4/11/10
Μανία καταστολής και κοινωνική κρίση στη Γαλλία
«Το ψαλίδισμα των ατομικών ελευθεριών δεν έκανε τους δρόμους μας πιο ασφαλείς», διακήρυσσε τον περασμένο Μάιο ο Νίκολας Κλεγκ, ο νέος Φιλελεύθερος αντιπρόεδρος της βρετανικής κυβέρνησης. Οι γάλλοι ηγέτες, αντιθέτως, είτε πρόκειται για τους Ρομά είτε για τις λαϊκές συνοικίες, είναι βαθύτατα πεπεισμένοι ότι η καταστολή είναι μονόδρομος. Και αραδιάζουν καθημερινά θεαματικές ανακοινώσεις και αποφάσεις. Η λογική αυτή, όμως, μολονότι αποφέρει ενίοτε εκλογικά οφέλη, εμπεριέχει το σπέρμα της αποτυχίας.
Στους δρόμους, στις γειτονιές, στους καταυλισμούς των Ρομά η αστυνομία έχει τον πρώτο λόγο. Εμπευστής ο Νικολά Σαρκοζί. Τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν τον περασμένο Ιούλιο στην Γκρενόμπλ και στο Σεντ-Ενιάν (Λουάρ-ε-Σερ) αφήνουν τη γνωστή δυσάρεστη αίσθηση: Κάποιοι νεαροί χάνουν τη ζωή τους στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τα όργανα της τάξης που τους καταδιώκουν και ξεσπούν ταραχές στη συνοικία όπου ζούσαν. Η κυβέρνηση διακηρύσσει την αποφασιστικότητά της να πατάξει την εγκληματικότητα και ανακοινώνει νέα κατασταλτικά μέτρα. Οι δημοσκοπήσεις τη δικαιώνουν. Ορισμένοι βουλευτές της αντιπολίτευσης, διανοούμενοι και οργανώσεις προστασίας των ατομικών ελευθεριών διαμαρτύρονται για την ακρότητα των προβλεπόμενων μέτρων.
Εδώ και τριάντα χρόνια αλλάζουν οι τοποθεσίες και οι πρωταγωνιστές, τα γεγονότα όμως επαναλαμβάνονται απαράλλαχτα. Τίποτα, λοιπόν, δεν έχει γίνει; «Ο αγώνας για την ασφάλεια υποβαθμίζει όλες τις παραδοσιακές αντιπαραθέσεις», εξηγεί ο υπουργός Εσωτερικών, Μπρις Ορτφέ. «Υπάρχουν αυτοί που είναι γνώστες της πραγματικότητας και την αντιμετωπίζουν και αυτοί που αρνούνται να τη δουν, για να μην αλλάξει τίποτα. Εχουμε το θάρρος να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, τη βούληση να παραγάγουμε έργο και την υποχρέωση η δράση μας να έχει αποτελέσματα» («Le Monde», 23 Αυγούστου 2010). Σπάνια η πολιτική βούληση εκφράζεται με τόση σαφήνεια όσο σε αυτό το θέμα.
Από το 2002 ώς το 2010, ψηφίστηκαν, ούτε λίγο ούτε πολύ, δεκατρείς ειδικοί νόμοι· επίσης ψηφίστηκαν περισσότερες από σαράντα τροποποιήσεις της ποινικής διαδικασίας και περισσότερες από τριάντα τροποποιήσεις του ποινικού κώδικα. Και η γαλλική κυβέρνηση, όπως και ορισμένοι βουλευτές της Ενωσης για ένα Λαϊκό Κίνημα (UMP - κυβερνών κόμμα) προτείνουν την ποινική δίωξη των γονέων ανηλίκων που είναι υπόλογοι για παραβατικές συμπεριφορές, την απώλεια της ιθαγένειας για ορισμένους υπόδικους, τη διάλυση τριακοσίων παράνομων καταυλισμών Τσιγγάνων, ακόμα και κυρώσεις κατά των δήμων «που δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους σε θέματα ασφάλειας».
Προς τι ο υπερβάλλων ζήλος; Μερικοί υποστηρίζουν ότι η αντιπαράθεση για το θέμα της ασφάλειας ενδεχομένως να έχει στόχο να αποσπάσει την προσοχή από τις κοινωνικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, τα νέα επεισόδια της «υπόθεσης Βερτ»(1) ή το σχέδιο νόμου για τις συντάξεις, που έχει ήδη προκαλέσει κοινωνικό αναβρασμό. Η εξήγηση αυτή είναι ανεπαρκής. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, στη Γαλλία, αλλά και στο Ηνωμένο Βασίλειο και στο Βέλγιο, η «εγκληματικότητα» έχει λάβει πολιτικές διαστάσεις, στο ίδιο επίπεδο με την «οικονομία» και τα «κοινωνικά ζητήματα», στα οποία συμπεριλαμβανόταν μέχρι τότε.
Ανασφάλεια και αδικία
Αυτονομήθηκε και επιβλήθηκε ως ένα από τα προσφιλέστερα σημεία αναφοράς σε σχέση με την καθημερινότητα των λαϊκών στρωμάτων. Σε δηλώσεις του, στις 18 Μαρτίου 2009, ο Νικολά Σαρκοζί εξηγούσε ότι «η ανασφάλεια είναι η πρώτη από τις ανισότητες και η χειρότερη αδικία: πλήττει βάναυσα τους πιο αδύναμους, αυτούς που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να ζήσουν στις ακριβές συνοικίες».
Τα λόγια αυτά προκαλούν αίσθηση όταν τα προφέρει ένας πρόεδρος ο οποίος φρόντισε, ευθύς μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, να δημιουργήσει μια ασπίδα προστασίας των πλουσίων από την αναδιανομή του εισοδήματος μέσω της φορολογίας.
Ομως, η προσέγγισή του αποτελεί πλέον κοινό τόπο για την πολιτική, ακόμα και για την αριστερά. Στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, η εγκληματικότητα, που για πολλά χρόνια θεωρούνταν συνέπεια των κοινωνικών ανισοτήτων, τώρα αντιμετωπίζεται ως ένα από τα αίτιά τους. «Τα λαϊκά στρώματα», εξηγεί ο πρώην πρωθυπουργός, Λιονέλ Ζοσπέν, «δεν αμφισβητούν ότι η εγκληματικότητα έχει βαθιές ρίζες στον υποβαθμισμένο οικιστικό χώρο, στις επισφαλείς συνθήκες ζωής, στην έλλειψη θέσεων εργασίας, στις διακρίσεις (...) Γνωρίζουν, όμως, ότι η αντιμετώπιση όλων αυτών των παραγόντων θέλει χρόνο και δεν μπορούν να περιμένουν»(2).
Η αποσύνδεση αυτή της ανασφάλειας από τα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα είναι κρίσιμη προκειμένου να γίνει κατανοητή η αντιπαράθεση επί του θέματος. Από τη στιγμή που η αντιμετώπιση των γενεσιουργών αιτίων της εγκληματικότητας παραπέμπεται σε ένα απροσδιόριστο μέλλον, το μόνο που απομένει είναι να μετατραπεί η ατομική ευθύνη του παραβατικού ατόμου (ενδεχομένως και των γονέων του) στον κύριο άξονα της δημόσιας παρέμβασης.
Αυτή η φιλελεύθερη φιλοσοφία, που εκλαμβάνει την κοινωνία ως μια συνάθροιση λογικών ατόμων, ελεύθερων και ίσων, τα οποία δρουν με βάση τον συνυπολογισμό του κόστους και του πλεονεκτήματος της κάθε ενέργειας, κυριαρχεί τόσο στις δηλώσεις του Ερίκ Σιοτί, εθνικού γραμματέα της UMP, υπεύθυνου για την ασφάλεια, σύμφωνα με τις οποίες «η καλύτερη πρόληψη είναι ο φόβος των κυρώσεων», όσο και σε αυτές του σοσιαλιστή βουλευτή Ζιλιέν Ντρε, στο βήμα της Εθνοσυνέλευσης: «Δεν διαλέγουμε τον τόπο της γέννησής μας, διαλέγουμε όμως τη ζωή μας - και το να γίνει κάποιος κακοποιός είναι επιλογή». Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή μας εμποδίζει να κατανοήσουμε τα συστήματα των σχέσεων, στο πλαίσιο των οποίων οι πράξεις του ατόμου, συμπεριλαμβανομένων και των παραβατικών, αποκτούν νόημα.
Ο Ορτφέ δεσμεύτηκε να «κηρύξει τον πόλεμο στα λαθρεμπόρια και στις συμμορίες». Αλλά, σε τι στηρίζονται η παραοικονομία και οι ομαδοποιήσεις των νέων των υποβαθμισμένων προαστίων; Η πρώτη ευημερεί χάρη στη φτώχεια και στην κοινωνική ανασφάλεια. Οι μπίζνες, οι οποίες αλλάζουν μορφή ανάλογα με τη συνοικία και τη χρονική στιγμή, είναι ένα μείγμα από μαύρη εργασία, ανταλλαγή αγαθών έναντι υπηρεσιών, διακίνηση ναρκωτικών, κλοπές και κλεπταποδοχή εμπορευμάτων.
Η παραοικονομία αυτή, βέβαια, την οποία χρησιμοποιούν τα «νομοταγή» μέλη της κοινωνίας (προκειμένου να προμηθευτούν παράνομες ουσίες ή καταναλωτικά προϊόντα)(3), προσφέρει εισόδημα σε όσους απασχολεί. Αλλά είναι επίσης κι ένας τρόπος για να ξεφύγει κανείς από το αίσθημα της αποξένωσης και της έλλειψης αξιοπρέπειας που χαρακτηρίζει τα πιο παραγκωνισμένα τμήματα των λαϊκών τάξεων.
Το ίδιο ισχύει και για τις «συμμορίες», οι οποίες, μολονότι συνήθως διαλύονται το ίδιο ξαφνικά όπως δημιουργούνται, αποτελούν για κάποιους «ισόβιους νέους» (αυτούς που δεν είναι σε θέση να βρουν μια σταθερή δουλειά, να αυτονομηθούν από τους γονείς τους, να κάνουν δική τους οικογένεια) μια αξιόπιστη άμυνα απέναντι στην απόρριψη που υφίστανται από το σχολικό και επαγγελματικό περιβάλλον, καθώς και τη δυνατότητα να κερδίσουν το σεβασμό(4).
Ο παράγων Δικαιοσύνη
Η διπλή αυτή οικονομική και συμβολική διάσταση εξηγεί γιατί, όταν οι αστυνομικοί ρωτώνται κατά πόσο είναι πιθανό να τερματιστούν αυτά τα φαινόμενα, στις απαντήσεις τους κυριαρχεί η απογοήτευση. Στα παραδοσιακά παράπονα κατά των δικαστών που αφήνουν ελεύθερους τους κακοποιούς ευθύς μόλις συλληφθούν προστίθενται πλέον οι εκφράσεις «δεν έχει πάτο το πηγάδι» και «σισύφεια προσπάθεια». Οσο για τη Δικαιοσύνη, η οποία επιβάλλει αυστηρότερες κυρώσεις και με ταχύτερο ρυθμό απ' ό,τι στο παρελθόν, δυσκολεύεται, όπως παραδέχονται πολλοί δικαστές, να φέρει στον ίσιο δρόμο τους κάθε λογής μικροκακοποιούς που πέφτουν στα χέρια της.
Τα γεγονότα είναι αδιάψευστα και οι βαρύγδουπες δηλώσεις περί ατομικής ευθύνης δεν μπορούν να αποκρύψουν ότι η κατάσταση αυτή οφείλεται στις σύγχρονες μορφές οργάνωσης των λαϊκών στρωμάτων, ως αποτέλεσμα τριάντα χρόνων οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.
Δεν πρόκειται, πλέον, για μια απλή αποτυχία της αστυνομικής και της ποινικής διαχείρισης, η οποία θα επέτρεπε την επιστροφή στην πρότερη κατάσταση των πραγμάτων. Κάθε κίνηση ενός από τους εμπλεκόμενους παράγοντες έχει επιπτώσεις στη συμπεριφορά των υπόλοιπων και επηρεάζει το μέλλον τους. Οσο κι αν διαμαρτύρεται ο Σαρκοζί ότι «ορισμένοι αποδίδουν τις βιαιότητες στην επέμβαση της αστυνομίας στις συνοικίες. Ας πάψουν επιτέλους να κάνουν το άσπρο μαύρο» (δήλωση στις 18 Μαρτίου 2009), η στρατηγική της αστυνομίας είναι μέρος του προβλήματος που υποτίθεται ότι προσπαθεί να αντιμετωπίσει.
Τα περισσότερα υψηλόβαθμα στελέχη της αστυνομίας που καλούνται να αντιμετωπίσουν τις κοινωνικές αναταραχές και τη νεανική παραβατικότητα, θέματα στα οποία εστιάζεται το ενδιαφέρον του πολιτικού κόσμου, συμφωνούν, ωστόσο, σε ένα πράγμα: Μόνο μια αστυνομία με συνεχή και ορατή παρουσία στο χώρο είναι σε θέση να λειτουργήσει θετικά. Μια αστυνομία που θα είναι σε θέση να εντοπίζει τους εν δυνάμει ταραχοποιούς και να προβαίνει σε μια σειρά δράσεων (απειλή καταστολής και προειδοποιήσεις διαφόρων μορφών), διότι θα νομιμοποιείται να προβεί σε αυτές.
Αυτό είναι το πνεύμα του community policing που απαντάται στο Σικάγο, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ολλανδία και προσαρμόστηκε στα δεδομένα της Γαλλίας με τη μεταρρύθμιση της αστυνομίας της γειτονιάς (1998 -2003) και, με πιο χαμηλές προσδοκίες, από το 2008 και μετά, με τις περιφερειακές μονάδες γειτονιάς (UTEQ), που μετονομάστηκαν πρόσφατα σε ειδικευμένες μονάδες πεδίου (BST).
Και πάλι, όμως, εμπλέκεται η οικονομική πολιτική που προβλέπει περιστολή δαπανών. Η οργάνωση της αστυνομίας δεν μπορεί να γίνει ανεξάρτητα από τους γενικότερους κυβερνητικούς προσανατολισμούς. Και σε ένα πλαίσιο δραστικής περιστολής των δημοσίων δαπανών και του αριθμού των κρατικών λειτουργών, είναι δύσκολο να προωθήσει κανείς έναν τρόπο δράσης που να βασίζεται σε αφθονία προσωπικού.
Η μεταρρύθμιση του 1998 εγκαταλείφθηκε κυρίως ελλείψει πόρων και οι BST κινδυνεύουν να αποτύχουν για τον ίδιο λόγο. Ακόμα και αν γινόταν να διατηρηθεί το υπάρχον προσωπικό (πράγμα που δεν ισχύει, καθώς στην πενταετία 2009-2014 πρόκειται να καταργηθούν οκτώ χιλιάδες θέσεις αστυνομικών), δύσκολα θα βρισκόταν τρόπος να κατανεμηθούν οι αστυνομικοί στα τμήματα έτσι ώστε να στελεχωθούν οι πεζές περιπολίες.
Ετσι, η προσοχή στρέφεται προς τις μονάδες άμεσης επέμβασης, όπως οι μονάδες καταπολέμησης της εγκληματικότητας (BAC), που έχουν πολύ μεγαλύτερη ακτίνα δράσης: Δύο αυτοκίνητα των BAC αρκούν για να καλύψουν τους είκοσι τομείς ενός αστυνομικού τμήματος, τη στιγμή που, θεωρητικά, απαιτείται μια πεζή περιπολία τριών αστυνομικών ανά τομέα. Με δυο λόγια, έξι άνδρες αντί για εξήντα...
Ειδικές δυνάμεις
Οι μονάδες αυτές, πολύ αποτελεσματικές για να σταματήσουν έναν καβγά ή να αποτρέψουν ένα αυτόφωρο αδίκημα, δεν είναι, ωστόσο, σε θέση να διαχειριστούν τη νεανική μικροπαραβατικότητα, με αποτέλεσμα να πραγματοποιούν συχνά συλλήψεις χωρίς να υπάρχει αδίκημα ή ελέγχους χωρίς να υπάρχει παράβαση. Ολα αυτά αυξάνουν τη δυσαρέσκεια των ομάδων που τις υφίστανται, η οποία εκδηλώνεται με την αύξηση των παραβατικών συμπεριφορών και των εξεγέρσεων - διπλασιάστηκαν μέσα σε δέκα χρόνια(5). Στη συστηματική περικύκλωση των αστυνομικών που πραγματοποιούν ελέγχους (για να τους «ασκηθεί πίεση») και στο πετροβόλημα των περιπολικών, η απάντηση είναι επαναλαμβανόμενοι και άχρηστοι έλεγχοι ταυτότητας, απειλές, προσβολές, ακόμα και ξυλοδαρμοί.
Δεδομένων των ελλείψεων της αστυνομίας σε ανθρώπινο δυναμικό, η βιαιότητα των αντιπαραθέσεων βρίσκει διέξοδο μονάχα στην υπερβολή, ιδίως στην τεχνολογική. Αυτή μεταφράζεται με τον εξοπλισμό των μονάδων με Flash-Ball και Taser(6), η χρήση των οποίων οδηγεί σε ακόμα πιο ακραίες αντιδράσεις. Και μπαίνουμε σε μια διαδικασία κλιμάκωσης, στην οποία η στρατιωτικοποίηση των αστυνομικών επεμβάσεων αυξάνει τη βιαιότητα των αντιδράσεων, όπως διαπιστώθηκε κατά τις ταραχές του Βιγέ-Λε-Μπελ το 2007 και, σε μικρότερο βαθμό, στην Γκρενόμπλ.
Σε αυτές τις συνθήκες, οι κατασταλτικές λογικές εμπεριέχουν το σπέρμα της ίδιας τους της αποτυχίας, διότι φιλοδοξούν να εξαφανίσουν συμπεριφορές στις οποίες έχουν οριακή επιρροή. Η μόνη διέξοδος που απομένει είναι η λεκτική και νομοθετική υπερβολή, που όμως είναι εκτεθειμένη στην κριτική μιας αντιπολίτευσης η οποία εύκολα μπορεί να συγκρίνει τις υποσχέσεις με τα αποτελέσματα. Γι' αυτό και η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, με πρώτη και καλύτερη τη γραμματέα του, Μαρτίν Ομπρί, θεωρεί απαραίτητο να επαναφέρει στο προσκήνιο την προστασία των ατομικών ελευθεριών (στη διάρκεια της κοινοβουλευτικής συζήτησης για την κράτηση των υπόπτων, για παράδειγμα) και παίρνει αποστάσεις από τους λάτρεις της καταστολής μέσα στο κόμμα, όπως ο Μανουέλ Βαλς(7).
Οσο απαραίτητη είναι, όμως, μια εξισορρόπηση μεταξύ αστυνομίας της γειτονιάς και μονάδων άμεσης επέμβασης, όπως άλλωστε και ο περιορισμός της ποινικοποίησης, τόσο βέβαιο είναι πως όλα αυτά δεν επαρκούν για να καταλαγιάσουν τις εντάσεις και να λύσουν τις συγκρούσεις που βιώνουν οι λαϊκές τάξεις.
Οι μηχανισμοί ελέγχου της βιομηχανικής κοινωνίας μπόρεσαν να λειτουργήσουν γιατί ήταν στενά συνδεδεμένοι με την καθημερινότητα των ανθρώπων, την εργασία, το σχολείο, την κατοικία, την Εκκλησία, το κόμμα ή το συνδικάτο. Ηταν αποτέλεσμα ενός πλήθους δεσμών, πεποιθήσεων, δεσμεύσεων και η νομιμοποίησή τους εξαρτιόταν από την ανταποδοτικότητα που παρείχαν σε αυτούς στους οποίους ασκούνταν(8). Αντιθέτως, σήμερα, μεγάλος αριθμός νέων είναι εκτός πλαισίου εργασίας και η ανταποδοτικότητα των ελάχιστων ποινών, της ανάπτυξης αστυνομικών περιπόλων και του νόμου κατά των συμμοριών είναι μάλλον δυσδιάκριτη.
Ολα αυτά τα μέτρα εμφανίζονται, τουναντίον, ως μορφή μονομερούς επιβολής πειθαρχίας χωρίς αντισταθμίσματα. Εισπράττονται ως προσβολές ή ως διακρίσεις και συγκεντρώνουν όλες τις προϋποθέσεις για να απορριφθούν, όπως αποδεικνύουν οι σποραδικές εκρήξεις συλλογικής βίας (στο Βολ-αν-Βελέν του Κλισί-σου-Μπουά και στο Μαντ-λα-Ζολί στην Γκρενόμπλ) που προσφέρουν αλατοπίπερο στις ειδήσεις, ή, σε καθημερινή βάση, η ένταση των σχέσεων με τους θεσμούς και τους δημόσιους οργανισμούς.
Το οργανωμένο έγκλημα είναι αναμφίβολα υπόθεση της αστυνομίας και της Δικαιοσύνης. Αλλά είναι ίσως καιρός να ξεμπερδεύουμε με την τεχνητή αποσύνδεση της μικροπαραβατικότητας από το κοινωνικό ζήτημα και να την εντάξουμε και πάλι σε αυτό. Επίσης, να υπενθυμίσουμε ότι το μοναδικό μοντέλο διακυβέρνησης που βασιζόταν στην ανασφάλεια και το οποίο μακροημέρευσε, ήταν η επινόηση του Καθαρτηρίου από τους καθολικούς κληρικούς, τον 12ο αιώνα(9).
Η εισαγωγή ενός χώρου διαπραγμάτευσης μεταξύ Παραδείσου και Κόλασης επέτρεψε τη μακροχρόνια πολιτική κυριαρχία της Εκκλησίας στη Δύση. Ομως, ο κίνδυνος να διαψευστεί από τα γεγονότα ήταν πολύ μικρότερος από αυτόν που διατρέχει σήμερα ο αγώνας κατά της μικροπαραβατικότητας.
(1) (Σ.τ.Μ.) Υπόθεση Βερτ: υπόθεση παράνομης χρηματοδότησης της προεκλογικής εκστρατείας του Νικολά Σαρκοζί από τη Λιλιάν Μπετανκούρ, κύρια μέτοχο του ομίλου L'Oreal. Σημαντικό ρόλο στην υπόθεση φέρεται να έχει παίξει ο υπουργός Εργασίας, Ερίκ Βερτ, η σύζυγος του οποίου προσελήφθη σε θυγατρική εταιρεία του ομίλου με παχυλό μισθό, χωρίς να διαθέτει τα ανάλογα προσόντα, μετά την υπουργοποίηση του συζύγου της.
(2) Lionel Jospin, «Le Monde comme je le vois», Gallimard, Παρίσι, σ. 249.
(3) Alessandro del Lago και Emilio Quadrelli, «La Citta e le Ombre, crimini, criminali, cittadini», Feltrineli, Μιλάνο, 2003.
(4) Gerard Mauger, «Les Bandes, le milieu, et la boheme populaire, Έtudes de la sociologie de la delinquance des jeunes des classes populaires (1975 - 2005)», Belin, Παρίσι, 2006.
(5) Από 32.938 το 1998, ήταν 57.903 το 2008. Πηγή: «Aspects de la criminalite et de la delinquance constatee en France», Documentation Francaise, Παρίσι.
(6) Ειδικά όπλα, το πρώτο από τα οποία εκτοξεύει σφαίρες από καουτσούκ και το δεύτερο προκαλεί ηλεκτρική εκκένωση 50.000 βολτ.
(7) Βλ. κυρίως το κείμενο του Jean-Jacques Urvoas, βουλευτή του διαμερίσματος του Φινιστέρ και γραμματέα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, για θέματα ασφάλειας, «De la securite de l'Etat a la protection du citoyen», Fondation Jean Jaures, Παρίσι, 2010.
(8) «La France a peur, Une histoire sociale de l' "insecurite"», La Decouverte, Παρίσι, 2010 (νέα έκδοση, αναθεωρημένη και επαυξημένη).
(9) Jacques le Goff, «La naissance du Purgatoire», Gallimard, Παρίσι, 1991.
Ακόμα και στις ΗΠΑ αρχίζουν να αμφιβάλλουν
Στις ΗΠΑ, σχεδόν ένας ενήλικος στους εκατό είναι φυλακισμένος. Ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών, που ξεκίνησε επί προεδρίας Ρίτσαρντ Νίξον και συνεχίστηκε με ζήλο από όλους τους διαδόχους του, Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς, έχει στείλει στη φυλακή εκατομμύρια νέων ανθρώπων, κυρίως Αφροαμερικανών, Λατίνων και φτωχών. Ο νυν υπουργός Δικαιοσύνης, Ερικ Χόλντερ, παραδέχθηκε, τον Ιούλιο του 2009, ότι «η εμμονή στην πολιτική των βαριών ποινών, που πλήττουν κατά τρόπο δυσανάλογο κάποιους Αμερικανούς και κάποιες κοινότητες, δεν αποτελεί δικαιοσύνη». Αντί του σλόγκαν «σκληρή στάση απέναντι στο έγκλημα» (tough on crime), προτιμά «την αντιμετώπιση του εγκλήματος εντός του πλαισίου του». Ο Ρίτσαρντ Τζιλ Κερκόβσκι, πρώην αρχηγός της Αστυνομίας του Σιάτλ και υπεύθυνος του Οργανισμού Εθνικής Πολιτικής Ελέγχου των Ναρκωτικών (Office of National Drug Control Policy) κινείται στο ίδιο μήκος κύματος: «Ο "πόλεμος στα ναρκωτικά" ήταν μια απλή απάντηση σε ένα πραγματικά περίπλοκο πρόβλημα. Πρέπει να διαχειριστούμε τον εθισμό ως ασθένεια και όχι ως ηθική αποτυχία». Η λογική της αντιμετώπισης του προβλήματος στο πλαίσιο της δημόσιας υγείας ανακτά έδαφος έναντι της κατασταλτικής πολιτικής, ενίοτε για οικονομικούς λόγους. Στο Τέξας, πολιτεία κατεξοχήν υπέρ της καταστολής, το 2007, εγκαταλείφθηκε ένα σχέδιο αυστηρότερης ποινικής μεταχείρισης, προκειμένου να εφαρμοστούν τα προγράμματα κατά του εθισμού, τα οποία είναι πιο αποτελεσματικά. Το πρώτο θα κόστιζε 600 εκατομμύρια δολάρια, ενώ τα δεύτερα μόλις 241 εκατομμύρια.
Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο LAURENT BONELLI -εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Le Monde diplomatique, 31-10-2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου