20/11/09

Για την Ελλάδα,τη χώρα της ιλιγγιώδους μνήμης

Το ελληνικό καλοκαίρι
μτφρ.: Ι.Δ.Χατζηνικολή-Φοίβος Αρβανίτης
εκδόσεις Ι.Χατζηνικολή, 1980, σ. 339, 26,41 ευρώ
Λόρενς Ντάρελ
(1912-1990)
Τα ελληνικά νησιά
μτφρ.: Ελεάννα Πανάγου
επίμ.: Βαρβάρα Παπασταύρου-Κορωνιωτάκη
εκδόσεις Μεταίχμιο 2005, σ. 469, 20 ευρώ
Το πλαίσιο
Οι δύο συγγραφείς που θα απασχολήσουν σήμερα αυτήν εδώ τη στήλη, είναι παλαιοί γνώριμοι στο ελληνικό κοινό, δύο ας το πούμε πρεσβευτές της Ελλάδας, που έφεραν στον τόπο μας απ' τον δικό τους δρόμο πολλούς συμπατριώτες τους, όχι μόνο λόγιους ή αρχαιολόγους, και που οι σύγχρονοι μ' αυτούς δρόμοι του κινηματογράφου, του Ζορμπά ή του μπουζουκιού δημιούργησαν αυτό που λέμε σημερινό ελληνικό τουρισμό.
Δεν θα ήταν υπερβολή να χαρακτηρίσουμε αυτούς τους δύο συγγραφείς τεχνολόγους ή καλύτερα τεχνικούς του πολιτισμού, που η ελευθερία του στοχασμού τους βρήκε τον κατάλληλο καιρό να υλοποιηθεί με την παύση των πολέμων και την ανάπτυξη των καρπών της ειρήνης. Μέχρι τότε η Ελλάδα συγκέντρωνε το ενδιαφέρον πολιτικών μελετητών, δημοσιογράφων περισσότερο και πολεμικών ανταποκριτών, που μελετούσαν απ' τη σκοπιά της χώρας τους τη ρημαγμένη γη του εμφυλίου πολέμου.
Τα βιβλία λοιπόν των ξένων συγγραφέων για την Ελλάδα, τη στιγμή που ο Λακαριέρ και ο Ντάρελ έρχονται εδώ, είναι ήδη αρκετά, με κορυφαίο πάντα τον Κολοσό του Μαρουσιού του Χένρυ Μίλερ, τα βιβλία του Πάτρικ Λη Φέρμορ για τη Ρούμελη και τη Μάνη ή τα βιβλία του Μισέλ Ντεόν για την Πάτμο και τις Σπέτσες. Εκείνο που διαφοροποιεί αυτούς τους δύο συγγραφείς, είναι η βαθύτερη ανάμειξή τους με τα ελληνικά πράγματα. Ιδιαίτερα ο Λακαριέρ, εκτός απ' τις μεταφράσεις των οδοιπορικών τού Παυσανία ή των μύθων του Αισώπου και των τραγωδιών του Σοφοκλή, γνωρίζεται με ζώντες συγγραφείς και το έργο τους. Το μεταφραστικό του έργο, τιτάνιο και συγκινητικό, περιλαμβάνει τους καλύτερους έλληνες συγγραφείς και ποιητές, παλιότερους και συγχρόνους του, μεταξύ των οποίων τα μυθιστορήματα του Πρεβελάκη, του Νίκου Αθανασιάδη, του Φραγκιά και του Ταχτσή και τα ποιήματα του Σεφέρη και του Ρίτσου.
Εχουμε, λοιπόν, πολλούς λόγους να ευγνωμονούμε αυτούς τους δύο λογοτέχνες και να τους θεωρούμε και λίγο δικούς μας, όχι μόνο γιατί έζησαν εδώ πολλά χρόνια δημιουργώντας μιαν ιδιότυπη πνευματική διασπορά, αλλά γιατί πρόλαβαν να εμφυσήσουν και σε άλλους χώρους, ακόμη σ' αυτούς της διαφήμισης και του τουρισμού, τον σεβασμό προς την Ελλάδα, πολύ πριν η άσπονδη φίλη Τουρκία, εκμεταλλευόμενη τους πολιτικούς, υψώσει κεφάλι απ' την άλλη μεριά του Αιγαίου, και όχι μόνο τουριστικό ή επενδυτικό.
α. Τόπος και μνήμη - Η ελληνική περίπτωση στα μάτια των αλλογενών
Σε κανέναν αναγνώστη, είτε Ελληνας είναι αυτός είτε ξένος, δεν θα πρέπει να διαφεύγει την προσοχή του το γεγονός ότι η λογοτεχνία των ταξιδιών -οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις που λέγαμε παλιά και τις οποίες η σύγχρονη τουριστική κουλτούρα, μια και τις έχει πετάξει στ' αζήτητα της λογοτεχνικής εθιμοτυπίας, τις ανασύρει μόνον ως παλιομοδίτικα τεκμήρια ενός αργοκίνητου τουρισμού μορφωτικών υποθέσεων και ανταλλαγών- είναι μια αρχαία συνήθεια των συγγραφέων, οι οποίοι υπό το πρόσχημα της γνωριμίας με άλλους τόπους, ανέβηκαν -και μαζί τους οι αναγνώστες- την κλίμακα που φέρνει από το οικείο του οίκου, του σπιτιού, στο άγνωστο και καινούριο ενός ξένου τόπου.
Δεν θα αναφερθώ βέβαια εδώ στην ομηρική Οδύσσεια σαν το πρότυπο τού με άλλους τρόπους αναγκαστικού ταξιδιού,όχι γιατί η περιπλάνηση του Οδυσσέα δεν έχει τη φυσιογνωμία και της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, όπως την καταλαβαίνουμε σήμερα,αλλά γιατί στην περίπτωσή του η απώλεια του οίκου, της πατρίδας και η εκ νέου αναζήτησή της έχει χαρακτηριστικά που σήμερα θα τα αποδίδαμε στη φανταστική λογοτεχνία του απίθανου και του τερατώδους, παρά στα ήμερα νερά της μορφωτικής ή άλλης δίψας για γνωριμίες και ανταλλαγές. Το γεγονός ότι παλιότερα η ταξιδιωτική λογοτεχνία μοιραζόταν τον τυχοδιωκτισμό με την αναζήτηση της μοίρας και της καταγωγής του ανθρώπου σε μακρινά γεωγραφικά πλάτη, όπως στον Σουίφτ ή στον Στίβενσον, δεν πρέπει να μας αλλοιώνει την επίγνωση ότι το ταξίδι, είτε από το ύψος ενός τρικάταρτου ιστιοφόρου είτε απ' αυτό ενός λεωφορείου ή ενός βαποριού, εμπεριέχει τον βαθύ πυρήνα μιας πνευματικής εμπειρίας περισσότερο παρά μιας μετακίνησης κατά μήκος των παραλλήλων και των μεσημβρινών της Γης.
Ο Ζακ Λακαριέρ, ας πούμε, ξεκίνησε το 1950 για ένα μακρινό ταξίδι στις Ινδίες και γοητεύτηκε απ' την Ελλάδα τόσο που σταμάτησε για πάνω από σαράντα χρόνια, όχι στην Ινδονησία ή στο Μπαλί, αλλά στην Αθήνα και στους ανθρώπους της, παραμένοντας εδώ και μετά τον θάνατό του υπό μορφή νεκρικής κόνεως, που διασκορπίστηκε, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του, στο θαλάσσιο στενό μεταξύ Υδρας και Σπετσών, ενώ ο Λόρενς Ντάρελ διάλεξε την Κέρκυρα απ' το 1942 σαν λύση απ' τη φρίκη του πολέμου περισσότερο και σαν επαγγελματική απασχόληση, βρίσκοντας στη γη των Φαιάκων το ανάλογο μιας πατρίδας σε έκλειψη, σαν το ίνδαλμα της χώρας τους που οι Αγγλοσάξονες περισσότερο από άλλους λαούς καταφέρνουν να φτιάξουν και στα πέρατα ακόμη της Γης. Εδώ βέβαια υπεισέρχεται νομοτελειακά η ψυχολογική εξήγηση περί της ασθενείας της ψυχής του καλλιτέχνη ή του ποιητή, για να μας διαφωτίσει γι' αυτόν τον μαγνητισμό που ασκεί στα βόρεια πνεύματα ο νότος και το φως του.
Δεν είναι μόνον η περίπτωση του Μπωντλαίρ που αναζητεί στην ευρυχωρία των θαλασσινών ουρανών τη θεραπεία απ' την παριζιάνικη ανία του, ανία που η ασάφεια των μακρινών τόπων την κάνει σχεδόν υλική και πραγματική, αφού η ευμάρεια και η καλοπέραση που τον περιτριγυρίζουν έχουν το βαρετό χρώμα της ίδιας πάντα μεγαλούπολης, αυτή την καρδιά της κάθε μπωντλαιρικής κραιπάλης και μετάνοιας.
Τα άτομα, όπως και οι κοινωνίες, έχουν την ίδια κατεύθυνση και διαδρομή.
Και όπως ανεβαίνοντας προς τον Βορρά, όχι μόνον το κλίμα αλλά και η ζωή και η κοινωνία γίνονται όλο και πιο πολύπλοκες και απαιτητικές, οι ποιητές αναζητούν την παραδείσια απλότητα ενός καλυβιού, τη δροσιά ενός ψάθινου κρεβατιού, τη νωχέλεια μιας ακύμαντης και γαλήνιας θάλασσας, στη θέση του Θεού, των μεγάλων κτισμάτων, του κρύου και του ορθολογισμού. Το ότι εδώ ασχολούμαστε με δύο σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους, έναν Γάλλο και έναν Βρετανό, δεν είναι τυχαίο ούτε άμοιρο ποικίλων κοινωνικών και ιστορικών συσχετισμών, που ένας απ' τους σπουδαιότερους είναι ο διαφορετικός προσανατολισμός -πνευματικός και ψυχολογικός- αυτών των δύο σχεδόν ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών.
Ναυτική και θαλασσινή χώρα η μία, σχετικά απομονωμένη από την ευρωπαϊκή ήπειρο, με κατοίκους προσγειωμένους και ανθεκτικούς, έτοιμους ν' αποικίσουν τον κόσμο, διωγμένοι απ' την ενδοχώρα τους λόγω ένδειας πλουτοπαραγωγικών πηγών, κάτι σαν τους αρχαίους Ελληνες σχεδόν, χερσαία και τιμαριωτική η άλλη, ασχολούμενη μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση με τις ίντριγκες, την ευζωία των αριστοκρατών και την αναζήτηση θρόνων κι επιγαμιών, εξέρχεται με τους ναπολεόντειους πολέμους, όχι σαν εμπορικός αντιπρόσωπος των καινούριων εδαφών, όπως η πρώτη, αλλά σαν παγκόσμια μεσσιανική δύναμη των φώτων και της προόδου.
Η συνέχεια είναι γνωστή: πιο προβληματική η Γαλλία στη σχέση με τον εαυτό της και την ιδέα που έχει γι' αυτόν, καλλιεργεί, μέσω της καλλιέπειας και της γλώσσας, το οικοδόμημα που ο Ναπολέων υψώνει αστραπιαία στην ηπειρωτική Ευρώπη, εισβάλλοντας στις θάλασσες του Νότου, στη Μεσόγειο, στην Αίγυπτο, καλύπτοντας και εξηγώντας τον παλαιό κλασικό κόσμο με τον οπλισμό της διαφωτιστικής της κουλτούρας. Αυτές οι διαφορές είναι ακόμη έντονες σ' αυτούς τους δύο μακρινούς απογόνους των δύο αυτοκρατοριών, τον Ντάρελ και τον Λακαριέρ, που μας απασχολούν σήμερα εδώ. Αν ο Ντάρελ μάς φαίνεται στα Ελληνικά Νησιά κάπως πιο χύμα και χαβαλές απ' τον μελετηρό και σοβαρό Λακαριέρ του Ελληνικού καλοκαιριού, αυτό οφείλεται περισσότερο στις διαφορετικές αφετηρίες του πολιτισμού τους, παρά στην ιδιοτροπία του βιογραφικού τους προφίλ. Ζώο περίεργο για την ηδονή και τις απολαύσεις της ζωής, ο Ντάρελ γοητεύεται περισσότερο απ' την ερωτική θεματολογία των μύθων της αρχαίας Ελλάδας παρά απ' το χριστιανικό της παρόν, που ο άθεος και σκεπτικιστής Λακαριέρ ανατέμνει και επεξηγεί με την επάρκεια ενός θρησκειολόγου μελετητή των ανατολικών θρησκειών. Το αποτέλεσμα είναι διπολικό και μεικτό: ο Λακαριέρ, ως γνήσιος απόγονος του Μοντέν, του Ιανσένιου και του Ρακίνα, είναι πιο βαρύς, αναλυτικός και πεσιμιστικός, ενώ ο Ντάρελ, ανιστορικός, γεμάτος απ' το ένθεο βίωμα του τόπου και των νησιών, που τα καταναλώνει θα έλεγε κανείς με απύθμενες ουζοποσίες, κολύμπι, φαγοπότι και γνήσια αγγλοσαξονική αηδία για κάθε τι ανώφελο και διανοητικό.
Κι ενώ ο άρρωστος απ' το ελληνικό του όνειρο Λακαριέρ μάς φαίνεται απ' την πρώτη ματιά σαν μακρινός, αγαπημένος συγγενής που κατανοεί την αμορφωσιά και τη φτώχειά μας, το πάθος του Ντάρελ για την ίδια χώρα, πάθος δαιμονικό κι επιδερμικό, χωρίς συνέχεια και μέγεθος, εξατμίζεται σε μια ατέρμονη αλυσίδα βακχείας μεσαίου ύψους, που μας αφήνει στο τέλος μια γεύση εγγλέζικου βυρωνισμού, με μια ιδέα κρητικής τσικουδιάς και καζαντζάκειου βερμπαλισμού.
β. Ζακ Λακαριέρ, σχεδόν ένας έλληνας σοφιστής
Τώρα, στο στάδιο της σύνταξής του, είναι που συλλαμβάνω τι μπορεί να γίνει το «Ελληνικό καλοκαίρι» και κυρίως τι δεν μπορεί να γίνει: βιβλίο μιας φιλίας, μιας σχέσης, με την ερωτική έννοια του όρου, με μια χώρα, έναν λαό, μιας ιστορίας που μοιραστήκαμε και των δραμάτων, που και αυτά μοιραστήκαμε... Σε κανένα από εκείνα τα στάδια δεν στάθηκε ψυχρό το βλέμμα μου πάνω σ' αυτή τη χώρα και το ξέρω πως αυτό δεν θα μου είναι ποτέ μπορετό.
Ζακ Λακαριέρ
Δεν θέλω να ισχυριστώ ότι η Ελλάδα θεράπευσε τον Λακαριέρ απ' τη μανία της μετακίνησης και των ταξιδιών, αφού έτσι κι αλλιώς η ζωή του δεν κύλησε ριζωμένη σ' έναν τόπο, μια που ακόμη και η ίδια η γαλλική ενδοχώρα έδωσε τροφή στην έμπνευσή του ήδη απ' το 1973, που εκδίδει το βιβλίο «Chemin faisant», με θέμα ένα οδοιπορικό στη γενέτειρά του. Το χρονικό όμως της συνάντησής του με την Ελλάδα απ' το 1947, μεσούντος του εμφυλίου πολέμου, με αφορμή μια θεατρική παράσταση αρχαίας τραγωδίας των σπουδαστών της Σορβόνης στα θέατρα των Δελφών και της Επιδαύρου, ήταν εκείνο που καθόρισε τη σταδιοδρομία του ως ελληνιστή: κανένα απ' τα βιβλία του για τις χώρες τής Εγγύς Ανατολής, για τη Συρία, την Τουρκία ή την Αίγυπτο, δεν μπόρεσε ν' αφαιρέσει την ιδιαίτερη, την ερωτική σχέση, όπως λέει ο ίδιος, που του επιφύλαξε η μοίρα για την Ελλάδα.
Ειδολογικά το Ελληνικό καλοκαίρι, που είδε το φως της δημοσιότητας το 1976, για να μεταφραστεί λίγα χρόνια αργότερα, το 1980, στα ελληνικά, μπορεί ν' ανήκει στο κάπως μακρινό μυθιστόρημα Το ταξίδι του νεαρού Ανάχαρση στην Ελλάδα του αβά Μπαρτελεμί ή ακόμη και στις γκραβούρες που εικονογραφούσαν τις Ποιήσεις του Αντρέ Σενιέ, ζωγραφιές και βιβλία που αποτύπωναν έναν κόσμο στερεότυπα ρομαντικό και ανύπαρκτο, αλλά τη μεγαλύτερη ώθηση την οφείλει στα περισσότερο πραγματικά, περιηγητικά βιβλία, όπως το Οδοιπορικό από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ του Σατωβριάνδου, την Προσευχή στην Ακρόπολη του Ρενάν ή το Ταξίδι στην Ανατολή του Ζεράρ ντε Νερβάλ, βιβλία παρ' όλα αυτά ξένων διανοητών, στραμμένα περισσότερο στο παρελθόν και στα ερείπια και όχι στο ελληνικό παρόν. Ως λογοτέχνης ο Λακαριέρ, που θεωρεί την ελληνική γλώσσα στοιχείο αδιάσπαστο του τοπίου και των ανθρώπων, παρ' όλο που εκστασιάζεται με τον ήχο της ομιλούμενης γλώσσας, θυμάται σποραδικά το μάθημα των αρχαίων ελληνικών στη Σορβόνη, συγκρίνοντάς το όχι με σπαράγματα και μνήμες αρχαίων συγγραφέων αυτή τη φορά, αλλά με τους ήχους που κυκλοφορούν ελεύθεροι γύρω του μέσα απ' την εκπνοή του προφορικού λόγου.
«Με δυσκολία, σήμερα, ξαναπλάθω τις πρώτες μου εντυπώσεις στο άκουσμα της σύγχρονης ελληνικής γλώσσας. Οι λατινικές γλώσσες,τα ιταλικά, τα ισπανικά αφήνουν να διυλίζονται εδώ και εκεί μερικές γνωστές λέξεις, μερικοί οικείοι ήχοι. Τίποτα τέτοιο με τα σύγχρονα ελληνικά. Ας ανήκουν στην ίδια γλωσσολογική ομάδα με τα γαλλικά, υπάρχει μια φωνητική άβυσσος ανάμεσα στις δύο γλώσσες». Ραδάμανθυς, Ερύμανθος, Αταλάντη, Ολυνθος, Αμάρυνθος, Τίρυνθος, Ραμνούντα, Αμαθούντα, Φλιούντα: ασυνήθιστα τα ρωμανικά και λατινικά χείλη, απροετοίμαστος ο γαλλικός εγκέφαλος και το γλωσσικό του όργανο, ο γαλλικός λάρυγξ, στην εκφώνηση αυτής της σειράς συμφώνων και φωνηέντων, εκλαμβάνει αυτά τα πραγματικά τοπωνύμια για μουσική, για αντήχηση ονείρων, για πτήση ενός πλήθους αγγέλων κοντά και πάνω απ' το πρόσωπό του.
Λένε πως οι λατινογενείς γλώσσες της Δύσης είναι λογικές και επεξηγηματικές, σε αντίθεση με τα ελληνικά, που είναι γλώσσα παραστατική, συνδυαζόμενη τέλεια με τα ονομαζόμενα πράγματα. Να ήταν πράγματι αυτή η τέλεια αναλογία των αόρατων λέξεων με τα πραγματικά αντικείμενα που έκανε τον Γκαίτε, ακούγοντας για πρώτη φορά τα ελληνικά στη βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, να πει εκστασιασμένος ότι η ελληνική γλώσσα τού φάνηκε σαν το φως των μακρινών άστρων, έτσι όπως εμφανίζονται στον νυχτερινό ουρανό; Ποιος ξέρει;
Το Ελληνικό καλοκαίρι σε πρώτη ανάγνωση μάς φαίνεται αποσπασματικό, θα έλεγα σχεδόν χειρωνακτικό, σαν σχέδιο που έχει γραφτεί για να σβηστεί αμέσως μετά ή να τροποποιηθεί, με τέτοιο τρόπο ώστε ολόκληρο το βιβλίο να φαίνεται ότι έχει γραφτεί σχεδόν από μνήμης. Αυτή η αίσθηση της φυσικότητας, της ανοιχτής διαδικασίας, κάνει το βιβλίο να μη μοιάζει να έχει γραφτεί στο καταφύγιο του συγγραφέα, πίσω από έναν τοίχο, μπροστά από ένα γραφείο, αλλά μπροστά σε όλους τούς εν δυνάμει αναγνώστες του.
Είμαι πεπεισμένος ότι αυτό το αληθινά πεζοπορικό βιβλίο έχει γραφτεί, εν όλω ή εν μέρει, απ' το κατάστρωμα ενός πλοίου, στη μέση ενός καλοκαιρινού αλωνιού την ώρα του λιχνίσματος του σιταριού, κάτω απ' την κληματαριά ενός νησιώτικου καφενείου.
Το Ελληνικό καλοκαίρι δεν είναι, όπως κατηγορήθηκε, ένα βιβλίο για τον έλληνα γεωργό, για τον έλληνα ψαρά, για τον έλληνα μοναχό. Αν μοιάζει μ' ένα σκαρίφημα, όπου προσπαθούν να χωρέσουν ανάκατα οι σκέψεις του εθνολόγου στοχαστή με την τεχνοτροπία μιας λαϊκής ζωγραφιάς που ανακατεύει το κόκκινο χώμα απ' τ' αμπέλια με τα καΐκια και τις ψαρόβαρκες, αυτό το κάνει γιατί συγχρονίζεται με το αληθινό νόημα του τόπου. Ο Λακαριέρ δεν προτιμάει τους αγρούς απ' την πόλη γιατί σαν πολιτισμένος έλκεται απ' το πρωτόγονο, αλλά γιατί, απλούστατα, στην ύπαιθρο βρίσκει μιαν άλλη ευρυχωρία, το άπλωμα μιας περισσότερης ελευθερίας.
Το Ελληνικό καλοκαίρι, με μια κίνηση σοφή και μοιραία, αρχίζει απ' την κορυφή του ελληνικού χώρου, από τον Ολυμπο της χριστιανοσύνης, τον Αθω. Αυτή η απόλυτη χριστιανική νησίδα, αυτοδιοίκητη και ανεξάρτητη, σαν το Βατικανό, αλλά όχι ξένο έδαφος, σαν κι εκείνο, με ιδιαίτερα έθιμα και αυλή, δεν κολυμπάει απλώς μέσα στον κόσμο σαν επιπλέουσα σταθερότητα μέσα στην ακαταστασία και την αλλαγή, αλλά οι γύρω της κατοικημένες περιοχές, τα φώτα των πόλεων και των χωριών, μοιράζονται μαζί με αυτή τη μη χώρα την αόρατη χάρι του περιβολιού της Παναγίας. Η μη ζωή των καλογήρων του Αθω δεν έχει να κάνει μόνο με την προσευχή και τις νηστείες του χριστιανικού τυπικού, αλλά είναι κατά κάποιον τρόπο μια υπενθύμιση για όποιον βλέπει καθαρά: η μη ζωή του Αθω είναι η μη ζωή ολόκληρης της Ελλάδας, η ίδια και μοναδική, ανένδοτη σταθερότητα. Τα θεμέλια των μοναστηριών, αγκωνάρια και βράχοι ρηγματώδεις, δεν μας μιλούν μόνο για τη μοχθηρία μερικών τρελών που περιμένουν τη συντέλεια χωμένοι στο καβούκι των κελιών και των ερήμων τους, αλλά για το καρυδότσουφλο ολόκληρου του Σύμπαντος, το παραμένον στην προχειρότητα και την τύχη του κάτω απ' την πρόνοια του Θεού.
Το υπόλοιπο του βιβλίου, κατά το πρότυπο του Παυσανία, περιηγητή και γεωγράφου του 2ου μ.Χ. αι., από τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, ταξιδεύει τον Λακαριέρ και μαζί του κι εμάς στην κλασική Ελλάδα: Αρκαδία και Βοιωτία, Μυκήνες και Δελφοί, Αργολίδα, Αττική και Επίδαυρος, με το βάρος των ονομάτων και της μνήμης τους, ζυγίζουν κάτω απ' την πένα του Λακαριέρ τη σημασία της παρουσίας τους. Ξένος, όπως και ο περιηγητής του 2ου μ.χ. αιώνα, που ήρθε από μακριά για να διαπιστώσει αν υπάρχουν πράγματι ο Κιθαιρώνας και τα Αιγόσθενα, η Ολυμπία και η Νεμέα, ο Λακαριέρ δεν καταγράφει ναούς, τεκμήρια, αγάλματα ολυμπιονικών και θέατρα, αλλά ανασαίνει και βλέπει ιδίοις όμμασιν την ελληνική γη.
Στην Επίδαυρο, κάτω απ' το όρος Αραχναίο -ίδιο βουνό και ίδια ονομασία εδώ και χιλιάδες χρόνια- καταλαβαίνει τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή καλύτερα απ' τις θεατρολογικές διατριβές. Στη Γαλλία ακόμη και τα ονόματα των βουνών δεν παρέμειναν ίδια μέσα σε 200 ή 300 χρόνια. Στην Ελλάδα αυτό που συμβαίνει με τα ονόματα, με το τοπίο, έχει κάτι το οριστικό. Ο Κιθαιρώνας, ας πούμε, δεν έχει από μόνος του κάτι φοβερό γιατί μας θυμίζει τον μύθο του Οιδίποδα, αλλά γιατί, όπως και να διευθετηθούν οι πέτρες του, όπως και να φυτρώσει το χορτάρι ή να ισιώσουν τα δέντρα του, το όνομα παραμένει πιο ογκώδες, πιο δεσμευτικό απ' τη φυσική σκιά του βουνού. Θα 'λεγε κανείς ότι και τα ίδια τα τζιτζίκια των ορεινών δασών, τα κάρα και τ' άροτρα της αγροτικής γης, τα καβούρια του γιαλού ή το κρασί των αμπελιών δεν τραγουδούν, δεν κινούνται ή δεν συνθλίβονται, παρά μόνον προς χάριν των ονομάτων τους, που πήραν εδώ για μία και μοναδική φορά.
Για το τέλος ο συγγραφέας αφήνει, εν είδει επιμέτρου, χώρο στη σύγχρονη Ελλάδα και τους ανθρώπους που γνώρισε, συγγραφείς, ποιητές και έργα, τη γνωριμία του με τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη και τον Κώστα Ταχτσή και τις περιπέτειες της μετάφρασης του Τρίτου Στεφανιού από τον ίδιο στα γαλλικά. Κλείνοντας αυτό το μέρος του άρθρου μου για ένα σχετικά παλιό αλλά τόσο επίκαιρο βιβλίο, που αξίζει να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει κανείς, θα ήθελα να ευχαριστήσω τη μνήμη του συγγραφέα, που σ' ένα τόσο σύντομο διάστημα μας γνώρισε και μας σύστησε μια σειρά από Ελλάδες τόσες, που κανονικά θα θέλαμε μια ολόκληρη ζωή να τις ανακαλύψουμε.
Ο Θεός διαλέγει πολλούς δρόμους για να κάνει γνωστό το σχέδιο της σωτηρίας του.
Η Ελλάδα σε μια στιγμή του χρόνου σώθηκε, όχι απ' τους μορφωμένους εθνικούς, νεοπυθαγόρειους και νεοπλατωνικούς, ούτε απ' τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, αλλά από τον αυτόβουλο θάνατο του μεγάλου Πανός, που παραχώρησε τη θέση του στον νέο Θεό, τον Χριστό. Η απονεκρωμένη γη της ρωμαϊκότητας, η ανθυπατική επαρχία της Ρώμης, που ακόμη και σήμερα οι μορφωμένοι της Δύσης την ψάχνουν στα μουσεία και στα μαντεία της, δεν υπάρχει από μακρού χρόνου.
Το Ελληνικό καλοκαίρι του Ζακ Λακαριέρ είναι μια ζωντανή απόδειξη της πέραν του τάφου Ελλάδας.
γ. Ο Λόρενς Ντάρελ και ο ελληνικός καζαμίας του
Αυτή η μικρή χώρα, που τόσο συχνά λεηλατήθηκε, κατακερματίστηκε και κονιορτοποιήθηκε, για να καταντήσει μετά ο γυμνός ασβεστόλιθος των έρημων ακρωτηρίων και των κάβων της, ποτέ δεν είχε κάποια σταθερά γεωγραφικά σύνορα. Ηταν μια πνευματική κατάσταση.
Την απάντηση στην απορία της Δύσης, αν ζει και αν υπάρχει ακόμη η Ελλάδα, τη δίνει με τον δικό του τρόπο ο Λόρενς Ντάρελ στο ταξιδιωτικό του έργο Τα Ελληνικά νησιά, έργο που δεν είναι μόνον, όπως θεωρήθηκε, ένα ταξιδιωτικό αλμανάκ για υποψήφιους επενδυτές και ακριβά κτηματομεσιτικά γραφεία της Εσπερίας, αλλά ένα συμβόλαιο με κάποιους πνευματικούς άξονες που στηρίζουν στους ώμους τους αυτό τον συνοπτικό άτλαντα των ελληνικών νησιών.
Η ελληνική χερσόνησος, με το γεωγραφικό της σχήμα, μοιάζει να γυρίζει τα νώτα της προς τα δυτικά. Κανένα αξιόλογο λιμάνι, καμία εγκόλπωση δεν ανοίγεται προς δυσμάς, παρά νότια και προς ανατολάς. Ακόμη και τα νησιά του Ιονίου, επιμένοντας στην πρόσδεσή τους με τον ηπειρωτικό κορμό, μοιάζουν ν' αποτελούν περισσότερο μια ήπια συνέχεια των ακαρνανικών βουνών και της Ηπείρου, παρά νησιά αυτοτελή και ολοκληρωμένα, όπως η Κρήτη ή τα νησιά του βόρειου Αιγαίου. Το βιβλίο του Ντάρελ, πιο περιηγητικό και άνετο απ' του Λακαριέρ, μοιάζει να μην εμπλέκεται άμεσα με τον τόπο και τους κατοίκους του και στο μέτρο που είναι ένα βιβλίο αναψυχής και διακοπών, είναι περισσότερο κριτικό και μπλαζέ, οριζόμενο απ' τα μέτρα μιας μικρής χώρας που κάνει τη μεγάλη της είσοδο στη διεθνή σκηνή.
Ετσι λοιπόν αυτά που κυριαρχούν εδώ είναι η αδημονία και η διάψευση, αδημονία γιατί, πώς να το κάνουμε, η Ελλάδα μοιάζει να προξενεύεται σε μεγαλύτερα σαλόνια, άρα η αγωνία της διάψευσης και κάθε στραβοπατήματος είναι πιθανά, και διάψευση γιατί το ιδανικό μπορεί να αποδειχθεί κατώτερο των προσδοκιών του. Οπως και να το πάρουμε, είναι γεγονός ότι ο Ντάρελ φτάνει στην Ελλάδα σαν ένθερμος εραστής παρά σαν μεμψίμοιρος εκτιμητής και παρ' όλο που το βιβλίο του δεν είναι σύγχρονο με την πρώτη αποδημία του στη χώρα τού Οδυσσέα, είναι γραμμένο με νεανική περιέργεια και θέρμη.
Ο επισκέπτης Ντάρελ, λοιπόν, παίρνει για λογαριασμό του αναγνώστη τη θέση που εκείνος θα προτιμούσε στο κατάστρωμα του καραβιού, βολεύεται όπως κι εκείνος στη σεζλόνγκ της πρώτης θέσης και περιμένει τυλιγμένος με την κουβέρτα του, στην ψύχρα της αυγής και στην υγρασία της θάλασσας, ν' αντικρίσει τα ελληνικά νησιά.
Το ότι ζυγιάζοντας εκ των υστέρων το Ιόνιο με το Αιγαίο, βρίσκει το δεύτερο πιο πρισματικό και πολυεπίπεδο από το πρώτο, δεν έχει καμία σημασία και βεβαίως δεν έχει σημασία για το αγαπημένο του νησί, την Κέρκυρα, ακόμη κι όταν η Κρήτη ή η Ρόδος τον τυφλώνουν η πρώτη με τη βλοσυρότητά της και η δεύτερη με τη μακαριότητα των τοπίων της.
Ετσι, εκεί που ο συγγραφέας θυμάται τον ζωγράφο, μας δίνει στο συναρπαστικό τοπίο της Κέρκυρας τα εχέγγυα να το συγκρίνουμε με ενδιαιτήματα βασιλέων και ποιητών, κι εκεί που ο μύθος είναι πιο ορατός, όπως στην Κρήτη, να μας παρουσιάσει τη ζωντάνια και τη φρεσκάδα των μακρινών Μινωιτών σαν ένα πρότυπο φωτεινής κι ευτυχισμένης ζωής.
Η πρωτοτυπία, λοιπόν, και η αξία αυτού του βιβλίου, παρ' όλη τη χαροποιό και ανθρώπινη διάστασή του, βρίσκεται σ' αυτή την παιδική του αμφιθυμία: η προκατάληψη του Ντάρελ υπέρ της Ελλάδας είναι η προκατάληψη ενός ρομαντικού: βίαιη, αισθηματική και τρικυμιώδης.
Κατορθώνοντας, ως γνήσιος μυθοπλάστης, να φτιάξει σχεδόν ανθρώπινους χαρακτήρες απ' τις άγονες πέτρες και τ' ακρωτήρια των νησιών, δεν κάθεται ν' ασχοληθεί με βαρετές λεπτομέρειες και ιστορικές εμμονές, όπως ίσως ο διανοούμενος Λακαριέρ.
Στην Κάλυμνο, ας πούμε, και στην αριστουργηματική περιγραφή της αναχώρησης των σφουγγαράδικων για τη Λιβύη και το Μισίρι, στη Θάσο ή στην Κω, ανεβάζει στην επιφάνεια της θάλασσάς τους κάτι περισσότερο από κοράλλια, λάβα ή κίσηρη: μια ταραχώδη ψυχή, μαλακή σαν το βούτυρο και αρμυρή σαν το αίμα.
Κι επειδή το βουητό του ανέμου που φυσάει τα καλοκαίρια πάνω απ' τα νησιά, δεν φέρνει στον νου τις ψυχρές χώρες απ' όπου ταξίδεψε, ο ανήσυχος βυρωνικός κόσμος του Ντάρελ, που μερικές φορές μοιάζει να του λυγίζει τα γόνατα απ' τον τρόμο, σπάει ξέπνοος στα χαλίκια της ακρογιαλιάς. Αλλωστε και ο αρχαίος ποιητής Ιβυκος δεν παρομοίαζε τον έρωτα με τον ορμητικό άνεμο της Θράκης, τον Θρηίκιον, που σπάει και λυγίζει τα πάντα στο πέρασμά του;


Βαρβάρα Τερζάκη

Άρθρο Χάρη Μεγαγλυνου - εφ. Ελευθεροτυπία, 16-10-2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: