* Ο γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί κινητοποίησε δύο νομπελίστες της οικονομίας, τον Ινδό Αμάρτια Σεν και τον Αμερικανό Τζόζεφ Στίγκλιτς, προκειμένου να σκεφθούν έναν καλύτερο τρόπο περιγραφής των οικονομικών μεγεθών
«Οι αριθμοί ευημερούν και οι άνθρωποι πάσχουν» είχε αποφανθεί παλαιότερα ο Γεώργιος Παπανδρέου. Με βάση μια κάπως παρόμοια διαπίστωση ο γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί ανακοίνωσε την απόφασή του να κινητοποιήσει δύο νομπελίστες οικονομίας, τον Ινδό Αμάρτια Σεν και τον Αμερικανό Τζόζεφ Στίγκλιτς, οι οποίοι από κοινού με άλλους ειδικούς θα «συναποφασίσουν τα όρια της εθνικής μας στατιστικής και τον καλύτερο τρόπο να τα ξεπεράσουμε, έτσι ώστε η μέτρηση της οικονομικής προόδου να είναι πιο ολοκληρωμένη». Είναι αλήθεια ότι ο εν λόγω πρόεδρος της «αγοραστικής δύναμης» όπως αποκαλούνταν προσέκρουσε σε αποτυχία: η αγοραστική ακριβώς δύναμη βάλθηκε να μειώνεται - ή ο πληθωρισμός να αυξάνεται. Και όπως συμβαίνει και αλλού οι άνθρωποι να αισθάνονται πως οι τιμές ακριβαίνουν πολύ περισσότερο από ό,τι καταγράφουν οι «στατιστικές» τους, που υποτίθεται ωστόσο ότι υπολογίζουν ακριβώς την «αγοραστική δύναμη» του «μέσου» καλαθιού. Οπως το είχε θέσει ο ίδιος ο πρόεδρος στο καλοκαιρινό «πανεπιστήμιο» της γαλλικής εργοδοσίας (MEDEF), στις 30 Αυγούστου 2007, δεν μπορεί ο κόσμος «να κοροϊδεύεται πλέον με δείκτες τιμών που δεν λένε απολύτως τίποτε, που δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα». Και καθώς το πρόβλημα δεν είναι το «μαγείρεμα» των αριθμών (μπορεί να συμβαίνει και αυτό, αλλά δεν είναι το σημαντικότερο), η απόσταση ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη στατιστική καταγραφή της μοιάζει να μεγαλώνει. Σε αυτό η απάντηση που δίνεται είναι: να διορθώσουμε τη στατιστική καταγραφή - στο μέτρο που δεν μπορούμε (ή δεν θέλουμε) να διορθώσουμε την πραγματικότητα!
Η οικονομική πραγματικότητα συμπυκνώνεται στην παραγωγή και στη διακίνηση αξίας. Μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο το στατιστικό μέγεθος που γενικεύτηκε για την αποτίμηση αυτής της αξίας είναι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ). Το μέγεθος αυτό αποτελεί το «σύνολο» όλων των «προστιθέμενων αξιών» των επιχειρήσεων σε μια χώρα, ενώ αν αφαιρεθούν οι αποσβέσεις των μηχανών, κτιρίων, κτλ., τότε μιλάμε για Καθαρό Εγχώριο Προϊόν.
Προφανώς η ιδέα με την οποία έχει διαμορφωθεί το ΑΕΠ όσο σαφής και αν είναι σε σχέση με την οικονομική πραγματικότητα, που θέλει να αποτιμήσει, περιπλέκεται ήδη από τη σύστασή του. Για παράδειγμα, πρέπει να εκτιμηθεί η παραγωγή των αυτοαπασχολουμένων, ή και υπηρεσιών που δεν αποτιμώνται στην αγορά (δημόσιες υπηρεσίες, κτλ.). Επιπλέον περιπλέκεται και από ζητήματα όπως οι διεθνείς ροές, εμπορικές ή χρηματοπιστωτικές: ένα παράδειγμα μας δίνει η Ιρλανδία που το 2006 κατέγραψε ΑΕΠ 175 δισ. ευρώ, αλλά από αυτό το 13% (24 δισ. ευρώ) εξήχθη πάραυτα, ως κέρδη εταιρειών στο εξωτερικό (περιπλοκή που αίρει άλλος παρόμοιος δείκτης, το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν).
* Το ουσιαστικό πρόβλημα
Στην πραγματικότητα η δυσκολία είναι πιο σοβαρή και είναι ήδη γνωστή από τους πρώτους θεωρητικούς του 19ου αιώνα: το ουσιαστικό ζήτημα είναι κατά πόσον η μέτρηση της οικονομικής παραγωγής αποτελεί δείκτη της ευημερίας (έστω της «υλικής» μόνο) του πληθυσμού. Το ότι υπάρχει μια σχέση είναι προφανές. Επίσης, όμως, εύκολα μπορεί κανείς να διαισθανθεί πως η οικονομική ανάπτυξη, με βάση την αξία (τιμές, κέρδη, κτλ.) και την αποτίμησή της στην πράξη από τις οικονομικές δραστηριότητες, μπορεί να είναι προβληματική σε όρους ευημερίας και όχι γιατί η στατιστική ή ο υπολογισμός του ΑΕΠ χωλαίνει.
Κατά πρώτον, υπάρχουν διαστάσεις της υλικής ευημερίας που δεν εξαρτώνται από τον πλούτο, όπως μαρτυρεί ο «μέσος» Πορτογάλος ο οποίος μπορεί να διαθέτει το ήμισυ του «μέσου» εισοδήματος του Αμερικανού αλλά ζει κατά μέσο όρο τα ίδια χρόνια.
Κατά δεύτερον, η οικονομική δραστηριότητα δεν σημαίνει κατ' ανάγκην ότι συμβάλλει στην αύξηση της ευημερίας, μπορεί και να τη μειώνει. Χωρίς να συνυπολογίσουμε την παραγωγή (και τη χρήση) όπλων, τα οποία προφανώς δεν αυξάνουν την ευημερία ενώ αυξάνουν το ΑΕΠ, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι μεγάλη φυσική καταστροφή (η οποία προφανώς μειώνει την υλική ευημερία) γενικώς αυξάνει το ΑΕΠ, καθώς συνεπάγεται μια σειρά δραστηριότητες με σκοπό την αποκατάσταση.
Κατά τρίτον, ακόμη και σε επίπεδο ατόμων, δεν είναι αλήθεια ότι η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη (μεγαλύτερο εισόδημα) μεταφράζεται σε μεγαλύτερη ευημερία (ακόμη και υλική). Για παράδειγμα, η οικονομική αδυναμία κάποιου να διαθέτει αυτοκίνητο μπορεί να μην έχει επίπτωση στην αγροτική κοινωνία όταν ζει δίπλα στο χωράφι του, ενώ μπορεί να τον καταδικάζει σε κοινωνικό αποκλεισμό σε μια μεγάλη πόλη, αν χωρίς αυτοκίνητο δεν μπορεί να πάει στη δουλειά του.
Τέλος, η ίδια η οικονομία μπορεί να παρουσιάζει «εξωτερικότητες» - σύμφωνα με ορορολογία των οικονομολόγων -, που σημαίνει, για παράδειγμα, να εκπέμπονται ρύποι και να καταστρέφεται ως και το κλίμα αλλά αυτό να μην καταγράφεται στο ΑΕΠ.
* Η κατεύθυνση μιας νέας καταγραφής
Εναντι τέτοιων προβλημάτων, που είναι ουσιαστικά και όχι στατιστικά, υπήρξαν και εξακολουθούν να υπάρχουν διάφορες προτάσεις (και δείκτες) διόρθωσης. Η πιο γνωστή αφορά τον δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης του ΟΗΕ (PNUD). Ο δείκτης, όμως, αυτός, όπως διευκρίνισε πριν από λίγες ημέρες στο «20 minute.fr» ένας από τους βασικούς σχεδιαστές του ο Αμάρτια Σεν, «είχε συσταθεί για τις αναπτυσσόμενες χώρες και τα κριτήρια που χρησιμοποιεί, όπως η προσδοκία ζωής, δεν είναι ουσιαστικά για τις ήδη αναπτυγμένες χώρες. Πρέπει επομένως να σκεφτούμε έναν νέο δείκτη, που να είναι σε θέση να εξηγεί γιατί μερικοί άνθρωποι στις πλούσιες χώρες δεν βλέπουν να βελτιώνεται το επίπεδο ζωής τους, παρ' όλο που το ΑΕΠ αυξάνεται».
Οπως ο δείκτης του ΟΗΕ έτσι και οι άλλες πολλές προσπάθειες που καταβάλλονται από πανεπιστήμια και ιδρύματα έχουν να επιλέξουν ανάμεσα σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις, που δεν είναι άπειρες:
* Η μία είναι στην οικονομική παραγωγή να προστεθούν γενικότεροι «δείκτες» της ποιότητας ζωής (ανεργία, φτώχεια, συνθήκες εργασίας, ρύπανση, κτλ). Αλλά οι δείκτες αυτοί δεν είναι προφανείς ούτε και η στάθμισή τους με την οικονομική δραστηριότητα.
* Μια άλλη κατεύθυνση θα ήταν να διαμορφωθούν δείκτες που να εισάγουν στο εσωτερικό της οικονομικής μέτρησης διαστάσεις μη αποτιμώμενες. Είναι, για παράδειγμα, οι προσπάθειες να γίνει το ΑΕΠ «πράσινο», αφαιρώντας την αξία που έχουν οι προκαλούμενοι ρύποι: το ερώτημα είναι πως δεν υπάρχουν αντικειμενικοί τρόποι να αποτιμηθεί ή να κατανεμηθεί χρηματικά, π.χ., η κλιματική αλλαγή.
* Μια τρίτη κατεύθυνση θα ήταν να ερωτηθούν οι ίδιοι οι άνθρωποι για το τι είναι «ευημερία» ως προς τους ίδιους - πράγμα που προσκρούει στις ανυπέρβλητες δυσκολίες της υποκειμενικής έρευνας γνώμης, κτλ.
* Μια άλλη κατεύθυνση, συνδυάζοντας τις δύο προηγούμενες, θα ήταν να κληθούν οι άνθρωποι να αποτιμήσουν εκείνοι τις μη χρηματικές διαστάσεις της οικονομικής ευημερίας, όπως το κάνουν με τον «δείκτη επιπέδου ζωής» οι γαλλικές Cerses και Cepii. Με κίνδυνο, βέβαια, να προστεθούν όχι μόνο τα πλεονεκτήματα αλλά και τα μειονεκτήματα των προηγούμενων μεθόδων.
Ωστόσο, αν καμία από όλες αυτές τις προτάσεις, τις προσπάθειες και τις λύσεις δεν επικρατεί δεν είναι μόνο γιατί όλες παρουσιάζουν «μειονεκτήματα» αλλά και γιατί θα χρειαζόταν κάποια πρόσθετη νομιμοποίηση «θεσμική», «κοινωνική» ή έστω ιστορική (όπως έγινε με το ΑΕΠ). Ενδειξη της πραγματικής δυσκολίας αποτελεί η πρακτική μιας ακόμη απλούστερης και ασφαλώς αναγκαίας διόρθωσης.
* Η δύναμη του χρήματος
Ως γνωστόν, στις διεθνείς συγκρίσεις, ακόμη και η απλή αναγωγή σε ενιαίο νόμισμα για σύγκριση αποτελεί πρόβλημα. Η Παγκόσμια Τράπεζα, έτσι, υπολογίζει μεν το ΑΕΠ όλων των χωρών σε τρέχουσες μέσες ισοτιμίες, αλλά επίσης επιχειρεί και μια πρώτη διόρθωση μέσα από αυτό που λέγεται «ισοδύναμη αγοραστική δύναμη». Γιατί, πέραν της ισοτιμίας στις διεθνείς συναλλαγές, η «αξία» ενός νομίσματος κρίνεται από την αγοραστική του δύναμη.
Αν, για παράδειγμα, ένα κούρεμα στο Ναϊρόμπι στοιχίζει το ένα δέκατο από ό,τι στη Νέα Υόρκη, τότε η τρέχουσα ισοτιμία ανάμεσα στα σελίνια Κένυας και στα δολάρια ΗΠΑ πρέπει να «διορθωθεί» προκειμένου να ληφθεί υπόψη στη σύγκριση της ευημερίας μεταξύ των δύο χωρών αυτή η διαφορά στις τιμές. Με τη διόρθωση αυτή η Κένυα «βλέπει» να υπερδιπλασιάζεται η «πραγματική» ευημερία της (από 1,3% σε 3,3% του μέσου αμερικανικού εισοδήματος - στοιχεία για το 2005 της Παγκόσμιας Τράπεζας, 17.12.2007).
Μπορεί όμως να ειπωθεί και το αντίστροφο, ότι, δηλαδή, αν η περιοχή του ΟΟΣΑ, σε τρέχουσες ισοτιμίες, παράγει το 82% του παγκόσμιου ΑΕΠ, από απόψεως «πραγματικής ευημερίας», η συμμετοχή των πλουσίων περιορίζεται σημαντικά, στο 66%. Το κακό όμως είναι τότε πως αυτή η «διόρθωση» φαντάζει ως ωραιοποίηση! Γιατί, όπως και αν ειπωθεί και όπως και αν υπολογιστεί η «πραγματική ευημερία», η δύναμη των πλουσίων χωρών στην πραγματικότητα θα εξακολουθήσει να εκτιμάται με το 82%! Και αυτό δεν είναι ζήτημα μέτρησης ή δείκτη αλλά οικονομικής δύναμης την οποία κατέχει το πραγματικό χρήμα στον κόσμο μας!
Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Τ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ -εφ. Το Βήμα, Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου