23/11/10

Τα σκουπίδια της επιτάχυνσης



Παρακολουθώντας σκηνές απ' τα εισαγόμενα εφηβικά σίριαλ της αμερικάνικης τηλεόρασης, ο καθένας διαπιστώνει ότι το πανίσχυρο αυτό μηχανικό μοντέλο της ρηχής, ταχείας, λειτουργικής, ανέξοδης και συναισθηματικά «ασφαλούς» διακίνησης κενών πληροφοριών εφαρμόζεται εξαντλητικά σε ό,τι αφορά τις φιλίες, τους έρωτες και τους παρεμφερείς «σοβαρούς» συναισθηματικούς δεσμούς, όπου οι ήρωες διαχειρίζονται μάλλον τις συγκινήσεις παρά τις νιώθουν. Γίνεται σαφές ότι, αν τις ένιωθαν, θα όφειλαν να στερηθούν πολύτιμους πόντους στον αγώνα δρόμου προς το σημείο φυγής ενός μέλλοντος ολοκληρωτικά υποθηκευμένου στον προγραμματισμό.

Η προτροπή «Let it go», άφησέ το πίσω, άσ' το να φύγει, άσ' το να ξεχαστεί, μην το επιλύεις, προσποιήσου ότι δεν συνέβη, είναι η πιο συχνή· δεν χρειάζεται να πλησιάσεις τον άλλο σε βάθος, δέξου όσα σου λέει, όπως κάνεις με τον υπολογιστή· η μηχανή θα αναγνωρίσει το «σφάλμα» σαν τυπική δυσλειτουργία του συστήματος ή σαν αντίσταση των «προσωπικών δεδομένων» και θα το παρακάμψει. Αποφάσισε ποια συναισθήματα θα «νιώσεις», προσποιήσου ότι είσαι ευτυχής, σκέψου «θετικά» και, προπαντός, ΜΗ χάνεις χρόνο. Η οικουμενική προσταγή «Do it NOW!», «Κάν' το ΤΩΡΑ», έρχεται, ειδικά ως αποζημίωση, στη θέση της μαύρης τρύπας όπου η τωρινότητα, δηλαδή η αληθινή εμπειρία, καταβαραθρώνεται.

Ετσι, όλη αυτή η τηλεοπτική φύρα των σεναρίων που τροφοδοτούν τα δημοφιλή πρότυπα συμπεριφοράς, με τις βιαστικές συγνώμες, τους άψυχους εναγκαλισμούς, τα «έξυπνα» άλματα πάνω απ' τις παρεξηγήσεις, την προδιαγεγραμμένη αλληλοβοήθεια και τη σύναψη ερωτικών συμμαχιών με politically correct διαδικασίες που θυμίζουν υπογραφή συμβολαίου, ανακυκλώνεται στη βαλκανική καθημερινή απομίμηση υπό την αιγίδα μιας ανυπόκριτης λατρείας για τα σκουπίδια εισαγωγής. Η θλίψη, η αληθινή, εσωτερική, μακρόσυρτη, κυμαινόμενη και εντέλει αυτοϊάσιμη θλίψη γίνεται όλο και πιο σπάνια, το πένθος για τους τόπους και τα τοπία είναι άγνωστο, ενώ η δόνηση απ' τη διακοπή μιας θερμής και πολύχρονης γνωριμίας διαρκεί εννέα λεπτά, μοιάζοντας περισσότερο με τεχνική παρενέργεια της απότομης αποσύνδεσης δύο τερματικών.

Ταυτοχρόνως, νέες υποχρεώσεις και «επιλογές» έρχονται επιτακτικά στο προσκήνιο, η δε απόκλιση ανάμεσα σε συναισθηματικά και σχολικά καθήκοντα αποβαίνει εξαιρετικά δυσδιάκριτη. Δήθεν εν ονόματι του ηθικού κώδικα, αλλά κατ' ουσίαν ελλείψει οιουδήποτε υποκειμενικού λεξιλογίου, εδραιώνεται ένας κοινός παρονομαστής ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο φλυαρεί κανείς με τη φίλη του και στον τρόπο με τον οποίο κρατάει σημειώσεις στο μάθημα της χημείας - κάτι σαν παροξυσμός «αντικειμενικότητας». Το να είσαι μηχάνημα είναι μεταμοντέρνο. Ορισμένα κοριτσάκια έχουν μάθει να λένε και να ξαναλένε «Δεν μπορώ να λειτουργήσω κάτω από πίεση...» ή «Λειτουργώ καλύτερα όταν... κτλ.», λες και θεωρούν τον εαυτό τους ηλεκτρική σκούπα ή φούρνο μικροκυμάτων.

Εδώ ανοίγει, άρα, η σκηνή μιας παράξενης όψης του αντεστραμμένου κόσμου των συναισθηματικών ρύπων, διότι απ' τη στιγμή που ό,τι πιο πολύτιμο (π.χ. το αίσθημα φιλίας) μετατρέπεται σε απόρριμμα ή, έστω, σε αντικείμενο μίας χρήσεως, το «αυθεντικό» σκουπίδι (σακούλες, άδεια μπουκάλια, κουρέλια, κόπρανα σκύλων, παλιοσίδερα, πλαστικές συσκευασίες, χαρτόνια και λεμονόκουπες) γίνεται, με τη σειρά του, αυτό που ήδη είναι: κάτι αυθεντικό, το έσχατο προπύργιο της αλήθειας. Αναλόγως, και αντίθετα απ' τα σκουπίδια-εμπορεύματα (π.χ. διατροφικά σκουπίδια) που διαφημίζονται και πωλούνται σαν το αντίστροφο εκείνου που συνιστούν (δηλαδή ωραιοποιημένες μάζες, πλούσιες σε συντηρητικά, ορμόνες, δηλητήρια, διοξίνες, μελαμίνη, ιούς και, κυρίως, παντελή έλλειψη στοργής για την πρώτη ύλη, ζωική ή φυτική), τα «κοινά» σκουπίδια, ως κατάλοιπα της οικιακής επιβίωσης, απολογούνται υπέρ της νοσταλγίας ενός κόσμου όπου η διάκριση ανάμεσα σ' αυτό που τρώγεται και σ' εκείνο που πετιέται ήταν ακόμη εφικτή.

Περιττεύει η υπογράμμιση του συμπεράσματος ότι το ψέμα του τηλεσκουπιδοκαταναλωτισμού διακινείται από τα πολυκαταστήματα και τα μουσεία εξίσου. Δικαιούσαι να περιμένεις ότι και εδώ, σε λίγο, τα πρωτότυπα γλυπτά της λεγόμενης πολιτισμικής μας κληρονομιάς θα μεταφερθούν σε κάποιο ασφαλές περιβάλλον προκειμένου να αντικατασταθούν από ομοιώματα, όπως έκανε ήδη η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι με τα περισσότερα έργα τέχνης που στόλιζαν τις ιταλικές πλατείες. Μπορεί οι κάμερες των τουριστών (του βλέμματος περιλαμβανομένου, αφού το βλέμμα συμπεριφέρεται πλέον σαν φακός) να μην αντιλαμβάνονται τη διαφορά, όμως υπάρχει διάχυτη παντού η αίσθηση ότι κάτι το ιδιαίτερα καίριο πλήττεται στον ίδιο τον πυρήνα της έννοιας «πρωτότυπο», ακριβώς όπως με τη γνώση στα σχολικά βιβλία, ή με τη γεύση στα σουπερμάρκετ.

Που θα πει πως, αν τα σκουπίδια κατακτούν τα μουσεία (εφόσον το μουσειακό έκθεμα παύει να συνδέεται με το ενδόμυχο καλωσόρισμα της ζωντανής γνώσης την οποία κάποτε υπαινισσόταν), τώρα βγαίνουν απ' τις μήτρες των αντιγράφων και εγκαθίστανται στους δημόσιους χώρους ως οφθαλμαπάτες του παρελθόντος, αποσκοπούσες στο να τραβήξουν το βλέμμα μακριά από το παρόν. Τότε, εκεί, στις πλατείες, τα σκουπίδια των καταστημάτων αντιπαραβάλλονται κατ' ανάγκην με τα συνθετικά ομοιώματα των αγαλμάτων σαν το αντίπαλον δέος τους. Σκουπίδια και τα μεν και τα δε, πλην τα πρώτα ανασαίνουν ακόμη, έχουν ακόμη γύρω τους την αύρα της σήψης, αντανακλούν τη σημειολογία μιας ζωής που παρέρχεται.

Οπότε, τα εξεγερμένα παιδιά, στην Αθήνα ή αλλού, οι νέοι που βάζουν φωτιά στους κάδους κατά τη διάρκεια των ταραχών, προσπαθούν ενδεχομένως να μας πουν, σε συμβολικό επίπεδο πάντοτε, ότι τα «κοινά» σκουπίδια, αυτά που λιώνουν στις σακούλες, είναι φορείς γνησιότητας κι ότι συνεπώς μπορούν να χρησιμεύσουν σαν το καύσιμο μιας μετανοημένης νυχτερινής ζωής, της οποίας οι εκλεκτοί συστήνονται πυρπολώντας τελετουργικά τα απομεινάρια του ημερήσιου καταναλωτικού πυρετού, ώστε να τους αναγνωρίσουν την αυθεντικότητα που το διαφημιστικό ψέμα άφησε αμόλυντη. Αν το πανάκριβο σκουπίδι-εμπόρευμα στη βιτρίνα του πολυτελούς καταστήματος είναι όντως κενό ένεκα της απορρόφησης της αλήθειας του από τη διαφημιστική και κοινωνική υπερκυκλοφορία του trade mark, τα σκουπίδια με την κυριολεκτική σημασία αναδεικνύονται, ανάποδα, σε κάτι πολύτιμο, όχι μόνον αλληγορικά αλλά και εν τοις πράγμασι - π.χ. ως πολεμοφόδια μιας κοινωνικής ανταρσίας.

«Διάβασες;» «Εφαγες;» «Πήγες σχολείο;» «Αγάπησες τα σκουπίδια σου;» Ο καθένας ξέρει πως οι βαθμοί του λυκείου είναι απορρίμματα βαθμολόγησης, κενές αριθμητικές αξίες, τιμής ένεκεν εφάμιλλες των εξόδων που απαιτούν τα φροντιστήρια, τα οποία ευημερούν ως ειρωνική φωνή της συνείδησης της σχολικής «παιδείας». «Προσποιήθηκες σήμερα ότι πήγες σχολείο;» Αν ναι, προχωρείς στην επόμενη επιλογή. Κάνε κλικ στις λέξεις ΤΑΧΥΤΗΤΑ, ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ, ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ, ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ.
Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Ευγενιου Αρανιτση-Επτά, 08-03-2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: