12/11/09

Ανταγωνισμός εναντίον αλληλεγγύης

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα συνέντευξης που έδωσε ο πολωνός κοινωνιολόγος Ζίγκμουντ Μπάουμαν στην ιταλίδα μελετήτρια του έργου του Μαρία-Πόλα Λεποράλε. Η συνέντευξη αυτή δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Micromega».
Η νεότερη εποχή άρχισε με την ανακάλυψη της «απουσίας του Θεού». Η φανερή έλλειψη σχεδιασμού της τύχης (η απουσία μιας ορατής διασύνδεσης ανάμεσα στην κακοτυχία και την κακία) θεωρήθηκε ως απόδειξη της αποχής του Θεού από την ενεργό παρέμβαση στον κόσμο που δημιούργησε, καθώς αυτός είχε αφήσει τα ανθρώπινα ζητήματα στη φροντίδα των ανθρώπων και στις προσπάθειές τους. Το κενό που άνοιξε με αυτό τον τρόπο στον έλεγχο του κόσμου έπρεπε να καλυφθεί από την ανθρώπινη κοινωνία, η οποία προσπάθησε να αντικαταστήσει την τυφλή τύχη με μια «κανονιστική ρύθμιση» και την υπαρξιακή ανασφάλεια με το ρόλο του νόμου, έτσι ώστε να οικοδομηθεί μια κοινωνία η οποία θα προστατεύει όλα τα μέλη της από τους κινδύνους της ζωής και από τις προσωπικές κακοτυχίες. Αυτό το σχέδιο βρήκε την πληρέστερη έκφρασή του στην κοινωνική διάταξη που αποκαλείται κράτος πρόνοιας.
Το κράτος πρόνοιας (το οποίο εγώ προτιμώ να αποκαλώ κοινωνικό κράτος: ορισμός που μετατοπίζει την έμφαση από την απλή αναδιανομή υλικών πόρων στην κοινή δικαιολόγησή της και στο σκοπό της) υπήρξε πρωτίστως ένα σύμφωνο ανθρώπινης αλληλεγγύης, που συνομολογήθηκε για να προλάβει τη σημερινή τάση να κατεδαφιστεί το δίκτυο των ανθρώπινων δεσμών και να υπονομευτούν τα κοινωνικά θεμέλια της αλληλεγγύης. Αυτή η τάση εκδηλώθηκε, ενισχύθηκε και οδηγήθηκε στα ακραία της όρια από την πορεία προς την ιδιωτικοποίηση, η οποία αποβλέπει στη συρρίκωνση του κράτους πρόνοιας με αντάλλαγμα την προώθηση μοντέλων ουσιωδώς αντικοινοτικών, ατομικιστικών και βασιζόμενων στον τύπο «καταναλωτής-αγορά»· μοντέλων που θέτουν τα άτομα σε ανταγωνισμό μεταξύ τους.
Η «ιδιωτικοποίηση» ρίχνει πάνω στις πλάτες των μεμονωμένων ατόμων το καθήκον να αντιδρούν και να επιλύουν τα προβλήματα που παράγονται από την κοινωνία. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, τα άτομα είναι πολύ αδύναμα για έναν τέτοιο σκοπό και έχουν περιορισμένες ικανότητες και πόρους. Το κοινωνικό κράτος, αντίθετα, έτεινε να ενώνει τα μέλη του με την προσπάθεια να προστατεύει το καθένα από αυτά από τον ηθικά καταστροφικό πόλεμο όλων εναντίον όλων.
Ενα κράτος μπορεί να οριστεί κοινωνικό όταν προωθεί την αρχή της κοινής προστασίας και της συλλογικής ασφάλειας ενάντια στην ατομική κακοτυχία και τις συνέπειές της. Αυτή είναι η αρχή που εξυψώνει τη «φανταστική» κοινωνία στο επίπεδο μιας «υπαρκτής» κοινότητας -χειροπιαστής και βιωμένης -η οποία αντικαθιστά (για να αναφέρουμε τις εκφράσεις του Τζον Νταν) την «τάξη του εγωισμού», που γεννάει δυσπιστία και καχυποψία, με την «τάξη της ισότητας», που εμπνέει εμπιστοσύνη και αλληλεγγύη. Η ίδια πάντοτε αρχή του κοινωνικού κράτους εξυψώνει τα μέλη μιας κοινωνίας στο επίπεδο των πολιτών.
Η εφαρμογή αυτής της αρχής μπορεί να προστατεύσει τους ανθρώπους από την τριπλή απειλή της φτώχειας, της ανημπόριας και της ταπείνωσης. Κυρίως, όμως, αυτή μπορεί να γίνει γόνιμη πηγή κοινωνικής αλληλεγγύης, που μετασχηματίζει την κοινωνία σε κοινό αγαθό. Η κοινωνία παραμένει στο υψηλό επίπεδο της κοινότητας όσο είναι σε θέση να προστατεύσει αποτελεσματικά τα μέλη της από τη φρίκη της εξαθλίωσης και της ταπείνωσης, δηλαδή ενάντια στο φόβο να αποκλειστούν, να πεταχτούν έξω από το όχημα της προόδου που τρέχει με μεγάλη ταχύτητα, καταδικασμένα στην «κοινωνική αχρηστία», δηλαδή στιγματισμένα σαν «ανθρώπινα απορρίμματα».
Περί δικαιωμάτων
Από ένα κράτος που δεν είναι και αρνείται να είναι κοινωνικό κράτος δεν πρέπει να περιμένουμε καμιά βοήθεια στην ατομική αμέλεια ή ανημπόρια. Χωρίς κοινωνικά δικαιώματα για όλους, ένας μεγάλος αριθμός προσώπων -που προορίζεται πιθανότατα να μεγαλώνει- θα θεωρούν ότι λίγη χρησιμότητα έχουν και επομένως δεν αξίζουν ιδιαίτερη προσοχή τα πολιτικά τους δικαιώματα. Αν τα πολιτικά δικαιώματα είναι αναγκαία προκειμένου να κατακτηθούν τα κοινωνικά δικαιώματα, αυτά τα τελευταία είναι απαραίτητα για να καθιστούν «πραγματικά» και να διατηρούν λειτουργικά τα πολιτικά δικαιώματα.
Οι δύο κατηγορίες δικαιωμάτων χρειάζονται η μία την άλλη για να εγγυώνται την αμοιβαία τους επιβίωση, που μπορεί να επιτευχθεί μόνον ως κοινή κατάκτηση. Το κοινωνικό κράτος υπήρξε η τελευταία μοντέρνα έκφραση της ιδέας της κοινότητας, δηλαδή μιας θεσμικής επανενσάρκωσης αυτής της ιδέας με τη μοντέρνα μορφή μιας «φανταστικής ολότητας», η οποία διατηρείται ενωμένη από την επίγνωση και την αποδοχή μιας αλληλεξάρτησης, μιας δέσμευσης, μιας αφοσίωσης, μιας αλληλεγγύης και μιας αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
Σήμερα, ωστόσο, «εμείς» βαδίζουμε στον αντίθετο δρόμο: οι συλλογικές διαστάσεις -κοινωνία και κοινότητα, πραγματικές ή και μόνο φανταστικές- απουσιάζουν όλο και περισσότερο. Η ατομική αυτονομία επεκτείνει ταχύτατα την ακτίνα δράσης της και πάνω της φορτώνονται όλο και νέες ευθύνες, οι οποίες στο παρελθόν ανήκαν στο κράτος και τώρα παραχωρούνται στην ατομική φροντίδα.
Εγκαταλελειμμένα όλο και περισσότερο στο έλεος των πόρων τους και των πρωτοβουλιών τους, τα πρόσωπα οφείλουν να επινοούν ατομικές λύσεις σε προβλήματα που προέρχονται από την κοινωνία στο σύνολό της. Και οφείλουν να το κάνουν αυτό σε απόλυτη μοναξιά, βασιζόμενα μόνο στις ικανότητές τους και στα αγαθά τους. Αυτή η προοπτική θέτει τα άτομα σε ανταγωνισμό μεταξύ τους και καταλήγει να παρουσιάζει την κοινωνική αλληλεγγύη σε μεγάλο βαθμό ασήμαντη ή ακόμα και αντιπαραγωγική (...).*


Βαρβάρα Τερζάκη

Άρθρο Θανάση Γιαλκέτση - εφ. Ελευθεροτυπία, 11-10-2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: