να του απαγγελθούν κατηγορίες και να δικαστεί για την υποτιθέμενη εμπλοκή του στον ΑΣΠΙΔΑ, μια μυστική οργάνωση κεντρώων κατώτερων αξιωματικών του στρατού που συνελήφθησαν στα μέσα του 1965 με ψεύτικες κατηγορίες ότι συνωμοτούσαν για να ανατρέψουν τη μοναρχία, για να αποσυρθεί η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ και για να επιβληθεί στην Ελλάδα μια δικτατορία με ηγέτη τον Ανδρέα.
Μολονότι ήταν πολιτικά ακινητοποιημένος, ο Ανδρέας παρέμενε ένας παράγοντας στις πολιτικές εξελίξεις. Μόλις οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ βεβαιώθηκαν ότι το πραξικόπημα ήταν φιλοαμερικανικό, άρχισε στην Ουάσιγκτον μια συζήτηση για το ποια στάση θα έπρεπε να πάρουν δημόσια οι ΗΠΑ. Ο Ουόλτ Ρόστοου, σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου Τζόνσον, συνέστησε αρχικά να εκφράσουν «τη λύπη τους - έστω και χαμηλόφωνα» για την αναστολή των δημοκρατικών διαδικασιών. Ομως ο υπουργός Εξωτερικών Ντιν Ρασκ έφερε αντίρρηση υποστηρίζοντας ότι η Ουάσιγκτον έπρεπε να παραμείνει σιωπηλή.
Την επομένη, ο Ρόστοου υιοθέτησε τη θέση του Ρασκ και εξήγησε το σκεπτικό στον αμερικανό πρόεδρο σ' ένα ενημερωτικό μνημόνιο: «Οι νέοι ηγέτες εξακολουθούν να προσπαθούν να σχηματίσουν την κυβέρνησή τους», είπε στον Τζόνσον. «Καθώς η κατάσταση είναι ακόμη ρευστή, δεν πρέπει να κάνουμε δημόσια κάτι που να γείρει την πλάστιγγα». Η ανησυχία ήταν πως, ακόμη και μια ήπια κριτική από την Ουάσιγκτον, μπορεί να ενθάρρυνε ορισμένες «στρατιωτικές κλίκες να διασπαστούν από την ομάδα του πραξικοπήματος», προκαλώντας την αποτυχία τού ώς τώρα επιτυχούς εγχειρήματος. Το κύριο πρόβλημα αν δεν έλεγαν τίποτε, σύμφωνα με τον Ρόστοου, ήταν η πιθανότητα να υπάρξουν επικρίσεις από τους προοδευτικούς και τους διανοουμένους των ΗΠΑ (η αντίθεση των οποίων στον πόλεμο του Τζόνσον στο Βιετνάμ είχε ρίξει σε αναταραχή το Δημοκρατικό Κόμμα). «Το πρόβλημα οξύνεται από το γεγονός ότι ο πιο αμφιλεγόμενος πολιτικός κρατούμενος στην Αθήνα είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος έχει πολλούς φίλους στην εδώ ακαδημαϊκή κοινότητα. Οι προσωπικοί φίλοι του τηλεφωνούν όλη ημέρα σε υψηλά ιστάμενους (στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ) ρωτώντας για την ασφάλειά του». Ο Ντιν Ρασκ «επισημαίνει ότι οι πιέσεις για να εκφράσουμε μια άποψη προέρχονται από μια μικρή ομάδα - τους προσωπικούς φίλους του Ανδρέα. Εχει δίκιο» (στο μνημόνιο του Ρόστοου προς τον Τζόνσον, με διαβάθμιση «άκρως απόρρητο», 22 Απριλίου 1967).
Τελικά κέρδισε το επιχείρημα του Ρασκ να μείνουν οι ΗΠΑ σιωπηλές μέχρι να σταθεροποιηθεί η χούντα. Οταν έδωσε στη δημοσιότητα μια δήλωση, μία εβδομάδα αργότερα, ο Ρασκ δεν διατύπωσε επικρίσεις για το πραξικόπημα, ούτε καν ήπιες, εκφράζοντας αντίθετα ικανοποίηση για το γεγονός ότι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο οποίος ήταν γνωστό πως ήταν πολιτικός αιχμάλωτος της χούντας, είχε ζητήσει την «επιστροφή, σύντομα, στην κοινοβουλευτική δημοκρατία». Ετσι ο Ρασκ άρχισε την κουραστική διπλωματική παρωδία των υποτιθέμενων «πιέσεων» των ΗΠΑ επί της χούντας για την «αποκατάσταση της δημοκρατίας». Οπως εξήγησε σε έγγραφό του ο εμπειρογνώμων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την Ελλάδα Νταν Μπρούστερ, το «σημαντικό» ήταν «να δημιουργηθεί η εντύπωση της προόδου».

Η ΠΙΕΣΗ. Αν η επιρροή των φίλων του Ανδρέα δεν ήταν αρκετή για να πιέσει την αμερικανική κυβέρνηση να επικρίνει έστω το πραξικόπημα, ήταν αρκετή για να δημιουργήσει στον Τζόνσον ένα εγχώριο πολιτικό πρόβλημα. Πράγματι, η «μικρή ομάδα» των «προσωπικών φίλων» στους οποίους αναφερόταν απαξιωτικά ο Ρόστοου περιελάμβανε ισχυρές φυσιογνωμίες του κατεστημένου του Δημοκρατικού Κόμματος όπως ο Καρλ Κέισεν, ο πρώην ειδικός βοηθός του προέδρου Κένεντι στην Ουάσινγκτον σε θέματα εθνικής ασφαλείας, ο οποίος, ως νέος οικονομολόγος, είχε βοηθήσει τον Ανδρέα να αναπτύξει την πρότασή του για τη δημιουργία του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών (αργότερα ΚΕΠΕ)• ο Εντμουντ Μπράουν, ο δημοφιλής πρώην κυβερνήτης της Καλιφόρνιας (και πατέρας του νυν κυβερνήτη της), του οποίου ο Ανδρέας ήταν οικονομικός σύμβουλος όταν ήταν πρόεδρος του Οικονομικού Τμήματος του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ• ο Ουόλτερ Χέλερ, με τον οποίο ο Ανδρέας μοιραζόταν το γραφείο του στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότας και ο οποίος είχε ηγηθεί του ισχυρού Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων υπό τον Κένεντι• και ο Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ, ο μέντορας του Ανδρέα στο Χάρβαρντ, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως πρεσβευτής του Κένεντι στην Ινδία και μόλις είχε εκλεγεί πρόεδρος της ισχυρής προοδευτικής «δεξαμενής εγκεφάλων» και οργάνωσης λόμπι Αμερικανοί για Δημοκρατική Δράση.

Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ. Η παρέμβαση του Τζόνσον για την ασφάλεια του Ανδρέα δεν σήμανε το τέλος του προβλήματος εκ μέρους της αμερικανικής κυβέρνησης. Στις 26 Απριλίου, ο Χαλ Σόντερς στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας έγραψε σε ένα απόρρητο μνημόνιο προς τον Ρόστοου: «Βολιδοσκοπούμε τον [πρεσβευτή των ΗΠΑ] Φιλ [Τάλμποτ] για τη δυνατότητα να ζητήσουμε από την κυβέρνηση του πραξικοπήματος απλώς να απελάσει τον Ανδρέα. Ουδείς πιστεύει ότι η πολιτική κατάσταση μπορεί να στρώσει πριν αυτός φύγει από τη σκηνή, έτσι η απέλαση θα κάλυπτε τις εσωτερικές ανάγκες μας, ενώ ταυτόχρονα θα ήταν κέρδος για τη [χουντική] κυβέρνηση. Πιθανόν θα προτιμούσαν να τον σκοτώσουν, αλλά ξέρουν ότι αυτό θα προκαλούσε αφόρητη παγκόσμια αντίδραση».
Σε ένα τηλεγράφημα προς τον πρεσβευτή Τάλμποτ την ίδια ημέρα, ο υφυπουργός Εξωτερικών παραδέχεται ότι υπάρχουν κατά τα φαινόμενα ανυπέρβλητα εμπόδια γύρω από την ιδέα να απελαθεί ο Ανδρέας, εντούτοις ζητούσε από τον πρεσβευτή να σχολιάσει κατά πόσο ήταν πιθανό να συμφωνήσει η χούντα, «ιδιαίτερα αν ο Ανδρέας επρόκειτο να απαρνηθεί την ελληνική υπηκοότητα, να υπογράψει μια δέσμευση ότι θα παραμείνει εκτός Ελλάδος ή να παράσχει άλλες παρόμοιες διαβεβαιώσεις. Μολονότι [οι διαβεβαιώσεις αυτές] μπορεί να είχαν μικρή αξία μόλις ο Ανδρέας έφευγε από τη χώρα, θα τον δυσφημούσαν στα μάτια του ελληνικού κοινού».
Η «μικρή ομάδα» των «προσωπικών φίλων» του Ανδρέα διατήρησε ζωντανό το θέμα στις ΗΠΑ. Στις 7 Ιουνίου, για παράδειγμα, μια δήλωση υπογεγραμμένη από περίπου 500 αμερικανούς καθηγητές εμφανίστηκε στην έγκυρη «Ουάσιγκτον Ποστ» ως διαμαρτυρία για τη συνεχιζόμενη πολιτική καταπίεση που ασκούσε η χούντα και για τα σχέδιά της να δικάσει τον Ανδρέα υπό συνθήκες στρατιωτικού νόμου. Οπως προσφυώς αναφερόταν στη δήλωση, «έχοντας στερήσει από τον Ανδρέα Παπανδρέου τα ουσιώδη δικαιώματα της υπεράσπισης, έχοντας καταργήσει την ελευθεροτυπία και εκφοβίσει τα δικαστήρια, η χούντα μπορεί να υπολογίζει ότι θα πάρει την ετυμηγορία που θέλει, όσο αντίθετα κι αν είναι τα πραγματικά γεγονότα». Ωστόσο γι' αυτούς που αποφάσιζαν την πολιτική των ΗΠΑ, το πρόβλημα με τη χούντα δεν ήταν η κατάφωρη παραβίαση εκ μέρους της των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά το γεγονός ότι δεν είχε συναίσθηση των δημοσίων σχέσεων. Στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο Νταν Μπρούστερ υιοθέτησε την άποψη ότι «αυτό που χρειάζεται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο η ελληνική χούντα είναι ένας καλός υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων». Σε μια έκθεση στα τέλη Ιουλίου με θέμα τα «Σχέδια της ελληνικής χούντας για τον Ανδρέα Παπανδρέου», η CIA εξέφραζε τη δυσαρέσκειά της για τις «έως τώρα προφανώς καταστροφικές προσπάθειες δημοσίων σχέσεων [του καθεστώτος], που κορυφώθηκαν πολύ πρόσφατα με την άρση της ιθαγένειας της ηθοποιού Μελίνας Μερκούρη».

Ο ΑΣΠΙΔΑ. Σύντομα τα προβλήματα δημοσίων σχέσεων της χούντας επιδεινώθηκαν πολύ. Στις 30 Αυγούστου, το επανειλημμένως αναβληθέν κατηγορητήριο για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, όπου ο Ανδρέας κατηγορούνταν για εσχάτη προδοσία, επιτέλους δόθηκε στη δημοσιότητα. Βασισμένες σε μεγάλο βαθμό κατασκευασμένα στοιχεία, οι κατηγορίες περιέπεσαν σε ανυποληψία μία εβδομάδα αργότερα, όταν ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας του εισαγγελέα, ο Ανδρέας Βαχλιώτης, εμφανίστηκε σε συνέντευξη Τύπου και αποκήρυξε την κατάθεσή του λέγοντας πως ήταν υπαγορευμένη από την ΚΥΠ. Οπως αφηγείται η Μαργαρίτα Παπανδρέου στο βιβλίο της «Εφιάλτης στην Αθήνα», η αναίρεση της κατάθεσης του Βαχλιώτη ήταν μια μεγάλη νίκη στην εκστρατεία της για την απελευθέρωση του Ανδρέα - μια εκστρατεία την οποία συντόνιζε μυστικά από την Αθήνα μέσω ενός δικτύου υποστηρικτών του Ανδρέα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Η αναμενόμενη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ φαινόταν ότι θα αποτελούσε πηγή μεγάλης διεθνούς αμηχανίας προκαλώντας περισσότερους πονοκεφάλους για τους Αμερικανούς, οι οποίοι ανυπομονούσαν να εφαρμόσουν την απόφασή τους «να κινηθούμε προς μια εξομάλυνση των σχέσεών μας με την Ελλάδα», η οποία ελήφθη μυστικά στις 6 Ιουλίου σε μια συνάντηση αξιωματούχων του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, του Πενταγώνου, της CIA και της αμερικανικής πρεσβείας. Καθώς η φυλάκιση του Ανδρέα είχε γίνει θέμα μείζονος ενδιαφέροντος σε χώρες όπως η Δανία και η Νορβηγία, οι ΗΠΑ αντιμετώπιζαν επίσης προβλήματα στο να νομιμοποιήσουν τη χούντα μέσα στο ΝΑΤΟ.
Τότε, στις 13 Δεκεμβρίου, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος έκανε τη γνωστή καταστροφική απόπειρα να πάρει τον έλεγχο του στρατού και της χώρας με το άσχημα οργανωμένο αντιπραξικόπημα. Η κίνηση αυτή συνέβαλε σοβαρά στη σταθεροποίηση της εξουσίας της χούντας, ενώ είχε επίσης συνέπειες και για τον Ανδρέα. Μετά τη φυγή της βασιλικής οικογένειας στην Ιταλία, η χούντα δήλωσε ότι δεν θα ασκήσει διώξεις εις βάρος οποιουδήποτε από τους εμπλεκόμενους αξιωματικούς που έμειναν πίσω. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα ήταν σουρεαλιστικό να δικαστούν ο Ανδρέας και οι αξιωματικοί του ΑΣΠΙΔΑ για μια υποτιθέμενη συνωμοσία για την ανατροπή της μοναρχίας. Μία εβδομάδα αργότερα, μια συνάντηση έλαβε χώρα στην Ουάσιγκτον ανάμεσα σε αξιωματούχους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και στον ελληνοαμερικανό επιχειρηματία Τομ Πάπας, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από την Αθήνα. Στη συνάντηση, ο φαύλος, με έδρα τη Βοστώνη, ιδιοκτήτης του μονοπωλιακού πετρελαϊκού συγκροτήματος ESSO-Pappas της Ελλάδας, αλλά και ευρέως γνωστός για τις διασυνδέσεις του με τη CIA, ουσιαστικά ανέλαβε τον ρόλο του ανεπίσημου πρεσβευτή της χούντας στην Ουάσιγκτον. «Το ελληνικό καθεστώς ήθελε να ξέρει ακριβώς τι ήθελαν οι ΗΠΑ από αυτό», εξήγησε ο Πάπας. Σε απάντηση, ο αμερικανός υφυπουργός Στιούαρτ Ρόκγουελ του είπε ότι «ο στόχος των ΗΠΑ είναι να επιστρέψει η Ελλάδα στην ομαλότητα», περιλαμβανομένης της σύνταξης νέου Συντάγματος, της πραγματοποίησης ενός δημοψηφίσματος και της ανακοίνωσης ημερομηνίας για εκλογές. Ο Ρόκγουελ προσέθεσε πως «η απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων και ιδιαίτερα του Ανδρέα Παπανδρέου θα ήταν επίσης ένα εποικοδομητικό βήμα».
Η τελευταία σύσταση σύντομα πραγματοποιήθηκε. Την παραμονή των Χριστουγέννων, η χούντα απελευθέρωσε και παρέδωσε στις οικογένειές τους τον Ανδρέα και τους κατηγορουμένους του ΑΣΠΙΔΑ στο πλαίσιο μιας ευρείας αμνηστίας των πολιτικών κρατουμένων. Δεν είναι γνωστά περισσότερα στοιχεία για την παρασκηνιακή διαδικασία που οδήγησε στην απελευθέρωση. Κάποιο φως ρίχνει ένα σύντομο σημείωμα, όπου επιγράφεται απλώς «Ανδρέας» και βρέθηκε στα χαρτιά του Χαρίλαου Λαγουδάκη, του έλληνα ειδικού στο Γραφείο Πληροφοριών και Ερευνας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Το σημείωμα φαίνεται ότι αφορά μια επίσκεψη που έκανε στον Ανδρέα μια αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Συμβουλευτικής Συνέλευσης, η οποία ερευνούσε την κατάσταση στην Ελλάδα για λογαριασμό του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η επίσκεψη πραγματοποιήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου, δύο ημέρες πριν από την απελευθέρωση του Ανδρέα. Ελληνες αξιωματούχοι, περιλαμβανομένου του πρεσβευτή Καλαμίδα, ήταν επίσης παρόντες. Ο Ανδρέας θυμάται πως έγινε μια εκτεταμένη συζήτηση που διήρκεσε δύο ώρες. Ωστόσο, το σύντομο σημείωμα που βρέθηκε στα χαρτιά του Λαγουδάκη αφορά μόνο μια «σχετική ερώτηση», στην οποία ζητήθηκε από τον Ανδρέα να απαντήσει. Σύμφωνα με το σημείωμα, ο Ανδρέας λέει, «όταν απελευθερωθώ και μπορέσω να σχηματίσω τη δική μου απροκατάληπτη άποψη για τα γεγονότα, και αν καταλήξω στο συμπέρασμα ότι η περαιτέρω παρουσία μου στην πολιτική αρένα μπορεί να βλάψει την ομαλότητα της εθνικής ζωής της Ελλάδας, τότε μπορεί να αποφασίσω να αφήσω την πολιτική και να κοιτάξω την οικογένειά μου και την επιστήμη μου». Η δήλωση του Ανδρέα δείχνει πως ήξερε ότι η ελευθερία του ήταν κοντά, αλλά ήξερε επίσης ότι η απελευθέρωσή του εξαρτιόταν από την εκδήλωση εκ μέρους του της πρόθεσης να εγκαταλείψει την ελληνική πολιτική.
Οι μάλλον ασθενείς «διαβεβαιώσεις» που έδωσε ο Ανδρέας για να διευκολύνει την απελευθέρωσή του αποδείχθηκε πως «λίγη αξία είχαν όταν ο Ανδρέας αναχώρησε από τη χώρα», όπως είχε προβλέψει ο υφυπουργός Εξωτερικών λίγο μετά το πραξικόπημα. Το αίσθημα της αποστασιοποίησης, όμως, ακόμη και αποξένωσης από την πολιτική που μεταφέρεται από τη δήλωσή του, φαίνεται πως δεν ήταν εντελώς προσποιητό. Οι σχεδόν 8 μήνες που έμεινε στην απομόνωση, τον είχαν καταβάλει. Υπέφερε από υποτροπή των ενδημικών στομαχικών προβλημάτων του. Τον Οκτώβριο άρχισε να χάνει σταθερά βάρος. Μετά την απελευθέρωσή του είχε ένα λιποθυμικό επεισόδιο που τον έστειλε στο νοσοκομείο. Επιπλέον οι πολλές ώρες που πέρασε κοιτάζοντας μέσα από τα κάγκελα του παράθυρου στο κελί του, προβάλλοντας τον εαυτό του στη ζωή που κυλούσε ελεύθερα απέξω, άφησαν προβλήματα στην όρασή του.

ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Η Μαργαρίτα θυμάται τις ημέρες μετά την απελευθέρωσή του ως την αρχή του «μακρού, αργού δρόμου του προς τη συναισθηματική και τη σωματική ανάρρωση». Πιο ανησυχητική για τη συναισθηματική ζωή του ήταν η επίδραση που είχε ο εγκλεισμός στην αυτοσυνείδησή του. Ανατρέχοντας στην εμπειρία του από τη φυλακή, ο Ανδρέας είπε στον οικονομολόγο Τζον Λέτις, πρώην συνάδελφό του στο Μπέρκλεϊ, ότι η απομόνωση τον οδήγησε σε στιγμές βαθιάς αμφιβολίας για τον εαυτό του, κάνοντάς τον να επανεξετάσει τις πεποιθήσεις του, τον πολιτικό προσανατολισμό του και τον τρόπο σκέψης του. Το φαινόμενο είναι γνωστό στους ψυχολόγους, οι οποίοι παραδέχονται ότι παρατεταμένες περίοδοι απομόνωσης μπορεί να οδηγήσουν σε διαταραχή ταυτότητας. Ωστόσο, η συναισθηματική συγκρότηση του Ανδρέα τον έκανε επίσης ιδιαίτερα ευάλωτο σε αυτού του είδους την κρίση ταυτότητας. Εκτός από τότε που αποσυρόταν στη μοναξιά του γραφείου του για να διαβάσει, να σκεφθεί και να γράψει, στον Ανδρέα δεν άρεσε ποτέ να είναι μόνος. Κοινωνικός από τη φύση του, ήταν ενθουσιώδης, διασκεδαστικός αφηγητής ιστοριών, μια «μαγνητική προσωπικότητα» που είχε το χάρισμα να γίνεται το κέντρο της προσοχής. Εντούτοις σημαντικότερη για τον Ανδρέα ήταν μάλλον η ανάγκη για την παρουσία άλλων, παρά η ευκαιρία να εκδηλώνει την προσωπική γοητεία του. Ανδρας με ακατάπαυστη ενέργεια και ευφυΐα, ο Ανδρέας είχε το πάθος να ξεκινάει συλλογικά εγχειρήματα και να αναλαμβάνει την ηγεσία τους. Η ενθουσιώδης στράτευσή του με τον κόσμο έφθανε στον πυρήνα αυτού που ήταν. Απομονωμένος στο κελί της φυλακής του χωρίς τη χειροπιαστή παρουσία ενός κόσμου με τον οποίο να αλληλεπιδρά, ο Ανδρέας βρέθηκε κυριευμένος από αβεβαιότητα και αμφιβολία.
Στις 15 Ιανουαρίου 1968, έχοντας πάρει το ελληνικό διαβατήριό του απευθείας από τον Παττακό, ο Ανδρέας ανέβηκε σε μια πτήση της Air France με τη Μαργαρίτα και τα παιδιά και κατευθύνθηκαν προς την εξορία στο Παρίσι, όπου ο εξάδελφός του Σίγκμουντ Μινέικο τούς είχε νοικιάσει ένα διαμέρισμα. Καθώς ο Ανδρέας προετοιμαζόταν για την πρώτη συνέντευξη Τύπου που θα έδινε ως εξόριστος, η Μαργαρίτα φοβόταν ότι η επίδοσή του μπορεί να ήταν κακή. Αντίθετα, θυμάται, «ήρθη στο ύψος της περιστάσεως». Ο Ανδρέας είχε επιστρέψει στον κόσμο - και ο κόσμος σε αυτόν. Εξι εβδομάδες αργότερα, έπειτα από μια πολιτική περιοδεία σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ανακοίνωσε στη Στοκχόλμη την ίδρυση του Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος (ΠΑΚ) για να συντονίσει την αντίσταση εναντίον της χούντας μέσα και έξω από την Ελλάδα. Τα μακρά, σκοτεινά χρόνια ενός νέου και πιο δύσκολου «ανένδοτου αγώνα» είχαν αρχίσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: