26/4/13

Η εκπαίδευση τον 21ο αιώνα

Η Καθημερινή  07.04.2013
The New York Times
Του Thomas Friedan

Όταν ο Τόνι Γουάγκνερ, ειδικός σε θέματα εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, περιγράφει το επάγγελμά του, λέει πως είναι «διερμηνέας ανάμεσα σε δύο εχθρικές φυλές» – τον κόσμο της εκπαίδευσης και τον επιχειρηματικό κόσμο, εκείνους που διδάσκουν τα παιδιά μας και εκείνους που τους δίνουν δουλειά. Το επιχείρημα του Γουάγκνερ στο βιβλίο του «Creatinig Innovators: The Making of Young People Who Will Change the World» («Δημιουργώντας καινοτόμους: Η συγκρότηση νέων ανθρώπων που θα αλλάξουν τον κόσμο») είναι ότι η εκπαίδευσή μας δεν καταφέρνει συστηματικά να «προσθέσει την αξία και να διδάξει τις δεξιότητες που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία στην αγορά εργασίας».
Αυτό είναι επικίνδυνο σε μια εποχή που υπάρχουν όλο και λιγότερες δουλειές με υψηλή αμοιβή και μέτριες απαιτήσεις δεξιοτήτων – το είδος της δουλειάς που συντήρησε τη μεσαία τάξη την προηγούμενη γενιά. Τώρα, κάθε δουλειά «μεσαίας τάξης» τραβιέται προς τα πάνω, προς τα κάτω ή προς τα έξω, με μεγάλη ταχύτητα. Δηλαδή, είτε απαιτεί μεγαλύτερες δεξιότητες ή μπορούν να την ασκήσουν πολύ περισσότεροι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ή «θάβεται» –καταργείται ως απαρχαιωμένη– γρηγορότερα παρά ποτέ.

Γι’ αυτό ο στόχος της εκπαίδευσης σήμερα δεν θα έπρεπε να είναι πώς να καταστήσει κάθε παιδί «έτοιμο για το πανεπιστήμιο», αλλά «έτοιμο για καινοτομία» – έτοιμο να προσθέσει αξία σε οτιδήποτε κάνει.
Δύσκολο εγχείρημα. Αναζήτησα τον Τόνι Γουάγκνερ και του ζήτησα να διευκρινίσει. «Σήμερα», μου απάντησε με e-mail, «καθώς η γνώση είναι διαθέσιμη σε κάθε συσκευή συνδεδεμένη με το Ιντερνετ, αυτά που γνωρίζεις μετρούν λιγότερο από αυτά που μπορείς να κάνεις με όσα γνωρίζεις. Η ικανότητα για καινοτομία –η ικανότητα να λύνεις δημιουργικά τα προβλήματα ή να φέρνεις στο φως νέες δυνατότητες– και οι δεξιότητες όπως η κριτική σκέψη, η επικοινωνία και η συνεργασία είναι πολύ πιο σημαντικές από την ακαδημαϊκή γνώση».

Για τη δική μας γενιά ήταν εύκολο. Επρεπε να «βρούμε» μια δουλειά. Τα παιδιά μας, όμως, θα πρέπει να «εφεύρουν» μια δουλειά. Σίγουρα, τα πιο τυχερά θα βρουν την πρώτη δουλειά τους, αλλά ακόμη και αυτά θα πρέπει να επανεφευρίσκουν και να αναδιοργανώνουν αυτήν τη δουλειά πολύ πιο συχνά από τους γονείς τους, αν θέλουν να προοδεύσουν στο πεδίο που διάλεξαν. Αν αυτό ισχύει, ρώτησα τον Γουάγκνερ, τι πρέπει να διδάσκονται σήμερα οι νέοι;
«Κάθε νεαρό άτομο θα εξακολουθήσει να χρειάζεται τις βασικές γνώσεις, βέβαια», είπε. «Θα χρειάζεται όμως, ακόμα περισσότερο, δεξιότητες και κίνητρα, τα οποία έχουν ιδιαίτερα κρίσιμη σημασία. Οι νέοι που είναι εσωτερικά κινητοποιημένοι –περίεργοι, επίμονοι, πρόθυμοι να ρισκάρουν– θα μαθαίνουν νέες γνώσεις και δεξιότητες συνεχώς. Θα μπορούν να βρίσκουν νέες ευκαιρίες ή να δημιουργούν δικές τους – κάτι όλο και πιο σημαντικό, καθώς οι παραδοσιακές σταδιοδρομίες θα εξαφανίζονται».
Πού πρέπει λοιπόν να εστιάσει η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση σήμερα; «Διδάσκουμε και εξετάζουμε πράγματα για τα οποία οι περισσότεροι σπουδαστές δεν ενδιαφέρονται και πληροφορίες που μπορούν να τις βρουν στο Google και θα τις ξεχάσουν μόλις τελειώσουν οι εξετάσεις», υποστηρίζει ο Γουάγκνερ. «Πάνω από έναν αιώνα πριν, δημιουργήσαμε σχολεία–εργοστάσια για τη βιομηχανική οικονομία. Το να φανταστούμε εκ νέου τα σχολεία του 21ου αιώνα πρέπει να είναι μία από τις κυριότερες προτεραιότητές μας. Πρέπει να εστιάσουμε περισσότερο στο να διδάξουμε την ικανότητα και τη θέληση για μάθηση, αλλά και να φέρουμε μέσα στην τάξη του σχολείου τα τρία πιο ισχυρά συστατικά της εσωτερικής κινητοποίησης: παιχνίδι, πάθος, στόχευση».
 

Η διαλεκτική της Εστίας

 H Καθημερινή, 07.04.2013
 Του Νίκου Ξυδάκη

 Το κλείσιμο του ιστορικού βιβλιοπωλείου της Εστίας, ύστερα από 130 χρόνια λειτουργίας στο αθηναϊκό κέντρο, σημαίνει κάτι περισσότερο από οικονομική κρίση και διαχειριστική αστοχία. Ασφαλώς, καμία επιχείρηση δεν είναι αιώνια, και τα προκύπτοντα κενά κάπως καλύπτονται πάντα. Αλλά με αφορμή την κηδεία σ’ ένα δρόμο ήδη γεμάτο από κηδειόχαρτα «ενοικιάζεται» και σκοτεινές βιτρίνες, αξίζει να αναλογισθούμε τι σηματοδοτεί η πρόσφατη απώλεια.
Τοπικά. Η Σόλωνος για πολλές δεκαετίες ήταν ένα μυθικό ποτάμι βιβλίων. Παρότι εκβάλλει από το Κολωνάκι των μπουτίκ, λίγες καθέτους πιο κάτω η μορφολογία του άλλαζε: παλαιοπωλεία, κορνιζάδικα, η τέχνη λοιπόν, κι αμέσως μετά η Εστία, ένα ξέφωτο, πριν απ’ τη Νομική. Εκεί άλλαζε όλο το ποτάμι: κατέβαζε πια βιβλία, φοιτητές, μαθητές φροντιστηρίων, καθηγητές, εκδότες, ποιητές και λογίους. Η Εστία, η Ενδοχώρα, η Νομική, τα παλαιοβιβλιοπωλεία, τα νομικά βιβλιοπωλεία, το Θεμέλιο, στην Ασκληπιού η Δωδώνη παλιά, η Πολιτεία τώρα, ο Γρηγόρης, ο Τολίδης, ο Λιβάνης, στην Ιπποκράτους Χρηστάκης, Παπαδήμας, Καρδαμίτσας, και ιδού το Χημείο, εδώ ο νεαρός–παλαιός Ναυτίλος, μπαίνουμε μαλακά στα Εξάρχεια· πιο χαμηλά η Πρωτοπορία και το Εναλλακτικό, και παντού μέσα στα Εξάρχεια εκδοτικοί οίκοι, τυπογραφεία, φροντιστήρια.

Ετσι ήταν. Οχι πια. Το κλείσιμο της Εστίας όχι μόνο στερεί την εναρκτήρια σηματοδότηση της Σόλωνος των γραμμάτων και των τεχνών, αλλά σημαίνει και το στέρεμα μιας από τις τελευταίες πηγές του ποταμού. Πολύ πριν από την πτώχευση, η Σόλωνος είχε φτωχύνει και αλλάξει· έκλειναν βιβλιοπωλεία και άνοιγαν φούρνοι και καφενεία. Οι φιλόδοξες υπεραγορές προσείλκυαν το βιβλιοαγοραστικό κοινό, το αποσπούσαν από τους παραδοσιακούς βιβλιοπώλες. Ο Ελευθερουδάκης υψώθηκε τεράστιος σαν Ντίσνεϊλαντ στην Πανεπιστημίου, έκανε φραντσάιζ και μοντερνιές, φέσωσε όλους τους εκδότες, κατέστρεψε οικονομικά τον σπιτονοικοκύρη του, το Ιδρυμα Μιχελή, και συνεχίζει εν φθορά φεσώνοντας την Αθηναϊκή Λέσχη στην οδό Αμερικής.

Τι άλλο σημαίνει η νεκρή Εστία; Οτι η αστική τάξη των Αθηνών δεν μπορεί να συντηρήσει ούτε ένα βιβλιοπωλείο. Ούτε σαν στέκι, ούτε σαν πηγή ενημέρωσης, ούτε σαν εστία γνώσης και καλλιέργειας. Ισως επειδή δεν υπάρχει αστική τάξη, που να διαβάζει και να αναζητεί τέτοιο στέκι. Ή επειδή η νέα ανώτερη τάξη, η οικονομικά και πολιτικά κυρίαρχη, δεν χρειάζεται βιβλιοπωλείο–στέκι και σημείο αναφοράς, δεν χρειάζεται ιστορικό κέντρο, δεν χρειάζεται φιλολογικά και πολιτικά καφενεία, δεν χρειάζεται δισκάδικο Pop 11, διάλογο, τριβή, ανταλλαγές. Δεν χρειάζεται το κομψό ουζερί Ορφανίδη: στη θέση του βάζει ένα κοσμηματοπωλείο. Δεν χρειάζεται Απότσο, Μπραζίλ και Μπραζίλιαν με ωδές ποιητών. Δεν χρειάζεται τον Μιχάλη Κατσαρό, τον Δημήτρη Χριστοδούλου και την Ελένη Βακαλό στα καφέ ούτε τους Χατζιδάκι – Γκάτσο στου Ζόναρς. Η νέα ανώτερη τάξη εκπροσωπείται από τον εκάστοτε Μάκαρο στα καφέ της πλατείας και από εγχώριους χρυσοκάνθαρους στα τένις κλαμπ των βορείων προαστίων· οι μορφωτικές της ανάγκες ικανοποιούνται με «γκλόσι» εριοδικά, ποπ κορν, μολ και μούλτιπλεξ.
Η ερήμωση του ιστορικού κέντρου από αστικά τοπόσημα συμβαδίζει με την ανθρωπολογική και ταξική αναδιάρθρωση των Αθηνών. Οι έχοντες πλούτο και ισχύ όχι μόνο αποσύρονται από το κέντρο, αλλά αποσύρονται και από το αστικό έθος· δεν χρειάζονται, δεν εκτιμούν και δεν ανέχονται να έχουν βιβλιοπώλη τον Μιχάλη Γκανά και δισκοπώλη τον Τάσο Φαληρέα.

Τα ελάχιστα εναπομείναντα στέκια συντηρούνται από τη μεσαία τάξη της Μεταπολίτευσης: δεν είναι πλούσιοι, είναι μικροαστικής καταγωγής ως επί το πλείστον, αλλά τρέφονται ακόμη με συζήτηση και ποικίλα μορφωτικά αγαθά. Το Φίλιον–Ντόλτσε, λ.χ.: το τελευταίο ανοιχτό, δημοκρατικό καφενείο του κέντρου που είναι στέκι, προσελκύει ετερόκλητο πλήθος διανοουμένων, καλλιτεχνών, πολιτικών, μιντιακών, περιοίκων, ντεμπιτάντ, τεθλιμμένων συγγενών από μνημόσυνα του Αγίου Διονυσίου, κυριών με τσάντες από ψώνια. Το Φίλιον είναι το άνω όριο των ριζοσπαστικών–πληβειακών Εξαρχείων, καθώς προεκτείνονται προς το συντηρητικό–αστικό Κολωνάκι· ορίζει τον μεταπολιτευτικό άξονα, που ξεκινά από το κλασικό καφέ Φλοράλ της Μπλε Πολυκατοικίας και περατούται στα μισά της Σκουφά. Ενδιαμέσως θάλλουν πολλά μαγαζιά, αλλά ελάχιστα μπορούν να χαρακτηριστούν στέκια. Τα περισσότερα αντέχουν όσο η μόδα τους.
Η Εστία, όπως ακριβώς το Φίλιον ακόμη τώρα, σήμαινε τη δυναμική διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο Κολωνάκι της εξουσίας και στα Εξάρχεια της διανόησης. Αυτή η σχέση ερειπώνεται, όλα πάνε αλλού.