29/4/09

Ο νόμος των Ταλιμπάν εξαπλώνεται στο Πακιστάν

?Η κυβέρνηση του Ισλαμαμπάντ επικύρωσε συμφωνία για την εφαρμογή της ισλαμικής σαρίας στην κοιλάδα Σουάτ με αντάλλαγμα την ειρήνη

Η ΑΠΟΦΑΣΗτου πακιστανού προέδρου Ασίφ Αλί Ζαρντάρι να επικυρώσει τη συμφωνία για την εφαρμογή του ισλαμικού νόμου (σαρία) στην άλλοτε τουριστική περιοχή της κοιλάδας Σουάτ με αντάλλαγμα τον τερματισμό της βίας εκ μέρους των Ταλιμπάν προκαλεί ανησυχία στη διεθνή κοινότητα που υπογραμμίζει τον κίνδυνο εξάπλωσης
της επιρροής των ισλαμιστών μαχητών και της περαιτέρω αποσταθεροποίησης της περιοχής. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ταλιμπάν έχουν ήδη προωθηθεί σε απόσταση 100 χιλιομέτρων από το Ισλαμαμπάντ. Ο κ.Ζαρντάρι υπέγραψε τη συμφωνία, η οποία είχε ανακοινωθεί ήδη από τον περασμένο Φεβρουάριο,έπειτα από πιέσεις από το πακιστανικό Κοινοβούλιο,το οποίο ενέκρινε σχεδόν
ομόφωνα το σχετικό ψήφισμα. Η πακιστανική κυβέρνηση αντιμετωπίζει τις συμφωνίες με κλίκες των Ταλιμπάν ως μέρος της ευρύτερης στρατηγικής αποδυνάμωσης των εξτρεμιστών στην περιοχή.Η λογική της είναι ότι τέτοιου είδους συμφωνίες εκμεταλλεύονται την ήδη κατακερματισμένη φύση των ισλαμιστικών οργανώσεων- ο ένας εχθρός ουδετεροποιείται με τη συμφωνία
ειρήνης,ενώ ο άλλος κατατροπώνεται στο πεδίο της μάχης.Ωστόσο αντίστοιχες πρωτοβουλίες κατά το παρελθόν οδηγήθηκαν σε αποτυχία,κυρίως στις περιοχές κοντά στα αφγανικά σύνορα,όπου οι Ταλιμπάν είναι πιο ισχυροί. Παρόμοια συμφωνία τον περασμένο χρόνο στην επαρχία Σουάτ κατέρρευσε,όταν οι Ταλιμπάν εξαπέλυσαν εκ νέου επιθέσεις στις πακιστανικές δυνάμεις.

ΙΣΛΑΜΑΜΠΑΝΤ, ΑΠΡΙΛΙΟΣ.
Xιλιάδες ισλαμιστές μαχητές συρρέουν στην κοιλάδα Σουάτ, όπου στήνουν νέα στρατόπεδα εκπαίδευσης, καθιστώντας την περιοχή ισχυρό προπύργιο των Ταλιμπάν. Αν και οι θιασώτες της συμφωνίας υποστηρίζουν ότι με αυτόν τον τρόπο θα επιταχυνθεί η απονομή δικαιοσύνης στο Σουάτ, η αμερικανική κυβέρνηση εκφράζει φόβους ότι η κοιλάδα θα γίνει η βάση από όπου οι Ταλιμπάν και οι σύμμαχοί τους στην Αλ Κάιντα και άλλες ισλαμιστικές οργανώσεις θα επιχειρήσουν να αυξήσουν την επιρροή τους και στις κοντινές, πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές του Πακιστάν.

«Αυτή είναι απλά μια στάση για ξεκούραση για τους Ταλιμπάν,τίποτε παραπάνω» δήλωσε αμερικανός αξιωματούχος από την Ουάσιγκτον. Ηδη πριν από τη συμφωνία ο αριθμός των μαχητών στην περιοχή είχε γνωρίσει σημαντική αύξηση, διαδικασία που συνεχίζεται ως σήμερα. Πλέον υπολογίζεται ότι στην επαρχία Σουάτ επιχειρούν περίπου 6.000-8.000 εξτρεμιστές, αριθμός διπλάσιος σε σχέση με το τέλος του περασμένου χρόνου.

?Προώθηση προς την πρωτεύουσα
Αν και οι Ταλιμπάν και η Αλ Κάιντα αρχικά περιορίζονταν σε μια ορεινή ημιαυτόνομη περιοχή στα σύνορα του Πακιστάν με το Αφγανιστάν, τα τελευταία δύο χρόνια έχουν εξαπλωθεί σε επαρχίες τις οποίες προηγουμένως ήλεγχε το πακιστανικό κράτος- όπως η κοιλάδα του Σουάτ, η οποία απέχει περίπου 160 χιλιόμετρα από το Ισλαμαμπάντ. Μετά την επίτευξη της νέας συμφωνίας ειρήνης οι ισλαμιστές μαχητές άρχισαν να προωθούνται και σε γειτονικές περιοχές. Πριν από περίπου δύο εβδομάδες επιτέθηκαν σε χωριό της περιοχής Μπούνερ νοτίως της επαρχίας Σουάτ, κατατροπώνοντας την πολιτοφυλακή και παραβιάζοντας τους όρους της συμφωνίας. «Θέλουμε η ισλαμική σαρία να εφαρμοστεί και στο Μπούνερ»δήλωσε ο εκπρόσωπος της δύναμης των Ταλιμπάν που ελέγχει το Σουάτ, Μουσλίμ Καν.

«Κανένας δεν μπορεί να μας διώξει από οποιαδήποτε περιοχή της επαρχίας».

Οι Ταλιμπάν δεν κρατούν μυστικό τον τελικό στόχο τους. «Σκοπός μας είναι να διώξουμε τους Αμερικανούς και τους αυλόδουλούς τους από το Πακιστάν και το Αφγανιστάν. Δεν είναι μουσουλμάνοι και γι΄ αυτό πρέπει να τους πετάξουμε έξω»συμπλήρωσε ο κ. Καν, τονίζοντας ότι οι Ταλιμπάν δεν πρόκειται να υποχωρήσουν. Πακιστανοί και αμερικανοί αξιωματούχοι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την αυξανόμενη συνεργασία μεταξύ των διαφόρων ισλαμιστικών οργανώσεων που πολεμούν στα πακιστανο-αφγανικά σύνορα και διατηρούν δεσμούς με την Αλ Κάιντα. Τα στρατόπεδα εκπαίδευσηςπου πολλαπλασιάζονται ραγδαία σε ολόκληρη την επαρχία Σουάτ προσελκύουν νέους αμόρφωτους άνδρες χωρίς καμία επαγγελματική προοπτική. Επιπλέον κάτοικοι της περιοχής αναφέρουν ότι πολλοί νεαροί άνδρες υποχρεώνονται να προσχωρήσουν στις ισλαμιστικές οργανώσεις προκειμένου να προστατεύσουν τις οικογένειές τους από τις επιθέσεις των εξτρεμιστών.

«Ολοι είμαστε τρομοκρατημένοι από αυτή την ωμότητα. Κανένας δεν τολμάει να τα βάλει μαζί τους» είπε οΦαζλέ Ραμπί, ιδιοκτήτης καταστήματος στην πόλη Μινγκόρα της επαρχίας Σουάτ. Το κατάστημα βρίσκεται σε μια πλατεία, γνωστή στους κατοίκους ως «Πλατεία Σφαγής», καθώς οι Ταλιμπάν τη χρησιμοποιούν για να ξεφορτώνονται τα πτώματα των ανθρώπων που εκτελούν.

Ως πριν από περίπου δύο χρόνια, δηλαδή προτού η περιοχή περάσει στον έλεγχο των Ταλιμπάν, η κοιλάδα Σουάτ ήταν ένας δημοφιλής προορισμός των ευκατάστατων Πακιστανών. Ωστόσο σήμερα, με τους Ταλιμπάν να εφαρμόζουν τη σκληρή εκδοχή της σαρίας, οι μαστιγώσεις και οι εκτελέσεις ανθρώπων συνιστούν καθημερινό φαινόμενο. Η κατάσταση που επικρατεί στην περιοχή αντανακλά το όραμα των Ταλιμπάν για το Πακιστάν. Η τοπική κυβέρνηση και η αστυνομία του Σουάτ έχουν ήδη περάσει στον έλεγχό τους. ?Μακριές γενειάδες και σμαράγδια
Οι αστυνομικοί πλέον, αντί για τις συνηθισμένες στολές τους, υποχρεούνται να φορούν μια παραδοσιακή ενδυμασία που συνδυάζει μακριά πουκάμισα και φαρδιά παντελόνια. Επιπλέον οι Ταλιμπάν εκμεταλλεύονται τα ορυχεία σμαραγδιών, γεγονός που σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες δραστηριότητές τους τούς αποφέρει κέρδη εκατομμυρίων δολαρίων.

Στα κουρεία έχουν αναρτήσει προειδοποιήσεις προς τους άνδρες να μην ξυρίζουν τη γενειάδα τους. Παράλληλα οι γυναίκες δεν επιτρέπεται πλέον να βγαίνουν από τα σπίτια τους χωρίς τη συνοδεία του συζύγου τους ή κάποιου εξ αίματος άρρενος συγγενή τους. Αν και τα σχολεία θηλέων πλέον επαναλειτουργούν, οι μαθήτριες πρέπει να φορούν ενδυμασίες που καλύπτουν ολόκληρο το πρόσωπο και το σώμα τους, με τους Ταλιμπάν να προβαίνουν σε συχνές επιθεωρήσεις στις τάξεις για τυχόν παραβιάσεις.

«Είχαμε πολλές πολιτιστικές και εξωσχολικές δραστηριότητες,αλλά όλα αυτά σταμάτησαν»είπε
oΖιαουλάχ Γιουσάφ Ζαΐ, διευθυντής ενός ιδιωτικού σχολείου θηλέων στη Μινγκόρα.

«Δεν θέλουμε οι Ταλιμπάν να βρουν αφορμή και να κλείσουν πάλι το σχολείο».

Ανυποχώρητοι τιμωροί του «αντιισλαμικού» τρόπου ζωής


Οπλισμένοι ισλαμιστές μαχητές στην περιοχή Μπούνερ, νοτίως της επαρχίας Σουάτ. Πρόσφατα επιτέθηκαν σε χωριό εκεί, κατατροπώνοντας την πολιτοφυλακή και παραβιάζοντας τους όρους της συμφωνίας

ΟΙ ΤΑΛΙΜΠΑΝπροειδοποιούν για νέα αιματοχυσία αν δεν εφαρμοστεί επίσημα ο ισλαμικός νόμος. Στην επαρχία Σουάτ δεν έχουν ακόμη στηθεί ισλαμικά δικαστήρια εξαιτίας της καθυστέρησης της επικύρωσης της συμφωνίας εκ μέρους του κ. Ζαρντάρι, ο οποίος προσπαθούσε να κερδίσει την υποστήριξη της Ουάσιγκτον αλλά και των εσωκομματικών αντιπάλων του.

«Δεν μας ενδιαφέρει το εάν η συμφωνία ειρήνης
θα ισχύσει ή όχι»σημείωσε ο εκπρόσωπος των Ταλιμπάν.

«Κανένας δεν μπορεί να μας σταματήσει από το να στήσουμε τα δικά μας δικαστήρια».

Οι Ταλιμπάν ήδη εφάρμοζαν τη δική τους εκδοχή της σαρίας. Πακιστανικοί τηλεοπτικοί
σταθμοί μετέδωσαν εικόνες ενός Ταλιμπάν που μαστίγωνε μια γυναίκα που είχε βγει από το σπίτι της χωρίς τη συνοδεία εξ αίματος συγγενή της. Ο κ. Καν, ο οποίος είναι και διοικητής της οργάνωσης Τεχρίκ ε Ταλιμπάν (μιας ευρύτερης οργάνωσης των Ταλιμπάν που πολεμά κατά της πακιστανικής κυβέρνησης), υποστήριξε ότι το βίντεο δεν είναι αληθινό, ωστόσο παραδέχθηκε ότι παρόμοιο περιστατικό πράγματι συνέβη.

«Ως μουσουλμάνοι δεν μπορούμε να επιτρέψουμε σε μια γυναίκα να παραβιάζει
τις ισλαμικές αξίες»είπε. Ο ίδιος υποστήριξε ότι πρόκειται να σημειωθούν περισσότερες εκτελέσεις στην ευρύτερη περιοχή του Σουάτ, παρουσιάζοντας μια λίστα με ονόματα ανθρώπων που οι Ταλιμπάν θέλουν να τιμωρήσουν για τον «αντιισλαμικό» τρόπο ζωής τους. Η λίστα περιλαμβάνει ανώτατους κυβερνητικούς αξιωματούχους, μια γυναίκα που ο σύζυγός της υπηρετεί στον αμερικανικό στρατό και άλλους. Πολλοί εξ αυτών έχουν εγκαταλείψει τη χώρα ή ζουν σε περιοχές εκτός του ελέγχου των Ταλιμπάν.

«Αυτού του είδους οι άνθρωποι
δεν πρέπει να ζουν»είπε ο κ. Καν.

Βαρβάρα Τερζάκη

Εφ. Το Βήμα, 26-04-2009

Ο τυφώνας Ομπάμα έπληξε την Καραϊβική

Επίθεση «τόλμη και γοητεία» στη Λατινική Αμερική, αλλά ο αντιαμερικανισμός έχει βαθιές ρίζες και τα δύσκολα έπονται


Δεκαετίες στρατιωτικών επεμβάσεων στη Λατινική Αμερική είχαν γιγαντώσει την εχθρότητα έναντι των ΗΠΑ, εκθρέφοντας επαναστατικά κινήματα και ριζοσπάστες, εθνικιστές ηγέτες. Αλλά και η εσωτερική κοινή γνώμη εμφανιζόταν απρόθυμη να στηρίξει τις βάναυσες, όσο και πολυδάπανες επεμβάσεις στον Νότο, ιδιαίτερα σε καιρούς δεινής οικονομικής κρίσης. Το περίφημο «δόγμα Μονρόε» (1823), που έβλεπε τη Λατινική Αμερική ως πίσω αυλή των ΗΠΑ, έβαζε νερά από παντού.

Σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα, το αμερικανικό έθνος υποδέχθηκε με ανακούφιση την παρθενική ομιλία του νέου προέδρου, στην τελετή της εγκατάστασής του στον Λευκό Οίκο, όπου, μεταξύ άλλων, εξήγγειλε την πολιτική «Καλής Γειτονίας» με τα εξής λόγια: «Θα εργασθώ ώστε το έθνος μας να αφοσιωθεί στην πολιτική της καλής γειτονίας, ως ο γείτονας που σέβεται αποφασιστικά τον εαυτό του και, ακριβώς γι’ αυτό, σέβεται τα δικαιώματα των άλλων». Μια ανακούφιση, που μετατράπηκε σχεδόν σε ευφορία λίγους μήνες αργότερα, στη σύνοδο κορυφής των αμερικανικών κρατών, όπου ο νέος ηγέτης του Λευκού Οίκου διακήρυξε: «Από τώρα και στο εξής, σταθερός άξονας της πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών θα είναι η αντίθεση στην ένοπλη επέμβαση».

Μπαράκ Ομπάμα, Τρινιντάντ, Απρίλιος 2009; Οχι, Φραγκλίνος Ρούζβελτ, Μοντεβιδέο, Δεκέμβριος 1933! Ηταν ο μεγαλύτερος Αμερικανός πολιτικός του 20ού αιώνα εκείνος ο οποίος, παράλληλα με τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις του New Deal στο εσωτερικό, δρομολογούσε έναν θεματικό αναπροσανατολισμό της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στο νότιο ημισφαίριο. Μιας πολιτικής, που είχε αποκτήσει ξεκάθαρα ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα μετά τον ισπανοαμερικανικό πόλεμο του 1898, τη μακρόχρονη κατοχή της Αϊτής και την εισβολή πεζοναυτών στη Νικαράγουα.

Η αναλογία ανάμεσα στο Μοντεβιδέο του 1933 και στο Τρινιντάντ του 2009 είναι χτυπητή, τόσο από τη σκοπιά της συγκυρίας (η Μεγάλη Υφεση τότε, η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση τώρα), όσο και από τη σκοπιά της «Αλλαγής» που επαγγέλλεται ο Αμερικανός πρόεδρος στους γείτονές του. Πραγματικά, ο Μπαράκ Ομπάμα δεν υστέρησε σε τόλμη του διάσημου προκατόχου του κατά την V σύνοδο κορυφής των αμερικανικών κρατών, που πραγματοποιήθηκε το περασμένο Σαββατοκύριακο στο νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής.

«Κατά το παρελθόν, υπήρξαν περιπτώσεις όπου προσπαθήσαμε να σας επιβάλουμε τους δικούς μας όρους», αναγνώρισε από το βήμα της συνόδου ο πρόεδρος των ΗΠΑ. Κι όταν ο αριστερός ηγέτης της Βολιβίας, Εβο Μοράλες, δήλωσε ότι η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να επεμβαίνει αποσταθεροποιητικά στο εσωτερικό της χώρας του, καταγγέλλοντας ακόμη και σχέδιο δολοφονίας του, ο Αμερικανός πρόεδρος διαβεβαίωσε ότι «αντιτίθεται και καταδικάζει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο κάθε προσπάθεια βίαιης ανατροπής δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων». Ακολούθησαν οι αστεϊσμοί και τα χαμόγελα, σε σπαστά Iσπανικά, με τον ιστορικό ηγέτη των Σαντινίστας –εναντίον των οποίων ο Ρέιγκαν είχε κινήσει θεούς και δαίμονες– στη Νικαράγουα, Ντανιέλ Ορτέγκα και με τον πιο φλογερό αντίπαλο των ΗΠΑ στην περιοχή, Ούγο Τσάβες. Ο πρόεδρος της Βενεζουέλας ανακοίνωσε, μάλιστα, την αποκατάσταση ομαλών διπλωματικών σχέσεων με την Ουάσιγκτον, οι οποίες είχαν διακοπεί επί Τζορτζ Μπους.

Αλλά εκεί όπου οι οπαδοί της παλιάς, καλής, αντικομμουνιστικής Αμερικής θα πρέπει να έφτασαν στο χείλος του εγκεφαλικού επεισοδίου ήταν στο ζήτημα της Κούβας. Αποκλεισμένη από τη σύνοδο, η χώρα των Φιντέλ και Ραούλ Κάστρο κυριάρχησε, παρ’ όλα αυτά, στις εργασίες και στο περιθώριό της. Αν και ο Ομπάμα δεν ανακοίνωσε την άρση του 50ετούς εμπάργκο (κάτι που μάλλον είναι θέμα χρόνου), αναγνώρισε ότι η πολιτική του εμπάργκο έχει αποτύχει κι έσπευσε να τη διαβρώσει με μέτρα διευκόλυνσης των ταξιδιών και της αποστολής εμβασμάτων από τις ΗΠΑ στην Κούβα.

Ακόμη θεαματικότερη ήταν η αναγνώριση, από πλευράς Ομπάμα, των επιτευγμάτων της σοσιαλιστικής χώρας στα πεδία της υγείας, της παιδείας και της έρευνας. Απαντώντας σε ερώτηση για τη «διπλωματία των γιατρών και των δασκάλων» που ασκεί η Κούβα, βοηθώντας σημαντικά τους φτωχούς και τους αναλφάβητους άλλων χωρών της περιοχής, ο Ομπάμα δεν δίστασε να αναγνωρίσει ότι η χώρα του έχει κάτι να διδαχθεί από τον ιδεολογικό της αντίπαλο: «Το γεγονός αυτό υπενθυμίζει σε μας, στις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι αν η μόνη αλληλεπίδρασή μας με χώρες τις περιοχής εξαντλείται στη δίωξη των ναρκωτικών, αν η μόνη αλληλεπίδραση είναι στρατιωτικού είδους, τότε μάλλον δεν αναπτύσσουμε εκείνα τα στοιχεία τα οποία μπορούν, σε βάθος χρόνου, να ενισχύσουν την επιρροή μας».

Πολιτικός ρεαλισμός

Ασφαλώς, η στάση αυτή του Ομπάμα δεν υποδηλώνει κάποια καταπιεσμένη, κρυπτοαριστερή προδιάθεση, αλλά απλό πολιτικό ρεαλισμό. Οπως δήλωσε ο πρώην σύμβουλος του Τζίμι Κάρτερ για τη Λατινική Αμερική, Ρόμπερτ Πάστορ, «με τον ίδιο τρόπο που ομαλοποιήσαμε τις σχέσεις μας με το Βιετνάμ, μπορούμε να το κάνουμε και με την Κούβα. Στην περίπτωση του Βιετνάμ ποτέ δεν θέσαμε ως προϋπόθεση τη δημοκρατία». Πραγματικά, ο Ομπάμα δεν θα είχε κανένα πρόβλημα αν η Κούβα βάδιζε στον δρόμο της Κίνας, διατηρώντας το μονοκομματικό καθεστώς, αλλά ανοίγοντας την οικονομία της στο αμερικανικό και το διεθνές κεφάλαιο. Αλλωστε, η μεγάλη ενόχληση της Αμερικής ήταν και είναι όχι η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κούβα, αλλά ακριβώς το γεγονός ότι, σε αντίθεση τόσο με τη μετακομμουνιστική Ρωσία, όσο και με την Κίνα, επιμένει να ενσαρκώνει με τον πιο «αυθάδη» τρόπο, απέναντι από τη Φλόριντα, σε πείσμα της κατάρρευσης του ανατολικού μπλοκ, ένα εναλλακτικό πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης.

Γενικότερα, η αλλαγή του Μπαράκ Ομπάμα δεν προαναγγέλλει την παραίτηση από τα στρατηγικά συμφέροντα της υπερδύναμης στη Λ. Αμερική, αλλά την προώθησή τους με άλλο τρόπο. Και σ’ αυτόν τον τομέα, άλλωστε, ο Ομπάμα κινείται στα χνάρια του Ρούζβελτ. Η πολιτική της «καλής γειτονίας» που εξήγγειλε το 1933 ο διάσημος προκάτοχός του δεν τον εμπόδισε να στηρίζει δικτάτορες και παραστρατιωτικούς, οικονομικές και πολιτιστικές «εισβολές», ενώ τα αμερικανικά στρατεύματα που αποσύρονταν από την Αϊτή και τη Νικαράγουα προετοιμάζονταν για τις πολύ αποφασιστικότερες συγκρούσεις που μέλλονταν να έρθουν, στον Βόρειο Ατλαντικό και στην Απω Ανατολή.

Η Βραζιλία διεκδικεί ρόλο πρωταγωνιστή

Στην προεκλογική του εκστρατεία, ο Μπαράκ Ομπάμα είχε στηλιτεύσει την κυβέρνηση Μπους υποστηρίζοντας ότι, απορροφημένη καθώς ήταν με τον πόλεμο στο Ιράκ, άφησε να της ξεφύγει η Λατινική Αμερική. Κάτι που φαίνεται όχι μόνο από τη συντριπτική κυριαρχία των αριστερών κυβερνήσεων, αλλά και από την έντονη δραστηριοποίηση όλων των ανταγωνιστών των ΗΠΑ (Ε.Ε., Κίνα, Ρωσία, Ινδία) στον αμερικανικό Νότο.

Ηδη, όμως, οι φιλοδοξίες του Ομπάμα για δυναμική «επιστροφή» στη Λατινική Αμερική προσκρούουν σε ένα καινούργιο, ενδογενές εμπόδιο: τις πληθωρικές φιλοδοξίες της Βραζιλίας του Λούλα να παίξει τον ρόλο της μεγάλης, περιφερειακής δύναμης. Οικονομικό μεγαθήριο της περιοχής, η Βραζιλία δεν αρκείται πλέον στον ρόλο μιας χώρας στα μέτρα του Μεξικού ή της Αργεντινής, αλλά φιλοδοξεί να ηγηθεί της περιφερειακής ενοποίησης της Λατινικής Αμερικής και να διαπραγματεύεται, για λογαριασμό όλων και σε ισότιμη βάση με την υπερδύναμη του Βορρά.

Ενδειξη του αυξανόμενου βάρους της Βραζιλίας ήταν η σύνοδος κορυφής όλων των χωρών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής, συμπεριλαμβανομένης της Κούβας, που έγινε τον περασμένο Δεκέμβριο στο έδαφός της. Στη σύνοδο δεν είχαν προσκληθεί ούτε οι ΗΠΑ ούτε η Ευρωπαϊκή Ενωση. Εξάλλου, ήταν η αποφασιστική παρέμβαση του Λούλα που έσωσε τον αριστερό πρόεδρο της Βολιβίας, Εβο Μοράλες, από την απειλή εμφυλίου πολέμου στον οποίο ωθούσαν οι φιλοαμερικανοί ολιγάρχες. Και ήταν η πρώτη φορά που μια εσωτερική κρίση σε χώρα της περιοχής λύθηκε ερήμην των ΗΠΑ, σε μια σύνοδο κορυφής της νεοπαγούς ένωσης του Νότου, Unasur.

Τα σύνδρομα Γκορμπατσόφ και Κάρτερ

«Σε όλη τη Λατινική Αμερική, οι εχθροί μας θα χρησιμοποιήσουν την εικόνα του χαμογελαστού Τσάβες δίπλα στον πρόεδρό μας για να πουν ότι ο Τσάβες είναι πλέον νομιμοποιημένος, αποδεκτός». Μ’ αυτά τα λόγια εξέφρασε την μήνιν των Ρεπουμπλικανών κατά του Ομπάμα ο πρώην πρόεδρος της Βουλής, Νιουτ Γκίνγκριτς.

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο πρώην αντιπρόεδρος Ντικ Τσένι δήλωσε ότι οι συναντήσεις του Ομπάμα με Τσάβες και Ορτέγκα «στέλνουν λάθος μηνύματα... Φίλοι και εχθροί θα σπεύσουν γρήγορα να εκμεταλλευθούν τη συγκυρία αν πιστέψουν ότι έχουν να κάνουν με έναν αδύναμο πρόεδρο, που δεν μπορεί να υπερασπιστεί επιθετικά τα αμερικανικά συμφέροντα».

Το σύνδρομο του «αδύναμου προέδρου» αποτελεί ισχυρό όπλο πολιτικής πίεσης. Οι σκληροπυρηνικοί έχουν αρχίσει ήδη να ψελλίζουν την ιδέα του «Αμερικανού Γκορμπατσόφ». Ενός ηγέτη, ο οποίος απολαμβάνει την υψηλή δημοτικότητά του στο εξωτερικό, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι τον συμπαθούν όχι ως εκπρόσωπο της «καλής» Αμερικής, αλλά ως τον άνθρωπο εκείνο ο οποίος, ίσα ίσα, θα επιταχύνει, εν τη αφελεία του, την κατάρρευση της Αμερικής.

Αλλοι, συμπεριλαμβανομένου του Γκίνγκριτς, λανσάρουν την ιδέα του νέου Κάρτερ: «Ο Κάρτερ», δήλωσε πρόσφατα ο Γκίνγκριτς, «δοκίμασε μια μαλακή πολιτική και ο κόσμος γινόταν ολοένα και σκληρότερος, γιατί τα αρπακτικά, οι επιτιθέμενοι, οι αντιαμερικανοί, οι δικτάτορες ορμούν με δύναμη κάθε φορά που οσμίζονται αδυναμία». Το μήνυμα του ισχυρής επιρροής Ρεπουμπλικανού πολιτικού είναι σαφές: Αν ο Ομπάμα αποδειχθεί «νέος Κάρτερ», τότε το αμερικανικό κατεστημένο, με το ισχυρό ένστικτο της αυτοσυντήρησης που το χαρακτηρίζει, αναπόφευκτα θα αναζητήσει το στιβαρό χέρι ενός νέου Ρέιγκαν.

Δεν αντέχει κανείς στον πειρασμό να θυμίσει ότι ο Κάρτερ ήταν ο πρόεδρος που επιχείρησε έναν προοδευτικό αναπροσανατολισμό της πολιτικής της Ουάσιγκτον στη Λατινική Αμερική, ιδιαίτερα με την ιστορική συμφωνία του για την αποκατάσταση της κυριαρχίας του Παναμά στη διώρυγα. Αντίθετα, ο Ρέιγκαν αποδύθηκε σε μια ιδιαίτερα επιθετική, αντικομμουνιστική εκστρατεία, με την εισβολή στη μικροσκοπική Γρενάδα, τα σαμποτάζ εναντίον των Σαντινίστας στη Νικαράγουα και την ενίσχυση των εγκληματικών, ακροδεξιών παραστρατιωτικών (Τάγματα του Θανάτου) στο Ελ Σαλβαδόρ.

Βαρβάρα Τερζάκη

Άρθρο Πέτρου Παπακωνσταντίνου - εφ. Καθημερινή, 26-04-2009

H κρίση της δημοκρατίας

Πιερ Ροζανβαλόν: «Κάποτε οι πολίτες ψήφιζαν υπέρ της εφαρμογής ενός προγράμματος, ενώ σήμερα ψηφίζουν απλώς υπέρ ενός προσώπου»

Στο νέο βιβλίο του με τίτλο «La legitimite democratique» (Seuil, 2008), ο γάλλος κοινωνιολόγος Πιερ Ροζανβαλόν εκκινεί από τη διάγνωση ότι τα δύο θεμέλια πάνω στα οποία στηριζόταν η νομιμοποίηση των δημοκρατικών καθεστώτων, δηλαδή η αρχή της πλειοψηφίας και η έννοια του γενικού συμφέροντος, βρίσκονται σήμερα σε κρίση.

Ο Ροζανβαλόν μίλησε για το βιβλίο του στον Φάμπιο Γκαμπάρο, ανταποκριτή της ιταλικής εφημερίδας «Ρεπούμπλικα» στο Παρίσι: «Η καθολική ψηφοφορία δεν αρκεί πλέον για να νομιμοποιεί τη δημοκρατία. Η ίδια η ψήφος έχει αλλάξει νόημα και χαρακτήρα. Σήμερα η ψήφος δεν είναι μια έκφραση ταύτισης με μια κοινωνική ομάδα ή με ένα πολιτικό κόμμα.

Στο παρελθόν ήταν η έκφραση μιας κοινωνικής ταυτότητας, ενώ σήμερα εκφράζει κυρίως μιαν ατομική γνώμη. Αυτή η αλλαγή συνοδεύεται από μιαν αυξανόμενη αποξένωση από τα πολιτικά κόμματα και από την κρίση της έννοιας του κράτους ως διαχειριστή του γενικού συμφέροντος. Στο παρελθόν -σε ένα πιο σταθερό κοινωνικό, οικονομικό και ιδεολογικό πλαίσιο- ήταν πιο εύκολο να φανταστούμε τη συνέχεια ανάμεσα στην ψήφο και στις πολιτικές που θα ακολουθούσαν.

Σήμερα οι εκλογές έχουν γίνει μια απλή διαδικασία ανάθεσης, που προδιαγράφει όλο και λιγότερο τις πολιτικές επιλογές που θα υιοθετηθούν. Κάποτε οι πολίτες ψήφιζαν υπέρ της εφαρμογής ενός προγράμματος, σήμερα ψηφίζουν υπέρ ενός προσώπου.

Συνεπώς, η καθολική ψηφοφορία προμηθεύει μια νομιμοποίηση που είναι μόνο εργαλειακή. Είναι μια νομιμοποίηση που είναι εκτεθειμένη σε μια διαρκή δοκιμασία και γι' αυτό αναζητάει στήριξη και σε άλλες μορφές δημοκρατικής νομιμότητας.

Μια τέτοια διαδικασία νομιμοποίησης της εξουσίας είναι εκείνη που παράγεται από την εγγυημένη αμεροληψία των ανεξάρτητων αρχών, οι οποίες επαγρυπνούν προκειμένου να αποτρέψουν τον ιδιοτελή σφετερισμό των θεσμών. Υπάρχει έπειτα η νομιμοποίηση που πηγάζει από τα συνταγματικά δικαστήρια, τα οποία εγγυώνται την ισότητα των δικαιωμάτων και προστατεύουν τη δημοκρατία από ενδεχόμενες αυθαιρεσίες των ισχυρών. Τέλος, υπάρχει μια μορφή νομιμοποίησης που γεννιέται από την αμεσότητα των σχέσεων των κυβερνώντων με τους πολίτες, οι οποίοι ζητούν από την κυβέρνηση να σέβεται την κοινωνία και να αντιλαμβάνεται τα βάσανα των πιο αδύναμων μελών της.

Αν στο παρελθόν οι δημοκρατίες έδιναν έμφαση κυρίως στους θεσμούς, σήμερα ξαναρχίζουν να αξιολογούν τις συμπεριφορές των κυβερνώντων. Οι πρώτοι θεωρητικοί της δημοκρατίας πίστευαν ότι η δημοκρατία στηρίζεται ουσιαστικά στη σιωπηλή συναίνεση των πολιτών.

Σήμερα αντίθετα αντιλαμβανόμαστε ότι στη δημοκρατική δραστηριότητα, πλάι στη συναίνεση, παίζει θεμελιώδη ρόλο και η διαφωνία. Ηδη ο Μοντεσκιέ υπογράμμιζε την ασυμμετρία ανάμεσα στην ικανότητα να εμποδίζουμε και στην ικανότητα να δρούμε στη δημοκρατία.

Είναι πράγματι πολύ πιο εύκολο να πετυχαίνουμε αποτελέσματα όταν διαφωνούμε και αντιδρούμε, από όσο είναι να κατορθώνουμε να υλοποιούμε θετικές και εποικοδομητικές προτάσεις. Αν, για παράδειγμα, κατορθώσουμε να μπλοκάρουμε μια απόφαση της εξουσίας, βλέπουμε αμέσως τα αποτελέσματα της δράσης μας, ενώ για να προωθήσουμε λ.χ. μια νέα νομοθετική ρύθμιση, χρειάζεται περισσότερος χρόνος προκειμένου να δούμε κάποιο αποτέλεσμα.

Στο βιβλίο μου «La Contre-democratie» (Seuil, 2006), περιγράφω το σύνολο εκείνων των δραστηριοτήτων που δεν αποβλέπουν στη συμμετοχή των πολιτών στην άσκηση της εξουσίας, αλλά στην οργάνωση του ελέγχου των κυβερνώντων από την κοινωνία.

Είναι αδύνατο να συμμετέχουν άμεσα όλοι οι πολίτες στη λήψη όλων των πολιτικών αποφάσεων, αλλά όλοι μπορούν να εκφράζουν κριτικές απόψεις και να συμμετέχουν στην επιτήρηση και τον έλεγχο της εξουσίας. Μια σημαντική συνιστώσα αυτής της «αντι-δημοκρατίας» είναι η τάση των πολιτών να θέτουν υπό κατηγορία την εξουσία. Το μοντέλο της δίκης, που γνωρίζουμε από την απονομή της δικαιοσύνης, διαδίδεται σε όλη την κοινωνία.

Η στάση του κατήγορου, που κάποτε χαρακτήριζε κυρίως το ρόλο της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, χαρακτηρίζει σήμερα μεγάλους τομείς της κοινωνίας, που εκφράζουν έτσι την κριτική και την αντίθεσή τους στην εξουσία.

Οι «αντι-δημοκρατικές» δραστηριότητες έχουν πάντα έναν αμφίσημο χαρακτήρα. Από τη μια μεριά αυτές μπορεί να είναι πολύ χρήσιμες και να ενισχύουν τη δημοκρατία, λειτουργώντας ως ένα θετικό ερέθισμα. Από την άλλη μεριά ωστόσο μπορεί και να αποδυναμώσουν τη δημοκρατία τροφοδοτώντας την αντιπολιτική. Η θετική «αντι-δημοκρατία» υποβάλλει την εξουσία σε έλεγχο και σε κριτική, που την υποχρεώνουν να υλοποιεί καλύτερα την αποστολή της στην υπηρεσία της κοινωνίας.

Η αρνητική «αντιδημοκρατία», αντίθετα, μεγαλώνει το χάσμα ανάμεσα στην εξουσία και την κοινωνία και διευρύνει την απόσταση ανάμεσα στους πολίτες και τους πολιτικούς.

Το παράδοξο της αντιπολιτικής είναι το ότι καθιστά την εξουσία όλο και πιο μακρινή και επομένως άπιαστη. Η ριζική κριτική της εξουσίας δεν παράγει μια κοινωνική οικειοποίησή της, αλλά μια κατάσταση στην οποία οι πολίτες αποξενώνονται όλο και περισσότερο από τις δημοκρατικές διαδικασίες. Αυτή η αμφισημία της «αντιδημοκρατίας» είχε ήδη γίνει φανερή στον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης.

Ο μεγάλος θεωρητικός της επιτήρησης της εξουσίας ήταν τότε ο Κοντορσέ, σύμφωνα με τον οποίο όποιος κυβερνά πρέπει να κρίνεται συνεχώς. Για τον Κοντορσέ το ότι η εξουσία εκλέγεται δημοκρατικά δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι αυτή είναι καλή εξουσία. Η δημοκρατία υπάρχει μόνον με τη διαρκή αλληλεπίδραση ανάμεσα στους κυβερνητικούς θεσμούς και στις διαδικασίες που ρυθμίζουν και ελέγχουν τις δραστηριότητές τους. Την ίδια περίοδο ωστόσο ο Μαρά, ο φίλος του λαού, δυσφημούσε συνεχώς την πολιτική, εμφανίζοντας εκείνους που κυβερνούν σαν ενσάρκωση του κακού, σαν κάποιους από τους οποίους η κοινωνία δεν μπορεί να προσδοκά τίποτα το καλό».

Εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία- Επτά, 26-04-2009

«Μαζικές αλλαγές στον πλανήτη»

Ο Jim Leape, διευθυντής WWF, αισιοδοξεί για τις διαπραγματεύσεις στην Κοπεγχάγη


«Η κλιματική αλλαγή είναι κυρίως οικονομικό, κοινωνικό και μετά περιβαλλοντικό πρόβλημα» τονίζει στην «Κ» ο κ. Jim Leape, γενικός διευθυντής του Διεθνούς WWF (παγκόσμιο ταμείο για τη Φύση) που εμφανίζεται ωστόσο αισιόδοξος όσον αφορά την έκβαση των «διαπραγματεύσεων» περί τις κλιματικές αλλαγές, στην Κοπεγχάγη, τον προσεχή Δεκέμβριο. Ο ίδιος μιλά ακόμα για την οικονομική κρίση και τη αειφόρο ανάπτυξη, την ξηρασία στη Μεσόγειο και τις επιπτώσεις στην Ελλάδα.

– Ποιο είναι το μεγαλύτερο περιβαλλοντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο πλανήτης σήμερα;

– Χωρίς αμφιβολία, η κλιματική αλλαγή. Δεν πρόκειται απλώς για ένα «περιβαλλοντικό πρόβλημα». Αποτελεί επίσης το σημαντικότερο πρόβλημα στον τομέα της οικονομίας, των κοινωνικών θεμάτων, της ανάπτυξης και της υγείας. Η κλιματική αλλαγή, θα επιφέρει μαζικές αλλαγές στον πλανήτη.

Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, θα αισθανθείτε πιο έντονα τις συνέπειες μιας γενικότερης ξηρασίας που παρατηρείται στη Μεσόγειο, η οποία επηρεάζει την επάρκεια των υδάτινων πόρων και απειλεί τη γεωργία, τα αστικά κέντρα και τις βασικές σας βιομηχανίες, όπως ο τουρισμός. Θα αυξηθεί η συχνότητα των δασικών πυρκαγιών. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι μπορεί να χαθεί το 30% των ειδών.

Η κλιματική αλλαγή

– Είστε αισιόδοξος για την έκβαση των διαπραγματεύσεων στην Κοπεγχάγη; Η οικονομική κρίση θα αποβεί υπέρ ή κατά του περιβάλλοντος;

– Η Κοπεγχάγη αποτελεί το επιστέγασμα μιας διαδικασίας που ξεκίνησε πριν από ενάμιση χρόνο στο Μπαλί για να αντικαταστήσει το – ανεπαρκές- Πρωτόκολλο του Κιότο που λήγει. Το τελικό αποτέλεσμα της Συνδιάσκεψης του Μπαλί ήταν πολύ καλύτερο από το αναμενόμενο. Αυτή τη στιγμή η Κοπεγχάγη δεν εμφανίζεται πολλά υποσχόμενη, όμως με σκληρή δουλειά και καλή πρόθεση μπορεί να τα καταφέρουμε. Εξαιτίας της οικονομικής κρίσης ο κόσμος δεν εστιάζει πλέον τόσο πολύ στις διαπραγματεύσεις για το κλίμα. Παρόλα αυτά, τα οικονομικά δεδομένα είναι ξεκάθαρα - το κόστος της κλιματικής αλλαγής θα είναι πολύ μεγάλο, ενώ το κόστος της έγκαιρης δράσης, σημαντικά μικρότερο.

Επιπλέον, τα κονδύλια που δίδονται για την οικονομική ανάκαμψη παρέχουν μία άνευ προηγουμένου ευκαιρία για την αναδιάρθρωση των οικονομιών προς μία πιο αειφόρο κατεύθυνση.

– Ποιες είναι οι χώρες που «φοβάστε» περισσότερο στη διαπραγμάτευση και γιατί;

– Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι σημαντικότερες δεσμεύσεις πρέπει να προέλθουν από τις χώρες που παράγουν τις περισσότερες εκπομπές ρύπων. Υπάρχουν ενθαρρυντικά μηνύματα από τους μεγαλύτερους ρυπαντές όπως οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και η Κίνα. Πολύ ενθαρρυντική ήταν και η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης για την οριστική παύση των σχεδίων ανάπτυξης μονάδων λιθάνθρακα, κάτι που και το WWF Ελλάς επεδίωκε.

– Η Ε.Ε. έχει θέσει ως έναν από τους βασικούς της στόχους την προστασία της βιοποικιλότητας, το θέμα του συνεδρίου που ξεκινά αύριο, στην Αθήνα. Υπάρχουν στοιχεία, επιστημονικά στοιχεία που να δείχνουν ότι «χάνουμε» είδη και τι σημαίνει αυτό;

– Η ικανότητα της Γης να υποστηρίζει μία ακμάζουσα ποικιλία ειδών, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, είναι μεν μεγάλη αλλά πεπερασμένη. Οταν η ανθρώπινη ζήτηση υπερβαίνει τα όρια της διαθεσιμότητας πλήττεται η υγεία των ζωντανών συστημάτων. Είμαστε μέρος του ιστού της ζωής που αυτή τη στιγμή καταστρέφεται και υποβαθμίζεται με ρυθμούς πιο ταχείς από ποτέ. Τελικά, αυτή η απώλεια απειλεί την ανθρώπινη ευημερία.

Αρχικά αποτελέσματα του πρώτου σημαντικού «τεστ υγείας» των ευρωπαϊκών ειδών και οικοτόπων δείχνουν ότι για το 50% των ειδών και για περισσότερα από το 75% των οικοτόπων που προστατεύονται, η κατάσταση διατήρησής τους είναι «μη ικανοποιητική». Η Ευρώπη έχει ένα σημαντικό -αν και ακόμα ανεπαρκές- 20% της χερσαίας της έκτασης χαρακτηρισμένο ως προστατευόμενο (Natura 2000). Η πρόκληση είναι η προστασία και διαχείριση των περιοχών αυτών να βρεθούν στο επίκεντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος.

– «Γενικός Διευθυντής του Διεθνούς WWF». Αισθάνεστε ότι μπορείτε να κάνετε πράγματα για να βοηθήσετε τον πλανήτη ή συχνότερα απογοητεύεστε από όσα συμβαίνουν;

–Το WWF, θα κλείσει τα 50 του χρόνια το 2010. Ως Γενικός Διευθυντής της Διεθνούς Γραμματείας του WWF, έχω την τιμή να ηγούμαι ενός παγκόσμιου δικτύου με παρουσία σε περισσότερες από 100 χώρες που καθοδηγείται από τα καλύτερα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα, αναζητώντας ενεργά λύσεις. Θα μας βρείτε να δουλεύουμε σε απομακρυσμένα χωριά, να ασκούμε πίεση σε διοικητικά συμβούλια επιχειρήσεων, σε κυβερνητικά γραφεία και στις αίθουσες διεθνών οργανισμών.

Ολα τα παραπάνω, σαφώς βοηθούν τον πλανήτη. Η πρόκληση είναι να μετατρέψουμε αυτές τις επιτυχίες σε μια ευρύτερη αλλαγή.

– Στην Ελλάδα πολλοί πολίτες συμμετείχαν στην «Ωρα της Γης». Ωστόσο, η χώρα μας δεν φημίζεται για το περιβαλλοντικό της προφίλ. Τι θα προτείνατε να γίνει;

– Η Ελλάδα αποτέλεσε μία ξεχωριστή συμμετοχή στην «Ωρα της Γης». Οι πολίτες μπορούν να καταφέρουν πολλά, όμως, εν τέλει, χρειαζόμαστε και πολιτική ηγεσία με όραμα και πολιτικές δεσμεύσεις. Για παράδειγμα, είναι καιρός η Ελλάδα να αποκτήσει ένα λειτουργικό, ισχυρό και ανεξάρτητο υπουργείο Περιβάλλοντος.

– Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις πόσο μπορούν να βοηθήσουν όταν δεν υπάρχει πολιτική βούληση;

— Η πολιτική βούληση δεν διαμορφώνεται εκ του μηδενός. Μία από τις σημαντικότερες λειτουργίες των οργανώσεων είναι να τη δημιουργούν και να τη διατηρούν. Ενας από τους τομείς στους οποίους συνδράμουμε είναι η εξασφάλιση ή η δημιουργία μηχανισμών ούτως ώστε οι τοπικές κοινωνίες και η κοινωνία των πολιτών να μπορούν να συμμετάσχουν αποτελεσματικά στη διαδικασία λήψης αποφάσεων που αφορούν το περιβάλλον.

Συνέδριο στην Αθήνα για τη βιοποικιλότητα

Ο κ. Jim Leape, γενικός διευθυντής του Διεθνούς WWF βρίσκεται στην Αθήνα προκειμένου να συμμετάσχει στο διήμερο συνέδριο με θέμα «Η προστασία της βιοποικιλότητας μετά το 2010» που θα πραγματοποιηθεί αύριο και μεθαύριο. Το 2000, η παγκόσμια κοινότητα έθεσε ένα στόχο για τη μείωση του ρυθμού απώλειας της βιοποικιλότητας έως το 2010, ο οποίος δυστυχώς δεν φαίνεται ότι θα επιτευχθεί. Το συνέδριο διοργανώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας, προκειμένου να συζητηθούν οι στόχοι για την μετά το 2010 –που έχει ονομαστεί Διεθνές Ετος Βιοποικιλότητας– περίοδο.

Εκτός από τον Επίτροπο Περιβάλλοντος, κ. Σταύρο Δήμα, θα παραστούν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κάρολος Παπούλιας, ο πρωθυπουργός κ. Κώστας Καραμανλής, ο πρόεδρος της Βουλής κ. Δημήτρης Σιούφας, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Xoσέ Μανουέλ Μπαρόζο και υπουργοί Περιβάλλοντος κρατών - μελών.

Βαρβάρα Τερζάκη

Συνέντευξη στην Τάνια Γεωργιόπουλου - Εφ. Καθημερινή, 26-04-2009

Κυνηγώντας το αντικείμενο


Εξακολουθούν να υπάρχουν μικρά παιδιά που οι εκφράσεις τους είναι ζωγραφισμένες σ' έναν καμβά στωικής και καλοσυνάτης μελαγχολίας και που οι γραμμές του προσώπου τους καμπυλώνονται απ' τη θερμότητα μιας τόσο απαλής ανάσας του ψυχισμού, ώστε νομίζεις ότι θα κινδυνέψουν στο ελάχιστο σκίρτημα της πρώτης τυχαίας αντιξοότητας· παιδιά με μια κρούστα ζάχαρης πάνω στα μάτια, κοριτσάκια με μαλλιά σαν βρεγμένα στάχυα που δεν έχουν δείξει ούτε μία φορά εχθρότητα για κάποιον, γαλήνια, σκεφτικά παιδιά που άγγιξαν το φεγγαρόφωτο.

Απ' την άλλη, υπάρχουν παιδιά που οι τρόποι τους είναι ύπουλοι και η ματιά τους γεμάτη μνησικακία, έφηβοι που θα γίνουν, με δικά μας έξοδα, οι ψυχροί, μοχθηροί γραφειοκράτες και τοποτηρητές του συστήματος, για τους οποίους κάθε μέτρηση πρόκειται να είναι αντίστροφη. Ομως και τα μεν και τα δε συναντιούνται με το πλήθος των υπολοίπων, των περισσότερων, εκείνων που ζουν σ' έναν ωκεανό αδιαφορίας και διεκδικούν μαζί κάτι αναπόδραστο, κάτι επιτακτικό: αυτό το κάτι είναι το ανεπίγνωστο αντικείμενο της επιθυμίας.

Π ροσοχή: όχι της επιθυμίας που θέλει να ικανοποιηθεί αλλά εκείνης που θέλει να διαιωνίζεται. Αυτή μοιάζει μ' ένα παράσιτο, μ' έναν βιολογικό οργανισμό που, όπως όλοι οι οργανισμοί, επιδιώκει να διατηρηθεί στη ζωή πάση θυσία. Ως εκ τούτου, μεταπηδά παραπλανητικά από στόχο σε στόχο ώστε να μην εκπληρώνεται ποτέ και συνεπώς να μακροημερεύει: το αντικείμενό της δεν είναι εκείνο που η ίδια θα κατόρθωνε να κυνηγήσει, αλλά μάλλον αυτό που την υποκινεί, αυτό που την τροφοδοτεί με την αγωνία της έλλειψης ώστε να επιβιώνει. Δεν ξέρουμε, ούτε θα μάθουμε ποιο ακριβώς είναι το αντικείμενο, ωστόσο, άπαξ και ο άνθρωπος βγαίνει απ' την κατάσταση του νηπίου διδασκόμενος να εκφράζεται γλωσσικά, το μυστικό παραμένει στην κατοχή του ασυνειδήτου.

Ετσι η δύναμή του πολλαπλασιάζεται, ειδικά επειδή την αγνοούμε. Βέβαια, είχαμε μέχρι χτες τη δυνατότητα να αναχαιτίσουμε την τρέλα της βουλιμίας μας με τον φόβο του νόμου και των θεσμών, με την αγάπη του Θεού ή με την προσήλωση σε νοσταλγικές αξίες, σε έρωτες και εκλάμψεις αξιοπρέπειας, σε ενδόμυχα πάθη και προτιμήσεις για νοήματα που αντιπολιτεύονταν τη συμφορά της πλεονεξίας, ζώντας ως επί το πλείστον σ' έναν κόσμο όπου η φτώχεια και η βραδεία κατανάλωση του χρόνου συνιστούσαν ιδανικά. Μας προστάτευαν οι μεγάλες μητέρες, φύση, γλώσσα, ιδιοσυγκρασία, παράδοση, εκκλησία, μια πατρίδα που οι ποιητές την υμνούσαν δίχως να ανησυχούν μήπως θεωρηθούν εθνικόφρονες - τέλος, η Αριστερά, σε πείσμα των μυωπικών ιδεολογικών της αντιφάσεων και ψεμάτων, υπήρξε μια τέτοια αξιαγάπητη μητέρα. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, αντέχαμε πολέμους και αρρώστιες, κυρίως δε φρικτές απογοητεύσεις, δίχως να χάνουμε εντελώς τους δεσμούς με την ιδέα μιας ανθρωπιάς που μας κρατούσε σε απόσταση απ' τη λατρεία του αντικειμένου. Το αντικείμενο ήταν στη χειρότερη περίπτωση ένα άγαλμα. Αφού ο Θεός ζούσε ακόμη, έστω ετοιμοθάνατος, δεν σπεύδαμε να το θεοποιήσουμε. Τώρα, χωρίς τις παλιές μας άμυνες απέναντι στη ραγδαία απομυθοποίηση, χωρίς μεταφυσική και με την ανάμνηση της πολιτικής μας καταγωγής ξεθωριασμένη, οικειοθελώς αιχμάλωτοι στις συνθήκες της βαρβαρότητας αυτού που αποκαλούμε καταναλωτική κοινωνία, ή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, ή παντοκρατορία των ΜΜΕ, ή ψηφιακό σύμπαν, ή όπως αλλιώς διαλέξετε να το πείτε, βλέπουμε ότι το αντικείμενο αποχαλινώθηκε.

Ιδού γιατί ο κόσμος, γύρω μας, γίνεται η σκηνή όπου προβάλλουν απειράριθμες πρόσκαιρες ενσαρκώσεις αυτού του αντικειμένου, το οποίο μεταμορφώνεται πηδώντας απ' το ένα δόλωμα στο άλλο, και ιδού γιατί η κρίση μας εμπιστεύεται παθητικά την ψευδαίσθηση ότι, αν αποκτήσουμε το εκάστοτε διαφημιζόμενο υποκατάστατο του αντικειμένου, σπίτι, ρούχο, όχημα, συσκευή, ταξίδι, δάνειο, ερωτικό παρτενέρ, ή οτιδήποτε άλλο, θα έχουμε αποκτήσει εκείνο το φυλακτό των φυλακτών, το πρωτογενές χαμένο πράγμα που υπολογίζεται σαν θησαυρός της εμπειρίας και που οι θεολόγοι ονομάζουν Παράδεισο. Ομως το μοντέρνο αντικείμενο διαφεύγει αιωνίως· έχει κανείς την εντύπωση ότι το πλησιάζει, ενώ αυτό μεταπηδάει και επανεμφανίζεται με διαφορετική μορφή, πάλι και πάλι, επ' άπειρον, ακολουθώντας τις σπασμωδικές εκδηλώσεις της απληστίας του ανθρώπινου είδους, τις οποίες αυτό το ίδιο οδηγεί σε μονόπλευρη σύγκρουση με τις κραυγαλέες αποδείξεις της ματαιότητας. Το αντικείμενο μας κυβερνάει κι εμείς το υπηρετούμε αυτοκτονικά.

Γινόμαστε έτσι φανατικοί καταναλωτές. Αυτό, για μας τους ενήλικους, μ' έναν αποκαρδιωτικά περιορισμένο αριθμό εκκεντρικών εξαιρέσεων, αποτελεί δεύτερη φύση. Εντούτοις, τα πιο ευφυή απ' τα παιδιά το διαισθάνονται, καταλαβαίνουν ότι εκείνο για το οποίο η επιθυμία πάσχει είναι ένα «τίποτα», κάτι που θα αποκτήσουν μόνον και μόνον για να απαλλαγούν στη συνέχεια απ' αυτό, με το βλέμμα στραμμένο στο αμέσως επόμενο «τίποτα», π.χ. σ' ένα ακόμη κινητό πρωτοποριακής τεχνολογίας, στο ΑΠΟΛΥΤΟ κινητό, στο ΑΔΥΝΑΤΟΝ, όπως υπόσχονταν οι διαφημιστές, οι οποίοι εξάλλου μας θυμίζουν εμμέσως, ανά πεντάλεπτον, ότι το υπέρτατο αντικείμενο, το θεϊκό προϊόν, είναι άυλο, μια μυστηριώδης ουσία που πέφτει απ' τον ουρανό ή «κατεβαίνει» απ' το Διαδίκτυο και που οι συμβολισμοί της ερωτοτροπούν με τις καινούριες μορφές μαγείας, ελαφρότητα, διαφάνεια, ελαστικότητα, αισθητήρες, προσαρμογή της μοριακής δομής ή οτιδήποτε άλλο παραπέμπει στο αστρικό πεδίο.

Μοιραία, το κακό πλεονέκτημα που επιτρέπει σ' αυτή τη νέα γενιά παιδιών, αντίθετα απ' ό,τι στις προηγούμενες, να αντιλαμβάνεται εγκαίρως την κενότητα του καταναλωτικού αντικειμένου πηγάζει από τις πολύπλοκες αλλά προφανείς πολιτισμικές προσαρμογές στην επιτάχυνση, εξαιτίας των οποίων επενδύει επάνω στο αντικείμενο φαντασιώσεις χρήσης και όχι απόκτησης όπως εμείς οι ενήλικοι, η δε χρήση είναι, εξ υποθέσεως, βραχυπρόθεσμη. Αθελά τους, λοιπόν, τα σημερινά παιδιά είναι κήρυκες φιλαλήθειας -τοποθετούν κατευθείαν το τρόπαιο στον ορίζοντα της παρωδίας, μολονότι το κρατούν ζηλότυπα στα χέρια, και επομένως το δηλώνουν εξαρχής σαν καθρέφτη του ανθρώπινου διχασμού, με μια λέξη: σαν αυτό που είναι. Το κυνηγούν θεωρώντας το ένα φετίχ της στιγμής και συνάμα το γελοιογραφούν, ακριβώς όπως κάνουν (σε σχέση μ' εμάς, τους προηγούμενους) σε ό,τι αφορά π.χ. τις αναπαραστάσεις του σεξ, τηλεοπτικές ή διαδικτυακές: τις παρατηρούν λοξά και, ταυτόχρονα, τις σνομπάρουν μ' ένα χαμόγελο.

Τα παιδιά είναι κατ' ανάγκην σοφότερα από μας, για τον λόγο ότι εμείς οι ίδιοι τα εκπαιδεύσαμε αρνητικά στην ειρωνική αντιμετώπιση αυτού του συνεχούς διπλού μηνύματος που εκπέμπει ο κόσμος μας: αναγνώριση αξίας σε κάτι που δεν αξίζει και διαφυγή μέσω προσποίησης -σκεφτείτε τον θεσμό του Λυκείου σε σχέση με τα φροντιστήρια.

Εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία- Επτά, 26.04.2009

Η πολιτική της φούστας


Γυναίκες στην πολιτική ζητά η Ευρώπη; Ο Μπερλουσκόνι υπακούει, παγιδεύοντάς την στα ίδια της τα επιχειρήματα
Την ίδια ώρα που ο παγκόσμιος Τύπος παθιάζεται με τις κυρίες των ισχυρών κυρίων (Ομπάμα, Σαρκοζί) δημοσιεύοντας άρθρα αισθητικής ανάλυσης και στυλ, εξίσου περισπούδαστα και βαρυσήμαντα με τις πολιτικές αναλύσεις, ο Μπερλουσκόνι προσφέρει τη δική του εκδοχή σε αυτή την πολιτική της φούστας συγκεντρώνοντας στο ευρωψηδέλτιό του υποψηφιότητες μιας πρώην εστεμμένης, μιας σούπερ σέξι μοντέλας αισθησιακών φωτογραφίσεων, μιας τηλεπαρουσιάστριας με εξίσου εκρηκτικές αναλογίες ενώ υπόσχεται να το συμπληρώσει με ανάλογης εμφάνισης υποψήφιες. Όλες, βέβαια, άσχετες με το αντικείμενο, εξ ου ο Καβαλιέρε για να δείξει προφανώς ότι δεν γράφει εντελώς την Ευρώπη εκεί που-απαγορεύεται-να-αναφέρουμε, τους κάνει, λέει, ταχύρρυθμα σεμινάρια.

Παμπόνηροςεπιχειρηματίας της τηλεόρασης και χάρη σε αυτή πρωθυπουργός της Ιταλίας, γνωρίζει καλά ότι οι σύγχρονοι πολίτες έχουν μεταλλαχθεί σε διαρκείς τηλεθεατές. Τι κάστινγκ για πρωινάδικο- τι Ευρωβουλή, λέει ο Καβαλιέρε πετώντας στα μούτρα των πολιτών την ίδια τους την αδυναμία να αντισταθούν στην προκλητική του προσφορά, ενώ με μακιαβελική μαεστρία αντιστρέφει τα υπέρ των γυναικών επιχειρήματα της Ευρώπης εναντίον τους. Ποιος θα τολμήσεινα υπαινιχθεί οτιδήποτε για τις κυρίες που επέλεξε με βάση την εξωτερική τους εμφάνιση ή το επάγγελμά τους και δεν θα κατηγορηθεί για ρατσισμό και αντιφεμινισμό; Μοναδικό επιχείρημα ότι δεν γνωρίζουν τα ευρωπαϊκά θέματα. Μήπως, όμως, η ίδια η Ευρώπη δεν άνοιξε τον δρόμο της υποτίμησης της γυναικείας συμμετοχής στην πολιτική με τις περιβόητες ποσοστώσεις, που αναγνώριζαν μεν το πρόβλημα, αλλά αντί να το επιλύσουν το επιδείνωσαν; Διότι υπάρχουν κόμματα, ακόμη και μεγάλα, ακόμη και της Αριστεράς, που παραμονές εκλογών εντάσσουν βιαστικά γυναίκες στις λίστες τους επειδή είναι γυναίκες και όχι επειδή αναδείχθηκαν λόγω προσόντων και γενικής αποδοχής.

Εξ ου και ο Μπερλουσκόνι επιβάλλει τις χυδαίες, προσωπικές του επιλογές στην πολιτική, χωρίς να τολμά κανείς να αντιδράσει. Αντιθέτως έχει γίνει ο γκουρού, ο ιδεολογικός καθοδηγητής των απανταχού ξελιγωμένων. Εν τω μεταξύ η τηλεοπτική υποκουλτούρα έχει διαβρώσει τις πιο ευαίσθητες κατακτήσεις του σύγχρονου πολιτισμού, με πρώτο θύμα τη γυναίκα, και η πολιτική προτιμά να αγνοεί το πρόβλημα. Μέχρι να το πληρώσει ακριβά.

Η αλήθειαείναι ότι από την εποχή της Τζάκυ Κέννεντυ μέχρι τη διαφημιστική καμπάνια του Μπους για τον πόλεμο κατά του Ιράκ οι μέθοδοι της σόουμπιζνες αξιοποιήθηκαν στο έπακρο από την πολιτική.

Εξ ου και ο Σαρκοζί κατέφυγε στον «δαίμονα» της διαφήμισης Σεγκελά για να του βρει σύντροφο, η οποία θα συμπλήρωνε το ίματζ του επιτυχημένου, που είχε σχεδιαστεί γι΄ αυτόν. Εκείνος τού πρότεινε την Κάρλα Μπρούνι ως ιδανική πρώτη κυρία ακριβώς γιατί ήταν πρώην μοντέλα, με αισθησιακές φωτογραφίσεις και έντονη ερωτική ζωή, άρα, το κατάλληλο «τρόπαιο» για έναν πρόεδρο. Το αποτέλεσμα; Ο γαλλικός Τύπος, ακόμη και οι πιο σοβαρές παραδοσιακές εφημερίδες, βρέθηκαν να γράφουν κουτσομπολιά για την πρώην μοντέλα και τη σχέση της με τον Σαρκοζί, αντί να ασχολούνται με την άκρως συντηρητική πολιτική του.

Ιδού, λοιπόν,ο νέος ρόλος της γυναίκας στην πολιτική. Κάνει τον φερετζέ. Αρκεί να είναι προκλητική, με υπερτονισμένες καμπύλες, να διαθέτει παρελθόν που να γαργαλά τους ουρανίσκους των σκανδαλολάγνων και γενικώς να διαθέτει όλα όσα ερεθίζουν τη λίμπιντο και θολώνουν το μυαλό των ανδρών ψηφοφόρων, ενώ θυματοποιούν την ίδια, κρατώντας τον κόσμο ακίνητο στα γνώριμα χαρακώματα ενός κόσμου πολεμικού για τα δύο φύλα.


Τηλε-θερμοκήπιο

Πριν προλάβει η γυναίκα στην Ευρώπη να απολαύσει την αποκατάστασή της, την αποδοχή της ως ισότιμη στον εργασιακό χώρο, πριν τα κόμματα υποχρεωθούν να εκσυγχρονίσουν τις δομές και τις αντιλήψεις τους ώστε να αναδεικνύουν ικανές γυναίκες με κριτήρια αξιοκρατικά, πριν εξισωθούν οι αμοιβές των γυναικών με εκείνες των ανδρών, ένα νέο, ύπουλο κύμα αντιφεμινισμού επιστρέφει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό εκεί απ΄ όπου ξεκίνησε, με τις γυναίκες να είναι προϊόντα για την αγορά της αρσενικής επιθυμίας. Μπράβο μας! Από κράχτες για φορτηγά, για ελαστικά, και ξυραφάκια, τα ωραία κορίτσια πλέον γίνονται και κράχτες μιας πολιτικής του τηλεοπτικού θερμοκηπίου, μιας πολιτικής της εμφάνισης, που οδηγεί στον πιο ακραίο συντηρητισμό από όσους έχει γνωρίσει ο σύγχρονος κόσμος. Γιατί αντικαθίσταται οριστικώς ο διάλογος για τις ιδέες από τις αυτόματες αντιδράσεις και τα συναισθήματα που προκαλούν τα χαρακτηριστικά ενός προσώπου ή σώματος.

Βαρβάρα Τερζάκη

Άρθρο Πόπης Διαμαντάκου - Εφ. Τα Νέα, 27-04-2009

22/4/09

«Η Αθήνα είναι η πρώτη σπίθα»


«Η εξέγερση στην Αθήνα είναι μια καταιγίδα οργής. Δεν υπάρχει χώρος σε αυτήν για ελπιδοφόρα συνθήματα ή αισιόδοξες λύσεις. Λείπουν τα ουτοπικά αιτήματα των κινημάτων του '68 ή τα ευχολόγια του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση της οικονομίας. Αυτό ακριβώς τρομάζει τους ηγέτες σε παγκόσμια κλίμακα και όχι οι μολότοφ και οι σπασμένες βιτρίνες. Στη Αθήνα τίποτα δεν θυμίζει τον Μάη του '68. Η κατάσταση μοιάζει με τις χαοτικές ταραχές στη Μονμάρτη το 1890 ή στο Μπάριο Τσίνο της Βαρκελώνης το 1930». Αυτά επισημαίνει ο αμερικανός στοχαστής Μάικ Ντέιβις μιλώντας στο «7». Καθηγητής δημιουργικής γραφής στο Πανεπιστήμιο του Ριβερσάιντ της Καλιφόρνιας, συντάκτης της «New Left Review» και συγγραφέας πολλών βιβλίων για τη σύγχρονη μητρόπολη, τη στρατιωτικοποίησή της και τις συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα μέσα σ' αυτήν, ο Μάικ Ντέιβις είχε γράψει σειρά άρθρων για τις ταραχές στο Λος Αντζελες το '92, τις οποίες είχε προαναγγείλει και για την εξέγερση στα προάστια του Παρισιού το 2005.


- Η κατάσταση στην Αθήνα σάς φαίνεται διαφορετική απ' όσες εξεγέρσεις έχετε μελετήσει;

«Πιστεύω ότι οι κοινωνίες μας έχουν υπερκορεστεί από βαθιά κρυμμένη οργή που μπορεί ξαφνικά να ξεπηδήσει στην επιφάνεια ύστερα από ένα γεγονός που συνοψίζει την αστυνομική αυθαιρεσία ή την κρατική καταστολή. Αν και οι σπόροι μια τέτοιας εξέγερσης έχουν ήδη φυτευτεί, αυτή η κοινωνία σπάνια το αναγνωρίζει. Αυτό συνέβη και εδώ. Αλλά τα παιδιά στους δρόμους έχουν δίκιο όταν λένε "ερχόμαστε από το μέλλον". Αυτή είναι μια αυθεντική εξέγερση που ξεπερνάει τις ταραχές στο Λος Αντζελες το '92 ή στο Παρίσι του 2005. Γιατί ξεκινάει από την ακλόνητη πεποίθηση των νέων ότι το μέλλον τους έχει λεηλατηθεί. Είναι η πρώτη γενιά στην ευρωπαϊκή ιστορία -αν εξαιρέσουμε τα παιδιά του Α' Παγκοσμίου Πολέμου- που νιώθει απόλυτα προδομένη από τους πατριάρχες της».

Ο ρόλος της τηλεόρασης

- Εδώ όμως οι περισσότεροι πολιτικοί και δημοσιογράφοι ένιωσαν έκπληξη από το ξέσπασμα των ταραχών.


«Δεν μου κάνει εντύπωση. Στο Λος Αντζελες το 1992, για παράδειγμα, κάθε έφηβος στους δρόμους -όπως και κάθε αστυνομικός που περιπολούσε- ήξεραν ότι ο Αρμαγεδδών πλησιάζει. Το χάσμα που όλο και μεγάλωνε ανάμεσα στη νεολαία της μητρόπολης και τις αρχές της πόλης ήταν ορατό ακόμα και για τον πιο άσχετο παρατηρητή. Υπήρχαν μαζικές συλλήψεις κάθε εβδομάδα, αμέτρητοι πυροβολισμοί από αστυνομικούς κατά νέων παιδιών -χωρίς θύματα- μια συνεχής προπαγάνδα που εγκληματικοποιούσε τους νέους και τους έγχρωμους ως μέλη συμμοριών και μια εξωφρενική εφαρμογή των δύο μέτρων και των δύο σταθμών στην απονομή δικαιοσύνης. Κι όμως όταν έγινε η έκρηξη ύστερα από την αθώωση των αστυνομικών που έδειραν βάναυσα τον Ρόντνεϊ Κινγκ, οι πολιτικοί και τα μέσα ενημέρωσης αντέδρασαν λες και κάποια σκοτεινή, ανεξιχνίαστη δύναμη βγήκε από τα έγκατα της γης».

- Εδώ οι μαθητές και οι φοιτητές ασκούν σκληρή κριτική στα μέσα ενημέρωσης και κυρίως στην τηλεόραση για τον τρόπο που παρουσιάζει τα γεγονότα.

«Και εδώ υπάρχουν ομοιότητες. Τα μέσα ενημέρωσης στην εξέγερση του Λος Αντζελες είχαν εικόνα μόνο από τα ελικόπτερα. Προσπάθησαν να ελέγξουν την κοινή γνώμη σχετικά με τις ταραχές μέσα από μια απλουστευτική ανάλυση γεμάτη στερεότυπα. Οπως ότι στο δρόμο ήταν συμμορίες μαύρων που καίγανε και λεηλατούσανε. Στην πραγματικότητα ελάχιστοι από τους συλληφθέντες ήταν μέλη συμμοριών και μόνο το ένα τρίτο ήταν Αφροαμερικανοί. Η πλειοψηφία ήταν φτωχοί μετανάστες ή τα παιδιά τους που έκλεβαν βρεφικές πάνες και παπούτσια. Φυσικά η οικονομία στο Λος Αντζελες τότε όπως και τώρα ήταν σε ύφεση. Περισσότερο υπέφεραν οι φτωχογειτονιές των Λατινοαμερικανών, αλλά τα μέσα ενημέρωσης δεν είχαν λάβει υπόψη τους την εκρηκτική κατάσταση. Ούτε συνειδητοποίησαν ότι αυτή η εξέγερση ήταν απλώς ένας αγώνας για την εξασφάλιση βασικών αγαθών. Στην Ελλάδα τώρα, απ' όσο γνωρίζω, μια "συνήθης" αστυνομική υπέρβαση της νομιμότητας εξαπέλυσε μια σειρά ταραχών που εξηγήθηκε πάλι με στερεότυπα ως μια αδικαιολόγητη οργή κάποιων σκοτεινών αναρχικών κύκλων. Εμένα μου φαίνεται ότι ήταν αποτέλεσμα ενός συνεχιζόμενου "εμφυλίου πολέμου χαμηλής έντασης" ανάμεσα στην αστυνομία και μέρους της νεολαίας».

Το «Νιου ντιλ» του Ομπάμα

- Σας εκπλήσσει κάτι στις ταραχές της Αθήνας;

«Δεν έχω προσωπική εμπειρία ώστε να κρίνω την κατάσταση, όμως είναι εντελώς διαφορετική από κάθε άλλη ευρωπαϊκή εξέγεσρη των τελευταίων χρόνων, όπως των προαστίων της Γαλλίας το 2005. Στους δρόμους της Αθήνας σχηματίζεται μια ποικιλόμορφη συμμαχία με μαθητές, φοιτητές, μετανάστες και άνεργους από τη μεσαία τάξη. Και θα υπάρχει πάντοτε και η παράδοση του ξεσηκωμού και της αντίστασης που είναι σύμφυτη με την ευρωπαϊκή νεολαία. Οι σχολιαστές στις ΗΠΑ παραξενεύονται επειδή δεν υπάρχουν συλλογικά αιτήματα. Εγώ καταλαβαίνω πολύ καλά. Τι να ζητήσει η ελληνική νεολαία αφού έχουν ήδη συνειδητοποιήσει με σκληρό τρόπο ότι η παγκόσμια οικονομική κρίση δεν αφήνει καμία πιθανότητα έστω μικρών μεταρρυθμίσεων στο εκπαιδευτικό σύστημα ή στην αγορά εργασίας. Και δεν μπορούν καν να βρούνε στήριξη από τα κόμματα της αντιπολίτευσης που τους έχουν κι αυτά απογοητεύσει».

- Και οι συγκεντρώσεις και πορείες διαμαρτυρίας που οργανώθηκαν σε πολλές πόλεις της Ευρώπης και των ΗΠΑ;

«Η Αθήνα ήταν η απάντηση σε όσους ρωτούσαν τι θα γίνει μετά το Σιάτλ. Οι διαδηλώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας που ξεκίνησαν το 1999 από το Σιάτλ άνοιξαν μια νέα σελίδα στην ιστορία της συλλογικής διαμαρτυρίας και του πολιτικού ακτιβισμού. Μέχρι τώρα όλες αυτές οι διαμαρτυρίες όπως και οι αντιπολεμικές συγκέντρωναν πλήθος κόσμου. Αλλά ο πόλεμος δεν τελείωσε, η παγκοσμιοποίηση δεν σταμάτησε και τα νεόκοπα κινήματα έμοιαζαν να αναθεωρούν τις τακτικές τους. Και ξαφνικά όταν άνοιξε το καπάκι του καζανιού που έβραζε στη Γουόλ Στριτ δημιούργησε καταστάσεις στις οποίες μόνο μια νέα μορφή κινημάτων θα μπορούσε να αντιταχθεί. Οι πρώτες εικόνες αυτών των νέων μορφών κινημάτων φαίνονται στους δρόμους της Αθήνας».

- Ποια η γνώμη των συμπατριωτών σας για την Ελλάδα που εξεγείρεται;

«Αρκετοί πολιτικοποιημένοι Αμερικανοί πιστεύουν ότι πρόκειται για μια επανάληψη των ακτιβιστικών ενεργειών του Σιάτλ με λίγη γεύση από το μεσογειακό πάθος. Ταιριάζει και στη λογική που θέλει τον Ομπάμα να φέρνει την πολυπόθητη αλλαγή όπως το 1930 με ένα ακόμα "νιου ντιλ". Αλλά οι πιο νέοι, φοιτητές, τα δικά μου παιδιά καταλαβαίνουν ότι τα παιδιά της Αθήνας δεν χωράνε σε καμία ανάλυση. Αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους ως "καταδικασμένη γενιά" και βλέπουν στους δρόμους της Αθήνας την αντανάκλαση της δικής τους οργής. Είναι δύσκολο να προβλέψεις τη μελλοντική εξέλιξη, αλλά προσωπικά θεωρώ ότι όλος ο κόσμος έχει πάρει φωτιά και η Αθήνα είναι η πρώτη σπίθα».

Βαρβάρα Τερζάκη

Συνέντευξη του Δημήτρη Αναστασόπουλου - εφ. Επτά 28/12/2008



14/4/09

Γ. Είναι αναγκαίος ένας «νέος καπιταλισμός»;

Η αντίθεση ανάμεσα στον Πιγκού και στονΚέινς έχει σημασία για έναν ακόμη λόγο: Ενώ ο Κέινς είχε εντρυφήσει πολύ στο ζήτημα της αύξησης του συνολικού εισοδήματος, είχε ασχοληθεί σχετικά λιγότερο με την ανάλυση των προβλημάτων της άνισης κατανομής του πλούτου και της κοινωνικής ευημερίας. Αντίθετα ο Πιγκού όχι μόνο έγραψε την κλασική μελέτη των οικονομικών της ευημερίας, αλλά επίσης προώθησε πρώτος τη μέτρηση της οικονομικής ανισότητας ως βασικού δείκτη για την οικονομική αξιολόγηση και την πολιτική. Εφόσον τα δεινά των περισσότερο στερημένων ατόμων της κάθε οικονομίας- και του πλανήτη- απαιτούν την πλέον επείγουσα προσοχή, ο ρόλος της υποστηρικτικής συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων και κυβέρνησης δεν μπορεί να σταματήσει μόνο στην αμοιβαία συντονισμένη ανάπτυξη μιας οικονομίας. Υπάρχει ζωτική ανάγκη να δοθεί ειδική προσοχή στους «χαμένους» της κοινωνίας, σχεδιάζοντας μια αντίδραση στην παρούσα κρίση και προχωρώντας πέρα από τα μέτρα για να επιτύχουμε μια γενική οικονομική ανάπτυξη. Οι οικογένειες που απειλούνται με ανεργία, με έλλειψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και με κοινωνική, καθώς και οικονομική στέρηση έχουν πληγεί ιδιαίτερα. Οι περιορισμοί των κεϊνσιανών οικονομικών για την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους πρέπει να αναγνωριστούν πολύ περισσότερο.

Ενα τρίτο σημείο στο οποίο ο Κέινς πρέπει να συμπληρωθεί αφορά τη σχετική παραμέληση εκ μέρους του των κοινωνικών υπηρεσιών- πράγματι, ακόμη και ο Οτο φον Μπίσμαρκείχε περισσότερα να πει για αυτό το θέμα από ό,τι ο Κέινς. Το ότι η οικονομία της αγοράς μπορεί να είναι ιδιαίτερα κακή στην παροχή δημόσιων αγαθών (όπως η παιδεία και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη) έχει συζητηθεί από ορισμένους εκ των κορυφαίων οικονομολόγων της εποχής μας, συμπεριλαμβανομένων του Πολ Σάμιουελσον και του Κένεθ Αροου (ο Πιγκού επίσης συνεισέφερε σε αυτό το θέμα δίνοντας έμφαση στις «εξωτερικές επιδράσεις» των συναλλαγών της αγοράς, όπου τα κέρδη και οι απώλειες δεν περιορίζονται μόνο στους άμεσους αγοραστές ή πωλητές). Αυτό φυσικά είναι μακροπρόθεσμο ζήτημα, αξίζει όμως να σημειωθεί επιπροσθέτως ότι η δριμύτητα μιας κάμψης μπορεί να είναι πολύ πιο έντονη όταν ειδικά η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη δεν εξασφαλίζεται για όλους.

Για παράδειγμα, απουσία μιας εθνικής υπηρεσίας υγείας, κάθε χαμένη θέση εργασίας μπορεί να παραγάγει μεγαλύτερο αποκλεισμό από τη στοιχειώδη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη εξαιτίας της απώλειας εισοδήματος ή της απώλειας της συνδεδεμένης με την εργασία ιδιωτικής ιατροφαρμακευτικής ασφάλισης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν σήμερα ποσοστό ανεργίας 7,6%, το οποίο αρχίζει να προκαλεί τεράστια στέρηση. Αξίζει να ρωτήσουμε τώρα πώς οι ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, οι οποίες έζησαν με πολύ μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας επί δεκαετίες, κατόρθωσαν να αποφύγουν την απόλυτη κατάρρευση της ποιότητας ζωής τους. Η απάντηση βρίσκεται σε έναν βαθμό στον τρόπο λειτουργίας του ευρωπαϊκού κράτους προνοίας, με πολύ ισχυρότερη ασφάλεια ανεργίας από ό,τι στην Αμερική και, ακόμη πιο σημαντικό, με τις βασικές ιατροφαρμακευτικές υπηρεσίες να παρέχονται σε όλους από το κράτος. Η αποτυχία του μηχανισμού της αγοράς να προσφέρει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλους ήταν κατάφωρη, περισσότερο ορατή στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά επίσης στην απότομη ανάσχεση της προόδου της υγείας και της μακροζωίας στην Κίνα μετά την κατάργηση της καθολικής ιατροφαρμακευτικής ασφαλιστικής κάλυψης το 1979. Πριν από τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις εκείνης της χρονιάς κάθε κινέζος πολίτης είχε εξασφαλισμένη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη παρεχόμενη από το κράτος ή τους συνεταιρισμούς, έστω και σε μάλλον στοιχειώδες επίπεδο. Οταν η Κίνα κατήργησε το αντιπαραγωγικό της σύστημα με τις αγροτικές κολεκτίβες και τις κομμούνες, καθώς και τις διοικούμενες από γραφειοκρατίες βιομηχανικές μονάδες, έκανε την τιμή της αύξησης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος να ανέβει ταχύτερα από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Ταυτόχρονα, όμως, οδηγούμενη από τη νέα πίστη της στην οικονομία της αγοράς, η Κίνα κατήργησε το σύστημα της καθολικής ιατροφαρμακευτικής ασφάλισης και μετά τις μεταρρυθμίσεις του 1979 η ιατροφαρμακευτική ασφάλιση έπρεπε να αγοραστεί από τα άτομα (εκτός από μερικές σχετικά σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες το κράτος ή κάποιες μεγάλες εταιρείες την παρείχαν στους υπαλλήλους τους). Με αυτή την αλλαγή η ταχεία πρόοδος της Κίνας στη μακροζωία επιβραδύνθηκε απότομα.

Αυτό ήταν αρκετά προβληματικό όταν το συνολικό εισόδημα της Κίνας αυξανόταν υπερβολικά γρήγορα, αλλά ήταν αναμενόμενο να γίνει ακόμη περισσότερο προβληματικό όταν η κινεζική οικονομία θα επιβραδυνόταν απότομα, όπως συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Η κινεζική κυβέρνηση προσπαθεί τώρα να επανεισαγάγει σταδιακά την ιατροφαρμακευτική ασφάλιση για όλους και η αμερικανική κυβέρνηση υπό τον Ομπάμα έχει επίσης δεσμευτεί να καταστήσει την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη καθολική. Τόσο στην Κίνα όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες οι επανορθώσεις έχουν ακόμη πολύ δρόμο, αναμένεται όμως να αποτελέσουν κεντρικό στοιχείο για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, καθώς και για την επίτευξη μακροπρόθεσμης μεταβολής των δύο κοινωνιών. Το παράδειγμα του ινδικού κρατιδίου Κεράλα
Η αναβίωση του Κέινς έχει να συνεισφέρει πολλά τόσο στην οικονομική ανάλυση όσο και στην πολιτική, ωστόσο η αναζήτηση ιδεών θα πρέπει να είναι πολύ ευρύτερη. Παρ΄ ότι ο Κέινς θεωρείται συχνά ένα είδος «αντάρτη» στα σύγχρονα οικονομικά, είναι γεγονός ότι έφθασε κοντά στο να γίνει ο γκουρού ενός νέου καπιταλισμού, ο οποίος εστιάστηκε στην προσπάθεια σταθεροποίησης των διακυμάνσεων της οικονομίας της αγοράς (και πάλι με σχετικά μικρή προσοχή στα ψυχολογικά αίτια των επιχειρηματικών διακυμάνσεων). Παρ΄ ότι ο Σμιθ και ο Πιγκού έχουν τη φήμη μάλλον συντηρητικών οικονομολόγων, πολλές από τις βαθιές αντιλήψεις γύρω από τη σημασία των εκτός της αγοράς θεσμών και των μη κερδοσκοπικών αξιών ήρθαν από αυτούς και όχι από τον Κέινς και τους οπαδούς του.

Μια κρίση δεν θέτει μόνο μια άμεση πρόκληση η οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί. Προσφέρει επίσης μια ευκαιρία να αντιμετωπιστούν μακροπρόθεσμα προβλήματα, όταν οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να επανεξετάσουν καθιερωμένες συμβάσεις. Για τον λόγο αυτόν η παρούσα κρίση καθιστά επίσης σημαντικό το να αντιμετωπίσουμε τα παραμελημένα μακροπρόθεσμα ζητήματα, όπως η διατήρηση του περιβάλλοντος και η εθνική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, καθώς και η ανάγκη των δημόσιων μεταφορών η οποία έχει παραβλεφθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό τις τελευταίες δεκαετίες και εξακολουθεί ως τώρα να υποσκελίζεται- ενώ γράφω αυτό το άρθρο- ακόμη και στις αρχικές πολιτικές που εξήγγειλε η κυβέρνηση Ομπάμα. Η οικονομική ευχέρεια για την υλοποίηση αποτελεί φυσικά ένα ζήτημα, αλλά, όπως δείχνει το παράδειγμα του ινδικού κρατιδίου Κεράλα, είναι δυνατόν να έχει κανείς εγγυημένη από το κράτος ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλους με σχετικά χαμηλό κόστος. Αφότου οι Κινέζοι εγκατέλειψαν την καθολική ιατροφαρμακευτική ασφάλιση το 1979, η Κεράλα - η οποία εξακολουθεί να την έχει - έχει ξεπεράσει σημαντικά την Κίνα στο προσδόκιμο ζωής και σε δείκτες, παρά το γεγονός ότι έχει πολύ χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα. Υπάρχουν λοιπόν ευκαιρίες και για τις φτωχές χώρες. Προκλήσεις και απόψεις διαστρεβλωμένες
Οι μεγαλύτερες προκλήσεις όμως απευθύνονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες ήδη έχουν τις υψηλότερες κατά κεφαλήν δαπάνες για την υγεία από όλες τις χώρες του κόσμου, αλλά εξακολουθούν να έχουν πολύ χαμηλές επιδόσεις στον τομέα της υγείας και περισσότερα από 50 εκατομμύρια άτομα χωρίς υγειονομική περίθαλψη.

Ενα μέρος του προβλήματος εδώ οφείλεται στη στάση και στην αντίληψη του κοινού. Οι εξαιρετικά διαστρεβλωμένες απόψεις σχετικά με το πώς λειτουργεί ένα εθνικό σύστημα υγείας θα πρέπει να διορθωθούν με τη δημόσια συζήτηση. Π.χ., είναι διαδεδομένη η εντύπωση ότι σε μια ευρωπαϊκή εθνική υπηρεσία υγείας κανένας δεν έχει τη δυνατότητα επιλογής γιατρού, κάτι το οποίο κάθε άλλο παρά ισχύει.

Υπάρχει επίσης ανάγκη για καλύτερη κατανόηση των υπαρχουσών επιλογών. Στις συζητήσεις για τη μεταρρύθμιση του τομέα της υγείας στις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξε υπερβολική επικέντρωση στο καναδικό σύστημα- ένα σύστημα δημόσιας υγειονομικής περίθαλψης το οποία καθιστά υπερβολικά δύσκολη την ύπαρξη ιδιωτικής ιατρικής περίθαλψης-, ενώ στη Δυτική Ευρώπη οι εθνικές υπηρεσίες υγείας προσφέρουν περίθαλψη για όλους αλλά επιτρέπουν επίσης, παράλληλα με την κρατική κάλυψη, την ιδιωτική παροχή υπηρεσιών υγείας και την ιδιωτική ασφάλιση για όσους έχουν τα χρήματα και θέλουν να τα δαπανήσουν κατ΄ αυτόν τον τρόπο.

Δεν είναι σαφές γιατί οι πλούσιοι, οι οποίοι μπορούν ελεύθερα να ξοδέψουν χρήματα σε σκάφη και άλλα αγαθά πολυτελείας, δεν μπορούν να έχουν το δικαίωμα να ξοδέψουν αντ΄ αυτού τα χρήματά τους για μαγνητικές και αξονικές τομογραφίες. Αν εμπνευστούμε από τα επιχειρήματα τουΑνταμ Σμιθγια μια ποικιλία θεσμών και οργάνων και για την ικανοποίηση μιας ποικιλίας κινήτρων, υπάρχουν πρακτικά μέτρα που μπορούμε να λάβουμε και τα οποία μπορούν να φέρουν τεράστια διαφορά στον κόσμο που ζούμε.

Οι παρούσες οικονομικές κρίσεις δεν έχουν, θα έλεγα, ανάγκη έναν «νέο καπιταλισμό», αλλά απαιτούν μια νέα κατανόηση των παλαιότερων ιδεών, όπως αυτές του Σμιθ, και, πιο κοντά στην εποχή μας, του Πιγκού, μεγάλο μέρος των οποίων έχει δυστυχώς παραβλεφθεί.

Αυτό το οποίο χρειάζεται επίσης είναι μια διαυγής αντίληψη του πώς τελικά λειτουργούν οι διάφοροι θεσμοί και του πώς μια ποικιλία οργανισμών- από την αγορά ως τα θεσμικά όργανα του κράτους- μπορεί να προχωρήσει πέρα από τις βραχυπρόθεσμες λύσεις και να συνεισφέρει στη δημιουργία ενός περισσότερο ικανοποιητικού οικονομικού κόσμου.


Βαρβάρα Τερζάκη

Άρθρο Αμάρτια Σεν - εφ. Το Βήμα, 08-04-2009

Β. Ο καπιταλισμός πέρα από την κρίση

Ιστορικά ο καπιταλισμός προέκυψε μετά την εμφάνιση νόμων και οικονομικών πρακτικών που προστάτευαν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και έκαναν λειτουργική μια κοινωνία που βασίζεται στην ιδιοκτησία. Οι εμπορικές ανταλλαγές δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν με επιτυχία προτού η επιχειρηματική ηθική καταστήσει διατηρήσιμη και ανέξοδη μια συμπεριφορά που ανταποκρινόταν στις δεσμεύσεις των συμβολαίων- επί παραδείγματι, συμπεριφορά που δεν απαιτούσε συνεχείς μηνύσεις εναντίον όσων αθετούσαν τις συμβατικές υποχρεώσεις τους. Η επένδυση στις παραγωγικές επιχειρήσεις δεν μπορούσε να ανθήσει προτού περιοριστούν οι υπέρογκες δαπάνες που επέβαλλε η διαφθορά. Ο καπιταλισμός με σκοπό το κέρδος βασιζόταν πάντοτε στην υποστήριξη που δεχόταν από άλλες θεσμικές αξίες.

Οι ηθικές και νομικές υποχρεώσεις και οι ευθύνες που συνδέονται με τις οικονομικές συναλλαγές είναι τα τελευταία χρόνια πολύ δυσκολότερο να εντοπισθούν, χάρη στην ταχεία ανάπτυξη των δευτερευουσών αγορών που αφορούν τα παράγωγα και άλλα χρηματοοικονομικά εργαλεία. Εκείνος που χορηγεί δάνεια χαμηλής εξασφάλισης (
subprime) και παραπλανά τον δανειζόμενο, οδηγώντας τον στην ανάληψη υπερβολικού ρίσκου, μπορεί τώρα να πασάρει τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία σε τρίτους- οι οποίοι δεν έχουν σχέση με την αρχική αγοραπωλησία. Η υποχρέωση για υπευθυνότητα και λογοδοσία έχει υπονομευθεί σημαντικά, και η ανάγκη για επίβλεψη και ρύθμιση είναι πλέον πολύ σημαντική. Παρά ταύτα ο εποπτικός ρόλος της κυβέρνησης στις Ηνωμένες Πολιτείες τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ήταν αισθητά περιορισμένος, εξαιτίας της εδραιούμενης πεποίθησης ότι είναι στη φύση της οικονομίας της αγοράς να αυτορρυθμίζεται. Ακριβώς τη στιγμή που εντεινόταν η ανάγκη για κρατική επίβλεψη η αναγκαία επίβλεψη περιορίστηκε. Το αποτέλεσμα ήταν καταστρεπτικό που περίμενε να συμβεί και τελικά συνέβη πέρυσι, και αυτό οπωσδήποτε συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στη χρηματοπιστωτική κρίση που κατατρύχει σήμερα τον κόσμο. Η ανεπαρκής ρύθμιση των χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων δεν οδηγεί απλώς σε παράνομες πρακτικές αλλά επίσης σε μια ροπή προς την υπερβολική κερδοσκοπία η οποία, όπως υποστήριξε οΑνταμ Σμιθ, καταλαμβάνει πολλούς ανθρώπους πάνω στην εναγώνια αναζήτηση του κέρδους.

Οι «άπληστοι» του Ανταμ Σμιθ
Οσους ενθάρρυνε το υπερβολικό ρίσκο για την αναζήτηση του κέρδους ο Σμιθ τούς αποκαλούσε «άπληστους και μηχανορράφους» - μια αρκετά καλή περιγραφή για όσους εξέδωσαν ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια υψηλού ρίσκου (
subprime) τα τελευταία χρόνια. Αναφερόμενος στους νόμους κατά της τοκογλυφίας, επί παραδείγματι, ο Σμιθ ήθελε οι κανόνες του κράτους να προστατεύουν τους πολίτες από τους «άπληστους και μηχανορράφους» που προωθούσαν τα επισφαλή δάνεια. «Μεγάλο μέρος του κεφαλαίου της χώρας με τον τρόπο αυτό δεν θα καταλήξει στα χέρια αυτών που είναι πιθανότερο να το αξιοποιήσουν με τρόπο ωφέλιμο και κερδοφόρο,αλλά θα πέφτει στα χέρια εκείνων που το πιθανότερο είναι ότι θα το κατασπαταλήσουν και θα το καταστρέψουν».

Η τυφλή πίστη στη δυνατότητα της οικονομίας της αγοράς να διορθώνει τον εαυτό της, η οποία ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την απόσυρση των καθιερωμένων κανόνων στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχει την τάση να αγνοεί τις δραστηριότητες των άπληστων και των μηχανορράφων με τρόπο που θα προκαλούσε σοκ στον Ανταμ Σμιθ.

Η παρούσα οικονομική κρίση δημιουργήθηκε εν μέρει από την υπερεκτίμηση της σοφίας της αγοράς. Και η κρίση τώρα επιτείνεται από την ανησυχία και την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τη χρηματοοικονομική αγορά και εν γένει προς τις επιχειρήσεις- το κλίμα είναι εμφανές στις αντιδράσεις των αγορών, στην αλληλουχία των σχεδίων τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένου του σχεδίου των 787 δισ. δολαρίων που έγινε νόμος τον Φεβρουάριο από την κυβέρνηση Ομπάμα. Ο Σμιθ είχε ήδη επισημάνει τα προβλήματα αυτά από τον 18ο αιώνα, παρ΄ ότι αγνοήθηκαν από αυτούς που κατείχαν εξουσία τα τελευταία χρόνια, ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από τους ίδιους ανθρώπους που δεν έχαναν ευκαιρία να παραπέμψουν στον Ανταμ Σμιθ για να στηρίξουν το επιχείρημα της ασύδοτης αγοράς.

Η αναβίωση του Κέινς

Αμερικανικές σημαίες και μια σήμανση της Γουόλ Στριτ μπροστά από το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Ενα από τα προβλήματα που πρόκειται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση Ομπάμα είναι ότι η πραγματική κρίση, η οποία προκύπτει από την οικονομική κακοδιαχείριση και άλλες καταστρατηγήσεις, έχει υπερμεγεθυνθεί λόγω ψυχολογικής κατάρρευσης (ΕΡΑ/ ΡΕΤΕR FΟLΕΥ)

Παρά το γεγονός ότι οΑνταμ Σμιθτελευταία αναφέρεται έντονα, αν και δεν διαβάζεται το ίδιο, πιο πρόσφατα υπήρξε δυναμική αναβίωση τουΤζον Μέιναρντ Κέινς. Οπωσδήποτε η αθροιστική κάμψη που παρατηρούμε αυτή τη στιγμή, και η οποία μας οδηγεί πιο κοντά σε ύφεση, έχει εμφανή κεϊνσιανά χαρακτηριστικά· τα μειωμένα εισοδήματα ομάδας ατόμων οδήγησαν σε μειωμένες αγορές από αυτά τα άτομα, κάτι το οποίο με τη σειρά του προκάλεσε περαιτέρω μείωση των εισοδημάτων άλλων ομάδων.

Παρ΄ όλα αυτά ο Κέινς μπορεί να μας προσφέρει τη σωτηρία μόνο σε πολύ μικρό βαθμό και, για να κατανοήσουμε την παρούσα κρίση, είναι αναγκαίο να εξετάσουμε την κατάσταση πέρα από αυτόν. Ενας οικονομολόγος του οποίου η σχέση με τη σημερινή κατάσταση έχει αναγνωριστεί πολύ λιγότερο είναι ο αντίπαλος του Κέινς, οΑρθουρ Σέσιλ Πιγκού, ο οποίος, όπως ο Κέινς, ήταν επίσης στο Κέιμπριτζ, και μάλιστα στο Κ
ings College, την ίδια εποχή με τον Κέινς. Ο Πιγκού ενδιαφερόταν πολύ περισσότερο από τον Κέινς για την οικονομική ψυχολογία και τους τρόπους με τους οποίους αυτή μπορεί να επηρεάσει τους κύκλους των επιχειρήσεων και να εντείνει ή να σκληρύνει μιαν επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας η οποία μπορεί να μας οδηγήσει σε ύφεση (όπως πράγματι διαπιστώνουμε αυτή τη στιγμή). Ο Πιγκού απέδιδε ως έναν βαθμό τις οικονομικές διακυμάνσεις σε «ψυχολογικά αίτια»: σε αυτά συμπεριελάμβανε τις διακυμάνσεις στις αποχρώσεις των διαθέσεων των ατόμων που με τις ενέργειές τους ελέγχουν τη βιομηχανία και θεωρούσε ότι γίνονται εμφανείς σε λάθη αδικαιολόγητης αισιοδοξίας ή αδικαιολόγητης απαισιοδοξίας στις επιχειρηματικές προβλέψεις τους.

Είναι δύσκολο να αγνοήσουμε το γεγονός ότι σήμερα, εκτός από τις κεϊνσιανές επιδράσεις της αμοιβαία ενισχυόμενης παρακμής, βλέπουμε έντονα την παρουσία των «λαθών... αδικαιολόγητης απαισιοδοξίας». Ο Πιγκού επικεντρωνόταν ιδιαίτερα στην ανάγκη του «ξεπαγώματος» της πιστωτικής αγοράς όταν η οικονομία βρισκόταν υπό το κράτος της υπερβολικής απαισιοδοξίας:

«Ετσι, όταν άλλα μεγέθη είναι ίσαη πραγματική εμφάνιση καταρρεύσεων επιχειρήσεων θα είναι περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένη ανάλογα με το αν τα δάνεια των τραπεζών, απέναντι στην κρίση της ζήτησης, θα είναι περισσότερο ή λιγότερο εύκολο να αποκτηθούν».

Παρά τις πάμπολλες ενέσεις διοχέτευσης ρευστού στην αμερικανική και στις ευρωπαϊκές οικονομίες, κυρίως από τις κυβερνήσεις, οι τράπεζες και τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα εμφανίζονται ως τώρα απρόθυμα να «ξεπαγώσουν» την πιστωτική αγορά. Αλλες επιχειρήσεις επίσης εξακολουθούν να καταρρέουν, ως έναν βαθμό αντιδρώντας στην ήδη μειωμένη ζήτηση (η κεϊνσιανή «πολλαπλασιαστική» διαδικασία), αλλά και στον φόβο της ακόμη μικρότερης ζήτησης στο μέλλον, εν μέσω κλίματος γενικής κατήφειας (η Πιγκουική διαδικασία της μεταδοτικής απαισιοδοξίας).

Ενα από τα προβλήματα που πρόκειται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση Ομπάμα είναι ότι η πραγματική κρίση, η οποία προκύπτει από την οικονομική κακοδιαχείριση και άλλες καταστρατηγήσεις, έχει υπερμεγεθυνθεί λόγω ψυχολογικής κατάρρευσης. Τα μέτρα που συζητούνται αυτή τη στιγμή στην Ουάσιγκτον και αλλού για την αναζωογόνηση της πιστωτικής αγοράς περιλαμβάνουν απαλλαγές - με ρητές απαιτήσεις εκχώρησης δανείων από τα επιδοτούμενα οικονομικά ιδρύματα-, αγορές τοξικών ομολόγων από την κυβέρνηση, εξασφάλιση έναντι της αδυναμίας αποπληρωμής χρεών και εθνικοποίηση των τραπεζών. (Η τελευταία πρόταση φοβίζει πολλούς συντηρητικούς όπως ο ιδιωτικός έλεγχος του δημόσιου χρήματος που παραχωρείται στις τράπεζες προβληματίζει όσους ανησυχούν για την υποχρέωση λογοδοσίας.) Οπως δείχνει η ως τώρα αδύναμη ανταπόκριση της αγοράς στα μέτρα της κυβέρνησης, καθεμιά από αυτές τις πολιτικές θα πρέπει να αξιολογηθεί ως έναν βαθμό με βάση την επίδρασή της στην ψυχολογία των επιχειρήσεων και των καταναλωτών, ιδιαίτερα στην Αμερική.

Βαρβάρα Τερζάκη

Άρθρο Αμάρτια Σεν - εφ. Το Βήμα, 07-04-2009

Α. Θα επιβιώσει ο καπιταλισμός;

Το 2008 ήταν χρονιά κρίσεων. Πρώτα είχαμε την κρίση των τροφίμων η οποία ήταν πολύ απειλητική για τους φτωχούς καταναλωτές, ιδιαίτερα στην Αφρική. Μαζί με αυτήν προέκυψε και η αύξηση ρεκόρ στις τιμές του πετρελαίου η οποία έπληξε όλες τις χώρες που εξαρτώνται από εισαγωγές πετρελαίου. Τέλος, κάπως ξαφνικά μέσα στο φθινόπωρο, επήλθε η παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση που επιδεινώνεται με τρομακτικό ρυθμό. Το 2009 θα καταγραφεί πιθανότατα ένταση του φαινομένου της οικονομικής επιβράδυνσης, ενώ πολλοί οικονομολόγοι αναμένουν γενικευμένη ύφεση, ενδεχομένως όσο μεγάλη ήταν αυτή της δεκαετίας του 1930. Παρ' ότι καταγράφηκαν σημαντικές απώλειες για τις μεγάλες περιουσίες, πλήττονται περισσότερο όσοι ήδη βρίσκονταν σε δυσμενή οικονομικά θέση.

Τι Χρειάζεται να αλλάξει;

Το ερώτημα που ανακύπτει αυτή τη στιγμή με τη μεγαλύτερη ένταση αφορά τη φύση του καπιταλισμού και κατά πόσον χρειάζεται να αλλάξει. Ορισμένοι υπερασπιστές του ασύδοτου καπιταλισμού, οι οποίοι αντιστέκονται στην αλλαγή, είναι πεπεισμένοι ότι οι κατηγορίες εναντίον του είναι υπερβολικές και αφορούν οικονομικά προβλήματα που θα έχουν περιορισμένη διάρκεια _ προβλήματα που κατά περίπτωση αποδίδουν στην κακή διακυβέρνηση (π.χ. από την κυβέρνηση Μπους) και την εσφαλμένη συμπεριφορά ορισμένων ατόμων (αυτό που περιέγραψε ο Τζον Μακ Κέιν στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του ως «απληστία της Γουόλ Στριτ). Αλλοι, ωστόσο, αναγνωρίζουν σοβαρά ελαττώματα στους υπάρχοντες οικονομικούς μηχανισμούς και επιθυμούν να τους μεταρρυθμίσουν, αναζητώντας εναλλακτική προσέγγιση η οποία όλο και συχνότερα αποκαλείται «νέος καπιταλισμός».

Η ιδέα του παλαιού και του νέου καπιταλισμού έπαιξε ενεργό ρόλο σε ένα συμπόσιο με τίτλο «Νέος Κόσμος, νέος καπιταλισμός» που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι τον περασμένο Ιανουάριο, με οικοδεσπότες τον γάλλο πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί και τον βρετανό τέως πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ, οι οποίοι έκαναν εύγλωττες εισηγήσεις για την ανάγκη της αλλαγής. Το ίδιο έπραξε και η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ η οποία αναφέρθηκε στην παλαιά γερμανική ιδέα για μια «κοινωνική αγορά» (η οποία θα ελέγχεται από κράμα πολιτικών για την οικοδόμηση συναίνεσης), ιδέα που θα μπορούσε να αποτελέσει προσχέδιο για τον νέο καπιταλισμό _ πάντως η Γερμανία τα πήγε πολύ καλύτερα από άλλες οικονομίες της αγοράς κατά την τελευταία κρίση.

Οι ιδέες για τη μεταβολή της οργάνωσης της κοινωνίας μακροπρόθεσμα είναι ασφαλώς αναγκαίες, ανεξάρτητα από τις στρατηγικές για την άμεση αντιμετώπιση κρίσης. Ξεχωρίζω τρία ερωτήματα από τα πολλά που θα μπορούσαν να ανακύψουν. Πρώτον, χρειαζόμαστε πραγματικά κάποιου είδους «νέο καπιταλισμό», περισσότερο από ό,τι ένα οικονομικό σύστημα που δεν θα είναι μονολιθικό, θα προκύπτει από θεσμούς που έχουν επιλεγεί με ρεαλιστικά κριτήρια και θα στηρίζεται σε κοινωνικές αξίες που μπορούμε να υπερασπισθούμε ηθικά; Πρέπει να αναζητήσουμε έναν νέο καπιταλισμό ή έναν «νέο κόσμο» _ ο όρος αναφέρθηκε επίσης στη συνάντηση του Παρισιού _ που θα λάβει εντελώς διαφορετική μορφή;

Το δεύτερο ερώτημα αφορά το είδος των οικονομιών που είναι σήμερα αναγκαίο, ειδικά υπό το φως της παρούσας οικονομικής κρίσης. Πώς αξιολογούμε όσα διδάσκουν και υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι της ακαδημαϊκής κοινότητας ως οδηγό για την άσκηση οικονομικής πολιτικής; Συμπεριλαμβάνοντας ή όχι την αναβίωση της κεϊνσιανής σκέψης κατά τους τελευταίους μήνες, την ώρα που αγρίευε η κρίση; Συγκεκριμένα, τι μας λέει η παρούσα κρίση για τους θεσμούς και τις προτεραιότητες που πρέπει να αναζητήσουμε; Τρίτον, πέρα από την προσπάθεια για την καλύτερη αξιολόγηση των μακροπρόθεσμων αλλαγών που είναι αναγκαίες, πρέπει να σκεφτούμε _ και γρήγορα _ το πώς θα βγούμε από την παρούσα κρίση με τις μικρότερες δυνατές ζημιές.

Ποια είναι τα ειδικά γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν ένα σαφώς καπιταλιστικό σύστημα _ είτε παλαιό είτε νέο; Αν το σημερινό καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα βρίσκεται υπό μεταρρύθμιση, τότε τι θα καθιστούσε το τελικό αποτέλεσμα έναν νέο καπιταλισμό, αντί για κάτι άλλο; Φαίνεται να αποτελεί γενικό συμπέρασμα πως η εξάρτηση από τις αγορές για τις οικονομικές συναλλαγές είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να αναγνωριστεί μια οικονομία ως καπιταλιστική. Παρομοίως η εξάρτηση από το κίνητρο του κέρδους και τις προσωπικές αμοιβές με βάση την ατομική ιδιοκτησία θεωρούνται αρχετυπικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού. Ωστόσο αν αυτές είναι οι βασικές προϋποθέσεις, τα οικονομικά συστήματα που έχουμε σήμερα, επί παραδείγματι, σε Ευρώπη και Αμερική, είναι άραγε αυθεντικά καπιταλιστικά συστήματα;

Ολες οι πλούσιες χώρες του κόσμου _ αυτές της Ευρώπης, και επίσης οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Ιαπωνία, η Σιγκαπούρη, η Νότια Κορέα, η Αυστραλία και άλλες _ εδώ και αρκετό καιρό βασίζονταν εν μέρει σε συναλλαγές και άλλες πληρωμές οι οποίες κατά κανόνα γίνονται εκτός συστήματος αγοράς. Σε αυτές περιλαμβάνονται τα επιδόματα ανεργίας, οι συντάξεις του Δημοσίου, ορισμένα άλλα προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης αλλά και η παροχή εκπαίδευσης, υγειονομικής περίθαλψης, και μια σειρά άλλες υπηρεσίες οι οποίες διανέμονται με διευθετήσεις εκτός του πλαισίου λειτουργίας της αγοράς. Τα οικονομικά δικαιώματα που συνδέονται με αυτές τις υπηρεσίες δεν εδράζονται στην ατομική ιδιοκτησία ούτε στα περιουσιακά δικαιώματα.

Επίσης, η οικονομία της αγοράς δεν βασίστηκε ποτέ αποκλειστικά στη μεγιστοποίηση του κέρδους. Βασίστηκε και σε πολλές άλλες δραστηριότητες, όπως η διατήρηση της δημόσιας ασφάλειας και η παροχή δημοσίων υπηρεσιών. Κάποιες από αυτές οδήγησαν τους ανθρώπους πολύ πέρα από την οικονομία που κινείται με μοναδικό κίνητρο το κέρδος. Η αξιόπιστη λειτουργία του λεγόμενου καπιταλιστικού συστήματος, όταν ακόμη σημειωνόταν πρόοδος, στηριζόταν σε έναν συνδυασμό υπηρεσιών κοινής ωφελείας _ η δημόσια χρηματοδοτούμενη εκπαίδευση, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και τα μέσα μαζικής μεταφοράς ήταν απλώς ορισμένες από αυτές _ που ξεπέρασαν την εξάρτηση από την οικονομία της αγοράς, τη λογική της μεγιστοποίησης του κέρδους και τον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της ατομικής ιδιοκτησίας.

Εξαντλήθηκε το μοντέλο;

Στη βάση αυτού του ζητήματος υπάρχει ένα ακόμη βασικότερο ερώτημα: το αν ο καπιταλισμός είναι ένας όρος που έχει σήμερα ιδιαίτερη χρησιμότητα. Η ιδέα του καπιταλισμού έπαιξε όντως σημαντικό ρόλο ιστορικά, αλλά σήμερα αυτή η χρησιμότητα δεν αποκλείεται να έχει σχεδόν εξαντληθεί.

Επί παραδείγματι, τα πρωτοποριακά έργα του Ανταμ Σμιθ κατά τον 18ο αιώνα παρουσίαζαν τον δυναμισμό και τη χρησιμότητα της οικονομίας της αγοράς, και γιατί _ και κυρίως με ποιο τρόπο _ ο δυναμισμός αυτός ήταν αποτελεσματικός. Η ανάλυση του Σμιθ προσέφερε διαφωτιστική αποτύπωση του τρόπου με τον οποίο λειτουργούσε η αγορά, την εποχή ακριβώς όπου ο δυναμισμός αυτός αναδυόταν ορμητικά.

Η συνεισφορά που είχε «Ο πλούτος των Εθνών» (1776) στην κατανόηση αυτού που ονομάστηκε καπιταλισμός υπήρξε μνημειώδης. Ο Σμιθ έδειξε πως η απελευθέρωση του εμπορίου μπορεί πολύ συχνά να αποβεί εξαιρετικά χρήσιμη για τη δημιουργία ευημερίας μέσα από την εξειδίκευση της παραγωγής, τον καταμερισμό της εργασίας, και τη σωστή χρήση των οικονομιών μεγάλης κλίμακος.

Τα μαθήματα αυτά παραμένουν εξαιρετικά χρήσιμα ακόμη και σήμερα (είναι ενδιαφέρον ότι το εντυπωσιακό και εξαιρετικά διεισδυτικό αναλυτικό έργο πάνω στο διεθνές εμπόριο, για το οποίο ο Πολ Κρούγκμαν απέσπασε το Νομπέλ Οικονομίας, είναι στενά συνδεδεμένο με τις μεγαλόπνοες θεωρήσεις του Σμιθ πριν από 230 και πλέον χρόνια). Οι οικονομικές αναλύσεις που ακολούθησαν αυτή την πρώτη εμπεριστατωμένη παρουσίαση της αγοράς και της χρήσης του κεφαλαίου κατά τον 18ο αιώνα κατόρθωσαν να εντάξουν το σύστημα των αγορών στη βασική οικονομική θεωρία. Ωστόσο, ακόμη και την εποχή κατά την οποία οι θεωρητικοί αποσαφήνιζαν και επεξηγούσαν τις θετικές συνεισφορές του καπιταλισμού μέσω των διαδικασιών της αγοράς συχνά οι ίδιοι αναλυτές επισήμαιναν τις αρνητικές όψεις του.

Την ώρα που σπουδαίοι θεωρητικοί, οι οποίοι ασκούσαν σοσιαλιστική κριτική στον καπιταλισμό, πρωτίστως ο Καρλ Μαρξ, διαμόρφωναν ισχυρά επιχειρήματα που οδηγούσαν στην απόρριψη του καπιταλισμού, οι σοβαροί περιορισμοί τού να επαφίεται κανείς αποκλειστικά στη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς και στο κίνητρο του κέρδους ήταν ξεκάθαροι ακόμη και για τον Ανταμ Σμιθ. Οντως, οι πρώιμοι υποστηρικτές των αγορών, συμπεριλαμβανομένου του Σμιθ, δεν θεωρούσαν τον μηχανισμό της αγοράς αυτόν καθεαυτόν ως τον μοναδικό αριστίνδην δρώντα, ούτε πίστευαν ότι το κίνητρο του κέρδους αρκεί για να λειτουργούν όλα τέλεια.

Παρ' ότι οι άνθρωποι επιζητούν τις εμπορικές συναλλαγές λόγω ατομικού τους συμφέροντος (δεν χρειάζεται άλλωστε τίποτε παραπάνω από ατομικό συμφέρον, σύμφωνα με τη διάσημη ρήση του Σμιθ, η οποία εξηγεί γιατί οι τραπεζίτες, οι ζυθοποιοί, οι κρεοπώλες και οι καταναλωτές επιζητούν το εμπόριο), μια οικονομία μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά μόνο στη βάση της εμπιστοσύνης μεταξύ των διαφορετικών μερών. Οταν οι επιχειρηματικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων αυτών των τραπεζών και των άλλων χρηματοοικονομικών θεσμών, γεννούν εμπιστοσύνη ότι επιτελούν όσα υπόσχονται, τότε οι σχέσεις ανάμεσα στους πιστωτές και στους δανειζομένους κυλούν ομαλά σε κλίμα αμοιβαίας υποστήριξης. Οπως έγραψε ο Ανταμ Σμιθ:

«Οταν οι άνθρωποι οποιασδήποτε χώρας εμπιστεύονται τόσο την περιουσία, την εντιμότητα και τη σύνεση ενός συγκεκριμένου τραπεζίτη, ώστε να είναι πεπεισμένοι ότι, ανά πάσα στιγμή τού ζητηθεί, αυτός θα είναι έτοιμος να πληρώσει στους κατόχους τους τίτλους που ο ίδιος έχει εκδώσει, τότε οι τίτλοι καθίστανται ισότιμοι με τα χρυσά και αργυρά νομίσματα, λόγω της εμπιστοσύνης ότι τα νομίσματα αυτά μπορούν να ανταλλαγούν με αυτούς». Ο Σμιθ εξήγησε γιατί ορισμένες φορές δεν συνέβαινε αυτό, και δεν θα παραξενευόταν καθόλου, πιστεύω, από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν σήμερα οι επιχειρήσεις και οι τράπεζες λόγω της διάδοσης του κλίματος φόβου και της δυσπιστίας που κρατά παγωμένες τις πιστωτικές αγορές και εμποδίζει τη συντονισμένη επέκταση των πιστώσεων. Στο πλαίσιο αυτό αξίζει επίσης να αναφερθεί ιδιαίτερα, εφόσον το «κοινωνικό κράτος» προέκυψε πολύ μετά την εποχή του Σμιθ, ότι στα διάφορα γραπτά του κατέχει κυρίαρχη θέση με τρόπο μάλιστα εντυπωσιακό η μεγάλη του έγνοια του _ και ανησυχία _ για την τύχη των φτωχών και των μη προνομιούχων.

Η πιο άμεση αποτυχία του μηχανισμού της αγοράς αφορά αυτά που η αγορά δεν μπορεί να επιτελέσει. Η οικονομική ανάλυση του Σμιθ προχώρησε πολύ πέρα από τη λογική τού να αφήνονται τα πάντα στο αόρατο χέρι του μηχανισμού της αγοράς. Δεν υπήρξε απλώς υπερασπιστής του ρόλου του κράτους για την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών (όπως η εκπαίδευση) αλλά και για την αντιμετώπιση της φτώχειας (παράλληλα με το αίτημα για μεγαλύτερη ελευθερία των απόρων που δέχονταν στήριξη, από αυτή που τους παρείχαν οι νόμοι της εποχής του). Ταυτόχρονα ανησυχούσε βαθιά για το ενδεχόμενο να «επιβιώσουν» η φτώχεια και οι ανισότητες σε μια κατά τα άλλα επιτυχημένη οικονομία της αγοράς.

Οι μηχανισμοί της αγοράς

Η έλλειψη σαφήνειας στη διάκριση ανάμεσα στην αναγκαιότητα και στην επάρκεια της αγοράς δημιούργησε ορισμένες παρεξηγήσεις στην αξιολόγηση του Σμιθ για τους μηχανισμούς της αγοράς από πολλούς που θα δήλωναν οπαδοί του. Επί παραδείγματι, η υπεράσπιση από τον Σμιθ της αγοράς των τροφίμων και η κριτική του για τους περιορισμούς που θέτει το κράτος στο ιδιωτικό εμπόριο τροφίμων ερμηνεύτηκε από κάποιους ως επιχείρημα ότι οποιαδήποτε κρατική παρέμβαση είναι βέβαιο ότι θα χειροτερέψει τις συνθήκες πείνας.

Ωστόσο η υπεράσπιση του ιδιωτικού εμπορίου από τον Σμιθ είχε απλώς το νόημα αμφισβήτησης της αντίληψης ότι η διακοπή της ανταλλαγής τροφίμων θα μειώσει το πρόβλημα της πείνας. Αυτό δεν αποκλείει με κανέναν τρόπο την ανάγκη κρατικών ενεργειών για την υποβοήθηση των λειτουργιών του εμπορίου με τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την εξασφάλιση εισοδήματος (π.χ., μέσω προγραμμάτων εργασίας). Αν η ανεργία αυξηθεί σημαντικά λόγω αρνητικών οικονομικών συνθηκών ή κακής πολιτικής, η αγορά δεν θα αποκαταστήσει από μόνη της τα εισοδήματα αυτών που έχασαν τη δουλειά τους. Οι νέοι άνεργοι, έγραψε ο Σμιθ, «είτε θα πεθάνουν της πείνας είτε θα αναζητήσουν την επιβίωση επαιτώντας ή καταφεύγοντας σε επαίσχυντες πράξεις» και «ο λιμός και ο θάνατος θα κυριαρχήσουν αμέσως...». Ο Σμιθ απορρίπτει τις παρεμβάσεις που εξαιρούν την αγορά _ αλλά όχι τις παρεμβάσεις που συμπεριλαμβάνουν την αγορά, στοχεύοντας ταυτόχρονα στην πραγματοποίηση αυτών που η αγορά δεν μπορεί να υλοποιήσει.

Ο Σμιθ δεν χρησιμοποίησε ποτέ τον όρο «καπιταλισμός» (από όσο τουλάχιστον μπόρεσα να ερευνήσω), αλλά θα ήταν επίσης δύσκολο να απομονώσει κανείς από τα γραπτά του οποιαδήποτε θεωρία που θα υποστήριζε την επάρκεια των δυνάμεων της αγοράς ή την ανάγκη για αποδοχή της κυριαρχίας του κεφαλαίου.

Μίλησε για τη σημασία των ευρύτερων αξιών που υπερβαίνουν τα κέρδη στον «Πλούτο των Εθνών», αλλά στο πρώτο του βιβλίο, στη «Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων», το οποίο εκδόθηκε ακριβώς πριν από ένα τέταρτο της χιλιετίας το 1759, διερεύνησε διεξοδικά την ισχυρή ανάγκη για πράξεις που βασίζονται σε αξίες οι οποίες υπερβαίνουν κατά πολύ το κυνήγι του κέρδους. Παρ' ότι έγραψε ότι η «σύνεση» ήταν «αυτή από όλες τις αξίες που είναι πιο χρήσιμη για το άτομο» ο Ανταμ Σμιθ υποστήριξε στη συνέχεια ότι η «ανθρωπιά, η Δικαιοσύνη, η γενναιοδωρία και η πολιτικοποίηση συνιστούν αξίες που είναι πιο χρήσιμες για τους άλλους».

Ο Σμιθ θεωρούσε ότι οι αγορές και το κεφάλαιο κάνουν καλά τη δουλειά τους στον τομέα τους, αλλά είχαν πρώτα ανάγκη υποστήριξης από άλλους θεσμούς _ συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων υπηρεσιών όπως τα σχολεία _ και άλλων αξιών πέρα από τη σκέτη αναζήτηση του κέρδους. Δεύτερον, χρειάζονταν έλεγχο και διόρθωση από άλλους θεσμούς όπως, π.χ., οι καλοσχεδιασμένοι χρηματοοικονομικοί κανονισμοί και η κρατική βοήθεια για τους φτωχούς _ για την πρόληψη της αστάθειας, της ανισότητας και της αδικίας. Αν αναζητούσαμε μια νέα προσέγγιση για την οργάνωση της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία θα περιελάμβανε ρεαλιστική επιλογή διαφόρων δημοσίων υπηρεσιών και καλοσχεδιασμένων ρυθμίσεων, μάλλον θα στρεφόμασταν (και δεν θα απομακρυνόμασταν) στην ατζέντα των μεταρρυθμίσεων που περιέγραψε ο Σμιθ καθώς υπερασπιζόταν αλλά ταυτόχρονα ασκούσε και κριτική στον καπιταλισμό.

Βαρβάρα Τερζάκη

Άρθρο Αμάρτια Σεν - εφ. Το Βήμα, 05-04-2009