30/12/10

Τα 50 χρόνια µιας περίεργης ιδέας




Για να καταλάβουµε τον τρόπο που λειτουργεί η ∆ιεθνής Αµνηστία, ας φανταστούµε την εξής σκηνή: ένας ευαισθητοποιηµένος πολίτης γράφει ένα γράµµα για κάποιον που δεν γνωρίζει σε κάποιον που δεν ενδιαφέρεται.
Το γράµµα λέει: «Γνωρίζω ότι έχετε φυλακίσει παράνοµα τον τάδε. Να ξέρετε ότι θα συνεχίσω να σας γράφω έως ότου τον απελευθερώσετε». Η φαινοµενικά περίεργη ιδέα ότι έχει νόηµα να γράψεις µια επιστολή σε έναν δικτάτορα για να ζητήσεις την απελευθέρωση ανθρώπων που έχουν φυλακιστεί για τις ιδέες τους γεννήθηκε πριν από πενήντα χρόνια στο κεφάλι του βρετανού δικηγόρου Πίτερ Μπένενσον. Αυτός ο ευαισθητοποιηµένος πολίτης είχε εξοργιστεί µε τη φυλάκιση δυο φοιτητών από τηχούντα του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία. Και σκέφτηκενα ξεκινήσει µια διεθνή εκστρατεία για να πετύχει την αποφυλάκισή τους. Το γράµµα για τους πορτογάλους φοιτητές ήταν το πρώτο αλλά όχι και το τελευταίο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 τα διδακτορικά ή ολοκληρωτικά καθεστώτα στον κόσµο δεν ήταν καθόλου λίγα. Οι φυλακές στην Ισπανία και την Πορτογαλία, στα περισσότερα κράτη της Λατινικής Αµερικής, στις χώρες τουανατολικού µπλοκ, την Κίνα ήταν γεµάτες από ανθρώπους που είχαν φυλακιστεί για τις ιδέες του.Οι επιστολέςτου Πίτερ Μπένενσον έφευγαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Μέσα σε τρία χρόνια, η Αµνηστίαείχε «υιοθετήσει» 770 πολιτικούς κρατούµενους.

Εως το 1970 η οργάνωση µπορούσε να υπερηφανεύεται ότι είχε συµβάλει στην απελευθέρωση 2.000 κρατούµενων. Μετρούσε δεκάδες χιλιάδες µέλη και είχε κερδίσει τον σεβασµό και την εκτίµηση της διεθνούς κοινότητας. Η ∆ιακήρυξηκατά των Βασανιστηρίων που ψήφισε ο ΟΗΕ το 1975 οφείλεται σε µια τριετή εκστρατεία της ∆ιεθνούς Αµνηστίας. Το 1977 η οργάνωση τιµήθηκε µε το βραβείο Νοµπέλ. Μαζί µε την επιρροή της άρχισαν να µεγαλώνουν και οι φιλοδοξίες της οργάνωσης. Το 1985, η ∆ιεθνής Αµνηστία άρχισε να δραστηριοποιείται υπέρ των προσφύγων και το 1989 κατά της θανατικής ποινής. Από το 1996 έχει ξεκινήσειεκστρατεία για τη σύσταση ενός µόνιµου ∆ιεθνούς Ποινικού ∆ικαστηρίου. Από το 2001 άρχισε να ζητά την «αναγνώριση όλου του φάσµατος των ατοµικών δικαιωµάτων», στα οποία περιλαµβάνονται τα οικονοµικά, τα κοινωνικά και τα πολιτιστικά. Το 2009 συµπεριέλαβε στις εκστρατείες της τον αγώνα της «κατά της φτώχειας, της ανασφάλειας και του αποκλεισµού».

Καθώς όµως η οργάνωση κλείνει τα 50 τηςχρόνια, φαίνεται να µην αποφεύγει την κρίση της µέσης ηλικίας. Οπως σηµειώνει ο δηµοσιογράφος του BBC Τζον Τιούζα, το να υπερασπίζεσαι τους πολιτικούς κρατούµενους είναι ένα πράγµα. Αλλά το να διευρύνεις τηνυπεράσπιση στους «κρατούµενους της φτώχειας», έναν τόσο ευρύ όρο που φτάνει να χάνει το νόηµά του, είναι εντελώς διαφορετικό. Στα 50 τηςχρόνια, παρατηρεί ο βρετανός δηµοσιογράφος, η ∆ιεθνής Αµνηστία µοιάζει περισσότερο µε µια κοσµική εκκλησία, λευκή και φιλελεύθερη, η πλειονότητα των µελών της οποίας είναι στο βόρειο ηµισφαίριο. Μπορείνα γίνει πραγµατικά διεθνής;

Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Διαστάσεις-εφ. Τα Νέα, 29-12-2010

∆ρόµοι


Αλλη µια χρονιά...
... άλλο ένα βήµα που µας φέρνει πιο κοντά στο τέλος των µεγάλων προσδοκιών. Οι προσδοκίες είναι µειωµένες για όλους. Και µειώνονται ακόµη περισσότερο από κυβερνήσεις επίσης µειωµένων προσδοκιών, που για πρώτη φορά µεταπολεµικά δεν είναι σε θέση να εγγυηθούν τίποτα για κανέναν.

Από το ένας...
... για όλους και όλοι για έναν, στο καθένας για τον εαυτό του. Αυτό είναι το νόηµα της εκποίησης του κοινωνικού κράτους στους ιδιώτες. Αν οι γονείς σου ή οι παππούδες σου τύχει να τραβήξουν το λαχείο της Αλτσχάιµερ και χρειαστεί να µπουν σε ίδρυµα, τόσο το χειρότερο για σένα. Μην περιµένεις να σε βοηθήσουν οι φόροι του γείτονα. Αν η επιχείρηση που δουλεύεις µετακοµίσει στο εξωτερικό και σε πετάξει στον δρόµο, µην περιµένεις από κανέναν να ταΐσει τα παιδιά σου. Θα σου πουν κι από πάνω «τι ταήθελες τα παιδιά, αφού δεν ήσουν σε θέση να τους εξασφαλίσεις ένα πιάτο φαΐ;». Οι κοινωνικές υπηρεσίες δεν είναι πια ένας ηθικός ρόλος ούτε ένα θεάρεστο έργο. Το σύστηµα τις αντιλαµβάνεται σαν ένα εµπόρευµα που έχει κι αυτό την τιµή του.

Εγγράφονται κι αυτές σαν ένα κόστος που πρέπει να ελαχιστοποιείται διαρκώς σε κάθε προϋπολογισµό. Τι µπορεί να κάνει λοιπόν µια οικογένεια µε τη φροντίδα των γέρων, των παιδιών; Αν την αναλάβουν οι γονείς, αυτό αποβαίνει εις βάρος της δουλειάς τους: όσο περισσότερο αφοσιώνονται σε αυτήν τόσο φτωχότεροι γίνονται. Αργά ή γρήγορα, οι ρόλοι της µητέρας και του πατέρα θα γίνουν ανεπιθύµητοι, σε µια κοινωνία που δεν θα είναι πια σε θέση να αναπαράγει τον εαυτό της. H Σουηδία και η Γαλλία, που δαπανούν το υψηλότερο ποσοστό του εγχώριου προϊόντος τους (4% και 3% αντίστοιχα) σε οικογενειακές πολιτικές, έχουν από τους υψηλότερους ρυθµούς γεννήσεων. H Γερµανία, που δαπανά µόλις 2%, έχει από τους χαµηλότερους. Η διάλυση του κοινωνικού κράτους και η υποκατάστασή του από την ιδιωτική πρωτοβουλία δεν είναι χωρίς απώλειες.

Το κοινωνικό...
... σύστηµα στο οποίο ζούµε δεν ανταγωνίζεται πια µόνο τον εαυτό του (η µια επιχείρηση την άλλη), αλλά ακόµη και την ίδια την οικογένεια, ιδιαίτερα τον ρόλο τής συζύγου και της µητέρας.

Εγραφε προφητικά πριν από µερικά χρόνια η Αρλι Ράσελ Χοχτσάιλντ, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Μπέρκλεϊ: «Εχουν δηµιουργηθεί σήµερα συνθήκες που ευνοούν την εµπορευµατοποίηση της ιδιωτικής ζωής: η εξασθένηση των θεσµών της οικογένειας και της εκκλησίας, ο µαρασµός των τοπικών κοινωνιών, η παρακµή όλων όσοι παραδοσιακά αποτελούσαν ασπίδα που προστάτευε από τις πιο δηλητηριώδεις πλευρές του καπιταλισµού». Πολιορκηµένοι στη δουλειά και στο σπίτι, οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αντισταθούν στις πιέσεις.

Η λογική...
... του συστήµατος µας προτρέπει να βλέπουµε τη φροντίδα της οικογένειας σαν κόστος. Και συνεπώς να το περιορίζουµε. Οµως από αυτή τη λογική δεν µπορεί να προκύψει παράµια εγωιστική κοινωνία όπου καθένας θα νοιάζεται µόνο για τον εαυτό του.

Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Ρούσσου Βρανά -εφ. Τα Νέα, Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

23/12/10

Δρόμοι


Τόσο άδεια...
... τα γραµµατοκιβώτιά µας δεν ήταν ποτέ τέτοιες χρονιάρες µέρες. Ποιος µπαίνει σήµερα στον κόπο να γράψει και να στείλει χριστουγεννιάτικες κάρτες; Ακόµη και ο συνάδελφος και φίλος Cbetin δεν µου έστειλε µια κάρτα γραµµένη σε πραγµατικόκαι µοσχοµυριστό χαρτί αλλά στο e-mail (http://www.voterightga. org/JokeBox.htm).

Οι µόνοι...
... που στέλνουν σήµεραευχετήριες κάρτες είναι τα σούπερ µάρκετ και οι πιτσαδόροι. Μόνο οι Αγγλοι επιµένουν παραδοσιακά (άλλωστε Αγγλος ήταν εκείνος που επινόησε την πρώτη χριστουγεννιάτικη κάρτα το 1843). Γι’ αυτό η Κέιτ Τζούλιανλέει στο περιοδικό «Σλέιτ» πως τα Χριστούγεννα του 2010 θα κηρυχθεί και επισήµως νεκρή η χριστουγεννιάτικη κάρτα. Ποιος την σκότωσε; Και γιατί; Η συγγραφέας απαριθµεί τιςαιτίες. Ηλιτότητα. Γιατί να ξοδέψει κάποιος λεφτά για ένα κοµµάτι χαρτί που σε µια δυο εβδοµάδες θα τοπετάξει στα σκουπίδια; Ο θάνατος του σηµειωµατάριου. Κανείς δεν σηµειώνει πια τις διευθύνσεις των φίλων του όπως άλλοτε, επειδή σήµερα υπάρχουν πιο εύκολοι τρόποι για να επικοινωνήσει µαζί τους. Ο θρίαµβος της ηλεκτρονικής κάρτας. Είναι άλλωστε δωρεάν. Οµως τι πρέπει να κάνει κάποιος µε αυτήν; Να την τυπώσει από το κοµπιούτερ του και να την κολλήσει στον τοίχο; Ο ελεύθερος χρόνος. Σήµερα πια είναι λιγοστός. Ποιος έχει διάθεση να ξενυχτήσει γράφοντας κάρτες και σαλιώνοντας φακέλους; Το facebook. Μέσα από αυτό καθένας (ακόµηκαι αυτοί που δεν θα έπρεπε) ξέρει πού βρίσκονται οι φίλοι του κάθε µέρα του χρόνου.

Δεν πάει...
... πολύς καιρός που οι άνθρωποι διάλεγαν µια κάρτα που τους άρεσε από ένα βιβλιοπωλείο, έγραφαν σε αυτήν κάτι και την έστελναν µε το ταχυδροµείο. Από τότε που τα κοµπιούτερ, το Ιντερνετ και το e-mail µπήκαν για τα καλάστα σπίτια µας, ηχριστουγεννιάτικη κάρτα έχει πάψει πια να είναι µια ξεχωριστή ευχή ενός προσώπου προς ένα άλλο. Και έχει γίνει µια µαζική ευχή, σαν κι εκείνες που στέλνουν οι πολιτευτές πριν από τις εκλογές προς άγραν πελατείας. Σήµερα πια πληκτρολογούµε πολύπερισσότερες ώρες από όσες γράφουµε. Θα ξεχάσουµε άραγε κάποτε ολότελα τη γραφή; Θα έρθει κάποια µέρα που θα µας είναι αχρείαστη; Οσοι το αισθάνονται αυτό σαν απειλή δεν λένε να ξεχάσουν τη γλυκιά µυρωδιά του χαρτιού και του µελανιού. Ο κάλος πουµε τα χρόνια ξεφύτρωσε στο µεσαίο τους δάχτυλο, εκεί που ακουµπούσαν την πένα ή το µολύβι, και που τον χαϊδεύουνακόµη, δεν παύει να τους την υπενθυµίζει. Οχι όµως και στα παιδιά τους. Τα παιδιά τους ξέρουν να στέλνουν SMS, αλλά δεν ξέρουν να γράφουν. Κι ας έχουν καταλήξειοι εκπαιδευτικοί πως το γράψιµο µπορεί να τα βοηθήσει να εκφράζουν καλύτερα τη σκέψη τους.

Η γραφή...
... µπορεί κάποτε να µη µας χρησιµεύει πια ούτε καν για την υπογραφή µας, ότανακόµη κι αυτή η τελευταία «ταυτότητα» που θα µας έχει αποµείνει θα έχει αντικατασταθεί από κάποιον ηλεκτρονικό κωδικό.
Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Ρούσσος Βρανάς-εφ. Τα Νέα, 23-12-2010

Rimini Protokoll - Oι τελευταίοι μουεζίνηδες



Τι φέρνει η τεχνολογία στις παραδοσιακές κοινωνίες του Ισλάμ; Μερικές τεράστιες αλλαγες. Βασικότερη; Οι μουεζίνηδες, οι τελάληδες δηλαδή που καλούν από το μεγάφωνο τους πιστούς να προσευχηθούν, λιγοστεύουν. Σε λίγο θα αντικατασταθούν από μηχανήματα αναπαραγωγής ήχου. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για έναν πολιτισμό που έρχεται από πολύ παλιά; Τι σχέσει έχει με τις ιδέες της προόδου, με την παγκοσμιοποίηση αλλά και με τις κολλημένες στις παραδόσεις τους κοινωνίες; Το θέατρο-ντοκιμαντέρ των Rimini Protokoll ανοίγει τη συζήτηση.

Όταν στις αρχές της δευτερης χιλιετίας κηρύχθηκε πόλεμος μεταξύ των πολιτισμών Ανατολής και Δύσης, κάποιοι έλπιζαν ότι θα παρουσιαζόταν η ευκαιρία για διαφοροποίηση, για σεβασμό και διάλογο μεταξύ του δυτικού και του ανατολικού ημισφαιρίου, μεταξύ της εβραϊκής και της ισλαμικής παράδοσης.
Νέοι καλλιτέχνες όπως η Χέλγκαρντ Χάουγκ, ο Ντάνιελ Βέτσελ και ο Στέφαν Κέγκι, εργάστηκαν με πολύ διαφοροποιήμένες στρατηγικές πάνω στους διαλόγους και στα θεατρικά μέσα. Οι πρώτες κοινές τους παραγωγές, που βασίζονται πάντα σε βαθιά έρευνα και επικεντρώνονταν σε ερασιτέχνες με τις ιδιαιτερότητες και τις ικανότητες τους, δημιουργήθηκαν στο τέλος της δεκαετίας του 1990. Έχοντας κερδίσει πολλά βραβεία και διακρίσεις, η σκηνοθετική ομάδα Rimini Protokoll θεωρείται πλέον η κινητήριος δύναμη ενός νέου ντοκιμαντέρ –θεάτρου.
Στα τέλη Ιουνίου η εφ μίλησε με τον σκηνοθέτη και συνιδρυτή των Rimini Protokoll Στεφαν Κέγκι, για την τελευταία του δουλειά, το Radio Muezzin.



Η παράσταση Radio Muezzin μετά την ανεπίσημη παρουσίασή της τον Δεκέμβριο στο Κάιρο έκανε πρεμιέρα τον Μάρτιο στο Βερολίνο. Τι θα δούμε;

Συναντάμε τέσσερις αιγύπτιους μουεζίνηδες, τελάληδες δηλαδή που προσκαλούν τους μουσουλμάνους να προσευχηθούν. Προέρχονται όλοι από το Κάιρο, αλλά έχουν τελείως διαφορετικό κοινωνικό υπόβαθρο. Ένας τυφλός μουεζίνης ταξιδεύει κάθε μέρα δύο ώρες με το λεωφορείο από ένα προάστιο του Καΐρου κοντά στο αεροδρόμιο μέχρι το τζαμί. Κάνει την αναγγελία του, το αντάν και παρδίδει μαθήματα για το Κοράνι. Ο δεύτερος είναι ηλεκτρολόγος. Ήταν κάποτε γκασταρμπάιτερ στη Σαουδική Αραβία. Μετά από ένα σοβαρό εργατικό ατύχημα αφυπνίστηκε θρησκευτικά και άρχισε να μαθαίνει το Κοράνι απ’έξω. Τότε ο ιμάμης του τού ζήτησε να κάνει τον μουεζίνη. Ένας άλλος έρχεται από ένα μικρό χωριό, είναι γιος αγρότη και κατα τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας του εκπαιδευτηκε ως οδηγός τανκ. Έπειτα ήρθε στην πόλη για να βρει δουλειά. Έκανε διάφορες δουλειες από φούρναρης ,έχρι πωλητής σε σουπερ μαρκετ και μια μέρα συλλογίστηκε ότι ως μουεζίνης θα ερχόταν πιο κοντά στον Θεό. Τώρα αναγγέλει την ώρα της προσευχής σε ένα μικρό τζαμί, ακουπίζει τα χαλιά και βάζει σε τάξη τα παπούτσια που πρέπει να βγάζουν όσοι έρχονται σε ένα τζαμί. Ο τέταρτος είναι ο προνομιούχος. Μεγάλωσε σε μια ευκατάστατη οικογένεια, εμφανίστηκε ως έμπειρος στην απαγγελία του Κορανίου, καθώς ήταν ηδη διάσημος. Σε διαγωνισμό στη Μαλαισία είχε αναδειχθεί δύο φορές παγκόσμιος πρωταθλητής στην απαγγελία του Κορανίου. Ταυτόχρονα, όμως είναι και πρωταθλητής βαρέων βαρών μεσίτης και πολλά άλλα.
Κανένας από τους τέσσερις πρωταγωνιστές δεν είναι ηθοποιός, όπως σε όλες τις παραστάσεις των Rimini Protokoll.

Σωστά. Οι μουεζίνηδες δεν στέκονται σε μιναρέ αλλά ακούγονται καθημερινά από μεγάφωνα. Έχουν δει μεχρι τώρα το θέατρο μόνο απ’εξω και μας διηγούνται για τη δουλειά και τη ζωή τους. Πίσω τους, πάνω σε παραβάν προβαλλονται αποσπάσματα που έχουν κινηματογραφηθεί στη γειτονιά τους και στα τζαμιά. Οι εικόνες καθρεφτίζουν τη ζωή τους και ταξιδευουν τους θεατές στο Κάιρο. Για μας ήταν σημαντικό ότι η ομάδα εκτός από τον Ελβετό Μπρούνο Ντεβίλ αποτελούνταν από Αιγύπτιους –από τον μουσικό Μαχμούντ Ρεφάτς μέχρι τον σκηνογράφο Μοχάμεντ Σούκρι.

Η παράσταση άπτεται ενός θέματος που εδώ και κάποια χρόνια συζητείται πολύ εκεί. Η καθημερινή εμφάνιση των μουεζίνηδων με τα μεγάφωνα στο Κάιρο σε λίγο θα είναι παρελθόν.

Αντί για τους 30.000 μουεζίνηδες το κάλεσμα για προσευχή θα ακούγεται πλέον ζωντανά μέσω ραδιοφώνου ώστε να πάψει η κακοφωνία των διαφορετικών φωνών πάνω από την πόλη που μετά βίας είναι υποφερτή για κάποιους και θα αντικατασταθεί από την αρμονία. Ο Μοχάμεντ Άλι είναι ένας από τους τριάντα επιλεκτους, οι οποίοι μέσω του ραδιοφώνου θα προσκαλούν με το αντάν τους πιστούς για προσευχή. Οι υπόλοιποι τρεις θα βυθιστούν στη σιωπή μαζί με πολλούς άλλους. Κάτι τέτοιο βέβαια τους υποβαθμίζει. Κάθε μουεζίνης, λένε φτάνει τόσο μακριά όσο τον ταξιδεύει η φωνή του.

Η ΖΩΗ ΕΝΟΣ ΜΟΥΕΖΙΝΗ

Ο μουεζίνης βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κόσμους. Δεν ζει τη θρησκευτική ζωή ενός κληρικού ή ενός ιμάμη, αλλά ούτε και αυτήν ενός απλού ανθρώπου.

Ο μουεζίνης, όπως και ο κληρικός στη δυτική εκκλησία, δεν επιτρέπεται να ασκεί άλλο επάγγελμα.Όμως οι αποδοχές ενός μουεζίνη είναι συχνά τόσο πενιχρές που δεν μπορεί να ζήσει αν δεν κάνει και κάποια άλλη δουλεια. Αλλά αυτό αντισταθμίζεται με το γόητρο του επαγγέλματος και πολλές φορές τους παρέχεται και η δυνατότητα να κοιμούνται μέσα στο τζαμί.

Ο τελευταίες γνωστός κωδωνοκρούστης πριν τοποθετηθούν καμπάνες στις εκκλησίες ήταν ο Κουασιμόδος μια φανταστική φιγούρα. Μια φανταστική φιγούρα τοποθετημένη σε ένα πραγματικό πλαίσιο είναι και ο πρώτος μουεζίνης, ο Μπιλάλ αλ- Χαμπασι, ένας μαυριτανός δουλος που είχε απελευθερωθει. Δεν ήταν κι αυτός τυφλός όπως και ο ηθοποιός στην παράσταση;

Ναι υπάρχουν πολλές ανέκδοτες ιστορίες για αυτόν. Ωστόσο, ο Μπιλαλ αλ-Χαμπάσι δεν ήταν τυφλός. Λέγεται ότι με την όμορφη φωνή του καλούσε τους πιστούε από τη στέγη της Κάαμπα να προσευχηθούν. Υπάρχουν και πολυάριθμες διηγήσεις που θέλουν τους τυφλούς μουεζίνηδες να προτιμώνται, ώστε να μην μπορούν από το τζαμί να δουν τις αυλές των γειτονικών σπιτιών. Η ιδιωτική ζωη τυγχάνει ιδιαίτερης προστασίας στο Κάιρο.

Αντιμετωπίσατε εξαιτίας αυτού προβλήματα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων;
Κοντά στο αεροδρόμιο, στη γειτονιά όπου μένει ο τυφλός αναγνώστης του Κορανίου Χουσεΐν Γκούντα Μπαντάουι, επικράτησε κάποια αναστάτωση μόλις ο κόσμος είδε την κάμερα. Οι κάτοικοι νόμιζαν ότι θα τραβήξουμε σκηνές μέσα από τα παράθυρα τους. Η ενόχλησή τους ήταν λογική και δεν συνεχίστηκε.

Τα έργα Wallenstein του 2005 και World Premiere: The Visit του 2007 είναι μέχρι σήμερα οι μοναδικές δουλειές σας που βασίζονται σε δραματικό κείμενο. Τόσο τα κείμενα όσο και η δραματουργική επεξεργασία των έργων σας αναπτύσσονται σε συνεργασία με τους ηθοποιούς. Πώς βρίσκετε και επιλέγετε τους ηθοποιούς;


Αρχικά είχαμε περίπου 30 υποψήφιους. Το Υπουργείο Θρησκευτικών Υποθέσεων μας πρότεινε κάποιους μουεζίνηδες. Τους περισσότερους όμως τους βρήκαμε πηγαίνοντας στα τζαμιά και συζητώντας με ανθρώπους. Υπάρχουν πολύ διαφορετικά τζαμιά, αλλά στο ιστορικό κέντρο κι αλλα απομακρυσμένα, χωρίς κανένα τουριστικό ενδιαφέρον. Κάθε τζαμί είναι ένας διαφορετικός κόσμος, μια διαφορετική ιδέα. Στην Αίγυπτο συναντά κανείς φιλελεύθερες συμπεριφορές, τη θρησκείς και τον καταναλώτικό τρόπο ζωής να συνδέονται μέσα από τις προσπάθειες της νεότερης γενιάς, αλλά και μια αυστηρή θρησκευτικότητα στις φτωχές γειτονιές.

ΔΟΥΛΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΚΑΪΡΟ

Υπήρξε προσπάθεια από την πλευρά του Υπουργείου να ελέγξει την παραγωγή;



Η γενικότερη ατμόσφαιρα στην Αίγυπτο δεν ενθαρρύνει τους ανθρώπους να διατυπώνουν δημόσια τις προσωπικές απόψεις τους. Φοβούνται να μιλήσουν δημοσίως για πράγματα που δεν ακολουθούν την επίσημη γραμμή. Ήρθαμε σε επαφή με τον Υπουργό Θρησκευτικών Υποθέσεων ο οποίος είναι ένας ανοιχτός και φιλελεύθερος άνθρωπος, έχει σπουδάσει φιλοσοφία στην Ευρώπη, μιλάει γερμανικά και βρήκε εξαρχής ενδιαφέρον το πρότζεκτ. Οι ιμάμηδες και το Υπουργείο είδαν θετικά το γεγονός ότι παρουσιάζεται η πραγματική ζωή στη σκηνή κι όχι παραμυθάκια όπως στις σαπουνόπερες. Μόνο που έχουν μια διαφορετική θεωρηση της πραγματικότητας και της ζωής. Επίσημα, υπάρχουν οι κατάλληλες υποδομές και οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να προχωρήσουν στον 21ο αιώνα. Οι άνθρωποι που ανεβάζουμε εμείς στη σκηνή μιλάνε για μια άλλη ζωή, που δεν ταιριάζει με αυτό το μοντέλο επιτυχίας που λανσάρεται είναι τσαλακωμένοι και δεν αποτελούν απαραίτητα πρότυπα.Ωστόσο και οι δυο πλευρές κάνουν βήματα για να συναντηθούν.

Οι ηθοποιοί κι εσείς ή εσείς και το Υπουργείο;

Οι ηθοποιοι. Είχα προτείνει για πραδειγμα, να παίζουνντόμινο, όπως έκαναν πολύ συχνά στα διαλείμματα τους. Δεν ήθελαν όμως γιατί κάτι τέτοιο δεν ταιριάζει στο αξιωμα ενός μουεζίνη. Το σεβαστήκαμε.

Ήδη οι παραστάσεις σας έχουν τύχει πολύ θετικής αποδοχής. Τι περιμένετε από το αθηναϊκό κοινό;

Είμαστε ενθουσιασμένοι που θα παρουσιάσουμε το έργο μας στην Αθήνα. Ελπίζουμε να δημιουργήσουμε ένα χώρο συνάντησης, όπου μέσα από τη θεατρική μετάφραση θα μπορεσουμε να μάθουμε ιστορίες για τις ζωές των άλλων και να κινήσουμε το ενδιαφερον για το διαφορετικό και τους άλλους πολιτισμούς, ώστε να αποκτήσουμε μια νέα οπτική. Ίσως καταφέρουμε να «βγάλουμε το κοινό στο δρόμο», δηλαδή στον δημόσιο χωρο και να ανοίξουμε τους ορίζοντες μας.

Ο ΘΕΟΣ ΕΚΕΙ ΨΗΛΑ
Από τη Νάντια Δρακούλα

Ο μιναρες και η φωνή του μουεζίνη είναι το ονειρεμένο καρτ ποσταλ πολλών Δυτικών που φαντασιώνονται μυστηριώδη ταξίδια στας Αντολάς. Εικόνες που μυρίζουν μπαχαρικά, καλυμμένα πρόσωπα που υπονοούν ομορφιές απαγορευμένες στα μάτια των πολλών. Η θρησκευτική αναφορά στις χώρες του Ισλαμ είναι το κέντρο όλων. Όπως συμβαίνει συνήθως, οι θρησκείες στις λατρευτικές τους διαδικασίες έχουν σημεία επαφής. Η εκκλησιαστική καμπάνα, ας πούμε της Κυριακής είναι η φωνή του μουεζίνη που αναγγέλει την ώρα της προσευχής (σαλάτ) για την ισλαμική Παρασκευή και τις πέντε καθημερινές. Η ιστορία μας λέει ότι ο πρώτος μουεζίνης ήταν ένας τελάλης από τη Μέκκα. Όταν ο προφήτης Μωάμεθ μπήκε θριακμβευτικά νικητής στη Μεκκα πάνω στην καμήλα του είδε αυτόν τον τελάλη με το όνομα Μπιλαλ ιμπν Ριμπά και μαλλον κάτι του τραβηξε το ενδιαφερον σε αυτόν αφού τον διέταξε να φωνάξει σε προσευχη τους πιστούς.
Ο Μωάμεθ πέθανε χωρίς να αφήσει σαφείς οδηγίες για τα διαδικαστικά. Οι πιστοί αυτοσχεδίαζαν με σάλπιγγες σημαίες και φωτεινά σήματα για να δίνουν το σήματ της προσευχης. Σιγά σιγά οι στέγες των τζαμιών άρχισαν να φιλοξενούν τους πρώτους φιλόδοξους λυρικούς κήρυκες του Κορανίου. Αυτό το κάλεσμα εξελίχθηκε σε έθιμο για να συντονίζονται οι πίστοι στις τελετες τους, αλλά ακόμα περισσότερο εξελίχθηκε σε μια μορφή τέχνης- θα μπορούσε κάποιος να τη συγκρίνει με εκείνη ενός επαγγελματία καλλίφωνου ψάλτη. Οι μουζίνηδες ανέβαιναν σε ειδικό χωρο, στο ψηλοτερο σημείο του μιναρέ και καλούσαν μελωδικά με τη δυνατή φωνή τους, ενώ οι ίδιοι είχαν πανοραμική θέα της πόλης.
Το προνόμιο τους αυτό συχνά παρέμενε ανενεργό αφού μέχρι το 1950 οι άρχοντες έβαζαν τυφλούς μουεζίνηδες για να μην εχουν τη δυνατότητα να κρυφοκοιτανε στα παράθυρα του κόσμου. Με την εξέλιξη της τεχνολογίας και την απλοποίηση των διαδικασιών συντονίστηκε και το Ισλάμ με τα χρόνια. Οι μουεζίνηδες χρειάζεται πλέον να καταναλώνουν λιγότερο οξυγόνο και ενέργεια αφού αρκεί μια εκφώνηση μπροστά από ενα μικροφώνο μέσα στο τζαμί και το μεγάφωνο θα στείλει το μήνυμα στην ακρη της πόλης. Οι χαρακτηριστικοι τυφλοί μουεζίνηδες αντικαταστάθηκαν από δημόσιους υπαλλήλους που συχνά αφήνουν τα χωριά τους και τις οικογενειες τους και κατοικοεδρευουν στα τζαμιά, τα οποία και συντηρούν.
Πάντως αν και οι νεωτεριμοί αλλοιώσαν την παραδοσιακή εκφώνηση του Κορανίου, η μελωδία της ανταν (πρόσκληση για προσευχή) είναι τόσο χαρακτηριστική και αποτυπωμένη στις μνήμες μας, εμπειρικές ή κινηματογραφικες, που κανενα πρωινό στο Κάιρο δεν θα ήταν τόσο όμορφο χωρίς τη μελωδία του «Αλλάχ αλ Ακμπάρ».

Βαρβάρα Τερζάκη
Αρθρο Max Glauner-Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαυρου #16, 09-07-2009

22/12/10

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ


Τα Εικαστικά Εργαστήρια του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και η κυρία Βαρβάρα Τερζάκη διοργάνωσαν και φέτος Χριστουγεννιάτικη Παιδική Εορτή, την Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010, στο χώρο των Εικαστικών Εργαστηρίων και γιόρτασαν μαζί με τα παιδιά του Πανεπιστημίου Κρήτης και τα παιδιά της πόλης της Ρεθύμνης.
Με συγκίνηση άκουσαν τα παιδιά, τα παραμύθια που διάβασε ο Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ.κ. Ευγένιος, ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης καθηγητής Ιωάννης Παλλήκαρης και ο Δήμαρχος Ρεθύμνης Γιώργος Μαρινάκης.
Η Φιλαρμονική του Δήμου Ρεθύμνης έπαιξε εξαιρετικά Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα και η κυρία Βαρβάρα Τερζάκη μαζί με τον Αη Βασίλη μοίρασαν στα παιδιά βιβλία και τα Κρητικά Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα.


Καλά Χριστούγεννα με 2011 ευχές και προσδοκίες


Βαρβάρα Τερζάκη
Ρέθυμνο 22 Δεκεμβρίου 2010

21/12/10

Μπορεί ένα κράτος να χρεοκοπήσει ;



« Δεν θα πληρώσουμε την κρίση σας » : Τα πανό που ανέμιζαν τον Φεβρουάριο στην Αθήνα, όπου οι απεργίες ενάντια στα σχέδια λιτότητας διαδέχονται η μια την άλλη, θα ταίριαζαν και στην Ισλανδία, όπου οι πολίτες έχουν εξαγριωθεί στην ιδέα ότι θα κληθούν να πληρώσουν τα φαραωνικά χρέη που τους κληροδότησε η κατάρρευση του τραπεζικού τομέα. Τα ίδια συνθήματα εύλογα θα ακούγονταν και στις διαδηλώσεις των Ισπανών που διαμαρτύρονται για την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης. Όπως, εξάλλου, και στις πορείες εκατομμυρίων εργαζομένων που έχουν χάσει τη δουλειά τους από την αρχή της οικονομικής ύφεσης. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που διακηρύσσει ότι πρέπει να « σταθεροποιηθούν » οι κοινωνικές δαπάνες, μας έχει προειδοποιήσει : Στην Ευρώπη, η εξυγίανση « θα είναι εξαιρετικά επώδυνη ».

Όταν ένα κράτος βρίσκεται στην έσχατη αδυναμία να αποπληρώσει τα χρέη του, παύει... απλούστατα να τα πληρώνει, χωρίς, ωστόσο, αυτό να συνεπάγεται τη διαγραφή του από τα εμπορικά μητρώα και την εξαφάνισή του από την επιφάνεια του πλανήτη, δηλαδή, χωρίς να ρευστοποιούνται τα περιουσιακά του στοιχεία για να ικανοποιηθούν οι δανειστές του. Αντιθέτως, όταν ένα νοικοκυριό πτωχεύει, οδηγείται, μοιραία, στην κατάσχεση και στην εκποίηση της περιουσίας του. Πωλείται το αρχοντικό και τα ασημικά της οικογένειας για να πληρωθούν –εν μέρει τουλάχιστον- οι τελευταίοι μισθοί των υπηρετών και τα χρέη που έχει αφήσει η οικογένεια στον προμηθευτή τροφίμων, στον συμβολαιογράφο ή στον τραπεζίτη -αφήνουμε στη φαντασία του αναγνώστη την προσαρμογή του σεναρίου στην περίπτωση ενός νοικοκυριού που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Στη δε περίπτωση μιας επιχείρησης, πωλούνται, κακήν κακώς, ο τεχνολογικός εξοπλισμός, τα ακίνητα, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, ο στόλος των οχημάτων κ.λπ., για να ικανοποιηθεί -όσο ο όρος ικανοποίηση μπορεί να ταιριάζει σε αυτήν την περίπτωση- ένα μέρος των απαιτήσεων των προμηθευτών, των τραπεζιτών, των υπόλοιπων πιστωτών και των εργαζομένων, οι οποίοι, τόσον καιρό, έκαναν υπομονή παρά τους απλήρωτους μισθούς.
Σε αντιδιαστολή με μια επιχείρηση που αντιμετωπίζει δυσκολίες και η οποία δεν έχει την παραμικρή δυνατότητα να « ρεφάρει » αυξάνοντας τις τιμές της τη στιγμή που οι πελάτες της την εγκαταλείπουν, ενώ ταυτόχρονα δεν είναι πάντα σε θέση να συμπιέσει τα κόστη της (κάτω από ένα ορισμένο όριο), το κράτος διαθέτει πολιτικά μέσα που του επιτρέπουν να αποφύγει το καταστροφικό σενάριο της στάσης πληρωμών. Μπορεί, κάλλιστα, να αυξήσει τα έσοδά του ή να συμπιέσει τις δαπάνες του. Όσον αφορά τα έσοδα, έχει τη δυνατότητα να « ρεφάρει » αυξάνοντας τους φόρους, « στοχεύοντας στο σωστό σημείο ». Φορτώνοντας, δηλαδή, τις νέες φορολογικές επιβαρύνσεις στις πλέον εύπορες κοινωνικές τάξεις, εκείνες που αποταμιεύουν περισσότερο [1] και οι οποίες αποτελούν, εκ των πραγμάτων, τους δανειστές του κράτους. Παρόμοιο εγχείρημα θα είχε, συνεπώς, ελάχιστες επιπτώσεις στις καταναλωτικές δαπάνες του πληθυσμού.
Στην πράξη, η φορολογική αφαίμαξη στην οποία θα υποβληθεί αυτή η κατηγορία του πληθυσμού ισοδυναμεί με την κατάργηση του ιδιόρρυθμου τιμοκρατικού [2] πολιτεύματος που έχει, ουσιαστικά, επιβάλει η νεοφιλελεύθερη οικονομία και το οποίο συνίσταται στο να επιλέγουν ελεύθερα οι εύπορες τάξεις τον τρόπο με τον οποίο θα αξιοποιήσουν το πλεόνασμα του εισοδήματός τους που δεν προορίζουν για καταναλωτικούς σκοπούς : είτε να το διαθέσουν για την πληρωμή φόρου, είτε να το επενδύσουν κερδοφόρα για τη χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους, το οποίο προκύπτει από την άρνησή τους να δεχτούν το πρώτο σκέλος του παρόντος διλήμματος. Κάθε φορά που τίθεται το δίλημμα με τους παραπάνω όρους, λοιπόν, εύκολα μπορεί να υποψιαστεί κανείς ότι η αύξηση της φορολογίας των εύπορων τάξεων αποτελεί, για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, την επιλογή που προσπαθούν να αποφύγουν όσο περισσότερο γίνεται.
Εάν αποκλειστεί το σκέλος των εσόδων, εάν το κράτος παραιτηθεί από την επιβολή φόρων, θα διατηρήσει τη δυνατότητα να πετσοκόψει τις δημόσιες δαπάνες -και συνεπώς, αναγκαστικά, την παραγωγή δημόσιων υπηρεσιών- μειώνοντας τους μισθούς, τις συντάξεις, τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων ή τις δημόσιες προμήθειες. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι προχωράει σε τέτοιου είδους περικοπές. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι έτσι δεν θα εξοικονομήσει τα ποσά που προσδοκά. Για παράδειγμα, στη Γαλλία, η μη αντικατάσταση ενός στους δύο δημοσίους υπαλλήλους που συνταξιοδοτούνται, εξασφαλίζει στα δημόσια ταμεία την εξοικονόμηση ενός ποσού της τάξης των 500 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως, τη στιγμή που η (τεράστια) μείωση του ΦΠΑ στον κλάδο της εστίασης, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της κρίσης, έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια φορολογικών εσόδων 3 δις ευρώ κάθε χρόνο. Επιπλέον, οι απαλλαγές από τις ασφαλιστικές εισφορές που χορήγησε το κράτος στους εργοδότες -και τις οποίες, υποτίθεται, ότι το κράτος θα καταβάλει στα ασφαλιστικά ταμεία για να αντισταθμιστεί η απώλεια των εσόδων τους- ανέρχονται σε 25 δις ευρώ…
Εάν, παράλληλα με τα φορολογικά δώρα προς τον επιχειρηματικό κόσμο, το ύψος των φορολογικών εσόδων παραμείνει στάσιμο εξαιτίας ενός μετριότατου, διόλου ικανοποιητικού ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας, ο οποίος στηρίζεται σε ένα παγκοσμιοποιημένο και βαθύτατα υφεσιογόνο χρηματοπιστωτικό καθεστώς, τότε η υπόθεση της παύσης της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους δεν αποτελεί ένα σενάριο εντελώς αδιανόητο, κι αυτό όχι μονάχα για την Ελλάδα, αλλά και για χώρες όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Πόσω μάλλον που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το στοιχείο που θα βαρύνει δεν είναι η ορθολογική εξέταση της κατάστασης στην οποία βρίσκονται τα οικονομικά καθενός κράτους, αλλά η ιδέα που έχουν σχηματίσει γι’ αυτά οι δανειστές του και οι κερδοσκόποι. Όμως, από τη στιγμή που οι παίκτες των χρηματαγορών αρχίζουν να γοητεύονται από την πιθανότητα επαλήθευσης ενός σεναρίου καταστροφής -κι αν κάτι τους ενθουσιάζει, είναι οι τάσεις που προσφέρονται για στοιχήματα- οι ίδιοι πυροδοτούν μαζικές κινήσεις αγορών ή πωλήσεων, οι οποίες μετατρέπουν την τάση στην οποία είχαν στοιχηματίσει –είτε αυτή είναι ανοδική, είτε πτωτική- σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Από αυτή την άποψη, η αύξηση των επιτοκίων του δημόσιου χρέους ορισμένων χωρών (αυτό που αποκαλείται « ομολογιακό κραχ ») οφείλεται, πράγματι, σε μεγάλο βαθμό, σε μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία της οποίας τα χειροπιαστά αποτελέσματα επιβεβαιώνουν τα αρχικά στοιχήματα.
Όσον αφορά τα κράτη, πάντως, σε κανένα εγχειρίδιο των οικονομικών επιστημών δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια το ανώτατο ανεκτό όριο υπερχρέωσης και αύξησης των επιτοκίων του δημόσιου χρέους, καθώς αυτά τα μεγέθη αυξάνονται με ρυθμό χιονοστιβάδας. Το όριο αυτό εξαρτάται από τα περιθώρια της κοινωνικής και της πολιτικής ανοχής, που επιτρέπουν να καταστρέφονται αδιαμαρτύρητα οι παραγωγικές δυνατότητες του κράτους, προς όφελος της αποπληρωμής των τόκων του χρέους που καταλήγουν στα χέρια ιδιωτικών συμφερόντων. Σύμφωνα με το θεώρημα του Φερνάν Ρεϊνό, [3] πριν ξεχειλίσει το ποτήρι, μπορεί να μεσολαβήσει « ένας κάποιος χρόνος ». Ναι, αλλά πόσος ; Μέχρι πότε ;
Από τη στιγμή που θα ξεπεραστεί το ανώτατο ανεκτό όριο υπερχρέωσης, η στάση πληρωμών δεν είναι πλέον πολύ μακριά. Εκτός από μια επιχείρηση επείγουσας διάσωσης από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο –την οποία, όμως, ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), αναφερόμενος στην περίπτωση της Ελλάδας, χαρακτήρισε « ταπεινωτική »- το μόνο που απομένει είναι η δυνατότητα της χρηματοδότησης μέσα από την παραγωγή χρήματος. Ο αμερικανός μετακεϊνσιανός οικονομολόγος, Τόμας Πάλεϊ, προτείνει η ΕΚΤ να δημιουργήσει ένα σύστημα δικαιωμάτων νομισματικής αναχρηματοδότησης μέρους των δημοσίων χρεών. Τα δικαιώματα δανεισμού από την ΕΚΤ –δηλαδή το χρήμα που θα παραγόταν με αυτήν την ευκαιρία- θα μπορούσαν να χορηγηθούν στις χώρες της ευρωζώνης με βάση ετήσιες ποσοστώσεις, οι οποίες θα διαμορφώνονταν ανάλογα με τη σημαντικότητα κάθε χώρας, αλλά και με τη συγκυρία που επικρατεί σε αυτήν. [4] Με ένα τέτοιο εγχείρημα θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα είδος « αυτόματου σταθεροποιητή ». Δανείζοντας τα κράτη με χαμηλό κόστος, το ίδρυμα το οποίο διευθύνει ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ θα ενεργούσε, στην περίπτωσή τους, με τον ίδιον, ακριβώς, τρόπο που ενήργησε για τη σωτηρία των τραπεζών, το 2008 και το 2009.
Το πρόβλημα της πρότασης -η οποία, ωστόσο, είναι ορθή κι εύστοχη όσον αφορά την ουσία της- είναι ότι το καταστατικό της ΕΚΤ έχει επίτηδες σχεδιαστεί κατά τρόπο ώστε να της απαγορεύει την άμεση αναχρηματοδότηση των κρατών μελών, με στόχο να προληφθεί οποιαδήποτε δημοσιονομική παρεκτροπή που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένδειξη « χαλαρότητας ». Όμως, τόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση, όσο και σε άλλες, είναι προφανές ότι η μέθοδος που επιλέχθηκε στερείται αποτελεσματικότητας…
Υπάρχει, προφανώς, και άλλη εναλλακτική λύση. Χωρίς να σφετεριστούν τον ρόλο του συμβούλου του Μεγάλου Βεζύρη, τον οποίο κατέχει –με τρόπο εξαιρετικά επικερδή για την ίδια- η Goldman Sachs, [5] τα ευρωπαϊκά κράτη θα μπορούσαν να υποχρεώσουν τις τράπεζες που δραστηριοποιούνται στην επικράτειά τους να αναχρηματοδοτήσουν τις χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Στον βαθμό που τίτλοι χρέους φθάνουν στη λήξη τους, οι τράπεζες θα μπορούσαν να εξαναγκαστούν να αγοράσουν τους νέους τίτλους που τους αντικαθιστούν. Οι τράπεζες θα κληθούν να υποκαταστήσουν τους –υπερβολικά παραδόπιστους- « ραντιέρηδες » [6] και να παρέχουν πίστωση στα κράτη με βάση ένα επιτόκιο για το οποίο θα έχει θεσπιστεί ένα ανώτατο επιτρεπόμενο όριο. Με αυτόν τον τρόπο, για να καταφύγουμε και σε μια παροιμία, οι τράπεζες που πήγαιναν για μαλλί θα βγουν κουρεμένες, και μάλιστα αρκετά κοντοκουρεμένες !
Τα νομισματικά και τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα της ευρωζώνης έχουν ήδη στην κατοχή τους ένα ενεργητικό δανείων ενός τρισεκατομμυρίου ευρώ υπό μορφή πιστώσεων που έχουν χορηγήσει σε κρατικές οντότητες (κράτη, περιφέρειες, δημόσιες επιχειρήσεις κ.λπ.), καθώς και 1,5 τρισ. ευρώ υπό μορφή κρατικών τίτλων. Με λίγα λόγια, πρόκειται για ποσά που είναι οκταπλάσια ή δεκαπλάσια του συνολικού δημόσιου χρέους της Ελλάδας. [7] Με αυτόν τον τρόπο, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία παλαιότερα (δηλαδή προτού οι ίδιες οι τράπεζες δημιουργήσουν όλους τους κινδύνους που απειλούν σήμερα την οικονομία και τα κράτη) διψούσαν, κυριολεκτικά, για κρατικούς τίτλους που θεωρούσαν ότι δεν εγκυμονούν κανέναν κίνδυνο, θα λάμβαναν τη δίκαιη πληρωμή για τη συμπεριφορά τους.
Ένας τέτοιος τρόπος δράσης, πέρα από τη διευκόλυνση που εξασφαλίζει, θα μπορούσε να προσφέρει και άλλα πλεονεκτήματα. Για παράδειγμα, να επιτρέψει στην ΕΚΤ να κρατήσει τις αποστάσεις της από το εγχείρημα, δεδομένου ότι δεν θα εμφανίζεται άμεσα ως δανείστρια, ενώ, σε τελική ανάλυση, εν μέρει, αυτό θα είναι. Κι αυτό γιατί οι τράπεζες που θα εξαναγκαστούν να αγοράσουν το ελληνικό χρέος ή άλλο, θα υποχρεωθούν να αναζητήσουν από την ΕΚΤ την αναχρηματοδότηση ενός μέρους του ποσού που διέθεσαν γι’ αυτόν τον σκοπό, δίνοντάς της, σε αντάλλαγμα, τίτλους βαθμολογημένους με υψηλή αξιολόγηση από τους αρμόδιους οίκους. Σε αυτούς τους τίτλους θα μπορούσαν να περιλαμβάνονται και τίτλοι του χρέους κρατών μελών της ευρωζώνης, τους οποίους ήδη διαθέτουν και οι οποίοι γίνονται –κατά τακτά χρονικά διαστήματα- δεκτοί από την ΕΚΤ όταν της ζητείται αναχρηματοδότηση. [8] Συνεπώς, κάτι τέτοιο δεν είναι αδύνατο.
Το δεύτερο πλεονέκτημα της πρότασης είναι ότι θα μπορούσε να καθιερώσει ένα είδος αμοιβαιότητας ανάμεσα στις τράπεζες και στα κράτη. Δεδομένου ότι τα τελευταία επενέβησαν μαζικά για να διασώσουν τις πρώτες, οι τράπεζες έχουν, τώρα, την ευκαιρία να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους, σπεύδοντας, με τη σειρά τους, να βοηθήσουν τα κράτη -βέβαια, παρόμοια κατάληξη φαντάζονται μόνον όσοι αρέσκονται σε ηθικοπλαστικούς μύθους… Τέλος, δεδομένου ότι το όλο εγχείρημα συνεπάγεται έξοδα για τις τράπεζες, η συγκεκριμένη λύση θα σήμαινε ότι οι υπεύθυνοι για την κρίση θα αναγκαστούν να πληρώσουν ένα μέρος από τον « λογαριασμό » της. Γιατί, εάν, όπως συμφωνούν οι οικονομολόγοι, η χρηματοοικονομική κρίση εξηγεί το ήμισυ της βουτιάς των δημοσίων ελλειμμάτων (μέσα από την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και την απώλεια φορολογικών εσόδων που αυτή συνεπάγεται), τότε η καθιέρωση ενός ανώτατου ορίου για τα επιτόκια που εισπράττουν οι τράπεζες θα αποτελούσε μια πολύ μικρή συμβολή του χρηματοοικονομικού τομέα στην αποκατάσταση των ζημιών που ο ίδιος προκάλεσε.
Όμως, σε τελική ανάλυση, ένα τέτοιο μέτρο -το οποίο, λογικά, μπορούμε να κατατάξουμε στην άκρα… κεντροδεξιά της πολιτικής σκηνής- έχει λιγοστές πιθανότητες επιτυχίας, εξαιτίας πλήθους λόγων, που ελάχιστη σχέση έχουν με την οικονομική λογική : μέθοδος που θεωρείται πληθωριστική και συνεπώς ασύμβατη με την επικρατούσα νομισματική ορθοδοξία, αντίδραση των ραντιέρηδων απέναντι στην προοπτική της ίδιας τους της ευθανασίας, αποκλίσεις συμφερόντων ανάμεσα στις χώρες της Βόρειας και της Νότιας Ευρώπης κ.λπ..
Σε αυτήν την περίπτωση, θα μπορούσε να εξεταστεί η έσχατη λύση, δηλαδή, η άρνηση του χρέους. Τα κράτη που βρίσκονται αντιμέτωπα με απόλυτη αδυναμία εξεύρεσης χρηματοδότησης –ακόμα και κάτω από τους πλέον ταπεινωτικούς κι εξοντωτικούς όρους- διαθέτουν ένα τελευταίο καταφύγιο : να αποφασίσουν να απαλλαγούν από ένα μέρος του φορτίου που τα βαρύνει, χωρίς, ωστόσο, να πάψουν να είναι κράτη. Η έκταση της μείωσης του χρέους στην οποία θα προχωρήσουν, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους δανειστές (ποιοί είναι όμως και πού βρίσκονται ;) ή μονόπλευρης απόφασης που θα επιβληθεί στους δανειστές, είτε με τη μορφή μείωσης του ονομαστικού ποσού του τίτλου που έχει φθάσει στη λήξη του, είτε με την αναστολή, για μερικά εξάμηνα, της πληρωμής των οφειλόμενων τόκων, χωρίς καν να υπάρχει η ελπίδα ότι αυτά τα ποσά θα καταβληθούν κάποτε στο μέλλον. Ωστόσο, με μεγάλη μου ευχαρίστηση θα συμβούλευα κάθε ενδιαφερόμενο, ο οποίος, ενδεχομένως, θα οδηγηθεί σε αυτήν την ακραία στάση, να « κάνει χοντρό παιχνίδι » και να αρνηθεί την πληρωμή του συνόλου του χρέους. Γιατί, όποια κι αν είναι η μείωση του ονομαστικού ποσού του χρέους στην οποία θα προχωρήσει μια χώρα, το αποτέλεσμα θα είναι η μόνιμη κατακραυγή και η κακή φήμη -οι πάντες θα τη θεωρούν κακοπληρωτή. Και, δεδομένου ότι αυτήν την παρτίδα δεν την παίζει κανείς εκατό φορές, συμφέρει να αποκομίσει με μία και μόνη κίνηση τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό πλεονεκτημάτων.
Καταργώντας μονομιάς το χρέος του, ένα κράτος που βρίσκεται στα πρόθυρα της ασφυξίας ξαναβρίσκει αυτόματα μια πολύτιμη ανάσα, η οποία αντιστοιχεί στο ετήσιο ποσό των τόκων που καταβάλλει στους δανειστές του. Εάν, μάλιστα, το ποσό που εξοικονομείται δεν είναι μικρότερο από το ύψος του τρέχοντος ελλείμματός του, μπορεί να ξαναρχίσει μια κανονική ζωή. [9] Βέβαια, οι δανειστές θα ζήσουν άσχημες στιγμές. Θα υποχρεωθούν να πληρώσουν εφάπαξ το σύνολο των φόρων που απέφυγαν να καταβάλλουν επί μια ολόκληρη εικοσαετία, δεδομένου ότι προτιμούσαν κυβερνήσεις που χρεώνονται καταφεύγοντας σε αυτούς, αντί για κυβερνήσεις που θα τους φορολογούσαν.
Notes
[1] Το 2003, στη Γαλλία, το 20% των πλουσιότερων νοικοκυριών αποταμίευε το ένα τρίτο των εισοδημάτων του, τη στιγμή που τα υπόλοιπα νοικοκυριά αποταμίευαν λιγότερο από το 10% του εισοδήματός τους. Πηγή : « Comptes Nationaux » (Εθνικοί Λογαριασμοί), Institut national de la statistique et des études économiques (INSEE), Παρίσι, 2009, www.insee.fr.
[2] (ΣτΜ) Μορφή πολιτεύματος στην αρχαία Ελλάδα, κατά το οποίο η συμμετοχή των πολιτών στη διακυβέρνηση του κράτους ήταν ανάλογη με την περιουσιακή τους κατάσταση.
[3] (ΣτΜ) Διάσημος γάλλος κωμικός (1926-1973).
[4] « Euroland is being crucified upon its own cross of gold », Financial Times Economists’ Forum, http://blogs.ft.com/economistsforum.
[5] Λέχθηκε ότι η επιχειρηματική τράπεζα έπαιζε σε τρία ταμπλό : Βοηθώντας το ελληνικό κράτος να παρουσιάσει με τον κατάλληλο τρόπο το χρέος του, έτσι ώστε να ικανοποιούνται οι ευρωπαϊκές αξιώσεις, παρέχοντας συμβουλές στην Αθήνα για να διερευνήσει τρόπους για τη χρηματοδότηση του χρέους της (για παράδειγμα, τη δυνατότητα προσφυγής στους Κινέζους -έναν καλό τρόπο για να αποκαλυφθεί ότι βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση), ποντάροντας ταυτόχρονα στις ανοδικές τάσεις του κόστους των συμβολαίων αντιστάθμισης του κινδύνου της στάσης πληρωμών (CDS) για το ελληνικό χρέος. Μονά κερδίζω, ζυγά χάνεις !
[6] (ΣτΜ) Εισοδηματίες που κερδίζουν από επενδύσεις σε μετοχές, ομόλογα, νομίσματα.
[7] ECB Monthly Bulletin, Ευρωπαϊκή Κεντρική τράπεζα, Φρανκφούρτη, Ιανουάριος 2010.
[8] Τον Δεκέμβριο του 2009, η ΕΚΤ είχε στην κατοχή της δημόσιους τίτλους ύψους 333 δις. ευρώ. ECB Monthly Bulletin, Ιανουάριος 2010.
[9] Σύμφωνα με μελέτη που αναφέρεται από το CFO-news της 12ης Φεβρουαρίου 2010 (www.cfo-news.com), εάν τα επιτόκια του ελληνικού χρέους έφθαναν το 8% και το χρέος αυξανόταν σε ποσοστό το οποίο να αντιστοιχεί στο 140% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), η εξυπηρέτηση του χρέους της χώρας θα κατέληγε να αντιστοιχεί στο 9% του ΑΕΠ… Το ποσοστό θα ήταν, δηλαδή, πολύ υψηλότερο από την έκταση του ετήσιου ελλείμματος, το οποίο μπορεί να ελπίζει ότι θα έχει η Ελλάδα όταν ξεπεράσει τον σκόπελο της οικονομικής ύφεσης. Ποιό κράτος θα μπορούσε να παραιτηθεί από τη δυνατότητα να έχει δημοσιονομικά οφέλη της τάξης του 9% του ΑΕΠ του και, παράλληλα, να ξαναγίνει μέσα σε χρόνο μηδέν ένα υπόδειγμα δημοσιονομικής αρετής ; Απάντηση : Μονάχα ένα νεοφιλελεύθερο κράτος.

Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Laurent Cordonnier-εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Le Monde diplomatique, 07-03-2010

Πόση μεταρρύθμιση αντέχει η Αμερική ;



Ο πολιτικός αγώνας ενίοτε ευνοεί ιδιαίτερα την προσωποποιημένη αντιπολίτευση ή την εμμονική απόρριψη. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι ανάγκες για κατά μέτωπο αντιπαράθεση γεννούν ετερόκλητες συμμαχίες που εκκινούνται μόνο και μόνο από την επιθυμία να καταστρέψουν τον κοινό στόχο. Μόλις ρίξουν τον εχθρό, αρχίζουν τα προβλήματα. Και μαζί τους έρχεται και το ερώτημα : « Και τώρα, τι κάνουμε ; » Η ανάγκη του νικητή για πολιτικές επιλογές επιβάλλει την άρση των αοριστιών που κρατούσαν σε συνοχή το παλιό καρτέλ των αντιπολιτευόμενων. Η απογοήτευση κυριαρχεί. Προτού περάσει πολύς καιρός, ο μισητός αντίπαλος επανέρχεται στην εξουσία, χωρίς, ωστόσο, η παραμονή του στην αντιπολίτευση να τον έχει κάνει περισσότερο συμπαθή.

Ένα τέτοιο σχήμα εφαρμόστηκε ήδη στην Ιταλία του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος, αφού ηττήθηκε το 1995, από μια άχρωμη και δίχως πρόγραμμα κεντροαριστερά, έξι χρόνια αργότερα βγήκε και πάλι θριαμβευτής από την κάλπη. Σε καιρούς σαν αυτούς, οι ευκαιριακές συμμαχίες πολλαπλασιάζονται και στη Γαλλία του Νικολά Σαρκοζί, τόσο ανάμεσα σε κόμματα (οικολόγους, κεντρώους, σοσιαλιστές), όσο και ανάμεσα σε προσωπικότητες - ο Ντομινίκ ντε Βιλπέν ανταποκρίνεται στο αντικυβερνητικό κάλεσμα του Ολιβιέ Μπεζανσνό, με τον οποίο τον χωρίζουν σχεδόν τα πάντα. Ο στόχος είναι ένας και μοναδικός, ο αρχηγός του κράτους. Ωραία. Κι ύστερα ;
Το τρίπτυχο « ευκαιριακή συμμαχία, ασαφής πολιτική πρόταση, προγραμματισμένη απογοήτευση », παραπέμπει επίσης στη σύγχρονη αμερικανική πραγματικότητα. Πριν από έναν χρόνο, η ήττα των Ρεπουμπλικάνων και το τέλος της προεδρίας του Τζορτζ Μπους επέφεραν μια πρόσκαιρη ευφορία. Όσο κι αν ένα μέρος του εκλογικού σώματος, που η μοίρα του δεν έχει βελτιωθεί, εξακολουθεί να πιστεύει στον Ομπάμα, ο ενθουσιασμός φαίνεται να ξεφουσκώνει.
Η εντατικοποίηση του πολέμου στο Αφγανιστάν απογοητεύει τους ειρηνιστές, η μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας βρίσκεται πέραν των λογικών προσδοκιών, ενώ το ίδιο ισχύει και με την περιβαλλοντική πολιτική. Η λογική του « λιγότερο από καλά, αλλά καλύτερα από το τίποτα » είναι διαδεδομένη και καλλιεργεί ένα κλίμα ηττοπάθειας.
Το πολιτικό πάθος αλλάζει ξανά στρατόπεδο. Μια τέτοια αδιάκοπη τελμάτωση ενισχύει το βάρος των λόμπι και, την ίδια στιγμή, μας υποχρεώνει να αναρωτηθούμε σχετικά με την πραγματική δύναμη του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Ομπάμα δεν είναι Μπους, αυτό εξυπακούεται. Ούτε ο Ρομάνο Πρόντι ήταν Μπερλουσκόνι. Αυτό, όμως, δεν αρκεί για να μάθουμε προς τα πού βαδίζει ο Ομπάμα και για να μας προκαλέσει την επιθυμία να τον ακολουθήσουμε. Διότι, η χώρα υποφέρει. Ο δείκτης ανεργίας έχει εκτοξευθεί στα ύψη, ενώ οι τράπεζες κατάσχουν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα.
Ο πρόεδρος δεν χάνει ευκαιρία να μιλάει, να εξηγεί, να προσπαθεί να πείσει, οι ομιλίες του διαδέχονται η μία την άλλη και συχνά είναι πειστικές. Αλλά, τι μένει ; Καταδικάζει στο Κάιρο τους ισραηλινούς εποικισμούς. Νέοι οικισμοί ξεφυτρώνουν κι αυτός καταθέτει τα όπλα. Υπόσχεται μια φιλόδοξη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας. Τα μέλη της Βουλής παρουσιάζουν μια γλυκανάλατη εκδοχή της κι αυτός εμφανίζεται ικανοποιημένος.
Μια μέρα, ανακοινώνει στους νεοσύλλεκτους του West Point ότι θα στείλει και άλλες δυνάμεις στο Αφγανιστάν. Λίγο μετά, παραλαμβάνει το Νόμπελ Ειρήνης. Αυτή η άσκηση θα μπορούσε να οδηγήσει στη σχιζοφρένεια. Ωστόσο, η κακοφωνία των καταστάσεων βρίσκει τη φαινομενική θεραπεία της σε μια νέα θάλασσα από λέξεις που εξισορροπούν κάθε ανακοίνωση με την υπόνοια περί του αντιθέτου. Στο τέλος, επικρατεί πάντα η επωδός « οι προοδευτικοί φίλοι μου απαιτούν το ένα, οι ρεπουμπλικάνοι φίλοι μου το άλλο. Οι μεν ζητούν πάρα πολλά, οι δε κάνουν ελάχιστες παραχωρήσεις. Εγώ επιλέγω τη μέση οδό ».
Το παράδειγμα του Νίξον
Ο Ομπάμα, λοιπόν, ζήτησε από τους νεοσύλλεκτους του West Point να « επιδείξουν εγκράτεια στη χρήση της ένοπλης βίας ». Κάλεσε τα μέλη της επιτροπής στο Οσλο να μετρήσουν « την ανάγκη για βία εξαιτίας της ανθρώπινης αδυναμίας και των ορίων της λογικής ». Τους υπενθύμισε, επίσης, το παράδειγμα του Νίξον, ο οποίος, παρά « τις φρικαλεότητες της Πολιτιστικής Επανάστασης », δέχτηκε να συναντήσει τον Μάο στο Πεκίνο, το 1972. Καθώς, μάλιστα, ο ρεπουμπλικάνος πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ κοπτόταν για τα ανθρώπινα δικαιώματα, εκείνη η συνάντηση του κόστισε... Λίγο μετά, όμως, παρηγορήθηκε διατάζοντας τον βομβαρδισμό μεγάλων πόλεων του Βιετνάμ και υποκινώντας το πραξικόπημα του Αουγούστο Πινοτσέτ στη Χιλή... Για όλα αυτά, πάντως, ο Ομπάμα δεν είπε τίποτα στην επιτροπή του Όσλο. Ως άψογος « κεντρώος », προτίμησε να αποτίσει φόρο τιμής ταυτόχρονα στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και στον Ρόναλντ Ρέιγκαν.
Κι όμως, όλα είχαν ξεκινήσει ευνοϊκά. Τον Νοέμβριο του 2008, περίπου οι δύο στους τρεις Αμερικανούς σε ηλικία ψήφου (και το 89,7% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων) προσέρχονται για να ψηφίσουν στις προεδρικές εκλογές. Φέρνουν στον Λευκό Οίκο έναν υποψήφιο έξω από τα καθιερωμένα, που η προσωπική του διαδρομή και μόνο υπόσχεται πολλά για το μέγεθος της επερχόμενης αλλαγής : « Δεν έχω το συνηθισμένο γενεαλογικό δέντρο, ούτε έχω χτίσει την καριέρα μου στους διαδρόμους της Ουάσιγκτον ». Για αυτόν, ακριβώς, το λόγο μπόρεσε να κινητοποιήσει τους νέους, τους μαύρους, τους ισπανόφωνους, καθώς κι ένα απρόσμενο μέρος (43%) του λευκού εκλογικού σώματος.
Έχοντας συγκεντρώσει μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων από εκείνο που κέρδισε ο Ρέιγκαν όταν εξελέγη, το 1980 (52,9% έναντι 50,7%), ο Ομπάμα μπορεί να κάνει άνετα λόγο για « λαϊκή εντολή ». Εξάλλου, κανένας δεν του το αμφισβητεί. Οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν ηττηθεί κατά κράτος. Η νεοφιλελεύθερη φιλοσοφία τους, όπως την απέδωσε συνοπτικά και με παιδαγωγικό ύφος ο νέος πρόεδρος -« δίνεις κι άλλα σε αυτούς που έχουν τα πιο πολλά και περιμένεις ότι θα ευημερούν εις βάρος όλων »- έχει ευτελιστεί. Οι Δημοκρατικοί, παράλληλα, διαθέτουν ευρεία πλειοψηφία και στα δύο σώματα του Κογκρέσου.
Τρεις μήνες πριν από την εκλογή του, ο Μπαράκ Ομπάμα είχε απευθύνει την ακόλουθη προειδοποίηση : « Το μεγαλύτερο ρίσκο που μπορούμε να πάρουμε είναι να ανατρέξουμε στις ίδιες πολιτικές μεθόδους με τους ίδιους παίκτες και να αναμένουμε διαφορετικό αποτέλεσμα. Σε στιγμές όπως αυτή, η Ιστορία μάς διδάσκει ότι η αλλαγή δεν εκπορεύεται από την Ουάσινγκτον. Καταλήγει στην Ουάσιγκτον, επειδή ο αμερικανικός λαός είναι αυτός που ξεσηκώνεται και την απαιτεί ». Επομένως, η αγωνιστικότητα της βάσης θα καταφέρει να αποσείσει τον συντηρητισμό της πρωτεύουσας, όπου κατοικοεδρεύουν επίσημα όλα τα λόμπι της χώρας. Ένα χρόνο αργότερα, κι ενώ δεν παρατηρείται ίχνος κάποιου λαϊκού κινήματος, δεν προλαβαίνει πια κανείς να μετρά τους νόμους τους οποίους έχουν μπλοκάρει, λειάνει ή ακρωτηριάσει « οι ίδιες πολιτικές τεχνικές και οι ίδιοι παίκτες ».
Σε ό,τι αφορά την προσωπική πορεία του καθενός, η σταδιοδρομία του σημερινού προέδρου έρχεται σε ασυμφωνία με εκείνες των προκατόχων του. Κατ’ αρχάς, για τον εμφανή λόγο που όλοι γνωρίζουμε, αλλά και γιατί δεν είναι συνηθισμένο ο ένοικος του Λευκού Οίκου, στα νιάτα του, να θυσιάζει τη δυνατότητα να κερδίσει τεράστια χρηματικά ποσά ασκώντας το επάγγελμα του δικηγόρου στη Νέα Υόρκη, λόγω της επιθυμίας του να βοηθήσει τους κατοίκους στις φτωχογειτονιές του Σικάγου. Παρ’ όλα αυτά, όταν εξετάζουμε τις επιλογές του Ομπάμα για τα μέλη του επιτελείου του, η καινοτομία φαίνεται αμέσως λιγότερο ανατρεπτική. Απέναντι σε μια υπουργό Εργασίας που πρόσκειται στα συνδικάτα, τη Χίλντα Σολίς, η οποία υπόσχεται ρήξη με τις προγενέστερες πολιτικές, βρίσκουμε μια υπουργό Εξωτερικών, τη Χίλαρι Κλίντον, ο διπλωματικός προσανατολισμός της οποίας ξεκόβει ελάχιστα από το παρελθόν, αλλά και έναν υπουργό Αμυνας, τον Ρόμπερτ Γκέιτς, άμεσο κληροδότημα της κυβέρνησης Μπους.
Ή, ακόμα, έναν υπουργό Οικονομικών, τον Τίμοθι Γκάιτνερ, ο οποίος διατηρεί υπερβολικά στενούς δεσμούς με τη Γουόλ Στριτ για να μπορεί (ή να θέλει) να τη μεταρρυθμίσει, και έναν οικονομικό σύμβουλο, τον Λόρενς Σάμερς, αρχιτέκτονα της οικονομικής πολιτικής απορρύθμισης που οδήγησε τη χώρα στα πρόθυρα αποπληξίας. Όσο για τον « πλουραλισμό » της ομάδας, δεν είναι κοινωνιολογικά αντιπροσωπευτικός. Είκοσι δύο από τα πρώτα τριάντα πέντε άτομα που διόρισε ο Ομπάμα, είναι πτυχιούχοι κάποιου επίλεκτου αμερικανικού πανεπιστημίου ή αριστοκρατικού βρετανικού κολεγίου.
Από τις αρχές του 20ού αιώνα, οι Δημοκρατικοί έχουν υποκύψει, σε μεγάλο βαθμό, στην τεχνοκρατική ψευδαίσθηση της ικανότητας, του πραγματισμού, της κυβέρνησης των καλύτερων (« the best and the brightest »), των εξαίρετων και των ειδημόνων, οι οποίοι πρέπει να επιβάλλουν τη θέλησή τους σε έναν πολιτικό κόσμο που θεωρείται μονίμως ύποπτος για δημαγωγία. Μια τέτοια φιλοσοφία, με την οποία συμπλέει και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, πράγμα παράδοξο με δεδομένη την πορεία του -μήπως, άραγε, για να μην τον περάσουν για αφροαμερικανό αγωνιστή ;- βλέπει τις μαζικές κινητοποιήσεις, τον « λαϊκισμό », με καχυποψία.
Εκ προοιμίου, επομένως, ήλπιζε ότι το πιο λογικό κομμάτι των Ρεπουμπλικάνων θα συμφωνούσε μαζί του για να βγάλουν από κοινού τη χώρα από το τέλμα. Και τους άπλωσε το χέρι. Μάταια. Πρόσφατα σχολίασε αυτήν την ψυχρολουσία ως εξής : « Χρειάστηκε να πάρουμε μια σειρά δύσκολων αποφάσεων χωρίς να λάβουμε βοήθεια από το κόμμα της αντιπολίτευσης, το οποίο, δυστυχώς, αφού πρωτοστάτησε στις πολιτικές που οδήγησαν στην κρίση, αποφάσισε να τη φορτώσει σε άλλους ».
Παράξενη διατύπωση, αποκαλυπτική, ωστόσο : έρχεται σε αντίθεση με την εκλογική αναμέτρηση του 2008, κατά την οποία οι Ρεπουμπλικάνοι δεν « αποφάσισαν » να παραχωρήσουν τα ηνία της χώρας σε άλλους. Τους έδιωξαν από την εξουσία οι ψηφοφόροι. Αυτό δεν μπορούν να το ανεχθούν. Εξ ου και η δριμεία αντίδρασή τους.
Αναφορά στον Τρούμαν
Τον Ιούνιο του 1951, ένας Δημοκρατικός, ο Χάρι Τρούμαν, είχε εγκατασταθεί στον Λευκό Οίκο. Χωρίς να χρονοτριβήσει, αφιερώνεται στον αγώνα κατά του κομμουνισμού και της Σοβιετικής Ένωσης, στην άμυνα της αμερικανικής αυτοκρατορίας και στα κέρδη της General Electric. Παρ’ όλα αυτά, στα μάτια μιας σημαντικής μερίδας των ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων, ό,τι κι αν κάνει, παραμένει προδότης.
Ο γερουσιαστής Τζόζεφ Μακάρθι ξεσπά : « Δεν θα καταλάβουμε τη σημερινή κατάσταση αν δεν κατανοήσουμε ότι άτομα που βρίσκονται στα υψηλότερα κλιμάκια του κράτους συνεργούν για να μας οδηγήσουν στον όλεθρο. Πρόκειται για μια συνωμοσία τόσο βαθιά, που επισκιάζει ό,τι άλλο έχει προηγηθεί στην Ιστορία. Μια συνωμοσία τόσο αισχρή, που όταν ξεσκεπάσουμε τον υπαίτιό της θα αξίζει να τον καταριούνται για πάντα όλοι οι έντιμοι άνθρωποι ». Επί τέσσερα χρόνια, ο γερουσιαστής του Ουισκόνσιν τρομοκρατεί κάθε προοδευτικό στοιχείο που υπάρχει στη χώρα : καλλιτέχνες, συνδικαλιστές, αλλά και βασικούς κρατικούς παράγοντες, ανάμεσά τους και στρατιωτικούς.
Δεν έχουμε φτάσει ακόμα εκεί. Εντούτοις, η ατμόσφαιρα μολύνεται και πάλι από την παράνοια των φανατικών δεξιών που πυροδοτείται από τα ραδιοφωνικά τοκ-σόου, τη διαρκή « ενημέρωση » του Fox News, τα εντιτόριαλ της « Wall Street Journal », τις φονταμενταλιστικές Εκκλησίες, τις εξωφρενικές φήμες που ξεβράζει το Ιντερνετ. Αυτή η χάβρα κυριεύει το μυαλό και απαγορεύει να σκεφτείς άλλο πράγμα. Έτσι, εκατομμύρια Αμερικανοί παθιασμένοι με την πολιτική, είναι πεπεισμένοι ότι ο πρόεδρός τους είπε ψέματα για τα προσωπικά του στοιχεία, ότι γεννήθηκε στο εξωτερικό κι επομένως δεν είχε το δικαίωμα να εκλεγεί. Παίρνουν όρκο ότι η νίκη του, παρόλο που επετεύχθη με 8.500.000 ψήφους διαφορά, είναι προϊόν νοθείας, μιας « συνωμοσίας τόσο βαθιάς... ».
Η ιδέα ότι έχουν για ηγέτη έναν άνθρωπο που έζησε δύο χρόνια στην Ινδονησία, σε μουσουλμανικό σχολείο, έναν πρώην ακτιβιστή της αριστεράς, κοσμοπολίτη και διανοούμενο, τους φαίνεται αποκρουστική. Πιστεύουν ακράδαντα ότι η μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας θα αποτελέσει το πρελούδιο για τη δημιουργία « δικαστηρίων θανάτου », τα οποία θα αποφαίνονται ποιοι ασθενείς έχουν δικαίωμα στη θεραπεία. Τα οργισμένα αυτά τάγματα συνιστούν τον σκληρό πυρήνα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Διατηρούν δέσμιους τους εκλεγμένους εκπροσώπους τους, με τους οποίους ο καλός κεντρώος Ομπάμα υπολόγιζε να διαπραγματευθεί την πολιτική ανάκαμψης, τη μεταρρύθμιση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, τη ρύθμιση της οικονομίας.
Το πόσο φρούδη υπήρξε αυτή η ελπίδα, φάνηκε πολύ σύντομα. Λιγότερο από έναν μήνα μετά την είσοδο του νέου προέδρου στον Λευκό Οίκο, το πρόγραμμά του για αύξηση των δημοσίων δαπανών δεν κέρδισε την υποστήριξη κανενός από τους 170 Ρεπουμπλικάνους στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Τον Νοέμβριο, κατά τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας, μόνο ένας βουλευτής της αντιπολίτευσης συντάχθηκε με την πλειοψηφία των Δημοκρατικών. Τέλος, τον Δεκέμβριο, η νομοθεσία που στόχευε στην προστασία των καταναλωτών από τις καταχρηστικές μεθόδους των πιστωτικών οργανισμών, υιοθετήθηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και αυτή χωρίς ούτε μία ψήφο από το ρεπουμπλικανικό στρατόπεδο. Κάθε φορά, πάντως, τα κείμενα που υποβάλλονται σε ψηφοφορία έχουν τροποποιηθεί με την ελπίδα ότι ο πρόεδρος θα μπορέσει να τα εμφανίσει ως « υπερκομματικά »...
Σε ό,τι αφορά τα οικονομικά, κανένας δεν ξέρει ακόμα με τι θα μοιάζει ο νόμος στον οποίο θα βάλει την υπογραφή του ο Ομπάμα. Αρκεί, πράγματι, να μπλοκάρουν την ψηφοφορία σαράντα από τους εκατό γερουσιαστές, για να παραταθούν οι συζητήσεις επ’ αόριστον. Καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι είναι πλέον σαράντα ένας, καθένας από αυτούς, αλλά και κάθε αποστάτης από το δημοκρατικό στρατόπεδο θα μπορεί να παζαρέψει την υποστήριξή του με υψηλό αντίτιμο. Μεταξύ αυτών, ο Τζόζεφ Λίμπερμαν, ο οποίος είχε ήδη απευθύνει κάλεσμα στους ψηφοφόρους υπέρ του Τζον Μακέιν, το 2008, κατόρθωσε, με αυτόν τον τρόπο, να παρεμποδίσει τη θέσπιση μιας « δημόσιας εναλλακτικής λύσης » (public option) για τους Αμερικανούς που δεν έχουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες είναι ανάμεσα στους βασικούς χρηματοδότες του γερουσιαστή Λίμπερμαν...
Στις 28 Σεπτεμβρίου του 2008, τη στιγμή που το σχέδιο σωτηρίας το οποίο είχε αποδεχθεί ο υποψήφιος Ομπάμα, θα παραχωρούσε στις τράπεζες έκτακτη βοήθεια ύψους 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ένας βουλευτής της αριστεράς, ο Ντένις Κουσίνιτς, επέπληξε τους συναδέλφους του : « Είμαστε το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών ή το διοικητικό συμβούλιο της Goldman Sachs ; » Η ερώτηση παραμένει αρκετά επίκαιρη, αφού πρόσφατα ο πρόεδρος έκρινε σκόπιμο να διευκρινίσει : « Εγώ δεν έκανα καμπάνια για να βοηθήσω τα μεγάλα κεφάλια της Γουόλ Στριτ ».
Το 2008, ωστόσο, η Goldman Sachs, η Citigroup, η JPMorgan, η UBS και η Morgan Stanley φιγουράριζαν στη λίστα με τους είκοσι βασικούς χρηματοδότες της καμπάνιας του. Την κατάσταση συνοψίζει μια φράση του δημοσιογράφου Ουίλιαμ Γκρέιντερ : « Οι Δημοκρατικοί βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα δίλημμα : είναι δυνατόν να υπηρετήσουν το δημόσιο συμφέρον χωρίς να δυσαρεστήσουν τους τραπεζίτες που χρηματοδοτούν τις εκστρατείες τους » ;
Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδέχονται, άραγε, μεταρρύθμισης ; Κάποιοι ισχυρίζονται ότι το σύστημά τους χαρακτηρίζεται από την « ισορροπία των εξουσιών ». Στην πραγματικότητα, αποτελείται από πολλαπλές βαθμίδες ιεραρχίας, στις οποίες βασιλεύει η εξουσία του δολαρίου. Το 2008, εκατομμύρια νέοι ξεχύθηκαν στην πολιτική αρένα θεωρώντας ότι, με αυτόν τον πρόεδρο, τίποτα πια δεν θα είναι όπως πριν.
Υψηλές προσδοκίες
Να, όμως, που και αυτός συμπεριφέρεται σαν έμπορος : αγοράζει μία ψήφο που του λείπει, φλερτάρει έναν βουλευτή τον οποίο περιφρονεί. Θα μπορούσε να κάνει αλλιώς ; Η προσωπικότητα ενός ανθρώπου δεν έχει ποτέ ιδιαίτερα μεγάλη σημασία όταν έρχεται αντιμέτωπη με την τυραννία των δομών, πόσω μάλλον όταν η αντιπολίτευση αποδεικνύεται υστερική και το « λαϊκό κίνημα » περιορίζεται σε κατακερματισμένα συνδικάτα, μαύρους ακτιβιστές που επιλέγονται από την κυβέρνηση και αφελείς μπλόγκερ, οι οποίοι πιστεύουν ότι το αγωνιστικό πνεύμα φουντώνει πίσω από ένα πληκτρολόγιο. Διότι, στις ΗΠΑ, μια προοδευτική παρέκκλιση από την πορεία των πραγμάτων απαιτεί μια σχεδόν τέλεια ευθυγράμμιση των πλανητών. Αντιθέτως, ο Ρέιγκαν, για να μειώσει τους φόρους των πλουσίων, δεν χρειάστηκε καν την πλειοψηφία των Ρεπουμπλικάνων βουλευτών...
Η προϊστορία του Ομπάμα προξένησε μια παρεξήγηση. Αφενός, γιατί συγκέντρωσε στο πρόσωπό του όλα τα βέλη και όλες τις προσδοκίες. Αφετέρου, γιατί ο συγκεκριμένος πρόεδρος των ΗΠΑ έχει πάψει από καιρό να θυμίζει τον ριζοσπάστη έφηβο που περιγράφει στα απομνημονεύματά του. Εκείνον που συμμετείχε σε συνεδριάσεις των σοσιαλιστών και δούλευε στο Χάρλεμ για έναν σύλλογο προσκείμενο στον Ραλφ Νέιντερ.
Δεν έχει πια καμία σχέση ούτε με τον αφροαμερικανό ακτιβιστή που, « για να μην τον περάσουν για προδότη, επέλεγε προσεκτικά τους φίλους του. Τους πιο μαχητικούς μαύρους φοιτητές. Τους ξένους φοιτητές. Τους Τσικάνος . Τους μαρξιστές καθηγητές, τις στρουκτουραλίστριες φεμινίστριες και τους ποιητές της πανκ ροκ. Καπνίζαμε τσιγάρα και φορούσαμε δερμάτινα μπουφάν. Τις νύχτες, στους κοιτώνες, συζητούσαμε για τη νεοαποικιοκρατία, τον Φραντς Φανόν, τον ευρωπαϊκό εθνοκεντρισμό και την πατριαρχία ».
Για τους Ρεπουμπλικάνους, το παρελθόν αυτό αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος είναι επικίνδυνος, ξένος προς την ατομικιστική κουλτούρα της χώρας, μαλθακός απέναντι στους « εχθρούς της ελευθερίας » και πρόθυμος, για αρχή, να « κάνει σοσιαλιστικό το αμερικανικό σύστημα υγείας ». Μια μερίδα μαχητικών Δημοκρατικών, από την πλευρά τους, ελπίζουν ότι ο πρόεδρός τους, ο οποίος μέχρι στιγμής τους απογοητεύει, δεν θα διστάσει, μόλις μπορέσει, να δρομολογήσει μια πιο προοδευτική πολιτική, και ότι αυτή, ακριβώς, είναι η επιθυμία του.
Η αγωνία των μεν ενδυναμώνει την ελπίδα των δε. Πάντως, για να παραφράσουμε τη ρήση του δημοσιογράφου Αλεξάντερ Κόκμπερν, η αριστερά που εξετάζει ενδελεχώς τις ανθυπολεπτομέρειες των κειμένων που υποβάλλονται στο Κογκρέσο προκειμένου να εντοπίσει έστω και κάποια ψήγματα νίκης, ξέρει ότι ο χρόνος είναι μετρημένος : οι βουλευτικές εκλογές, τον ερχόμενο Νοέμβριο, κινδυνεύουν να διεξαχθούν σε ένα νοσηρό οικονομικό κλίμα. Κατά πάσα πιθανότητα, επομένως, θα αραιώσουν τις τάξεις των εκλεγμένων εκπροσώπων των Δημοκρατικών.
Εν κατακλείδι, γίνεται υπερβολικά πολύς λόγος για τον Ομπάμα. Ο άνθρωπος έχει λάβει τα χαρακτηριστικά ενός δημιουργού ικανού να δαμάζει τις κοινωνικές δυνάμεις, τους θεσμούς και τα συμφέροντα. Αυτή η ανώριμη προσωποποίηση της εξουσίας χαρακτηρίζει επίσης τη Γαλλία και την Ιταλία, μόνο που εκεί ο διάβολος έχει φωλιάσει στην άλλη πλευρά. Αρκεί να πέσει, και η χώρα θα σωθεί...
Πριν από μισόν αιώνα, περίπου, ο αμερικανός ιστορικός Ρίτσαρντ Χοφστάντερ εκλαΐκευσε την έκφραση « παρανοϊκό στιλ » για να αποδώσει αυτού του είδους την πολιτική τάση. Εκείνη την εποχή, είχε στο νου του κυρίως τη μακαρθική δεξιά και τα άμεσα υποκατάστατά της, παράλληλα, όμως, ισχυριζόταν ότι ο ιδεότυπός της θα έβρισκε, με την πάροδο των ετών, πολλές άλλες εφαρμογές.
Εδώ βρισκόμαστε τώρα. Η έξαρση του ατομικισμού, η απάθεια της διανόησης, οι υστερικές ακρότητες του δημόσιου λόγου, ο νοσηρός ρόλος των μέσων ενημέρωσης, καθώς και η παρακμή του μαρξισμού, έχουν γενικεύσει την ψευδαίσθηση, σύμφωνα με την οποία, όπως εξηγούσε ο Χοφστάντερ το 1963, « ο εχθρός, σε αντίθεση με όλους εμάς, δεν υποτάσσεται στον μεγάλο μηχανισμό της Ιστορίας, δεν γίνεται θύμα του παρελθόντος του, των επιθυμιών του, των ορίων του. Είναι ένας παράγοντας ελεύθερος, δραστήριος, διαβολικός. (...) Κατασκευάζει κρίσεις, εξαπολύει τραπεζικές χρεοκοπίες, προκαλεί οικονομικό μαρασμό, απεργάζεται καταστροφές, ευφραίνεται με αυτές και, εν συνεχεία, επωφελείται από τη δυστυχία που έχει προκαλέσει ».
Ένας άκρως συντηρητικός ραδιοφωνικός παραγωγός, ο Ρας Λίμπο, λέει με θυμό ότι ορισμένοι οπαδοί του Ομπάμα τον περνούν για τον Μεσσία. Δεν έχει άδικο. Τότε, όμως, γιατί ο ίδιος επιμένει να καταγγέλλει καθημερινά τον Αντίχριστο ;
Τελικά, ίσως αυτό που μας θύμισε το « θαύμα » των εκλογών, τον Νοέμβριο του 2008, να είναι ότι δεν γίνονται θαύματα. Και ότι η πορεία των ΗΠΑ δεν συνδέεται ούτε με την προσωπικότητα ενός ανθρώπου ούτε με τη βούληση ενός προέδρου.

Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Serge Halimi-εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Le Monde diplomatique, 07-02-2010

Καταγράφοντας τις κινήσεις των ηλικιωμένων


Οι πτώσεις είναι τόσο επικύνδυνες για τους ηλικιωμένους και τόσο ζημιογόνες για την κοινωνία που εαν ήταν ασθένεια θα τη θεωρούσαμε επιδημία. Περισσότεροι από ένας στους τρείς ανθρώπους ηλικίας άνω των 65 πέφτουν κάθε χρόνο Περίπου η μία στις δέκα πτώσεις προκαλεί σοβαρούς τραυματισμούς όπως σπασίματα των γοφών. Περιπου το 20% των ηλικιωμένων που σπάνε το γοφό τους πεθαίνουν μέσα στον επόμενο χρόνο.
Το οικονομικό κόστος των πτώσεων αυτών εκτιμάται γύρω στα 75 δις. δολάρια το χρόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, εάν συνεκτιμηθούν τα έξοδα για την περίθαλψη στο σπίτι μετά τη νοσηλεία.
Εδώ και χρόνια, μια μικρή ομάδα ειδικών στη γηριατρική μελετά τις πτώσεις και έχει προτείνει διάφορα πρωτοποριακά προγράμματα πρόληψης. Η περισσότερη δουλειά τους βασίζεται σε στοιχεία από επισκέψεις σε γιατρούς και εθελοντικές δημοσκοπήσεις.
Όμως τώρα, οι ερευνητές έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούν ασύρματους αισθητήρες χαμηλού κόστους σε χαλιά, ρούχα και δωμάτια για να παρακολουθούν το περπάτημα και τις μετακινήσεις των ηλικιωμένων. Η συνεχής καταγραφή και η μεγαλύτερη ακρίβεια των μετρήσεων που γίνεται εφικτή μέσω απλών ηλεκτρονικών συσκευών, λένε οι ερευνητές υπόσχονται να αποκαλύψουν νέες πτυχές των κινδύνων και να βοηθήσουν στη δημιουργία προληπτικών μέτρων.
Για έναν ηλικιωμένο, μια πτώση είναι συνήθως αποτέλεσμα κάποιου άλλου προβλήματος υγείας: της καρδιακής ανεπάρκειας, των αλλαγών στη χορήγηση φαρμάκων, της αρχής της άνοιας και της σταδιακής ατροφίας των μυών του σώματος. Η κινησιολογική ανάλυση με τη βοηθεια αισθητήρων και ηλεκτρονικών υπολογιστών, σύμφωνα με τους αναλυτές μπορεί να γίνει ένας νέος τρόπος μέτρησης της κατάστασης της υγείας, όπως το μέτρημα της πίεσης.
«Τουλάχιστον τα τελευταία 100 χρόνια, η εξάσκηση της ιατρικής και η έρευνα βασίζονται σε ραντεβού, εξετάσεις και ερωτηματολόγια-δηλαδή μόνο στιγμές από τη ζωή ενός ανθρώπου» δηλώνει ο δρ Τζέφρι Κάγε, καθηγητής νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ορεγκον. «Ομως τώρα η τεχνολογία μας δίνει τη δυνατότητα να συλλέγουμε συνεχώς στοιχεία της συμπεριφοράς του ασθενούς και έτσι να έχουμε μια πολύ πιο ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης της υγείας του».
Το Εθνικό Ινστιτούτο Γήρανσης έχει δείξει ενδιαφέρον και έχει χρηματοδοτήσει ένα κομμάτι της έρευνας. Ο Ρίτσαρντ Μ. Σούζμαν, διευθυντής του ερευνητικού τμήματος του Ινστιτούτου, λέει πως οι μελέτες των κινήσεων των ηλικιωμένων θα χρησιμοποιούν «αισθητήρες όλο και πιο πολύ για να βελτιώσουν την αξιοπιστία των ευρημάτων».
«Οι νέες τεχνολογίες και οι αλλαγές στον τρόπο διεξαγωγής των ερευνών είναι πολλά υποσχόμενες», προσθέτει.
Η πρόληψη των πτώσεων θα βοηθήσει σημαντικά στην προσπάθεια που γίνεται για να μπορούν να ζουν οι ηλικιωμένοι ανεξάρτητα χωρίς την ανάγκη επίβλεψης και φροντίδας. Η Ε.Ε., για παράδειγμα, έχει δώσει ένα δισ. ευρώ για τη μελέτη και τη χρηματοδότηση τεχνολογιών και υπηρεσιών για τους ηλικιωμένους.
Στην Ιρλανδία ένας ερευνητικός όμιλος, η Technology Researvh for Independent Living, ολοκλήρωσε πρόσφατα μια διετή μελέτη 600 ανθρώπων, ηλικίας από 60 εως 94.
Οι εθελοντές περπατούσαν και παρακολουθούνταν από ειδικούς αισθητήρες. Οι ακριβείς μετρήσεις λέει η δρ Τσι Γουέι Φαν, μια γιατρός από το Trinity College του Δουβλίνου, βοηθούν στην επινόηση καλύτερων προγραμμάτων ασκήσεων για συγκεκριμένους μυς ή σε αλλαγές στη χορήγηση φαρμάκων για μείωση των ζαλάδων.
Η χρήση της τεχνολογίας εξηγεί η δρ Φαν, μείωσε τις πτώσεις των ατόμων που μελετήθηκαν κατά 30 %. Πιστεύει όμως πως μπορούν να πετύχουν καλύτερα αποτελέσματα. «Οσο προχωράνε οι έρευνες τόσο μειώνεται ο αριθμός των πτώσεων», υπογραμμίζει η δρ Φαν.

Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Steve Lohr-εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, The New York Times, 06-12-2009

Οι Αμερικανοί δέχονται το επίδομα σίτισης



Μαρτινσβιλ, Οχάιο – Η διανομή δελτίων τροφίμων, ένα πρόγραμμα που κάποτε αντιμετωπιζόταν με περιφρόνηση ως ενα αποτυχημένο μέτρο κοινωνικής πρόνοιας, σήμερα φθάνει σε ύψη-ρεκόρ και αυξάνεται ολοένα και περισσότερο κάθε μήνα, παρέχοντας τροφή στο ένα όγδοο των Αμερικανών και στο ένα στα τέσσερα παιδιά.
Πάνω από 36 εκατομμύρια άνθρωποι χρησιμοποιούν για την αγορά βασικών αγαθών, όπως το γάλα, το ψωμί και το τυρί, διακριτικές πλαστικές κάρτες, τις οποίες δίνουν στα ταμεία καταστημάτων στις μαραζωμένες πόλεις και σε προάστια γεμάτα από επιγραφές κατάσχεσης.
Στην πλειονότητα τους έχουν εισοδήματα κοντά ή κάτω από το ομοσπονδιακό όριο φτώχειας-δηλαδή περίπου 22 χιλιάδες δολάρια για μια τετραμελη οικογενεια- όμως αυτή η ειδική κοινωνική μερίδα αποτελείται από ανθρωπους που αγωνιζονται να αντεπεξελθουν σε βασικές ανάγκες. Η αυξανόμενη απήχηση του προγράμματος είναι σ’αυτή τη γωνία του νοτιοδυτικού Οχάιο, όπου η εργατική τάξη συχνά θεωρούσε τα κουπόνια τροφίμων ως ένδειξη τεμπελιάς. Η ανεργία όμως μαστίζει την περιοχή και η διανομή δελτίων τροφίμων σε έξι επαρχίες γύρω από το Σινσινάτι έχει αυξηθεί τουλάχιστον κατά 50%.
Καθώς οι περισσότεροι συνάδελφοι του είναι απολυμένοι, ο Γκρεγκ Ντόσον, ηλεκτρολογος από το αγροτικό Μάρτινσβιλ, θεωρεί τον εαυτό του τυχερό που ακόμα έχει δουλειά. Εργάζεται σε νυχτερινή βάρδια και τοποθετεί φωτισμό σε ψυγεία παντοπωλείων. Όταν όμως περικόπηκαν τα έσοδα του από υπερωρίες και τα έξοδα του αυξήθηκαν, ο κ. Ντόσον άρχισε να περιορίζει το φαγητό που έτρωγε προκειμένου να θρέψει τη γυναίκα του και τα πέντε παιδιά του.
Προσπαθούσε να χορτάσει με δημητριακά και αβγά. Κατανάλωνε επίσης αρκετό κρέας από κονσερβες. Κατόπιν, με το στομάχι του να διαμαρτύρεται πήγαινε στη δουλειά για να εγκαταστήσει φωτισμό σε τρόφιμα που δεν είχε δυνατότητα να αγοράσει. «Αισθάνομαι ντροπή», λέει ο 29χρονος, κ. Ντόσον , ο οποίος νιώθει τόσο άσχημα για το μηνιαίο επίδομα των 300 δολαρίων ώστε το έχει κρύψει από τους γονεία του. «Πάντοτε θεωρούσα ότι αφορούσε άτομα που προσπαθούσαν να ‘αρμέξουν’ το σύστημα. Πλέον όμως φτάσαμε σε ένα σημείο που νιώσαμε ότι χρειαζόμασταν πραγματικά αυτή τη βοήθεια».
Αν και κατά τη διάρκεια της ύφεσης ο αριθμός των δικαιούχων εμφανίζει ραγδαία αυξηση, ο δρόμος είχε εξομαλυνθεί σε καλύτερες εποχές για την οικονομία, όταν η κυβέρνηση Μπους είχε οργανώσει μια καμπάνια προκειμένου να εξαλείψει το κοινωνικό στίγμα αυτού του προγραμματος και αποκάλεσε τα κουπόνια τροφίμων «βοήθημα σίτισης» αντί του όρου πρόνοια, πράγμα που κατέστησε ψυχολογικά ευκολότερη την υποβολή αιτήσεων. Αυτή η διακομματική προσπάθεια επισφράγισε μια εντυπωσιακή μεταστροφή πολιτικής της δεκαετίας του 1990, όταν ορισμενοι συντηρητικοί βουλευτές επιχείρησαν να καταργήσουν το πρόγραμμα, το αμερικανικό Κογκρέσο προχώρησε σε τεράστιες περικοπές ενώ τα γραφειοκρατικά εμπόδια απομάκρυναν πολλους πολίτες που είχαν ανάγκη βοήθειας.
Η καμπάνια προώθησης του προγράμματος επισιτιστικής βοήθειας με κουπόνια τροφίμων και της νέας του ονομασίας –Supplemental Nutrition Assistance Program (SNAP)- δέχεται πολλές επικρίσεις για εξαπάτηση των πολιτών.
«Κάποιοι άνθρωποι επιλέγουν να καμουφλάρουν αυτή την κατάσταση ονομάζοντας την επισιτιστικό πρόγραμμα αλλά ουσιαστικά δεν διαφέρει καθόλου από το χρηματικό επίδομα πρόνοιας», τονίζει ο Ρόμπερτ Ρέκτορ του Heritage Foundation, οι απόψεις του οποίου έχουν βρεί αρκετούς υποστηρικτές μεταξύ των συντηριτικών βουλευτών στο Καπιτώλιο, την έδρα του αμερικανικού Κογκρέσου. Προβάλλοντας ωε επιχείρημα ότι η βοήθεια δρα ανασταλτικά ως προς την εργασία και το γάμο, ο κ. Ρέκτος δήλωσε ότι τα δελτία τροφίμων θα πρέπει να περιλαμβάνουν εργασιακές προϋποθέσεις εξίσουν αυστηρές με εκείνες που αφορούσαν το χρηματικό επίδομα.
Όπως πολλοί νέοι δικαιούχοι εδώ στο Μάρτινσβιλ, ο κ. Ντόσον υποστηρίζει ότι συχνά ο κόσμος εκμεταλλεύεται το πρόγραμμα και σπεύδει να διευκρινίσει ότι εκείνος διαφέρει. Ενώ κάποιοι άνθρωποι «επιλέγουν να μην παντρευτούν, ώστε να έχουν δικαίωμα να κάνουν αίτηση για κοινωνικά επιδόματα», εκείνος είναι ένας παντρεμένος οικογενειάρχης που πηγαίνει τακτικά στην εκκλησία, εργάζεται και έχει δικό του σπίτι.
Στις αρχές της χρονιάς η Σάρα και ο Ταϊρόν Μάνγκολντ είχαν ενα αναμενόμενο εισόδημα 70 χιλιάδων δολαρίων. Εκείνη εργαζόταν ως ασφαλίστρια προγραμμάτων υγείας και εκείνος σε συνεργείο εγκατάστασης συστημάτων ψύξης-θέρμανσης. Εκείνη απολύθηκε την άνοιξη και ο σύζυγός της μερικούς μήνες αργότερα. Έπρεπε να τα βγάλουν πέρα με ένα επίδομα ανεργίας και μια οικογένεια με τρία παιδιά. «Είχαμε γίνει ιδιαίτερα ευερέθιστοι και υποφέραμε από κρίσεις πανικού», λέει η κ. Μάνγκολντ. «Η πείνα κάνει τους ανθρώπους ευέξαπτους».
Τα δελτία τροφίμων ενισχύουν πλέον το μηνιαίο εισόδημα της οικογένειας κατά 623 δολάρια και η κ. Μάνγκολντ, η οποία εξακολουθεί να παραδέρνει σε δουλειές του ποδαριού, δεν φέρει πλέον αντιρρήσεις.
«Πάντοτε πίστευα ότι οι άνθρωποι που ζουν με επιδόματα της πρόνοιας ήταν τεμπέληδες», αναφέρει, «αλλά νιώθω ανακούφιση όταν ξέρω ότι πλέον μπορώ να θρέψω τα παιδιά μου».

Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Jason DeParle και Robert Gebeloff-εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, The New York Times, 06-12-2009

20/12/10

Το γεωπολιτικό παιχνίδι με τις «σπάνιες γαίες»


Από την εποχή του Ντενγκ Χσιάο Πινγκ ο ασιατικός γίγαντας επένδυσε στα στοιχεία με τεχνολογική υπεραξία και σήμερα κατέχει σχεδόν το μονοπώλιο στην παγκόσμια αγορά

Υπάρχουν ορισμένα μέταλλα αναγκαία για την κατασκευή των συσκευών υψηλής τεχνολογίας, τα οποία αποκαλούνται «σπάνιες γαίες». Στην παγκόσμια παραγωγή τους κυριαρχεί η Κίνα, η οποία και επέβαλε πρόσφατα περιορισμούς στην εξαγωγή τους. Το «μεγάλο γεωπολιτικό παιχνίδι» μόλις άρχισε. Για να εδραιώσει τον έλεγχό της πάνω σε αυτά τα στρατηγικής σημασίας ορυκτά, η Κίνα εφάρμοσε αυτό που απορρίπτει ο δυτικός καπιταλισμός: μακροπρόθεσμη βιομηχανική πολιτική.
Θα περίμενε κανείς ότι οι «σπάνιες γαίες» -αυτά τα μέταλλα με την υψηλή προστιθέμενη τεχνολογική αξία- θα προσέλκυαν τους προβολείς της δημοσιότητας χάρη σε κάποιο ρεπορτάζ για τα επιφανειακά ορυχεία στην εσωτερική Μογγολία ή για τις γαλαρίες στα έγκατα της γης κάτω από τους θαμνότοπους της Αυστραλίας. Κι όμως, το ενδιαφέρον προέκυψε μέσα στο πούσι της Θάλασσας της Ανατολικής Κίνας. Στις 7 Σεπτεμβρίου του 2010, ένα κινεζικό αλιευτικό που είχε πάρει το ρίσκο να ρίξει τα δίχτυα του στα ιαπωνικά χωρικά ύδατα, περικυκλώθηκε από σκάφη της ιαπωνικής ακτοφυλακής. Στην προσπάθειά του να διαφύγει, εμβόλισε ένα σκάφος του ιαπωνικού πολεμικού ναυτικού. Το πλήρωμα του αλιευτικού συνελήφθη. Το επεισόδιο έλαβε χώρα κοντά στο αρχιπέλαγος Σενκάκου (Ντιαόγιου για τους Κινέζους). Τα οκτώ, σχεδόν έρημα, νησιά, τα οποία βρίσκονται 160 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Ταϊβάν, ανήκουν στην Ιαπωνία αλλά τα διεκδικεί και η Κίνα από τη δεκαετία του 1970. Ενώ στο παρελθόν οι διεκδικήσεις διατυπώνονταν σε ήπιους τόνους, σήμερα προβάλλονται με μεγαλύτερη ένταση, γεγονός που αντανακλά τις εξελίξεις στον συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα σε μια Κίνα η οποία ακολουθεί ανοδική πορεία κι αισθάνεται να ασφυκτιά μέσα στα αβαθή ύδατά της και σε μια Ιαπωνία η οποία τηρεί αμυντική στάση(1).
Η διπλωματική κλιμάκωση που ακολούθησε τη σύγκρουση των δύο σκαφών στις 7 Σεπτεμβρίου, αποκαλύπτει την ευρύτατη γκάμα των μέσων πίεσης που διαθέτει η Κίνα για να υπερασπιστεί μια ζώνη που έχει μεγάλη στρατηγική σημασία γι' αυτήν. Η κράτηση του πλοιάρχου του κινεζικού σκάφους, η οποία παρατάθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου με απόφαση ιαπωνικού δικαστηρίου, οδήγησε το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών να διατυπώσει την εξής απειλή: «Εάν η Ιαπωνία επιμείνει στην αδιάντροπη στάση της, θα γευθεί το πικρό ποτήρι της τιμωρίας της για όλα όσα πράττει».
ΤΟ ΠΙΚΡΟ ΠΟΤΗΡΙ
Από το Πεκίνο ώς τη Σανγκάη άρχισαν να πολλαπλασιάζονται οι -αυθόρμητες ή υποκινούμενες- «πατριωτικές» διαμαρτυρίες που συνοδεύονταν από το κάψιμο ιαπωνικών σημαιών. Στις 20 Σεπτεμβρίου, φάνηκε τι εννοούσε το Πεκίνο με τη φράση «πικρό ποτήρι»: Ξαφνικά, σταμάτησαν οι εξαγωγές κινεζικών σπάνιων γαιών προς τα ιαπωνικά λιμάνια. Δεν υπήρξε καμία επίσημη ανακοίνωση. Ωστόσο, στο Χονγκ Κονγκ, στο Τόκιο και στο Λονδίνο, οι μεσίτες της αγοράς πρώτων υλών επιβεβαιώνουν ότι η φόρτωση των εμπορευμάτων καθυστερεί ή και μπλοκάρεται(2). Πρόκειται για μια ιδιαίτερα θεαματική ενέργεια.
Μεταφέροντας το μπρα ντε φερ στο πεδίο των ενεργειακών φυσικών πόρων, η ηγεσία του Πεκίνου αναδεικνύει την τεράστια αδυναμία της Ιαπωνίας και των υπόλοιπων δυνάμεων που επιθυμούν να αποκτήσουν τα πολύτιμα ορυκτά.
Οι σπάνιες γαίες αποτελούνται από μια ομάδα δεκαεπτά μετάλλων με μοναδικές ιδιότητες(3), τα οποία χρησιμοποιούνται με ολοένα μαζικότερο τρόπο στην καινοτόμο βιομηχανία της υψηλής τεχνολογίας. Τα λέιζερ, τα κινητά τηλέφωνα και οι οθόνες υγρών κρυστάλλων περιέχουν σπάνιες γαίες, ενώ οι νέες επιδόσεις των τελευταίων γενεών τερματικών «μαζικής σύνδεσης», από το iPhone έως τα ηλεκτρονικά βιβλία, οφείλονται, εν μέρει, στις ιδιότητες αυτών των στοιχείων.
Ομως και οι νέες «πράσινες» βιομηχανίες εξαρτώνται από αυτά: οι μπαταρίες των υβριδικών αυτοκινήτων, τα φωτοβολταϊκά, οι λαμπτήρες χαμηλής κατανάλωσης ή οι τουρμπίνες των ανεμογεννητριών στηρίζονται στα «μέταλλα που ντοπάρουν», στο νεοδύμιο, στο λουτέσιο, στο δυσπρόσιο, στο ευρώπιο και στο τέρβιο. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν επίσης πολλά υποσχόμενους καταλύτες για τη διύλιση του πετρελαίου, ενώ η αμυντική βιομηχανία τα χρησιμοποιεί σε κρίσιμα οπλικά συστήματα, όπως οι πύραυλοι τύπου Κρουζ, τα τηλεκατευθυνόμενα πυρομαχικά, τα ραντάρ ή οι υψηλής τεχνολογίας θωρακίσεις.
Η παγκόσμια ζήτηση σπάνιων γαιών αυξάνεται κάθε χρόνο με ρυθμό που ξεπερνάει το 10%. Μέσα σε μια δεκαετία, πέρασε από τους 40.000 τόνους στους 120.000 ετησίως. Οπως συνοψίζει η αναλύτρια Σίντι Χερστ, σε μελέτη που εκπόνησε πρόσφατα για το αμερικανικό υπουργείο Αμυνας, η αμερικανική, η ιαπωνική και η ευρωπαϊκή βιομηχανία δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς αυτές: «Δίχως τις σπάνιες γαίες, μεγάλο μέρος της σύγχρονης τεχνολογίας θα είχε εντελώς διαφορετική μορφή και πολλές εφαρμογές δεν θα ήταν καν εφικτές. Για παράδειγμα, δεν θα είχε επιτευχθεί η μείωση των διαστάσεων των κινητών τηλεφώνων και των φορητών υπολογιστών»(4). Συνήθως, όσο περισσότερο καινοτόμο είναι ένα βιομηχανικό μοντέλο (πιο ανθεκτικό, πιο ελαφρύ, μικρότερου μεγέθους, «οικοσυμβατό»), τόσο μεγαλύτερη είναι η εξάρτησή του από τις σπάνιες γαίες. Η Ιαπωνία αποτελεί μια κλασική πλέον περίπτωση: μονάχα η συναρμολόγηση των μπαταριών των υβριδικών μοντέλων Prius της Toyota απαιτεί 10.000 τόνους σπάνιων γαιών ετησίως(5). Γενικότερα, η εξάπλωση της «πράσινης» βιομηχανίας θα μπορούσε να οδηγήσει στην αύξηση της ετήσιας παγκόσμιας ζήτησης στους 200.000 τόνους. Για παράδειγμα, στην τουρμπίνα μιας ανεμογεννήτριας μεγάλου μεγέθους συναντάμε αρκετές εκατοντάδες κιλών σπάνιων γαιών.
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΑΤΟΥ
Βέβαια, αυτές οι ουσίες δεν είναι τόσο «σπάνιες» όσο υπονοεί η ονομασία τους. Σύμφωνα με το US Geological Survey (USGS), το Πεκίνο κατέχει μονάχα το 40% έως 50% των παγκόσμιων αποθεμάτων. Υπάρχουν βεβαιωμένα αποθέματα σπάνιων γαιών σε πολλές χώρες, από τις Ηνωμένες Πολιτείες ώς την Αυστραλία και από τον Καναδά ώς το Καζακστάν ή το Βιετνάμ. Υπό αυτές τις συνθήκες, γιατί η εξασφάλισή τους προκαλεί τόσο μεγάλη ανησυχία, τόσο στην Ιαπωνία όσο και αλλού; Γιατί, το 2010, το 97% των 125.000 τόνων των οξειδίων σπάνιων γαιών που εξορύσσονται στον πλανήτη προέρχονται από την Κίνα. Πρόκειται για ένα σχεδόν απόλυτο μονοπώλιο. Και μάλιστα, μάλλον πρόσφατο.
Από το 1927, οπότε και ανακαλύφθηκαν τα τεράστια κοιτάσματα σπάνιων γαιών στο Μπαγιάν Ομπο, έως και τη δεκαετία του 1960, οι Κινέζοι είχαν ενδιαφερθεί ελάχιστα για το συγκριτικό πλεονέκτημα που διέθεταν. Εκείνη την εποχή, στην εκμετάλλευση αυτών των ορυκτών κυριαρχούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Μόλις την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τον Ντενγκ Χσιάο Πινγκ κι έπειτα από τον σχεδιασμό του «προγράμματος 863»(6), η Κίνα στράφηκε στην ανάπτυξη μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής προκειμένου να κατακτήσει ηγεμονικό ρόλο σε όλα τα στάδια της επεξεργασίας των σπάνιων γαιών, από την εξόρυξή τους και τον διαχωρισμό τους ώς τη μεταποίησή τους και την παραγωγή ημικατεργασμένων, ενδιάμεσων προϊόντων.
Αποφασιστική σημασία για την επίτευξη αυτού του στόχου είχε η δράση του καθηγητή Ξου Γκουάνγκ Ξιάν(7), του «πατέρα των κινεζικών σπάνιων γαιών». Το 1987 δημιούργησε το πρώτο κινεζικό εργαστήριο, που ήταν αποκλειστικά αφιερωμένο στην εφαρμοσμένη χημεία των σπάνιων γαιών και το οποίο ενίσχυσε τις δυνατότητες του διεθνώς αναγνωρισμένου ερευνητικού Ινστιτούτου του Μπαοτού, που είχε ιδρυθεί το 1963. Την περίοδο 1978-1989, η κινεζική παραγωγή αυξανόταν κατά 40% ετησίως(8) και ξεπέρασε την αμερικανική παραγωγή η οποία είχε αρχίσει να μειώνεται σταδιακά. Στηριζόμενοι σε δύο παράγοντες που τους επέτρεψαν να πωλούν τις σπάνιες γαίες τους σε χαμηλή τιμή επί χρόνια (στα άφθονα αποθέματά τους στην εσωτερική Μογγολία και στην ευκολία της πρόσβασης σε αυτά), οι Κινέζοι οδήγησαν σταδιακά σε ασφυξία τους υπόλοιπους παραγωγούς. Οι τελευταίοι προτίμησαν να εφαρμόσουν τον νόμο των συγκριτικών πλεονεκτημάτων και να εγκαταλείψουν τον τομέα, μέσω της «ανταγωνιστικής» αποεπένδυσης και της μεταφοράς της παραγωγικής δραστηριότητάς τους στην Κίνα.
Η εξαφάνιση των ξένων ανταγωνιστών κατά τη διάρκεια των είκοσι τελευταίων ετών εξηγείται επίσης και από τις ιδιαιτερότητες και τις δυσκολίες που παρουσιάζει ο κλάδος: οι δραστηριότητες του διαχωρισμού και της αξιοποίησης των ουσιών απαιτούν υψηλά κεφάλαια και είναι καταστροφικές για το περιβάλλον. Ειδικότερα, ο διαχωρισμός των σπάνιων γαιών προϋποθέτει τη χρήση χημικών ουσιών που ρυπαίνουν σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό το περιβάλλον και δημιουργεί ραδιενεργά απόβλητα. Η Κίνα υπήρξε η μοναδική χώρα που επέλεξε να αναπτύξει τη μαζική παραγωγή σπάνιων γαιών αγνοώντας τις επιπτώσεις και θυσιάζοντας την υγεία των εργαζομένων στα ορυχεία του Μπαοτού, καθώς και το φυσικό περιβάλλον των γειτονικών περιοχών. Σήμερα, πλέον, η απόρριψη των αποβλήτων της εταιρείας Baotou Steel στον Κίτρινο Ποταμό έχει μετατραπεί σε πρόβλημα γιγάντιων διαστάσεων. Στους εργαζόμενους των ορυχείων παρατηρούνται ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά καρκίνου. Ο Κριστιάν Οκάρ, οικονομολόγος του Bureau de Recherches Geologiques et Minieres (Γραφείο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών - BRGM) και έγκριτος ειδικός σε αυτά τα ζητήματα, επισημαίνει «την παράδοξη αντίφαση ανάμεσα στη χρήση των σπάνιων γαιών στις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας και στις ρυπογόνες μεθόδους παραγωγής τους»(9).
ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ ΚΙΝΑΣ
Βέβαια, για την Κίνα όλα αυτά δεν συνιστούν επαρκή λόγο για να εγκαταλείψει τις προσπάθειές της για την ανάπτυξη του κλάδου. Χάρη στα δεκαεπτά μέταλλα, τα οποία ο Ντενγκ Χσιάο Πινγκ είχε αποκαλέσει, ήδη από τη δεκαετία του 1970, «το πετρέλαιο της Κίνας», το Πεκίνο δημιουργεί έναν νέο συσχετισμό δυνάμεων με τους αμερικανούς, τους ιάπωνες ή τους ευρωπαίους πελάτες του, οι οποίοι εξαρτώνται από πολύ σύντομους κύκλους καινοτομίας που «ντοπάρονται» από τις σπάνιες γαίες. Σιγά σιγά, όπως αποδείχθηκε και από την υπόθεση των νήσων Σενκάκου (ή Ντιαόγιου), γίνεται φανερό ότι η υπεροχή του παραγωγού πάνω στον καταναλωτή ενδείκνυται και για εκμετάλλευση σε πολιτικό επίπεδο.
Ορισμένοι εκτιμούν ότι η Κίνα θα μπορούσε να προχωρήσει σταδιακά στον επαναπροσανατολισμό της πολιτικής της στο ζήτημα των σπάνιων γαιών, για να περάσει από μια στρατηγική εξάρτησης των εταίρων της σε μια στρατηγική στραγγαλισμού τους. Σύμφωνα με αυτήν την υπόθεση, το Πεκίνο θα μπορούσε να αρχίσει να περιορίζει σταδιακά τον όγκο των εξαγωγών του, επιδιώκοντας δύο στόχους: αφ' ενός, την άνοδο της τιμής τους ώστε να αποκομίσει σημαντικά κέρδη από το μονοπώλιο, που ουσιαστικά έχει δημιουργήσει (η τιμή ενός τόνου νεοδυμίου έφτανε τις 32.000 δολάρια τον Αύγουστο του 2010, καταγράφοντας αύξηση 60% μέσα σε έναν χρόνο)· και αφ' ετέρου, να διαθέσει τις σπάνιες γαίες της για να επιτύχει την άνοδο της ποιότητας και του επιπέδου της ντόπιας βιομηχανικής παραγωγής.
Γιατί, ενώ μέχρι να αποκτήσει το μονοπώλιο στον κλάδο παρήγε «ακατέργαστες» σπάνιες γαίες ή ημικατεργασμένα ενδιάμεσα προϊόντα, η Κίνα φιλοδοξεί στο εξής να παράγει κατεργασμένα προϊόντα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, με απώτερο στόχο να επιτύχει την πλήρη καθετοποίηση του κλάδου των σπάνιων γαιών. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με το σχεδόν ολοκληρωτικό πάγωμα των εξαγωγών της, θα μπορούσαν να της εξασφαλίσουν σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα. Μάλιστα, σε αυτήν την περίπτωση, οι περιβαλλοντικές θυσίες στις οποίες έχει υποβληθεί η Κίνα -και τις οποίες, αντίθετα απ' ό,τι ορισμένοι πιστεύουν, η ηγεσία της χώρας διόλου υποτιμάει- θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, όσο κι αν είναι βέβαια δύσκολο να δικαιολογηθούν με οικονομικά επιχειρήματα παρόμοιες οικολογικές καταστροφές.
Σε αντίθεση με όσα ισχυρίζονται ορισμένες εκθέσεις που δίνουν μεγάλη έμφαση στον βιομηχανικό μακιαβελισμό του Πεκίνου, οι ενέργειες αυτές δεν σχεδιάζονται σε κάθε τους λεπτομέρεια από τα υψηλόβαθμα κομματικά στελέχη της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΚ. Κι αυτό, γιατί η στρατηγική της ανόδου της ποιότητας και του τεχνολογικού επιπέδου των κινεζικών προϊόντων συμπίπτει με μια έκρηξη της κινεζικής οικονομικής μεγέθυνσης και της εγχώριας κατανάλωσης, που υποχρεώνουν την Κίνα -νωρίτερα και με πολύ πιο πιεστικό τρόπο απ' όσο η ίδια θα επιθυμούσε- να προτιμήσει να τροφοδοτήσει τους ντόπιους βιομήχανους, έτσι ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στη ζήτηση.
Συνεπώς, εξαιτίας ενός συμπλέγματος συμπληρωματικών αιτιών, τόσο εκούσιων (στρατηγική πολιτικής επιρροής, βιομηχανικές φιλοδοξίες) όσο και ακούσιων (αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης), η Κίνα έχει όντως μειώσει τις εξαγωγές σπάνιων γαιών της κατά 40% την τελευταία επταετία και ανήγγειλε -τον Ιούλιο του 2010- ότι θα μειωθούν και πάλι κατά 70% τουλάχιστον μέσα στο δεύτερο εξάμηνο του 2010 (στους 8.000 τόνους, έναντι 28.000 τόνων την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους)(10).
Ομως, ακόμα κι αν το επιθυμούσαν, θα ήταν δύσκολο για τους Κινέζους να αυξήσουν την παραγωγή τους ανάλογα με την παγκόσμια ζήτηση. Ετσι εξηγείται το μπλοκάρισμα του ανεφοδιασμού των ξένων πελατών της χώρας, γεγονός που θεωρείται παραβίαση των κανόνων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και προκαλεί σε ολόκληρο τον κόσμο επίσημες διαμαρτυρίες αλλά και την εμφάνιση θεωριών συνωμοσίας.
Ομως οι ανησυχίες των ιαπώνων, των ευρωπαίων και των αμερικανών βιομηχάνων στηρίζονται επίσης και σε αντικειμενικά στοιχεία. Από τον Αύγουστο του 2010, ο κινεζικός κλάδος των σπάνιων γαιών αναδιοργανώνεται με επίκεντρο ορισμένες μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις. Η Baotou Steel, η οποία συγκεντρώνει ήδη το 75% της εθνικής παραγωγής, απέκτησε επίσης τον έλεγχο ορισμένων μικρότερων εταιρειών στη νότια Κίνα (για παράδειγμα, της Xinfeng Xinli Rare Earths).
Εκτός από την καλύτερη διαχείριση των περιβαλλοντικών προβλημάτων, επιδιώκεται η εξάλειψη του παράνομου εμπορίου σπάνιων γαιών, το οποίο, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, ενδέχεται να φτάνει ακόμα και στο ένα τρίτο των ποσοτήτων που εξάγονται κάθε χρόνο από την Κίνα. Ετσι, θα διασφαλιστεί κι άλλο ένα παράπλευρο πλεονέκτημα: καθώς θα ολοκληρωθεί η δημιουργία ενός απόλυτου μονοπωλίου, θα εξαλειφθεί μια σημαντική ρωγμή στο κινεζικό σύστημα εξαγωγών, έτσι ώστε αυτό να ασκεί πολύ μεγαλύτερες πιέσεις στην αγορά των σπάνιων γαιών. Κάποιοι θεωρούν πάντως ότι, καθώς οι ξένοι κατασκευαστές προϊόντων υψηλής ποιότητας και τεχνολογίας δεν θα έχουν πλέον άλλη λύση, θα αναγκαστούν να μεταφέρουν την παραγωγική δραστηριότητά τους στην Κίνα για να αποκτήσουν μόνιμη και σταθερή πρόσβαση στα συστατικά που αποτελούν την πρώτη ύλη των προϊόντων τους. Πολλοί από αυτούς έχουν ήδη προχωρήσει σε τέτοια κίνηση. Σύμφωνα δε με άλλους αναλυτές, υπάρχει κι ένα ακόμα χειρότερο ενδεχόμενο: υποστηρίζουν ότι το Πεκίνο, για να παρατείνει με κάθε θυσία το μονοπώλιό του, ενθαρρύνει τους κινέζους βιομήχανους να αποκτήσουν τον έλεγχο του κεφαλαίου των λιγοστών ξένων εταιρειών που δραστηριοποιούνται σε όλα τα στάδια του κλάδου των σπάνιων γαιών (από τα αυστραλιανά ορυχεία ώς τις καναδικές μεταλλουργικές επιχειρήσεις και τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις μεταποίησης).
Μ' ΕΝΑ ΣΜΠΑΡΟ...
Το 2009, η China Investment Corp απέκτησε το 17% της Teck Resources Ltd, μιας ιδιαίτερα σημαντικής καναδικής μεταλλευτικής επιχείρησης. Στην δε Αυστραλία, στα τέλη του 2009, η κινεζική επιθετικότητα προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Καμπέρα, όταν επιχειρήθηκε η απόκτηση του ελέγχου της Lynas Corporation. Βέβαια, αυτό δεν εμπόδισε, την ίδια χρονιά, μια άλλη κινεζική επιχείρηση να εξαγοράσει το 25% ενός τοπικού παραγωγού σπάνιων γαιών, της Arafura Resources Ltd(11).
Ακόμα και το Mountain Pass, το κυριότερο «εν υπνώσει» αμερικανικό κοίτασμα σπάνιων γαιών, λίγο έλειψε να περάσει στα χέρια των Κινέζων. Το 2005, λίγο μετά το κλείσιμο του καλιφορνέζικου ορυχείου, η China National Offshore Oil Corporation (CNOOC) υπέβαλε πρόταση εξαγοράς της αμερικανικής πετρελαϊκής εταιρείας Unocal. Οσο κι αν εκ πρώτης όψεως η συγκεκριμένη εταιρεία δεν έχει καμία σχέση με τις σπάνιες γαίες, στην πραγματικότητα είναι η ιδιοκτήτρια του Mountain Pass, μέσω της Molycorp την οποία εξαγόρασε το 1978. Τελικά, η Unocal παρέμεινε αμερικανική χάρη στον σάλο που προκλήθηκε και στις εντονότατες αντιδράσεις του Κογκρέσου και της κοινής γνώμης που ανησυχούσαν για την ενεργειακή αυτονομία των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, ελάχιστοι πρόσεξαν εκείνη την εποχή ότι η Κίνα επεδίωκε -και λίγο έλειψε να επιτύχει- «μ' ένα σμπάρο δύο τρυγόνια» (και πετρέλαιο και σπάνιες γαίες).
Γενικότερα, εδώ και μερικά χρόνια παρατηρείται η τάση -και η ικανότητα- της Κίνας να καταστρώνει μια έξυπνη συνολική στρατηγική, η οποία στηρίζεται στις πιέσεις που μπορεί να ασκήσει στην αγορά, στον μεγάλο ορυκτό πλούτο της χώρας, αλλά και στην ισχύ που της προσδίδει η τεράστια κεφαλαιοποίηση του κινεζικού κλάδου, καθώς και το γεγονός ότι σε αυτόν υπάρχει ένα μονάχα κέντρο λήψης των αποφάσεων. Ομως, εκτός από τα υπόλοιπα δυνατά χαρτιά της, το κυριότερο ατού της θα μπορούσε απλούστατα να είναι η απουσία συντονισμού των πολιτικών ενεργειακής αυτονομίας των δυτικών χωρών.
Η αφύπνιση των «βιομηχανικών χωρών» (έκφραση η οποία στις ημέρες μας έχει αποδειχθεί παρωχημένη) αποδεικνύεται ιδιαίτερα οδυνηρή υπόθεση, καθώς μπορεί να αποτελέσει μια ειρωνική παραβολή στην οποία θα ενσαρκώνεται με τον πιο παραστατικό τρόπο η απόλυτη αντίθεση ανάμεσα στη βραχυπρόθεσμη καπιταλιστική λογική και στη μακροπρόθεσμη στρατηγική. Το αμερικανικό παράδειγμα είναι συγκλονιστικό: Μεταξύ 1965 και 1985, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν τον απόλυτο έλεγχο όλων των σταδίων της παραγωγής των σπάνιων γαιών: η «βάση» (το καλιφορνέζικο ορυχείο του Mountain Pass) τροφοδοτούσε την «κορυφή» (για παράδειγμα, την εταιρεία Magnequench στην Ινδιάνα, θυγατρική της General Motors που παρήγε μόνιμους μαγνήτες νεοδυμίου-σιδήρου-βορίου, οι οποίοι είναι σήμερα αναγκαίοι σε κάθε σύγχρονη αυτοκινητοβιομηχανία). Υστερα, ήρθε η εποχή της ολοένα εντονότερης παρουσίας των Κινέζων στον κλάδο και των πιέσεων που άρχισαν να ασκούν στις τιμές.
Το 1995, καθώς το ντάμπινγκ ολοκληρώνει το έργο του υπονομεύοντας την κερδοφορία της Mountain Pass, η οποία βρίσκεται επιπλέον αντιμέτωπη και με περιβαλλοντικά προβλήματα, δύο κινεζικές εταιρείες συμμαχούν με έναν αμερικανό επενδυτή και υποβάλλουν πρόταση εξαγοράς της Magnequench. Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών δίνει τελικά την έγκρισή της για την εξαγορά, υπό τον όρο να διατηρήσουν οι Κινέζοι τις δραστηριότητες της εταιρείας σε αμερικανικό έδαφος για μία πενταετία. Αμέσως μόλις έληξε η προθεσμία, το προσωπικό απολύθηκε και οι εγκαταστάσεις της εταιρείας ξηλώθηκαν για να μεταφερθούν στο Τιαν Ζιν της Κίνας(12). Το παράδειγμα ακολούθησαν κι άλλοι παραγωγοί -Γερμανοί και Ιάπωνες μεταξύ άλλων- οι οποίοι έκλεισαν τα εργοστάσιά τους στην Αμερική και μετέφεραν την παραγωγή τους στον ίδιο προορισμό.
Το 2010, η υπόθεση της Magnequench κατέχει σημαντική θέση στις κινδυνολογικές εκθέσεις των αμερικανικών «κύκλων προβληματισμού» για τις σπάνιες γαίες. Υπενθυμίζεται ότι η επιχείρηση είχε εν μέρει χρηματοδοτηθεί από δημόσια κονδύλια και ότι παρήγαγε τους μαγνήτες με τους οποίους λειτουργεί η τηλεκατευθυνόμενη βόμβα Joint Direct Attack Munition (JDAM) της Boeing. Ομως, με εξαίρεση ορισμένους συνδικαλιστές και στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης, ελάχιστοι αμφισβητούν τη «λογική» της αγοράς η οποία κατέστησε δυνατή τη διάπραξη αυτού του στρατηγικού λάθους.
Τώρα, το μόνο πράγμα για το οποίο μιλάνε στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι οι σπάνιες γαίες. Γιατί, από το 1995, σε αυτή τη δύσκολη εξίσωση προστέθηκε και μια άλλη παράμετρος: η άνοδος της στρατιωτικής ισχύος της Κίνας. Στην Ουάσιγκτον έκανε την εμφάνισή της μια σειρά από μελέτες κι αναλύσεις για τις σπάνιες γαίες· η συχνότητά τους και η σοβαρότητα του κινδύνου που προβάλλουν αυξήθηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, και μάλιστα πριν από το επεισόδιο των νήσων Σενκάκου. Καθώς το ζήτημα αφορά ιδιαίτερα το Πεντάγωνο, οι επιτελείς τους αφιερώνουν στις σπάνιες γαίες μεγάλο μέρος των μελετών τους για την ανάλυση των προοπτικών, οι οποίες αποσκοπούν στην ευαισθητοποίηση των στελεχών της αμερικανικής κυβέρνησης και των μελών των δύο κοινοβουλευτικών σωμάτων.
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΣΤΑ ΟΠΛΑ
Ετσι, στον τομέα της άμυνας, το κεφάλαιο 843 του νόμου National Defense Authorization Act για το φορολογικό έτος 2010 προστάζει το Government Accountability Office (GAO- το αντίστοιχο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους) να διερευνήσει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τον ρόλο των σπάνιων γαιών στην αλυσίδα των προμηθειών του υπουργείου Αμυνας.
Ο κατάλογος είναι μακροσκελής(13): τηλεκατευθυνόμενα πυρομαχικά ακριβείας, λέιζερ, συστήματα επικοινωνιών και ραντάρ, αεροναυπηγική, συστήματα νυχτερινής σκόπευσης, δορυφόροι... Μάλιστα, διευρύνεται ολοένα και περισσότερο. Στην παραγωγική διαδικασία ή στις απαιτούμενες πρώτες ύλες της βιομηχανίας οπλικών συστημάτων(14) περιλαμβάνονται σχεδόν πάντα οι σπάνιες γαίες. Το υπουργείο Αμυνας αποκάλυψε ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε έλλειψη ορισμένων εξαρτημάτων που κατασκευάζονται κυρίως από λανθάνιο, γαδολίνιο, ευρώπιο και δημήτριο, με αποτέλεσμα να προκληθούν καθυστερήσεις σε ορισμένα αμερικανικά προγράμματα παραγωγής οπλικών συστημάτων. Σε μια εμπιστευτική έκθεσή της, η αεροπορία -η οποία εμπλέκεται ιδιαίτερα στη διεξαγωγή μυστικών προγραμμάτων και προγραμμάτων για τις «τεχνολογίες ρήξης»(15) (στις επικοινωνίες ή στα «αόρατα» από τα ραντάρ οπλικά συστήματα)- έχει εκδηλώσει ήδη από το 2003 την ανησυχία της για την εξάρτησή της στον τομέα των μαγνητών μεγάλης ισχύος που κατασκευάζονται από νεοδύμιο. Το 2009, στην έκθεση «Industry Study» που εκπόνησε το Βιομηχανικό Κολέγιο των Ενόπλων Δυνάμεων, καταγράφηκαν όλες οι αναφορές στις σπάνιες γαίες στους τομείς της ναυπηγικής, της αεροναυπηγικής και της παραγωγής οπλικών συστημάτων(16). Οσο για το Ερευνητικό Κέντρο του Στρατού Ξηράς για τους Εξοπλισμούς και το Κέντρο Θαλάσσιου Πολέμου, εκπόνησαν τις δικές τους μελέτες γύρω από την εξάρτηση και για τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να αντιμετωπιστεί. Μάλιστα, κάποια περίοδο, το αμερικανικό ναυτικό είχε εξετάσει το ενδεχόμενο να χρηματοδοτήσει την επαναλειτουργία των εγκαταστάσεων του ορυχείου Mountain Pass.
Πριν από λίγες εβδομάδες αναμενόταν η ολοκλήρωση της «μεγάλης έκθεσης» που είχε παραγγείλει το Πεντάγωνο για την αναλυτική καταγραφή των εξαρτήσεων των Ηνωμένων Πολιτειών από τις σπάνιες γαίες στον τομέα των είκοσι τεσσάρων σημαντικότερων οπλικών συστημάτων τους. Η αφύπνιση αυτή είναι καθυστερημένη. Δεν είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι στην Κίνα έχει ανατεθεί η εκπόνηση παρόμοιας «έκθεσης» για την αξιολόγηση των τρόπων που διαθέτει σήμερα η χώρα για την παρεμπόδιση του ανεφοδιασμού των Ηνωμένων Πολιτειών με τα διάφορα συστατικά που είναι αναγκαία για τις τεχνολογίες ρήξης στις οποίες στηρίζεται η αμερικανική στρατιωτική υπεροχή.
Για τα πρόσωπα που λαμβάνουν τις αποφάσεις στο Καπιτώλιο, «η επιθυμία της Κίνας να περιορίσει τις εξαγωγές της θα δημιουργήσει πρόβλημα ανταγωνιστικότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αφ' ενός, οφείλουμε να διασφαλίσουμε τον ανεφοδιασμό μας και, αφ' ετέρου, να επιτρέψουμε την ανάπτυξη ορυχείων σπάνιων γαιών στο έδαφός μας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν πλέον να εξαρτώνται κατά 100% από τις εισαγωγές από την Κίνα». Τον Μάρτιο, ο Δημοκρατικός βουλευτής του Κολοράντο, Μάικλ Κόφμαν, παρουσίασε πρόταση νόμου με την οποία ζητούσε την επαναλειτουργία ολόκληρου του αμερικανικού κλάδου εκμετάλλευσης των σπάνιων γαιών, καθώς επίσης και τη δημιουργία στρατηγικών αποθεμάτων.
Η πρωτοβουλία μετατράπηκε σε νομοσχέδιο, το Rare Earths and Critical Materials Revitalization Act, το οποίο εξετάζεται αυτή τη στιγμή από το Κογκρέσο. Ωστόσο, παρά την πρόσφατη φρενίτιδα των αναλύσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες γύρω από το θέμα, καθώς και τις συζητήσεις περί στρατηγικών αποθεμάτων και ανακύκλωσης των σπάνιων γαιών, η εξάρτηση θα παραμείνει ο κανόνας κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών. Σύμφωνα δε με τις εκτιμήσεις, η ανασυγκρότηση του αμερικανικού κλάδου των σπάνιων γαιών, η οποία συνεπάγεται μεγάλες και συνεχείς επενδύσεις, θα απαιτήσει διάστημα δεκαπέντε ετών.
ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΑΓΟΡΕΣ
Μια τεχνογνωσία και μια βιομηχανική κουλτούρα μπορούν να χαθούν μέσα σε διάστημα μερικών ετών. Αντίθετα, για να ξαναγεννηθούν απαιτούνται αρκετές δεκαετίες. Πολλές φορές, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι έχει εξατμισθεί η εμπειρία των ανθρώπων που εργάζονται στον κλάδο. Πάντως, στην Αμερική, θα επαναλειτουργήσει τελικά το Mountain Pass, το 2011. Βέβαια, η Toyota αγοράζει σήμερα σπάνιες γαίες από το Βιετνάμ ή από αλλού, χάρη στις μακροπρόθεσμες συνεργασίες που έχει αναπτύξει, ενώ το ιαπωνικό υπουργείο Βιομηχανίας επενδύει σε ορυχεία στο Καζακστάν και στον Καναδά. Αλλά και η γαλλική Rhodia αναπτύσσει τους δεσμούς της με την Αυστραλία, η οποία εμφανίζεται ολοένα περισσότερο ως η εναλλακτική λύση απέναντι στο κινεζικό μονοπώλιο. Ωστόσο, είναι δύσκολο η κρίση να επιτρέψει σε αυτές τις χώρες ή τις εταιρείες να επιχειρήσουν μακροπρόθεσμες επενδύσεις. Εάν δεν υπάρξει έντονος στρατηγικός βολονταρισμός, αποσυνδεδεμένος από τους νόμους της αγοράς, η πραγματικότητα θα είναι διαφορετική: οι αμερικανοί, οι ευρωπαίοι και οι ιάπωνες βιομήχανοι θα εξαρτώνται ολοένα περισσότερο από αυτές τις ουσίες και, συνεπώς, από τις κινεζικές πρώτες ύλες οι οποίες μονοπωλούν το εμπόριο.
Κι η Ευρώπη; Στις 17 Ιουνίου του 2010, μια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για την -κρίσιμη για την οικονομία της- κατάσταση στο πεδίο του ανεφοδιασμού της σε δεκατέσσερις πρώτες ύλες. Οι σπάνιες γαίες εμφανίζονταν στις πρώτες θέσεις του καταλόγου. Πώς θα αποφευχθούν τα λάθη του παρελθόντος, θα εξασφαλιστεί μια σχετική αυτονομία του ανεφοδιασμού της Ευρώπης και θα αποτραπεί η μείωση της ανταγωνιστικότητάς της σε στρατηγικούς τομείς; Μακριά από τις νήσους Σενκάκου, στα βάθη της πολιτείας της Ινδιάνα, οι πρώην εργάτες της Magnequench έχουν σίγουρα μια ενδιαφέρουσα άποψη γύρω από το θέμα.
1. Βλέπε Barthelemy Courmont, «Geopolitique du Japon», Artege, Περπινιάν, Γαλλία, 2010. Βλέπε επίσης «Η Κίνα προβάλλει τις ναυτικές της φιλοδοξίες», «Le Monde diplomatique»-«Κ.Ε.», 23-9-09, http://www.mo nde-diplomatique.gr/spip.php?article235.
2. Keith Bradsher, «Amid tensions, China blocks vital exports for Japan», «The New York Times», 23-9-10.
3. Η ομάδα των σπάνιων γαιών περιλαμβάνει τα δεκαπέντε στοιχεία που ονομάζονται λανθανιδή, από το λανθάνιο (La, 57) έως το λουτέσιο (Lu 71), στα οποία προστίθεται και το ύττριο και το σκάνδιο.
4. Cindy Hurst, «China's rare Earth Elements Industry: what can the West learn?», Institute for the Analysis of Global Security (IAGS), Μάρτιος 2010.
5. Makiko Kitamura και Jason Scott, «Toyota form task force on rare earth metals amid China export bare reports», 29-9-10, www.bloomberg.com
6. Το οποίο και απεκλήθη «Πρόγραμμα έρευνας ανάπτυξης της εθνικής υψηλής τεχνολογίας».
7. Ο Ξου, ο οποίος σπούδασε στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Κολούμπια την περίοδο 1946-1951, θεωρείται εθνικός ήρωας. Τον Ιανουάριο του 2009 βραβεύτηκε με την ανώτατη κρατική διάκριση για την επιστήμη και την τεχνολογία, από τον πρόεδρο Χου Τζιντάο.
8. Cindy Hurst, όπ.π.
9. Συνομιλία με τον Christian Hocquard, η οποία δημοσιεύτηκε στο Actu-Environnement.com, 2 Ιουνίου 2010.
10. Κινεζικό υπουργείο Εμπορίου (www.mofcom.gov.cn) και Bloomberg News, «China cuts rare earth export quota 72%, may spark trade dispute with US», 9-7-10.
11. Οσον αφορά τη Lynas, η κινεζική εταιρεία ήταν η China Non-Ferrous Metal Mining Company. Στην περίπτωση της Arafura, επρόκειτο για την Jiangsu Eastern China Non-Ferrous Metals Investment Co. Βλέπε την ενημερωτική ιστοσελίδα www.australianrareearths.com
12. Jeffrey St. Clair, «The saga of Magnequench», «The Bloomington Alternative», 23-4-06. Οσον αφορά το προφίλ της εταιρείας και τα σημερινά προϊόντα της, βλέπε επίσης www.magnequench.com
13. «Rare earth materials in the defense supply chain», 14 Απριλίου 2010, www.gao.gov
14. Αναφορά του National Defense Stockpile του 2009, η οποία αφορά την προαναφερθείσα έκθεση του Gao.
15. Πρόκειται για καινοτομίες οι οποίες, αντί να βελτιώνουν τις ήδη υπάρχουσες τεχνολογίες, εισάγουν ρήξεις που είναι αρκετά σημαντικές ώστε να οδηγούν στην αντικατάσταση των παλαιότερων τεχνολογιών.
16. www.ndu.edu/icaf/programs/academic/industry/reports/2009
* Υπεύθυνος μελετών στην Compagnie europeenne d'intelligence strategique (CEIS), Παρίσι.

Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο OLIVER ZAJEC*-εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Le Monde diplomatique, 12-12-2010