29/9/10

Οι διπλωματικοί ακροβατισμοί της Ιαπωνίας


Κρυφές συμφωνίες πίσω απ' την κηδεμονία των ΗΠΑ

Σε μια ασταθή περιοχή, η Ιαπωνία φιλοδοξεί να κερδίσει τη διεθνή αναγνώριση. Η κυβέρνησή της δυσκολεύεται να απαγκιστρωθεί από τις ΗΠΑ, επιλογή που ενδέχεται να πληρώσει ακριβά στις εκλογές για τη Γερουσία που διοργανώνονται εντός του Ιουλίου.
Από το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου ως τον Πόλεμο του Ιράκ η σχέση ΗΠΑ και Ιαπωνίας είναι μια δύσκολη διπλωματική άσκηση. «Δεν διαλέγεις τους γείτονές σου, τους συμμάχους σου, όμως, τους διαλέγεις». Η φράση αυτή, διατυπωμένη με απόλυτη βεβαιότητα από τον ιάπωνα διπλωμάτη Μασάκι Γιασούσι, συνοψίζει της γεωπολιτικές θέσεις της χώρας του. Στον κύκλο των ενοχλητικών γειτόνων περιλαμβάνονται η Ρωσία, που ξαναγίνεται ισχυρή, η Κίνα, που κάνει αισθητή, πλέον, την παρουσία της και η Βόρεια Κορέα που εκδηλώνει διαθέσεις απόκτησης πυρηνικής ισχύος. Η Ιαπωνία είναι, τελικά, ένα είδος Φορτ Αλάμο που το προστατεύουν μόνο οι ΗΠΑ; Οσο χοντροκομμένη κι αν είναι η παρομοίωση, αυτό πιστεύουν πολλά μέλη της ελίτ του Τόκιο, που διακρίνεται για τον φιλοαμερικανισμό της.
Ωστόσο, η ατμόσφαιρα, σήμερα, λόγω της πεντηκοστής επετείου της αναθεώρησης της Αμερικανο-ιαπωνικής Συνθήκης Ασφάλειας (US - Japan Security Treaty) (1), η οποία κωδικοποιεί τις σχέσεις των δύο χωρών και την παρουσία των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στο ιαπωνικό έδαφος, δεν είναι καθόλου γιορτινή.
Η εκλογική νίκη, τον Σεπτέμβριο του 2009, του Χατογιάμα Γιούκιο και του Δημοκρατικού Κόμματος της Ιαπωνίας (PDJ), έπειτα από απόλυτη κυριαρχία του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (PLD) για περισσότερο από μισόν αιώνα, περιπλέκει τα δεδομένα. Οχι γιατί ο πρόσφατα παραιτηθείς πρωθυπουργός είχε εκφράσει την πρόθεση να σπάσει η συμμαχία· αλλά γιατί είχε διακηρύξει την επιθυμία να «ομαλοποιήσει» τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, ώστε η χώρα του να υπολογίζεται ως κυρίαρχο κράτος.
Ηταν οπαδός της δημιουργίας μιας «ασιατικής κοινότητας». Μια λιγότερο φιλοδυτική και περισσότερο προς ανατολάς προσανατολισμένη προσέγγιση; Δεν χρειαζόταν τίποτα περισσότερο για να πανικοβληθούν οι επιχειρηματικοί κύκλοι και να τροφοδοτηθεί η εχθρότητα της δεξιάς αντιπολίτευσης, καθώς και μιας κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητης μερίδας της διοίκησης -ουσιαστικά πανίσχυρης- αλλά και αξιόλογου μέρους του Δημοκρατικού Κόμματος.
Στην αντιπαράθεση κυριάρχησε το μέλλον της αμερικανικής βάσης Φουτένμα, που βρίσκεται στο κέντρο του Γκινοβάν, μιας πόλης 90.000 κατοίκων στην Οκινάουα. Η συμφωνία που υπογράφτηκε το 1996 και έληξε τον περασμένο χρόνο, προέβλεπε ότι η βάση επρόκειτο να μετακομίσει μερικές δεκάδες χιλιόμετρα μακρύτερα, στο Νάγκο, όπου, όμως, τον περασμένο Ιανουάριο, εκλέχθηκε ένας δήμαρχος αντίθετος με αυτή την απόφαση. Ηταν αρκετό να ζητήσει ο Χατογιάμα μια προθεσμία για ωριμότερη σκέψη και αναζήτηση νέας τοποθεσίας, για να ξεσαλώσουν οι δυνάμεις της αντίδρασης και... να κερδίσουν.
«Πολιτικός ρεαλισμός»
Τον Οκτώβριο του 2009, ο αμερικανός υπουργός Αμυνας, Ρόμπερτ Γκέιτς, διακήρυξε ότι «η μεταφορά της βάσης δεν είναι διαπραγματεύσιμη». Και σε ένδειξη δυσαρέσκειας είχε αρνηθεί να παρακαθίσει σε δείπνο προς τιμήν του. Ακόμα και στο υπουργείο Εξωτερικών, τα στελέχη του οποίου διακρίνονται για τον φιλοαμερικανισμό τους, είναι σοκαρισμένοι. «Εγιναν εκλογές, τέλος πάντων», διαμαρτύρεται υψηλά ιστάμενο στέλεχος, το οποίο, ωστόσο, είναι πρόθυμο να απαριθμήσει πολλούς λόγους για τους οποίους ήταν επωφελής η «ανανέωση της συμφωνίας».
Μήπως, άλλωστε, ο ιάπωνας υπουργός Εξωτερικών, Οκάντα Κατσούγια, σε αντίθεση με τον τέως πρωθυπουργό της χώρας, δεν επικαλείται τον «πολιτικό ρεαλισμό» για να δικαιολογήσει τη διατήρηση της βάσης; Η κακοφωνία αυτή οδηγεί τους διπλωμάτες και τους ανώτερους δημόσιους λειτουργούς να αποφεύγουν να εκφράσουν δημόσια τις απόψεις τους. Οσο για τον τύπο, αυτός ακολουθεί τη γραμμή του Οκάντα. Συμπεριλαμβανομένης και της «Ασάχι Σιμπούν», της ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδας της κεντροαριστεράς, που παραθέτει μια παλιά παροιμία: «Μια αυτοκρατορική εντολή είναι σαν την αναπνοή: άπαξ και δόθηκε, δεν μπορείς να την πάρεις πίσω» (2). Επομένως, ούτε συζήτηση για χειραφέτηση από την αμερικανική προσέγγιση.
Ο καθηγητής Ισίντα Χιντετάκα, ειδικός σε θέματα ΜΜΕ και πρόεδρος του Interfaculty Initiative in Information Studies (IIIS), δεν εκπλήσσεται: «Υπάρχει ένα πανίσχυρο αμερικανικό λόμπι που αγγίζει όλο τον κόσμο, όποια και αν είναι η πολιτική προτίμηση των εφημερίδων, η πολιτική τοποθέτηση των διπλωματών ή των βουλευτών. Εχουν σπουδάσει στα αμερικανικά πανεπιστήμια, συναντώνται συχνά, είναι φίλοι. Γι' αυτούς, η κυβερνητική εναλλαγή πρέπει να γίνει χωρίς συνέπειες. Σαν να μην υπήρχε άλλη επιλογή. Πρέπει να απελευθερωθούμε από αυτό τον τρόπο σκέψης που μας δένει στο άρμα των ΗΠΑ».
Για να γίνει κατανοητή η δυσκολία να φανταστεί κανείς το μέλλον χωρίς το αμερικανικό δεκανίκι, αρκεί μια αναδρομή στην πρώτη περίοδο μετά το τέλος του πολέμου. «Οι ΗΠΑ αντιπροσώπευαν το πολιτικό ιδεώδες. Για την πλειονότητα του πληθυσμού ήταν το συνώνυμο της Δημοκρατίας», επισημαίνει ο Νισιτάνι Οσάμου, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ξένων Γλωσσών του Τόκιο και μέλος της πρωτοβουλίας, μαζί με δεκαπέντε συναδέλφους του, για τη σύνταξη μιας «διακήρυξης» κατά της διατήρησης της βάσης Φουτένμα στην Οκινάουα. Πρέπει επίσης να εντρυφήσει κανείς στη μακρά ιστορία του PLD και των πολλαπλών δεσμών του με την Αμερική, αλλά και στην ανακύκλωση των μιλιταριστικών ελίτ της χώρας, που ενέχονταν σε εγκλήματα πολέμου.
Οι καιροί, όμως, έχουν αλλάξει. «Η Αμερική έχει εξασθενήσει από την οικονομική κρίση, τον ανταγωνισμό των αναδυόμενων οικονομιών, την εμπλοκή της σε πολέμους που δεν μας αφορούν», διαπιστώνει ο Μασάμι Χόντο, νεαρό στέλεχος μιας εταιρείας τηλεφωνίας και δραστήριος στο ειρηνιστικό κίνημα. «Ο Ψυχρός Πόλεμος έχει τελειώσει κι αυτοί συμπεριφέρονται σαν να μαίνεται ακόμα».
Βέβαια, η Ιαπωνία είναι πλέον η δεύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο. Ομως, το ειρηνιστικό Σύνταγμα του 1946, που της απαγορεύει ρητά «τη συμμετοχή σε πόλεμο», ψηφίστηκε στο πλαίσιο των όρων της παράδοσης στον στρατηγό ΜακΑρθουρ -αν και με τον καιρό η Ιαπωνία συγκρότησε και πάλι ένοπλες δυνάμεις που ονομάστηκαν «δυνάμεις αυτοάμυνας».
Μόνιμη βάση
Η Αμερικανο-ιαπωνική Συνθήκη Ασφάλειας, που αναθεωρήθηκε το 1960, προβλέπει ρητά την αμερικανική στρατιωτική παρουσία (μέχρι 260.000 άνδρες) και την εξάρτηση του Τόκιο από την Ουάσιγκτον. Από τότε εφαρμόζεται μια άτυπη συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών: οι ΗΠΑ διαθέτουν ένα είδος «αβύθιστου αεροπλανοφόρου» και το αρχιπέλαγος επωφελείται της αμερικανικής πυρηνικής ομπρέλας· χωρίς να θιγούν οι προστατευτικές πολιτικές της Ιαπωνίας, οι ΗΠΑ ανοίγουν την αγορά τους στα ιαπωνικά προϊόντα, ενώ το Τόκιο, σε αντάλλαγμα, συντηρεί τις δυνάμεις του θείου Σαμ στο έδαφός του. Δεδομένου, δε, ότι ο κοινός εχθρός είναι ο κομμουνισμός, η Αμερική σχεδιάζει την εξωτερική πολιτική και το Τόκιο ακολουθεί. Από τις γεωπολιτικές συνθήκες υπό τις οποίες οι δύο χώρες συνήψαν αυτή συμφωνία, δεν έχει απομείνει τίποτα. Αντιθέτως, η ετεροβαρής συνθήκη είναι πάντα σε ισχύ.
Στην ομιλία του στα στελέχη της Ακαδημίας Εθνικής Αμυνας, στις 22 Μαρτίου 2010, ο Χατογιάμα ήταν καθησυχαστικός: «Η συμμαχία με τις ΗΠΑ συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο της ιαπωνικής εξωτερικής πολιτικής» (3). Ομως, προσέθεταν οι συνεργάτες του, «επιθυμούμε πιο ισορροπημένες σχέσεις». Μερικοί υπενθυμίζουν το κόστος των αμερικανικών βάσεων -τρία δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως- σε μια εποχή που το έλλειμμα του προϋπολογισμού της χώρας έχει εκτιναχθεί στα ύψη.
Σύμβολο κυριαρχίας μιας άλλης εποχής είναι και το καθεστώς ετεροδικίας που ισχύει για τους αμερικανούς στρατιωτικούς. «Οταν συμβαίνει ένα τροχαίο, έρχεται το λευκό αυτοκίνητο της αστυνομίας, ακολουθούμενο από ένα ασπρόμαυρο αυτοκίνητο, αυτό της αμερικανικής στρατονομίας. Η τελευταία είναι η μόνη που έχει δικαίωμα να κάνει ανακρίσεις για υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονται αμερικανοί στρατιωτικοί», εξηγεί ένας κάτοικος της Νάχα (Οκινάουα).
Ο ντόπιος πληθυσμός περιγράφει ένα σωρό αδικήματα Αμερικανών για τα οποία, ανεξαρτήτως της σοβαρότητάς τους (κλοπές, τροχαία, βιασμοί...), οι δράστες ουδέποτε δικάστηκαν.
«Είμαστε η μόνη χώρα που έχει τέτοιας μορφής συμμαχία με της ΗΠΑ», επισημαίνει ο γερουσιαστής Φουζίτα Γιουκιχίσα, γενικός διευθυντής διεθνών υποθέσεων του PDJ κι ένας από της ελάχιστους που υπερασπίζονται την ιδέα μιας αλλαγής, υπενθυμίζοντας, ωστόσο, ότι «εκφράζει προσωπικές απόψεις».
«Στην αρχή, το αντικείμενο της συνθήκης ήταν η προστασία της Ιαπωνίας. Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά η συνθήκη εξυπηρετεί κυρίως τη στρατηγική των ΗΠΑ» και «τους πολέμους τους» στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. «Φυσικά και πρέπει να συνεργαστούμε με τις ΗΠΑ, αλλά με εντελώς διαφορετικό τρόπο». Και με «απόλυτη διαφάνεια», προσθέτει, αναφερόμενος στη «μυστική συμφωνία» που είχαν υπογράψει το 1969 ο αμερικανός πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον και ο ιάπωνας πρωθυπουργός Σάτο Εϊσάκου, το περιεχόμενο της οποίας παρέμεινε απόρρητο μέχρι τον Μάρτιο του 2010, οπότε η επιτροπή που συγκρότησε η νέα κυβέρνηση δημοσιοποίησε την έκθεσή της.
Επισήμως, ο Σάτο είχε πετύχει την ψήφιση των τριών αρχών για τα πυρηνικά, οι οποίες είναι πάντα σε ισχύ: «Ούτε παραγωγή, ούτε κατοχή, ούτε παρουσία στο έδαφος της χώρας». Με αποτέλεσμα να τιμηθεί, το 1974, με το βραβείο Νόμπελ της Ειρήνης. Ανεπισήμως, ο ιάπωνας πρωθυπουργός είχε αποδεχθεί να έχουν απόλυτη ελευθερία κινήσεων οι Αμερικανοί: χρήση των βάσεων στην Ιαπωνία σε περίπτωση πολέμου με τρίτη χώρα χωρίς την προηγούμενη έγκριση της ιαπωνικής κυβέρνησης (πράγμα που απαιτεί η επίσημη συνθήκη), αποθήκευση πυρηνικών όπλων... Η «μυστική» αυτή συμφωνία ήταν γνωστή στην πλειονότητα των ειδικών και των πολιτικών ηγετών. Ολοι τους, με εξαίρεση τους κομμουνιστές και τους ειρηνιστές, τήρησαν τον νόμο της σιωπής για σαράντα χρόνια.
Ακόμα και σήμερα, είναι δύσκολο να έχει κανείς σαφή εικόνα, καθώς οι τοποθετήσεις των πολιτικών επί των σχέσεων με τις ΗΠΑ δεν εντάσσονται σε κάποιο διπολικό πλαίσιο. Στην πραγματικότητα δεν υφίσταται μια σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ των υπέρμαχων της ανεξαρτητοποίησης και των φιλοαμερικανών. Μεταξύ αυτών που επιθυμούν τη χειραφέτηση από την αμερικανική κηδεμονία βρίσκει κανείς δεξιούς εθνικιστές, ιδεολόγους του μιλιταρισμού, ακόμα και νοσταλγούς της προπολεμικής αυτοκρατορίας. Για αυτούς είναι πλέον καιρός να τελειώνει η ιαπωνική «ιδιαιτερότητα» και το ειρηνιστικό της Σύνταγμα -το διάσημο άρθρο 9 που απαγορεύει τις επιθετικές στρατιωτικές επιχειρήσεις (4).
Παραδόξως, δίπλα σε όλους αυτούς βρίσκει κανείς και οπαδούς των στενών σχέσεων με την Ουάσιγκτον, από την εποχή που η αμερικανική κυβέρνηση πιέζει για την επιτάχυνση του επανεξοπλισμού της Ιαπωνίας, προκειμένου να μειώσει το βάρος των δικών της στρατιωτικών δαπανών. «Είμαστε η μόνη χώρα (ή σχεδόν) που έχουμε ένα ειρηνιστικό Σύνταγμα, αλλά καταλαμβάνουμε την πέμπτη θέση στον κόσμο σε στρατιωτικές δαπάνες», παρατηρεί ο Νισιτάνι.
Από το 1990-1991 -την εποχή του πρώτου πολέμου του Κόλπου, στον οποίο η Ιαπωνία δεν μπόρεσε να αποστείλει δυνάμεις, παρά τα αμερικανικά αιτήματα- οι κυβερνήσεις τροποποιούν αδιάκοπα τη σχετική νομοθεσία (1992, 1999 και 2001) ώστε να επιτραπούν οι στρατιωτικές αποστολές έξω από την επικράτεια της χώρας. Ωστόσο, ακόμα και τώρα υπόκεινται σε σημαντικούς περιορισμούς και δεν μπορούν να λάβουν χώρα παρά στο πλαίσιο επιχειρήσεων διατήρησης της ειρήνης, ανθρωπιστικών επεμβάσεων ή αποστολής παρατηρητών εκλογών, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Με αποτέλεσμα, να επινοούνται παιχνίδια ισορροπιών για να δικαιολογηθεί το αδικαιολόγητο.
Κι αν οι αποστολές στρατού στην Καμπότζη, στη Μοζαμβίκη και στη Ρουάντα προκάλεσαν περιορισμένες αντιδράσεις, η στρατιωτική παρουσία στο Ιράκ θεωρήθηκε πραγματική ρήξη με το παρελθόν. Το ίδιο και η αποστολή πλοίων τροφοδοσίας στον Ινδικό ωκεανό για την υποστήριξη των αεροσκαφών του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν. Τηρώντας την προεκλογική του υπόσχεση, ο Χατογιάμα απέσυρε τις δυνάμεις αυτές, τον Ιανουάριο του 2010. Ωστόσο, η ανάπτυξη της αντιπυραυλικής ασπίδας στον Ειρηνικό, σε συνεργασία με τις ΗΠΑ, παραμένει στην ημερήσια διάταξη.
Ο υπουργός Αμυνας, με την υποστήριξη του υπουργού Εξωτερικών, δεν κρύβει τη φιλοδοξία του να στέλνει στρατιωτικές δυνάμεις στο εξωτερικό και να «καθαρίσει» σταδιακά το Σύνταγμα (5). Αντιθέτως, δύο μικρά κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και το Νέο Κόμμα του Λαού, αντιτίθενται σε τέτοιες αποστολές. Και, μολονότι το ειρηνιστικό κίνημα δεν έχει την παλιά του επιρροή, παραμένει εντούτοις δραστήριο (6). Σε αυτό το ασαφές πλαίσιο, ο Χατογιάμα δίστασε πολύ πριν υποκύψει στην πίεση των αμερικανόφιλων και εφαρμόσει το σχέδιο του 1996 για την Οκινάουα (7).
Αναθεώρηση
Για τον γερουσιαστή του Δημοκρατικού Κόμματος Φουτζίτα, πρέπει «να γίνει επαναδιαπραγμάτευση του καθεστώτος της Αμερικανο-ιαπωνικής Συνθήκης Ασφάλειας. Ο αμερικανικός στρατός πρέπει να μείνει, αλλά η σύνθεσή του και οι βάσεις του πρέπει να αναθεωρηθούν. Ο αριθμός των βάσεων πρέπει να μειωθεί». Κατά τη γνώμη του, δύο λόγοι τουλάχιστον δικαιολογούν «την παρουσία του αμερικανικού στρατού. Ο ένας είναι ότι η Ιαπωνία δεν διαθέτει επαρκείς ένοπλες δυνάμεις. Εκτός κι αν αποφασίσει να επανεξοπλιστεί, πράγμα που δεν συζητείται επί του παρόντος. Από την άλλη, οι γειτονικές χώρες θα ανησυχούσαν σοβαρά αν έβλεπαν την Ιαπωνία να επανεξοπλίζεται. Η συνεργασία της με τις ΗΠΑ τις καθησυχάζει».
Η Ουάσιγκτον εγγυητής της ειρήνης στην Ασία; Δεν είναι βέβαιο ότι την άποψη αυτή συμμερίζονται όλοι οι γείτονες της Ιαπωνίας. Αντιθέτως, όλοι θα έβλεπαν με πολύ κακό μάτι την επιστροφή των μιλιταριστικών της φιλοδοξιών. Ηδη οι συστηματικές επισκέψεις, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, του τότε πρωθυπουργού, Κοϊζούμι Ζουνιχίρο, στο νεκροταφείο του Γιασουκούνι, όπου είναι θαμμένοι οι εγκληματίες πολέμου, είχε προκαλέσει έντονες διαμαρτυρίες στην Κίνα και στη Νότια Κορέα.
Εκτοτε, οι προκλήσεις αυτές σταμάτησαν. Ωστόσο, η Ιαπωνία «δεν έχει ακόμα τακτοποιήσει τους λογαριασμούς της με την Ιστορία», τονίζει ο Ισίντα. Η διαπίστωση αυτή, που επαναλαμβάνεται συχνά στις συζητήσεις μεταξύ των ειδικών και των διπλωματών, πλήττει τις φιλοδοξίες άσκησης ασιατικής πολιτικής της χώρας, η οποία είναι πλέον μεταξύ των προτεραιοτήτων της. Ο Χατογιάμα έχει διατυπώσει πρόταση για τη δημιουργία μιας «ασιατικής κοινότητας», στο πρότυπο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Το κύριο διακύβευμα είναι, φυσικά, η Κίνα. Η τεράστια αγορά της μπορεί να διασφαλίσει «το μέλλον της Ιαπωνίας», όπως λέγεται συχνά στις συζητήσεις των εμπορικών κύκλων. Μετά από δέκα και πλέον χρόνια κρίσης, η ιαπωνική οικονομία παραμένει στραμμένη προς τις εξαγωγές, που αυτή την εποχή είναι σε ελεύθερη πτώση. Η Ασία, που επέδειξε μεγαλύτερες αντοχές στην πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση, υποκατέστησε τη Δύση στο ιαπωνικό εμπόριο, η Κίνα υποσκέλισε τις ΗΠΑ και είναι πλέον ο πρώτος εμπορικός εταίρος της Ιαπωνίας.
Η κατάσταση αυτή δημιουργεί δεσμούς. Το 2009, το 25% των ιαπωνικών εξαγωγών κατευθύνθηκε προς την Κίνα, το 16% προς τις ΗΠΑ και το 12% προς την Ευρώπη. Ομως, το εμπόριο δεν αρκεί για να αλλάξει τις νοοτροπίες.
Οι κοινές ρίζες της Κίνας και της Ιαπωνίας, από τη μεταλαμπάδευση της γραφής μέχρι αυτή του κομφουκισμού και του βουδισμού, είναι πολλές και λογικά θα έπρεπε να έχουν δημιουργήσει μια καλή βάση για συνεργασία. Αλλά το παρελθόν είναι επιβαρημένο από αντιπαραθέσεις. Κάποτε οι Κινέζοι αυτοκράτορες θεωρούσαν την Ιαπωνία ένα έθνος νάνων, ικανό ίσα ίσα να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του. Από την πλευρά τους οι Ιάπωνες, στις αρχές του περασμένου αιώνα, προέβησαν σε μια αποικιακή επέκταση σπάνιας αγριότητας σε βάρος της Κίνας.
Οι πληγές από την κατάληψη της Μαντζουρίας και τις σφαγές της Νανκίν είναι ακόμα ανοιχτές. Και, μολονότι η Ιαπωνία είναι το μοναδικό θύμα του καταστροφικότερου όπλου -της ατομικής βόμβας- δεν έχει αντλήσει όλα τα διδάγματα από τους επιθετικούς της πολέμους, όπως έχει πράξει η σύμμαχός της στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, Γερμανία. Ακόμα και σήμερα, το μουσείο που βρίσκεται δίπλα στο νεκροταφείο του Γιασουκούνι υπερασπίζεται τον «αμυντικό πόλεμο» (sic) του Ειρηνικού.
Η μεγάλη ένταση, που το 2005 είχε φθάσει σε παροξυσμό, έχει καταλαγιάσει. Στην Ταϊβάν -ένα από τα μήλα της έριδος μεταξύ του Πεκίνου και του Τόκιο- η εκλογή του προέδρου Μα Γινγκζέου, ο οποίος, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του που ήταν υπέρμαχος της ανεξαρτησίας, είναι υπέρ της συνεργασίας με την Κίνα, επέτρεψε να δημιουργηθεί ξανά ένα πνεύμα συνεννόησης. Η αποχώρηση από το πολιτικό σκηνικό του Κοϊζούμι στην Ιαπωνία έδωσε το σύνθημα της ομαλοποίησης των σχέσεων.
Ο Χατογιάμα πρότεινε στον Χου Ζιντάο «να μετατρέψουν τα ταραγμένα νερά της Κινεζικής Θάλασσας σε θάλασσα αδελφοσύνης» (8) -αναφορά στη διαμάχη των δυο χωρών για τα νησιά Σενκάκου (Ντιαογιού). Τον Δεκέμβρη του 2009, ο κινέζος αντιπρόεδρος, Τσι Ζινπίνγκ, επισκέφθηκε το Τόκιο και, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο, παραβίασε το πρωτόκολλο για να μπορέσει να συναντηθεί με τον αυτοκράτορα Ακιχίτο. Από την πλευρά του, ο ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος της Ιαπωνίας, Οζάβα Ιχίρο, ηγήθηκε μιας αντιπροσωπείας εξακοσίων προσωπικοτήτων σε μια επίσημη επίσκεψη στην Κίνα χωρίς προηγούμενο.
«Οι πρόοδοι είναι σημαντικές», διαβεβαιώνει ο καθηγητής Κοκουμπούν Ρυοσέι, του Πανεπιστημίου Κέιο του Τόκιο, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι πρέπει να αποφεύγονται οι απλουστευτικές προσεγγίσεις. Δεν υπάρχει, λοιπόν, κινεζο-ιαπωνικό δίδυμο που επιθυμεί να διώξει τους Αμερικανούς από την Ασία, αλλά μια τριγωνική σχέση (ΗΠΑ, Κίνα, Ιαπωνία). Το τρίο αυτό πέρασε από χίλια κύματα στον εικοστό αιώνα: σινο-αμερικανική συμμαχία κατά της Ιαπωνίας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στη συνέχεια αμερικανο-ιαπωνική συμμαχία ενάντια στην Κίνα, «τουλάχιστον μέχρι το 1970, όταν και για τις τρεις χώρες ο κοινός εχθρός ήταν η Σοβιετική Ενωση».
Την εποχή εκείνη, η ξαφνική αλλαγή στάσης της Ουάσιγκτον έναντι του Πεκίνου αιφνιδίασε το Τόκιο, σε σημείο που ακόμα μιλούν για το «σοκ Νίξον», προκειμένου να περιγράψουν το ταξίδι του αμερικανού προέδρου στο Πεκίνο το 1972 και την αναγνώριση της, μέχρι τότε, μισητής Κίνας. Ανάλογο ήταν το σοκ και το 1998. «Ο πρόεδρος Κλίντον έμεινε μια εβδομάδα στο Πεκίνο χωρίς να περάσει από το Τόκιο», εξηγεί ο Κοκουμπούν. «Αρχισαν όλοι να ανησυχούν για την παράκαμψη του Τόκιο (passing Tokyo) και να φοβούνται ότι η νέα σινο-αμερικανική στρατηγική συνεργασία θα γινόταν σε βάρος της Ιαπωνίας».
Δεν φτάνει ο Ομπάμα
Η επιστροφή στον Λευκό Οίκο των Δημοκρατικών αναζωπύρωσε της ανησυχίες. Επισήμως, όλος ο κόσμος επιχαίρει για τις απόψεις του προέδρου Ομπάμα σχετικά με τον πυρηνικό αφοπλισμό, «που τον διεκδικούμε εδώ και πολλά χρόνια», υπενθυμίζουν στο υπουργείο Εξωτερικών. Αλλά όλοι σημείωσαν τη μακρά επίσκεψη του αμερικανού προέδρου στον γιγαντιαίο γείτονα, έπειτα από μια σύντομη στάση στο Τόκιο, τον περασμένο Νοέμβριο.
Η νέα ιαπωνική κυβέρνηση θέλει να αποφύγει μια συνεχή άμεση συνεργασία μεταξύ της Ουάσιγκτον και του Πεκίνου από την οποία η Ιαπωνία θα έχει αποκλειστεί. Εξ ου και η επίθεση φιλίας προς το Πεκίνο και η επιθυμία της να αποκτήσει (επιτέλους) πολιτικό κύρος στην περιοχή. Η αλήθεια είναι ότι η ιδέα της «ασιατικής κοινότητας» δεν είναι δική της. Είχε προταθεί κατά την χρηματοπιστωτική κρίση της δεκαετίας του '90 και τότε την είχαν καταπολεμήσει η Ουάσιγκτον και το Πεκίνο. Ο Χατογιάμα ανανέωσε την πρόταση «για τη δημιουργία, μακροπρόθεσμα, ενός ενιαίου (ασιατικού) νομίσματος», που θα δηλώνει «τον νέο ρόλο της Ασίας στη διαχείριση των υποθέσεων του κόσμου» (9). Ηδη έχει δημιουργηθεί, σε εμβρυακή μορφή, ένα νομισματικό ταμείο, στο οποίο προσχώρησε και η Νότια Κορέα, και του οποίου ο ρόλος είναι να βοηθάει τις χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Στο μεταξύ, ο ανταγωνισμός συνεχίζεται.
Προβάδισμα της Κίνας
Η Κίνα πήρε το διπλωματικό προβάδισμα υπογράφοντας, με την Ενωση των Εθνών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN) (10), μια συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών από την 1η Ιανουαρίου 2010. Προσπαθώντας να καλύψει την καθυστέρησή του, το Τόκιο στράφηκε με θέρμη προς την Ινδία, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία για να συγκροτήσουν το «τόξο της ελευθερίας», σε αντιδιαστολή με τον κινεζικό αυταρχισμό.
Η ιαπωνική κυβέρνηση θέλει να «κερδίσει» κυρίως το Νέο Δελχί, φυσικό αντίβαρο στην επιρροή της Κίνας. Οι δύο χώρες υπέγραψαν μια συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας τον Οκτώβριο του 2008· με την παρότρυνση των αμερικανών σχεδιάζονται κοινές στρατιωτικές ασκήσεις. Οι προνομιακές αυτές σχέσεις, μολονότι ελπιδοφόρες, είναι ελάχιστης οικονομικής σημασίας, καθώς οι ανταλλαγές με την Ινδία αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 1% του ιαπωνικού εμπορίου.
Μερικά στελέχη της ιαπωνικής κυβέρνησης εναποθέτουν τις ελπίδες τους στον ιαπωνο-κορεατικό άξονα, κατά το παράδειγμα του γαλλο-γερμανικού άξονα στην Ευρώπη. Ενας εμπειρογνώμονας του υπουργείου Εξωτερικών σε θέματα Ασίας εξομολογείται: «Με την Κίνα μιλάμε την ίδια γλώσσα στην οικονομία, αλλά υπάρχουν μεγάλες διαφορές στα υπόλοιπα θέματα. Στη Νοτιοανατολική Ασία μόνο δύο χώρες έχουν παράλληλα οικονομία της αγοράς και δημοκρατικό πολίτευμα: η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα. Αυτές μπορούν να γίνουν η ατμομηχανή της περιφερειακής συνεργασίας».
Υπάρχει, ωστόσο μεγάλη απόσταση από τα λόγια στην πράξη. Γιατί, η μεν Κίνα φοβίζει, η δε Ιαπωνία δεν καθησυχάζει.
Και εδώ η πρόσφατη Ιστορία ρίχνει βαριά τη σκιά της και εμποδίζει μια διπλωματική αναδιάταξη. Παρά τα τρία χρόνια συνεργασίας, που κατέληξαν σε μια έκθεση 2.200 σελίδων, η οποία δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2010, η επιτροπή των νοτιοκορεατών και ιαπώνων ιστορικών δεν κατόρθωσε να καταλήξει σε συμφωνία σε ζητήματα - κλειδιά, όπως η καταναγκαστική εργασία που είχαν επιβάλει οι ιαπωνικές αρχές στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου ή η στρατολόγηση των «γυναικών ανακούφισης», έκφραση που χρησιμοποιούνταν για τις Κορεάτισσες οι οποίες υποχρεώθηκαν να ακολουθούν τα ιαπωνικά στρατεύματα και να εκπορνεύονται. «Χρειάζεται υπομονή», παραδέχεται ο εμπειρογνώμονας του υπουργείου Εξωτερικών. «Οι εμπορικές και πολιτικές διαπραγματεύσεις προχωρούν πλέον με ταχύτερους ρυθμούς. Από τότε που μπήκαν στο κλαμπ των προηγμένων χωρών, οι Κορεάτες έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Από τη δική μας την πλευρά, είμαστε έτοιμοι να εξετάσουμε με περισσότερη νηφαλιότητα την Ιστορία». Εντούτοις, μια μορφή τριμερούς συνεργασίας -Ιαπωνία, Κίνα και Νότια Κορέα- είδε το φως της ημέρας σεμνά και ταπεινά.
Οι συναντήσεις, που αφορούσαν σε ζητήματα οικονομικής φύσης, γίνονταν από το 1999 στο περιθώριο των συνόδων του ASEAN. Στις 13 Δεκεμβρίου 2008 έγινε για πρώτη φορά επίσημη συνάντηση των τριών χωρών. «Η ιδέα της Κοινότητας της Νοτιοανατολικής Ασίας αρχίζει επιτέλους να παίρνει σάρκα και οστά», επισημαίνει ο Κοκουμπούν.
Αλλά, αν κρίνουμε από τις διαφορετικές προσεγγίσεις του βορειοκορεατικού «ζητήματος», ο δρόμος είναι μακρύς: πιέσεις και διαπραγματεύσεις είναι η επιλογή του Πεκίνου, αποφασιστικότητα προτιμά η Σεούλ που αντέδρασε ψύχραιμα στις προκλήσεις της Πιονγιάνγκ, την απομόνωση προτιμάει το Τόκιο. Οι πύραυλοι που πέρασαν πάνω από την Ιαπωνία και οι πυρηνικές απειλές ανησυχούν την Ιαπωνία, μολονότι, στην πραγματικότητα, κανείς δεν τις πιστεύει στ' αλήθεια.
Ενα άλλο σημείο τριβής που εμποδίζει την Ιαπωνία να αναλάβει στρατηγικές πρωτοβουλίες είναι οι ρώσο-ιαπωνικές σχέσεις. Και σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν εκκρεμότητες από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέχρι σήμερα, δεν έχει υπογραφεί συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Μόσχας και του Τόκιο, εξαιτίας του ζητήματος των Κουρίλων νήσων, τις οποίες η Ιαπωνία ονομάζει Βόρεια Περιοχή. Εχοντας μεγάλη ανάγκη ενεργειακών πόρων και λόγω του ανταγωνισμού με τον κινέζο άσπονδο αδελφό, η ιαπωνική κυβέρνηση επιθυμεί να διαπραγματευτεί. Οι διμερείς συναντήσεις πολλαπλασιάζονται.
Η νέα εποχή
Εξήντα χρόνια μετά την ήττα στον πόλεμο του Ειρηνικού και είκοσι χρόνια μετά από την κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας, η Ιαπωνία αναζητά τον δρόμο της για να μπει στη μετά τον Ψυχρό Πόλεμο περίοδο. Η νέα ιαπωνική κυβέρνηση μιλάει για αυτονομία έναντι των ΗΠΑ και αναζητά μια νέου τύπου περιφερειακή συνεργασία. Με την Κίνα σε έναν τριγωνικό χορό; Ενάντια στο Πεκίνο και με την αμερικανική κηδεμονία πάντα πανίσχυρη;
Στην πραγματικότητα, η συγκυρία δεν μπορούσε να είναι χειρότερη για την αλλαγή που ονειρεύεται η νέα ιαπωνική κυβέρνηση: η Κίνα αισθάνεται ώριμη να δοκιμάσει τα φτερά της, ενώ η Ιαπωνία χάνει την ορμή της..
(1) Η αναθεωρημένη εκδοχή της συνθήκης του 1951 υπογράφηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1960 και κυρώθηκε τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου.
(2) Κύριο άρθρο της «Ασάχι Σιμπούν», Τόκιο, 2 Απριλίου 2010.
(3) Ομιλία και δηλώσεις του πρωθυπουργού, http://www.kantei.go.jp/foreign/index-e.html
(4) Βλ. Emile Guyonnet, «Περιφερειακή δύναμη η Ιαπωνία στον Ειρηνικό», «Le Monde diplomatique»-«Κ.Ε.», 23-04-06. Βλ. http://www.monde-diplomatique.gr/spip.php?article288.
(5) Βλ. Masami Ito, «Greater peacekeeping role ΟΚ, not truce enforcement», The «Japan Times», Τόκιο, 23 Μαρτίου 2010.
(6) Βλ. Katsumata Makoto, «Le mouvement pacifiste japonais depuis les annees 1990 ; les debats en cours », «Recherches internationales», Νο 86, Παρίσι, Απρίλιος - Ιούνιος 2009.
(7) Βλ. Gavan McCormac, «Client state: Japan in the American Embrace», Verso, Νέα Υόρκη και Λονδίνο, 2007.
(8 )Δηλώσεις δημοσιευμένες στην Japan Times Online, 23 Σεπτεμβρίου 2009.
(9) Συνέντευξη στη «South China Morning Post», 25 Οκτωβρίου 2009.
(10) Βιετνάμ, Βιρμανία, Ινδονησία, Καμπότζη, Λάος, Μαλαισία, Μπρουνέι, Σιγκαπούρη Ταϊλάνδη, Φιλιππίνες. Το ASEAN μαζί με την Ιαπωνία, την Κίνα και τη Νότια Κορέα συγκροτούν το ASEAN + 3.

Βαρβάρα Τερζάκη


Άρθρο MARTINE BULARD-εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Le Monde diplomatique, 04-07-2010

Ο ρομαντικός Ζοζέ Σαραμάγκου

Νομπελίστας συγγραφέας, ποιητής, σεναριογράφος, δημοσιογράφος, οργισμένος μπλόγκερ και ενεργός πολίτης ώς το τέλος
«Ο μαθητευόμενος σκέφτηκε: “Είμαστε τυφλοί” κι έκατσε να γράψει το “Περί τυφλότητος”, για να υπενθυμίσει, σε όποιον τυχόν το διαβάσει, πως όταν εξευτελίζουμε τη ζωή χρησιμοποιούμε διεστραμμένα τη λογική, πως η αξιοπρέπεια της ανθρώπινης ύπαρξης προσβάλλεται καθημερινά από τους κραταιούς του κόσμου μας, πως το παγκόσμιο ψέμα πήρε τη θέση της πληθυντικής αλήθειας και πως ο άνθρωπος έπαψε να σέβεται τον εαυτό του όταν έχασε τον σεβασμό του για τον πλησίον. Κατόπιν, ο μαθητευόμενος, σαν να ’θελε να εξορκίσει τα τέρατα που γέννησε η τυφλότητα της λογικής, βάλθηκε να γράψει την πιο απλή απ’ όλες τις ιστορίες του: ένας άνθρωπος αναζητεί έναν άλλον άνθρωπο, μόνο και μόνο γιατί κατάλαβε πως αυτό είναι το πιο σημαντικό που μπορεί να απαιτήσει η ζωή από μια ανθρώπινη ύπαρξη».Μ’ αυτά τα λόγια τελείωνε την ομιλία, το 1998, στη Στοκχόλμη, ο νομπελίστας συγγραφέας εκείνης της χρονιάς. Ο Πορτογάλος Ζοζέ Σαραμάγκου ήταν ήδη 76 χρόνων, αλλά σ’ αυτήν την ομιλία στη θέση του μαθητευόμενου έβαλε τον εαυτό και διηγήθηκε στα μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας πώς άρχισε να γράφει, τι και ποιοι τον επηρέασαν. Ετσι μοιραζόταν τις σκέψεις του, σε όλη του τη ζωή, που τελείωσε πριν από δέκα μέρες. Και στο τέλος της ζωής του, θέλησε να τις μοιραστεί με πολύ περισσότερους από τους αναγνώστες των βιβλίων του: με όσους γοητεύονται από το Διαδίκτυο και επικοινωνούν μέσα από τις δικές του διαδρομές. Ετσι, από το blog του σχολίασε ένα σωρό θέματα και ζητήματα της επικαιρότητας: για τον Σαρκοζί, για το Ισραήλ, για τον Μπόρχες, τον Αμάντο και τον Φουέντες, αλλά και για τον Ομπάμα, τη Γάζα, τον νέο καπιταλισμό, το Γκουαντάναμο, την Αριστερά, τη Δικαιοσύνη, τον αθεϊσμό. Aκόμη, για ταπεινά περιστατικά της καθημερινότητας ή των προσωπικών του σκέψεων. Μερικά από αυτά τα κείμενα έγιναν το προτελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Το τετράδιο». Από αυτό το ιδιόμορφο τετράδιο αντλούμε μερικές από τις παρεμβάσεις και τις επισημάνσεις του:12 Φεβρουαρίου 2009: Λέμε σε όσους βρίσκονται σε σύγχυση «Γνώθι σαυτόν», σαν να ’ταν η γνωριμία με τον εαυτό μας η πέμπτη και δυσκολότερη πράξη της ανθρώπινης αριθμητικής, λέμε στους άβουλους «Θέλω ίσον μπορώ», σαν να μη διασκεδάζουν καθημερινά οι κτηνωδίες του κόσμου αυτού αντιστρέφοντας τη σχετική θέση των ρημάτων, λέμε στους αναποφάσιστους «Ξεκίνα απ’ την αρχή», σαν να ’ταν η αρχή η ορατή πάντα άκρη ενός κακοτυλιγμένου νήματος που αρκεί να το τραβήξει κανείς και να συνεχίσει να τραβάει για να φτάσει στην άλλη άκρη, στο τέλος, και σαν ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη να είχαμε στα χέρια μια γραμμή ισόπεδη και συνεχή όπου δεν θα χρειαζόταν να διαλυθούμε εμείς ούτε να ξετυλιχτούμε μπερδεμένοι, πράγμα απίθανο να συμβεί στη ζωή των κουβαριών και, αν μου επιτραπεί ακόμα μια κοινοτοπία, και στα κουβάρια της ζωής.23 Ιανουαρίου 2009: Οι ερωτήσεις «Ποιος είσαι;» ή «Ποιος είμαι;» έχουν εύκολη απάντηση: διηγείται ο άνθρωπος τη ζωή του κι έτσι παρουσιάζεται στους άλλους. Η ερώτηση που δεν έχει απάντηση διατυπώνεται αλλιώς: «Τι είμαι;» Οχι «ποιος», αλλά «τι». Αυτός που θα κάνει την ερώτηση θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια λευκή σελίδα και το χειρότερο είναι πως δεν θα μπορέσει να γράψει ούτε μια λέξη.22 Νοεμβρίου 2008: Μόλις βγήκαμε από τη συνέντευξη Tύπου στο Σάο Πάολο, τη συλλογική, όπως τη λένε εδώ. Με εκπλήσσει που διάφοροι δημοσιογράφοι με ρώτησαν για την ιδιότητά μου ως blogger, ενώ είχαμε πίσω μας την αναγγελία μιας εκπληκτικής έκθεσης που οργάνωσε το Ιδρυμα Σέσαρ Μανρίκε στο Ινστιτούτο Τόμι Οτάκε, με μέγιστους εκπροσώπους και χορηγούς και με την παρουσίαση ενός καινούργιου βιβλίου εν όψει. Αλλά πολλοί δημοσιογράφοι ενδιαφέρθηκαν για την απόφασή μου να γράψω στην «ατέρμονη σελίδα του Διαδικτύου». Μήπως εδώ, για να πούμε την αλήθεια, μοιάζουμε όλοι μεταξύ μας; Είναι αυτό ό, τι πιο κοντινό στην εξουσία των πολιτών;Το έργο του στα Eλληνικά«Η ιστορία της άγνωστης νήσου» (διηγήματα 2001), «Η πέτρινη σχεδία» (μυθιστόρημα, 2000), «Η σπηλιά» (μυθιστόρημα, 2003), «Ιστορία της πολιορκίας της Λισαβόνας» (μυθιστόρημα, 1998), «Μικρές αναμνήσεις» (αυτοβιογραφία, 2008), «Ο άνθρωπος αντίγραφο» (μυθιστόρημα, 2005), «Ολα τα ονόματα» (μυθιστόρημα, 1999), «Περί θανάτου» (μυθιστόρημα, 2007), «Περί τυφλότητος» (μυθιστόρημα, 1998), «Περί φωτίσεως» (μυθιστόρημα, 2006), «Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον» (μυθιστόρημα, 1997), «Το μεγαλύτερο λουλούδι του κόσμου» (μια ιστορία για μικρούς και μεγάλους, 2006), «Το ταξίδι του ελέφαντα» (διήγημα, 2009), «Το τετράδιο» (κείμενα που γράφτηκαν για το blog, 2010). Σύντομα θα κυκλοφορήσει το τελευταίο του μυθιστόρημα, με τίτλο «Κάιν» και θέμα του μια διαφορετική ανάγνωση της γνωστής βιβλικής ιστορίας. Ολα τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Καστανιώτης», σε μετάφραση από τα Πορτογαλικά της Αθηνάς Ψυλλιά.
Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Ολγας Σελλα-εφ. Καθημερινή, 27-06-2010

Επιστολή προς μουσουλμάνες



Μακριά ή κοντή, στερεωμένη καλά ή χαλαρά τυλιγμένη, η ισλαμική μαντίλα είναι το πιο επίμαχο θρησκευτικό σύμβολο σήμερα, στη Δύση όσο και στον μουσουλμανικό κόσμο. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα υποστήριξε ότι οι δυτικές χώρες δεν πρέπει να υπαγορεύουν στις μουσουλμάνες γυναίκες τι να φορούν.
Ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί, αντίθετα, δήλωσε πρόσφατα ότι η μπούργκα, το ισλαμικό ένδυμα που καλύπτει ολόκληρο το κεφάλι και το σώμα της γυναίκας, «δεν είναι καλοδεχούμενη στο γαλλικό έδαφος». Η γαλλική Βουλή συζητάει τώρα ένα νομοσχέδιο που θα απαγορεύει την μπούργκα σε δημόσιους χώρους.
Η Μάρνια Λάζρεγκ, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, γεννημένη στην Αλγερία, υποστηρίζει με πάθος ότι οι μουσουλμάνες δεν πρέπει να φορούν τη μαντίλα όπως τη φορούσαν υπάκουα οι μητέρες και οι γιαγιάδες τους. Την ανησυχεί ιδιαίτερα η τάση «επαναφοράς» της μαντίλας στη Δύση και στις ισλαμικές χώρες, όπου οι κόρες γυναικών που κυκλοφορούσαν ακάλυπτες αποφασίζουν τώρα να καλυφθούν.
Πιστεύει όμως επίσης ότι οι δημοκρατικές κυβερνήσεις δεν θα έπρεπε να επιβάλλουν κώδικες ένδυσης με νόμο. Ετσι, έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «Questioning the Veil: Open Letters to Muslim Women» (εκδ. Princeton University Press), μια συλλογή επιστολών στις μουσουλμάνες, προσπαθώντας να τις πείσει να απαλλαγούν από τη μαντίλα.
Παρ’ ότι είναι κάπως άνισο και δεν λαμβάνει υπόψη τη σπουδαιότητα του κοσμικού κράτους στη Γαλλία, το βιβλίο αυτό έχει μια μεγάλη αρετή. Παίρνει στα σοβαρά τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι υπερασπιστές της μαντίλας, οι άνδρες όσο και οι γυναίκες. Τα επιχειρήματα αυτά ποικίλλουν: ότι είναι μια εκδήλωση σεμνότητας και ευσέβειας που επιβάλλεται από το Κοράνι· ότι προσφέρει προστασία από τη σεξουαλική αντικειμενοποίηση της γυναίκας και την παρενόχληση μέσα σε μια έκλυτη, καταναλωτική κοινωνία· ότι αποτελεί μια πολιτική δήλωση και επιβεβαίωση του Ισλάμ· ότι είναι ένα σύμβολο υπερηφάνειας των μουσουλμάνων μέσα σ’ ένα ισλαμοφοβικό κόσμο.
Ενα ένα, η συγγραφέας ξεχωρίζει και καταρρίπτει τα επιχειρήματα αυτά, εκθέτοντας την υποκρισία και την αντιφατικότητά τους και αντλώντας υλικό από μελέτες και συνεντεύξεις με μουσουλμάνες γυναίκες που φορούν τη μαντίλα.
Πάνω στο θέμα της σεμνότητας, για παράδειγμα, η κ. Λάζρεγκ υπογραμμίζει ότι το Κοράνι μπορεί να διαβαστεί με διαφορετικούς τρόπους. Το ιερό κείμενο συνιστά χαλαρά στις γυναίκες «να τραβούν το πέπλο τους πάνω στον κόρφο τους και να μην αποκαλύπτουν τα στολίδια τους παρά μόνον στους συζύγους τους» ή «να καλύπτουν τον κόρφο τους με το πέπλο τους και να μην επιδεικνύουν τα κοσμήματά τους» ή «να τραβούν το σάλι τους πάνω από τα ανοίγματα των ενδυμάτων τους». Με αυτές τις εκφράσεις εννοείται μήπως το πρόσωπο και τα μαλλιά; Γιατί ένα κάλυμμα της κεφαλής, ιδιαίτερα όταν φοριέται από μια γυναίκα έντονα μακιγιαρισμένη, είναι πιο «σεμνό» από ένα ευπρεπές μοντέρνο φόρεμα;
Η συγγραφέας δεν είναι καθόλου υπομονετική με εκείνες τις φεμινίστριες σε δυτικά πανεπιστήμια οι οποίες υποστηρίζουν πως η μαντίλα είναι μια μορφή ενδυνάμωσης για τις μουσουλμάνες, οι οποίες απορρίπτουν τις κατηγορίες περί σεξουαλικής καταπίεσης ως ελιτίστικες δυτικές αντιλήψεις.
Μια τέτοια επιχειρηματολογία, λέει η κ. Λάζρεγκ, δίνει καλή αφορμή για ακαδημαϊκές συζητήσεις, αλλά είναι απλουστευτική και επικίνδυνη.
Ορισμένοι μουσουλμάνοι διανοούμενοι, άνδρες κυρίως, εκμεταλλεύονται τέτοιου είδους επιχειρήματα για να δικαιολογήσουν την επαναφορά της μαντίλας από μορφωμένες νεαρές κοπέλες που αναζητούν την ταυτότητά τους.
Οι απόπειρες να παρουσιαστεί η μαντίλα σαν όργανο ενδυνάμωσης των γυναικών, γράφει, «βασίζονται σε μια αμφίβολη μεταμοντέρνα αντίληψη περί δύναμης, σύμφωνα με την οποία οτιδήποτε αναλαμβάνει να κάνει μια γυναίκα είναι απελευθερωτικό εφ’ όσον η ίδια πιστεύει ότι ασκεί κάποιο είδος “αντίστασης” ή αυτοεπιβεβαίωσης, όσο σφαλερό κι αν είναι αυτό». Με τις επιστολές της, η κ. Λάζρεγκ προσφέρει ένα πολύ χρήσιμο και επίκαιρο αντίλογο.

Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο The Economist-εφ. Καθημερινή, 27-06-2010

Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής

«Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ κοντόν σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου του, δεν ημπορεί να γαυγίζη ούτε να δαγκάση έξω από την ακτίνα και το τόξον τα οποία διαγράφει το κοντόν σχοινίον, παρομοίως κ’ εγώ δεν δύναμαι ούτε να είπω, ούτε να πράξω τίποτε περισσότερον παρ’ όσον μου επιτρέπει η στενή δικαιοδοσία, την οποίαν έχω εις το γραφείον του προϊσταμένου μου».Περιγράφει τον εαυτό του αυτολοιδορούμενος ο παπαδιαμαντικός αφηγητής, στο «Ονειρο στο κύμα». Και περιγράφει την παρούσα κατάσταση πικράς αθυμίας του Ελληνος, έτσι δεμένου με κοντό σχοινί, ώστε αν τεντωθεί να κινδυνεύει να πνιγεί, να σχοινιασθή.Οσες φορές διαβάζω το «Ονειρο στο κύμα», διακρίνω κάτι καινούργιο. Τούτη τη φορά, μέσα από την αυτολοιδορία του Παπαδιαμάντη διακρίνω τη σοφή αποδοχή του παρόντος: το παρόν ως ήπια διάψευση προσδοκιών, ως αναπόφευκτη προδοσία του παρελθόντος, το παρόν ως αναπόδραστη πτώση του φυσικού ανθρώπου, του «ωραίου εφήβου, του καστανόμαλλου βοσκού», και ως ανάδυση του μετέωρου μεσήλικου, του «περιωρισμένου και ανεπιτήδειου».Ετσι ακούει τον σφυγμό της τώρα η γενιά της μεταπολίτευσης: νηματώδη, σιγαλό, σβησμένο· σαν υπόμνηση διαρκούς προδοσίας, σαν αφήγηση μετάλλαξης: «Ημην πτωχόν βοσκόπουλο εις τα όρη. Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής. [...] Ημην ωραίος έφηβος, κ’ έβλεπα το πρωίμως στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπόν μου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας βρύσεις...»Ημην ο Δάφνις, ο Ορφέας... Και είμαι δεσμώτης, ηττημένος, υπόδουλος και άπραγος. Το ένα άκρο της αφήγησης μάς φέρνει αβίαστα στο άλλο. Ο αφηγητής δεν νοσταλγεί μόνο, περιγράφει εναργώς την προδιαγεγραμμένη πορεία, από την αθωότητα προς τη γνώση, από την ανεμελιά του ευγενούς άγριου προς την κατήφεια του αποξενωμένου μισθωτού. Ωστόσο, η αποδοχή της σκληρής μοίρας, ο αυτοοικτιρμός και ο αυτοσαρκασμός, δεν αποτρέπουν τον στεναγμό και τη λαχτάρα της αναπολήσεως: «Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!..». Ο πυρήνας είναι πυρακτωμένα ρομαντικός, είναι η αιώνια επιστροφή στη νιότη, ο Παπαδιαμάντης δεν αποδέχεται την προσγείωση στον «περιωρισμένο και ανεπιτήδειο» βίο, αντηχεί τον αιώνιο έφηβο Ρεμπώ, τον παράφορο Μπωντλέρ, τον ειρωνευτή Φλωμπέρ, τον ανατόμο Μπαλζάκ.Παρόμοια πτώση και παρόμοια άρνηση βιώνει τώρα η γενιά της Μεταπολίτευσης – όσοι τουλάχιστον μπορούν ακόμη να ανακαλέσουν τη νεανική αθωότητα και να την αισθανθούν. Ακόμη και τα χρόνια του ’70, ώς τις αρχές του ’80, η αθωότητα έμοιαζε με τα χρόνια του Παπαδιαμάντη. Τα νησιά, τα χωριά, οι επαρχιακές πόλεις είχαν δικούς τους ρυθμούς, χαρακτήρα. Η Αθήνα ήταν μια μεσογειακή πόλη, ράθυμη, με βραδύ βίο, φθηνή διαβίωση· δεν ήταν η σημερινή μητρόπολη των άκρων, των νεόπλουτων και των αποκλεισμένων, του εγκλήματος και της ασυμμετρίας, της φαντασμαγορίας.Αλλαξαν οι άνθρωποι. Αλλάξαμε. Ξεχάσαμε το χωριό καταγωγής, κι όταν το θυμηθήκαμε είχε αλλάξει και μας πλήγωνε. Ξεχάσαμε τη γενέθλια γειτονιά, κι όταν επιστρέψαμε δεν την αναγνωρίζαμε. Ο τουρισμός κατέφαγε τα νησιά, οι επιδοτήσεις και η αστυφιλία σάρωσαν την επαρχία, οι καφετέριες και τα μπουζούκια κατακυρίευσαν τις πόλεις, οι ντοπιολαλιές σαρώθηκαν από τη lingua των τηλεοπτικών δελτίων και των σίριαλ, τα πρώην βοσκόπουλα μεταβλήθηκαν σε δικηγόρους «με δίπλωμα προλύτου», με δεύτερο Ι.Χ., με διαζύγιο και βάρη, φυλή νεόχλιδων με ξεπουλημένες γαίες και δανεικά, με εκσυγχρονισμένα λάιφ-στάιλ.Γινήκαμε άλλοι. Απληστοι, λιμασμένοι πάντα, και όλο περισσότερο περιωρισμένοι, με όλο και πιο κοντόν σχοινίον εις την αυλή του αυθέντου, αόρατο σχοινί σε αυλή αόρατου αφέντη, υπερτοπικού και διάσπαρτου. Η απώλεια της δικής μας αθωότητας συντελέστηκε αόρατα, δεν την είδαμε, δεν την νιώσαμε καν σαν απώλεια· ίσως τη βιώσαμε κιόλας σαν κέρδος, σαν νίκη, ότι παραχώσαμε βαθιά μες στο τσιμέντο την αθωότητα του χώματος, αυτή τη μισητή σβουνιά της καταγωγής.Γινήκαμε άλλοι. Αφεύκτως. Μα τη ζήσαμε ασυλλόγιστα αυτή τη μεταμόρφωση, χωρίς να τη στοχαστούμε, να τη ζυγίσουμε, να κρατήσουμε νήματα. Ωστε όταν τέλειωσε ο μετεωρισμός στην εικονική χλιδή, η πτώση ήρθε οδυνηρή, πάνω στο κάγκελο, μες στον κουβά – του χρηματιστηρίου, των δανεικών, των υπερτροφικών προσδοκιών, της ματαίωσης.Γινόμαστε άλλοι. Σχοινιασθήκαμε. Ας νοσταλγήσουμε τον φυσικό άνθρωπο, μήπως τον ξαναβρούμε στα πρόσωπα των παιδιών μας («ωραίος έφηβος, καστανόμαλλος...») Είτα, θα προσφύγουμε στην παρηγορητική ανάγνωση του «Ξεπεσμένου δερβίση».
Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Nικου Γ. Ξυδακη-εφ. Καθημερινή, 27-06-2010

Η Ελλάδα είναι παντού»...

Μόλις πρωτοείδα το σλόγκαν «Η Ελλάδα είναι παντού» γραμμένο στο λεωφορείο που χρησιμοποιούσε η ποδοσφαιρική μας Εθνική για τις μετακινήσεις της στις πόλεις της Νότιας Αφρικής, το μυαλό μου πήγε στον πολυταξιδεμένο Νίκο Καββαδία και τη «Βάρδια» του. Θυμάται λοιπόν και αφηγείται στους συντρόφους του ένα από τα πρόσωπα αυτού του εξαιρετικού πεζογραφήματος:«Ημουνα ναύτης τότε μ’ ένα του Κούπα. Νιάνιαρο. Πιάσαμε κει πάνου σ’ ένα νησί από δαύτα, για δέρματα. -Εξυσε το κούτελό του - Δε θυμάμαι πώς το λέγανε... Κόσκα... Κίσκα.... Ετσι κάπως. Κρύο. Κατούραγες και δεν πρόφταινε να φτάσει κάτου. Πάγωνε στον αγέρα. Πόρτο να σου πετύχει! Κάτι αποθήκες σκεπασμένες με τσίγκο. Ούλο νύχτα. Πώς να κοιμηθείς στην πλώρη... Βγήκαμε πεντέξι Κεφαλονίτες παρέα. Πίσω από τις αποθήκες ανακαλύψαμε ένα χαμηλό σπίτι, μ’ ένα φανάρι κρεμασμένο, που ’γραφε: Spirits and wines, smoke and matches. Για γυναίκες δεν έλεγε. Μας άνοιξε ντυμένος βαριά, σα Σκιμώος. Κάτι τεράστια μουστάκια ξεπετιόνταν άγρια από το φασκιωμένο μούτρο του. “Sit down Sorrs”, μας είπε σα να μας έβριζε. Καθίσαμε σε κάτι μπάγκους μπρος σ’ ένα χαμηλό τραπέζι και του παραγγείλαμε μια μποτίλια πιοτό. Το πάτωμα ήταν στρωμένο ροκανίδι. Κάνα δυο ράφια με σκονισμένες μποτίλιες, στον τοίχο. Πάτησε σ’ ένα σκαμνί για να φτάσει το ράφι. Γλίστρησε, να κατάφερε να μην του φύγει η μποτίλια απ’ τα χέρια.“– Πού σας γεννόσπερνε, παλιοκερατάδες Εγγλέζοι. Σκατά στην ψυχή του Μέτελα... Το χάβαρο που σας πέταγε. Κι εσάς και τη μονέδα και την παντιέρα σας”.Πέσαμε κάτω και κυλιόμαστε ξεροί από τα γέλια. Τα ’χασε.“– Από πού ’σαι μπάρμπα;”“Μπαρμπαριά και Τούνεζι να σας κόψει. Από την Κεφαλονιά. Γιατί, ωρέ;”Τσακίστηκε να μας περιποιηθεί, μα δεν έπαψε στιγμή να βλαστημά. Μας ρώτησε και για τα τριακόσια εξήντα τρία χωριά. Είχε φύγει εικοσάρης. Είχε γυρίσει όλο τον κόσμο κι είχε κατασταλάξει σε κειο το νησί. Γέρος πια.“– Εδώ θα πεθάνω, μας είπε. Δεν θα ξαναδώ Δειληνάτα. Στον πάγο θα με χώσουνε και δε θα λιώσω.– Και γιατί δε γυρίζεις στην πατρίδα;– Για το αντί... μας αποκρίθηκε. Τρεις καθάρισα σε μια νύχτα.– Δε σε πιάνει ο νόμος, του ’παμε, έπειτ’ από τόσα χρόνια.– Να χέσω το νόμο, φώναξε. Η Κεφαλονιά έχει τον δικόνε της νόμο κι εκειός με πιάνει. Ο νόμος τση φαλτσέτας. Δεν πάω πουθενά”».Κεφαλονίτης μιλάει, Κεφαλονίτης γράφει, ελευθερωμένος είναι φυσικά ο λόγος και νόστιμος, τι άλλο. Να τος λοιπόν ο Ελληνας, με το μαγαζάκι του στο νησί Κίσκα, μια εκ των Αλεουτίων Νήσων της Αλάσκας, να βρίζει τον Μέτελα, τον Μέτλαντ δηλαδή, τον Αγγλο αρμοστή των Ιονίων Νήσων, και να εξηγεί πώς βρέθηκε στην ανάγκη να ξενιτευτεί, να γνωρίσει τα τέσσερα πέρατα του κόσμου και να αναζητήσει τελικά απάγκιο στον Βόρειο πόλο· ένα τριπλό φονικό ήταν η αιτία. Ο γείτονάς του, ο Ιθακήσιος Οδυσσέας (που κάποιοι από τους μελετητές ή και ανασχεδιαστές του παρελθόντος τον θέλουν κι αυτόν Κεφαλονίτη), βρέθηκε για άλλο λόγο είκοσι χρόνια μακριά από το νησί του, για να μας κληροδοτήσει έτσι το πρότυπο του ακόρεστου για εμπειρίες ταξιδευτή, προς το οποίο τείνουμε ή τέλος πάντων θέλουμε να πιστεύουμε ότι τείνουμε. Να, ένας βεβαιωμένα συντοπίτης του ήρωα του Καββαδία, ο Κωνσταντίνος Γεράκης, γεννημένος στην Κεφαλονιά το 1647, μπάρκαρε σε μικρή ηλικία, βρέθηκε στο Λονδίνο, έμαθε γλώσσες και λογιστικά, υπηρέτησε στο Μαδράς στην «Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών», αλλά οι φιλοδοξίες του δεν έμεναν ικανοποιημένες· επιδόθηκε λοιπόν στην παράνομη ναυτιλία, ναυάγησε στα νερά του Σιάμ (τη σημερινή Ταϊλάνδη), αιχμαλωτίστηκε, αιχμαλώτισε με τη σειρά του, και χάρη στις γνώσεις και τη γλωσσομάθειά του, τον πρωθυπουργό της χώρας, ανέλαβε τα οικονομικά του κράτους, άσκησε καθήκοντα πρωθυπουργού και αντιβασιλιά, ώσπου, ύστερα από μια εξέγερση, συνελήφθη, βασανίστηκε και θανατώθηκε. Και για να μην ξεμακρύνουμε από τα νερά του Ιονίου, ας θυμηθούμε άλλον έναν κοσμογυρισμένο, τον Λευκάδιο Χερν: Γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1850 από πατέρα Ιρλανδό και μητέρα Ελληνίδα, από σπουδαία οικογένεια των Κυθήρων, έφυγε μικρός από το νησί για να πάει στο Δουβλίνο, βρέθηκε έπειτα στην Αμερική και τις Δυτικές Ινδίες και καταστάλαξε στην Ιαπωνία. Με το καινούργιο του όνομα, Γιάκουμο Κοϊζούμι, και βουδιστής πια, αναγνωρίστηκε με τα χρόνια ως εθνικός συγγραφέας της μακρινής χώρας. Ιδού λοιπόν ένας πολυτάραχος βίος που θέτει σε πραγματικές βάσεις το ερώτημα αν γεννιέται κανείς Ελληνας (ή Ιρλανδός ή Ιάπωνας κ. ο. κ.) ή αν γίνεται.Βιογραφικά σαν του Κεφαλονίτη του Καββαδία ή του Γεράκη και του Λευκάδιου Χερν θα μπορούσε να βρει κανείς αμέτρητα. Οι άνθρωποι, όχι μόνο οι Ελληνες, βρίσκονται σε διαρκή κίνηση, ατομική ή μαζική, εκούσια ή καταναγκαστική. Ο πόλεμος (κατακτητικός ή αμυντικός), η κατοχή της πατρίδας σου, η φτώχεια, αλλά και ο τυχοδιωκτισμός, ο κοσμοπολιτισμός, η καθαυτό όρεξη της φυγής, γράφουν αέναα διαδρομές πάνω στην υδρόγειο. Και οι άνθρωποι και υπηκοότητα αλλάζουν και σε άλλη θρησκεία μπορεί να αφιερωθούν και τη γλώσσα τους να ξεχάσουν από γενιά σε γενιά μετανάστευσης ή διασποράς. Ορισμένοι ριζώνουν και προκόβουν στη νέα πατρίδα τους, κάποιοι πνίγονται από τους καημούς της ξενιτιάς και τη νοσταλγία, οι περισσότεροι ζουν για χρόνια σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας· δεν έχει πολλά σενάρια η ιστορία και ο μαζικός βίος.Το «Η Ελλάδα είναι παντού» λοιπόν έχει την αλήθεια του, αλλά ούτε αποκλειστικό γνώρισμα ή προνόμιο και αποδεικτικό ανωτερότητας της Ελλάδας και των Ελλήνων είναι (κι άλλες χώρες, πολλές, κι άλλοι λαοί έχουν αφήσει τα σημάδια τους σε κάθε γωνιά του πλανήτη) ούτε αυτές οι όπου γης εστίες, μικρές και μεγάλες, συστήνουν έναν καβαφικό «ελληνικό καινούργιο κόσμο, μέγα». Κι ακόμα και αν παραβλέψουμε ότι στην περίοδο που διανύουμε το όνομα «Ελλάδα» δεν έχει καλό ήχο στα αυτιά αρκετών λαών, ή τουλάχιστον των ηγετών τους (σαν χώρα της οκνηρίας, του μικρομεγαλισμού και της διαφθοράς δεν μας προσδιορίζουν, άδικα έστω και αυθαίρετα;), και πάλι δεν έχουμε σπουδαίους λόγους να πιστεύουμε ότι το όνομα «Ελλάδα» το διαβάζουν όλοι με τον δικό μας τρόπο και του δίνουν όλοι την αξία με την οποία το προικίζουμε εμείς. Δεν έχουμε, ας πούμε, λόγους να πιστεύουμε ούτε πως οι σημερινοί Πέρσες οφείλουν να διδάσκουν τα παιδιά τους ότι ο Μεγαλέξανδρος εκπολίτισε τους προγόνους τους ούτε ότι οι σημερινοί μετανάστες, όσοι μάλιστα αδικούνται κατάφωρα, θα επιστρέψουν κάποτε στη γενέτειρά τους σαν διαφημιστές της ελληνικής φιλοξενίας και σπορείς του «ελληνικού πνεύματος». Την αντίληψη ενός λαού για κάποιον άλλον τη σχηματίζει η ιστορία και όχι η αυτοδικαιωτική φυλετική ή εθνική μυθοπλασία. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον ότι το σλόγκαν «Η Ελλάδα είναι παντού» δεν το υπαγόρευσαν όσοι, εγκάθειρκτοι της ιδεοληψίας τους, είναι πεπεισμένοι ότι ο κόσμος όλος είναι ένα υποπόδιο του αυτοκρατορικού ποδός μας.

Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Παντελη Μπουκαλα-εφ. Καθημερινή, 27-06-2010

Περιεχόμενο εναντίον μορφής: Μια αντι-ρομαντική σύλληψη στην καρδιά του ρομαντισμού


Georg W.F. Hegel
Αισθητική
εισαγ.-μτφρ.-σχόλια: Σταμάτης Γιακουμής
Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 689, ευρώ 40
Ενα ακόμα κλασικό της ευρωπαϊκής σκέψης προστέθηκε προσφάτως στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία: η μεγάλη Αισθητική του Χέγκελ, που μεταφράζεται για πρώτη φορά ολόκληρη από τον λόγιο νομικό Σταμάτη Γακουμή, ο οποίος νωρίτερα είχε μεταφράσει τις Βασικές κατευθύνσεις της φιλοσοφίας του δικαίου του Χέγκελ (Δωδώνη, Αθήνα 2004). Το βιβλίο αυτό, που είδε το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά το 1835, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του φιλοσόφου, ανήκει στα κείμενα που εκδόθηκαν από τους μαθητές του βάσει των κύκλων των παραδόσεών του τής δεκαετίας του 1820 στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Αντιπροσωπεύει την τελευταία φάση της σκέψης του Χέγκελ, όταν το σύστημά του είχε πλέον ολοκληρωθεί και όλες οι επιμέρους θεματικές αναπτύξεις (αισθητική, φιλοσοφία του κράτους και του δικαίου, φιλοσοφία της ιστορίας και ιστορία της φιλοσοφίας) έρχονται ν' αποσαφηνίσουν περαιτέρω διάφορες όψεις του παίρνοντας την ειδική θέση τους μέσα στην επιβλητική αρχιτεκτονική του όλου.
Αν υπάρχει μία παραδειγματική έννοια του ολισμού, αντιπροσωπεύεται προπαντός από τη σκέψη του Χέγκελ. Δεν παύει να καταπλήσσει ο τρόπος με τον οποίον οι επιμέρους προβληματικές διασυνδέονται μεταξύ τους, αναδύονται η μία μέσ' από την άλλη κι εμπεριέχονται εν σμικρώ η μία στην άλλη, ενώ την ίδια στιγμή κατοπτρίζουν η καθεμία από την ειδική της σκοπιά τη δομή του όλου. Η αισθητική, για παράδειγμα, αφηγείται την ίδια ιστορία που από άλλη σκοπιά αφηγείται η φιλοσοφία της ιστορίας: τη διαδοχή των μεγάλων εποχών της ανθρωπότητας -εκεί από τη σκοπιά των πολιτικών θεσμών ως ενσάρκωσης των μορφών και βαθμίδων της ελευθερίας, εδώ από τη σκοπιά των βαθμών καθαρότητας που επιτυγχάνει η αποτύπωση της Ιδέας στην αισθητή-υλική μορφή. Από επιστημολογική άποψη, οι δύο συνυφαινόμενες αυτές όψεις αντιστοιχούν στην πρόοδο προς την κατάκτηση της αυτοσυνειδησίας που εκτίθεται στη Φαινομενολογία του Πνεύματος, ενώ η ιδιάζουσα σφαίρα της Τέχνης, που είναι το εκτενές αντικείμενο της παρούσης πραγμάτευσης, έχει ήδη εκδιπλωθεί προδρομικά στο τρίτο μέρος της Φιλοσοφίας του Πνεύματος ως η πρώτη από τις τρεις βαθμίδες του «Απολύτου Πνεύματος» - ακολουθούμενη από τη Θρησκεία και τη Φιλοσοφία.
Από εδώ ακριβώς πρέπει κάποιος να ξεκινήσει εάν θέλει να καταλάβει τη θέση που επιφυλάσσει ο Χέγκελ στο πεδίο της αισθητικής και στη δραστηριότητα την οποία καλούμε τέχνη. Τέχνη-θρησκεία-φιλοσοφία (με αυτή την ανιούσα σειρά) είναι το επιστέγασμα της ιστορικής πορείας του Πνεύματος (δηλ. του Ανθρώπου), που κατακτάται οριστικά μόνον εφόσον έχουν εκπληρωθεί δύο σειρές όρων: αφ' ενός, η επίτευξη της αυτοσυνειδησίας που προϋποθέτει την έλλογη κυριάρχηση του φυσικού κόσμου, αφ' ετέρου, η θεσμοθέτηση της ελευθερίας υπό τη μορφή του έλλογου κράτους. Τότε και μόνον τότε η Απόλυτη Ιδέα, που αντιπροσωπεύει την αρχή και το τέρμα της εγελιανής οντολογίας, θα επιστρέψει στον εαυτό της εμπλουτισμένη απ' όλο το εύρος των περιεχομένων που εκδιπλώθηκαν στη δραματική πορεία των διαδοχικών της αποξενώσεων και άρσεων των αποξενώσεων. Τέχνη, θρησκεία και φιλοσοφία είναι οι ύψιστες δραστηριότητες του Πνεύματος, οι οποίες έχουν κατά κάποιον τρόπο τον ίδιο σκοπό: την ανάδυση της Ιδέας στην προσήκουσα μορφή της, ως έσχατη ταυτότητα εν εαυτώ και ταυτότητα Υποκειμένου-Αντικειμένου. Διαφέρουν μόνο τα μέσα με τα οποία εργάζεται καθεμία: η τέχνη το κάνει αυτό αποτυπώνοντας βαθμιαία το σχήμα της Ιδέας στην αδιάφορη εξωτερικότητα της ύλης, αναλώνοντας το υλικό περίβλημα χάριν της αυξανόμενης ενάργειας του ιδεατού περιεχομένου - εξού και η ιεράρχηση των τεχνών για τον Χέγκελ, βάσει ενός κριτηρίου φθίνουσας υλικότητας: αρχιτεκτονική-γλυπτική-ζωγραφική-μουσική-ποίηση.
Η ποίηση -σε αντίθεση με το γούστο των περισσότερων ρομαντικών συγχρόνων του, οι οποίοι ευνοούν γενικά τη μουσική- είναι για τον Χέγκελ η κορωνίδα των τεχνών, επειδή εργάζεται με το ύψιστα έλλογο μέσον, τη γλώσσα, κι έχει απεκδυθεί και το τελευταίο ίχνος υλικότητας. Αν όμως είναι η κορυφαία καλλιτεχνική εκδήλωση, είναι και το ανυπέρβατο όριο της δραστηριότητας «τέχνη»: δεν μπορεί ν' ανεβεί ψηλότερα, σαν να λέμε, στην προσέγγιση της Ιδέας, ως εκ τούτου προορίζεται να υπερβαθεί, να «καταργηθεί», μέσα σε μία ανώτερη μορφή η οποία κληρονομεί και διασώζει σε νέο επίπεδο την ουσία τής τέχνης: αυτή η δραστηριότητα είναι η θρησκεία. Δύο παρατηρήσεις πρέπει να γίνουν αμέσως εδώ. Πρώτον, όταν ο Χέγκελ λέει «θρησκεία» εννοεί στην πραγματικότητα τη μονοθεϊστική θεολογία, την κορύφωση της οποίας βλέπει στο χριστιανικό δόγμα. Τις πολυθεϊστικές θρησκείες του αρχαίου κόσμου τις εντάσσει στη βαθμίδα «τέχνη», διότι τους λείπει εκείνη η εσωτερικότητα, η απόσπαση από το αναπαραστατικό στοιχείο (μία συνέπεια του οποίου είναι η πολυμέρεια των μορφών, δηλαδή των ίδιων των θεϊκών παρουσιών) που χαρακτηρίζει τη μονοθεϊστική σύλληψη του θείου. Εντός της χριστιανικής θεολογίας, λοιπόν, επιτυγχάνεται μία βαθμίδα προσέγγισης της Ιδέας σαφώς υψηλότερη, λόγω του βαθμού οικουμενικότητάς της, απ' ό,τι και στις πλέον λεπταίσθητες ποιητικές μορφές. Δεύτερον, ο Χέγκελ εισάγει εδώ μια παράδοξη σύλληψη που έμελλε ν' αφήσει ένα ισχυρό ίχνος στον 20ό αιώνα, παρότι επρόκειτο να ερμηνευθεί σε διαφορετικό συμφραζόμενο: την προοπτική μιας «κατάργησης της τέχνης», σύμφωνα με τη σημασία του όρου Aufhebung, δηλαδή άρση της μορφής με διαφύλαξη του περιεχομένου σε άλλη μορφή. Είναι η ιδέα που ενέπνευσε μια ολόκληρη σειρά ριζοσπαστικών χειρονομιών της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας του 20ού αιώνα, αρχής γενομένης από το Dada, απηχήθηκε στη σκέψη του Βάλτερ Μπένγιαμιν και θεωρητικοποιήθηκε με όρους πολιτικούς από τον Γκυ Ντεμπόρ και τους κύκλους τής Internationale Situationniste τα χρόνια που κυοφόρησαν τον Γαλλικό Μάη.
Και η ίδια η θρησκεία βεβαίως προορίζεται να υπερβαθεί, για τον Χέγκελ, επειδή παρ' όλη την εσωτερικότητα και την οικουμενικότητα του νοήματός της παραμένει δέσμια ενός παραστατικού περιεχομένου - υπό την έννοια αυτή τη φορά της φαντασίας. Αν ο Θεάνθρωπος είναι μία προτύπωση της Ιδέας και των παθών της, της «σταύρωσής» της στην εξωτερικότητα του ετέρως-είναι της φύσης, δεν παύει να είναι μια εξεικόνιση της φαντασίας που πρέπει επίσης να απεκδυθεί και το έσχατο αυτό ίχνος παραστατικότητας: να αναδιατυπωθεί καθ' εαυτήν και δι' εαυτήν στην προσήκουσα εννοιακή γλώσσα, και αυτό είναι το έργο της ύψιστης βαθμίδας του Απολύτου Πνεύματος - της φιλοσοφίας (εννοείται, της φιλοσοφίας του ίδιου τού Χέγκελ...). Η θρησκεία «καταργείται» με τη σειρά της εντός της φιλοσοφίας: η υψηλή αποτίμησή της από τον Χέγκελ έχει ως τίμημα τον μετασχηματισμό της, αντιστρέφοντας την παλαιά φόρμουλα της Σχολαστικής, σε ancilla philosophiae. Κάμποσους αιώνες νωρίτερα, πρέπει να παρατηρήσουμε, το είχαν κάνει στην αραβομουσουλμανική σκέψη ο Αβικέννας και ο Αβερρόης!
Αυτή η ανάπτυξη της τέχνης από τον Χέγκελ ακολουθεί στην κατάστρωση της Αισθητικής του το γενικό σχήμα της Φιλοσοφίας της Ιστορίας. Στις τρεις μεγάλες εποχές της ανθρώπινης ιστορίας (Ανατολικός δεσποτισμός-Ελληνική πόλις-Γερμανικά έθνη) αντιστοιχούν τρεις βαθμίδες της καλλιτεχνικής μορφοποίησης: Συμβολική (παράδειγμα της οποίας είναι η μνημειακή αρχιτεκτονική) - Κλασική (παράδειγμα της οποίας είναι οι πλαστικές τέχνες, κυρίως η γλυπτική) - Ρομαντική (παράδειγμα της οποίας είναι οι τέχνες της αυξανόμενης εσωτερικότητας, σε τελευταία ανάλυση μουσική και ποίηση). Από την ανάπτυξη της έννοιας του Ωραίου ως ιδεώδους μεταβαίνει στην ανάλυση των ιστορικών μορφών κατά τη σειρά που αναφέρθηκε και, όπως είναι ευνόητο, δυσανάλογα μεγάλο μέρος αφιερώνεται στην ποιητική μορφή ως προς τα συστατικά της μορφικά/περιεχομενικά στοιχεία και στα είδη της ποίησης (ιπποτικό ρομάντζο, επική και λυρική ποίηση, δράμα και δραματικό στοιχείο). Είναι αδύνατο φυσικά να μεταφέρω εδώ τον πλούτο των επιμέρους αναλύσεων και την ιδιοφυΐα των ενοράσεων που κάποιες φορές αστράφτουν καθώς ο Χέγκελ χειρίζεται εκ του σύνεγγυς το υλικό του· εκείνο που πάντως εκπλήσσει τον σύγχρονο αναγνώστη είναι η ιλιγγιώδης ανισότητα αυτού του στοχαστή σε οριακές στιγμές της πραγματευσής του - που άλλοτε φανερώνει μιαν ανυπέρβλητη ερμηνευτική βαθύτητα (π.χ. στις έξοχες σελίδες που κρίνει τη νοσταλγία των ρομαντικών για τους αρχαίους θεούς) και άλλοτε εκδηλώνει εντυπωσιακή έλλειψη ευαισθησίας, όταν χειραγωγεί με ωμό τρόπο το καλλιτεχνικό υλικό προκειμένου να το κάνει να συμπέσει με το προειλημμένο εννοιακό του σχήμα. Εδώ άλλωστε μπορεί να εντοπιστεί και η αχίλλειος πτέρνα όλης αυτής της μεγαλεπίβολης Αισθητικής. Σε αντίθεση και πάλι με τους ρομαντικούς --και οπωσδήποτε με τον άμεσο φιλοσοφικό πρόγονό του, τον Καντ-- ο Χέγκελ στρέφει αποφασισμένα την Τέχνη εναντίον της Φύσης· και μέρος αυτού του ρητού υποβιβασμού της Φύσης μεταγγίζεται μοιραία στο καλλιτεχνικό υλικό ως τέτοιο. Η κάθετη διάκριση μορφής/περιεχομένου που χαράσσει, αντίκειται στα διαλεκτικά στοιχεία της σκέψης του κι εν τοις πράγμασιν συνεργεί με έναν υπόρρητο διδακτισμό, στοιχείο ξένο στη φύση της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Διαφαίνεται δηλαδή μια αυταρχική υπαγωγή τού ιδιαζόντως αισθητικού στοιχείου σε ηθικές και γνωσιολογικές απαιτήσεις - της οποίας αν η απώτατη καταγωγή δείχνει προς τον Πλάτωνα, η έσχατη απόληξη θα μπορούσε ν' αναζητηθεί στον Ζντανοφισμό, το υπηρεσιακό σοβιετικό δόγμα περί Τέχνης.
Η μετάφραση του έργου, παρότι φέρει σημάδια βιασύνης (και πόσος χρόνος δηλαδή μπορεί να θεωρηθεί «αρκετός» για τέτοιων διαστάσεων έργα - για να μην πω, εδώ, ποιος θα τον πληρώσει;), δεν αστοχεί εντέλει στα βασικά της ζητούμενα. Προϊόν ούτως ή άλλως μεγάλου μόχθου, πετυχαίνει να δώσει στον αναγνώστη ένα έργο που διαβάζεται, και προπαντός δεν συγχύζει με άσκοπες εκκεντρικότητες ή με βασικές παρερμηνείες. Ας μου επιτραπούν μόνο δύο παρατηρήσεις, «επιμελητικού» τύπου. Πρώτον, ένα τέτοιο έργο θα άξιζε ένα πιο συστηματικό γλωσσάριο, το οποίο, εκτός από πρακτικό βοήθημα στον αναγνώστη με κάτι παραπάνω από ερασιτεχνικό ενδιαφέρον, καθιστά ρητές τις μεταφραστικές επιλογές και τη λογική που τις διέπει, συμβάλλοντας στην ουδέποτε περιττή ερμηνευτική συζήτηση. Δεύτερον, η εισαγωγή του μεταφραστή, επίσης πολύτιμη σ' ένα τέτοιο έργο, έχει χρησιμότητα μόνον ως κριτική αντιμετώπιση του ίδιου τού κειμένου ή ως ανασύσταση ιστορικών και πραγματολογικών του συμφραζομένων. Αν είναι απλώς μια περίληψη του έργου, μιμούμενη μάλιστα έως και το ύφος του, εύλογα κάποιος θα την παρακάμψει για το ίδιο το έργο.


Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Φώτη Τερζάκη-εφ. Ελευθεροτυπία, 18-06-2010

Ο Προμηθέας του Αισχύλου και η διαλεκτική της ανθρώπινης συνείδησης


Η τραγωδία «Προμηθέας Δεσμώτης» του Αισχύλου είναι ένα έργο βαθιά αρχετυπικό. Η αφήγηση αφορά όχι μόνον την αρχαία ελληνική μυθολογία και κοσμοεικόνες του αρχαίου ελληνικού κόσμου, μα και αρχέτυπα που διατρέχουν τον δυτικό πολιτισμό απ' άκρου εις άκρον.
Η υπόθεση του έργου έχει συνολικά ως εξής: Οταν στον αγώνα μεταξύ των Τιτάνων και των ολύμπιων Θεών υπερίσχυσε ο Δίας και ο θρίαμβός του εξασφαλίστηκε, άρχισε να αναθέτει διάφορες εξουσίες και καθήκοντα στους Θεούς. Για την ανθρωπότητα επεφύλασσε κακή μοίρα. Ηθελε να την αφανίσει και στη θέση της να δημιουργήσει άλλη. Τα σχέδιά του δεν ευοδώθηκαν γιατί ο Τιτάνας Προμηθέας συμπονώντας το ανθρώπινο γένος έδειξε στους ανθρώπους πώς να χρησιμοποιούν τη φωτιά, την οποία μάλιστα έκλεψε για χάρη τους· τους δίδαξε ακόμη τέχνες και επιστήμες κι άλλους τρόπους βιοπορισμού και βελτίωσης της ζωής τους, καθώς και τις «τυφλές ελπίδες» σαν αντίδοτο απέναντι στο θλιβερό πεπρωμένο του θανάτου. Ο Δίας λυπήθηκε τους ανθρώπους και έτσι αυτοί γλίτωσαν τον όλεθρο· τον ευεργέτη, όμως, της ανθρωπότητας Προμηθέα τον καταδίκασε γι' αυτήν την πρωτοβουλία του να υποφέρει δεμένος -αμέτρητους αιώνες- σ' έναν βράχο στις ακτές του Ωκεανού και στην κακοτράχαλη χώρα της Σκυθίας: ένας γύπας θα πλησίαζε τον αλυσοδεμένο Προμηθέα και θα του κατασπάραζε το διαρκώς αναγεννώμενο συκώτι του. Το προνόμιο της αθανασίας κάνει τους πόνους του Τιτάνα ακόμα πιο βασανιστικούς. Ο Προμηθέας -αρχέτυπο του εξεγερμένου ενάντια σε κάθε είδους δεσποτισμό επαναστάτη- κατέχει ένα μοιραίο μυστικό· αν δεν το μάθει ο Δίας, κινδυνεύει να πέσει από τον θεϊκό του θρόνο, πράγμα που συνέβη με τον πατέρα του Ουρανό. Ο τύραννος Δίας σκοπεύει να παντρευτεί τη Θέτιδα, δεν γνωρίζει όμως πως αν προχωρήσει σ' αυτόν τον γάμο, το παιδί που θα γεννηθεί θα γίνει πιο ισχυρό από τον πατέρα του. Το μυστικό αυτό που το κατέχει ο Προμηθέας -το έμαθε από τη μητέρα του, τη μάντισσα Γη- δεν σκόπευε να το αποκαλύψει ποτέ, παρά μόνον αν ο Ζευς τον απελευθέρωνε από τα δεσμά του. Θ' αψηφήσει τους κεραυνούς και τις αστραπές που εκτοξεύει εναντίον του ο Κύριος του Ολύμπου και θα ριχτεί στα Τάρταρα, ενώ η φωνή του θ' ακούγεται να διαμαρτύρεται για την άδικη μοίρα του.
Στο δοκίμιο «Ο Προμηθέας στον άξονα του κόσμου» ο Γιαν Κοτ (Jan Kott) περιγράφει τον προμηθεϊκό κόσμο σαν έναν κόσμο με κάθετη διάρθρωση: «πάνω είναι η έδρα των θεών και της εξουσίας, κάτω ο τόπος της εξορίας και της τιμωρίας. Στη μέση βρίσκονται ο επίπεδος δίσκος της γης, και το επίπεδο πιάτο της ορχήστρας, όπου διαδραματίζεται η δράση (Γιαν Κοτ, Θεοφαγία σ. 21). Από την πλευρά του, ο Προμηθέας διδάσκει στους ανθρώπους τους αριθμούς και τα ψηφία -μια ανθρωπότητα δίχως αριθμητική είναι αδιανόητη, όπως σημειώνει σ' ένα δοκίμιό του ο Καστοριάδης- και επινοεί το γράμμα σαν σύμβολο. Οσο για τη μαντική, που συνδέεται με τις θυσίες για τους Θεούς, «δεν έχει πια θρησκευτικό χαρακτήρα, είναι πρακτική γνώση, ένα σύστημα βασισμένο στην εμπειρία, μια προ-επιστημονική φυσιογνωσία». «Η ιατρική και η μαντική ήταν η ίδια τέχνη της πρόβλεψης, σχεδόν ταυτόσημη με την έννοια του προγνωστικού» (Γιαν Κοτ, Θεοφαγία σ. 74).
Η ιστορία της προόδου τελειώνει «με την ανακάλυψη της τεχνολογίας των μετάλλων, της επεξεργασίας του χαλκού, του σίδερου, του ασημιού και του χρυσού». «Στον Προμηθέα χρωστούν οι άνθρωποι όλες τις τέχνες. Ομως εν αρχή ην η φωτιά, που «κάθε τέχνης δάσκαλος» (Θεοφαγία σ. 35).
Καθώς «ο μύθος της γένεσης στον Αισχύλο είναι η ιστορία της ανθρωπότητας που έχει μπροστά της δύο λύσεις προβαλλόμενες στο μέλλον: τα Θεοφάνια και την αιώνια διαίρεση σε Πάνω και Κάτω (Θεοφαγία σ. 39), διαπιστώνουμε πως ο Προμηθέας Δεσμώτης είναι μια τραγωδία που αποτελεί υπόθεση αποκλειστικά «των αθανάτων» - η μόνη θνητή στην τραγωδία είναι η Ιω. Από την άλλη πλευρά, είναι αδύνατον να αποκόψουμε το φαινόμενο της τραγωδίας από την πολιτική της διάσταση - η τραγωδία είναι πρώτ' απ' όλα ένα «πράττειν» του Αθηναίου πολίτη, που μ' αυτήν τοποθετείται άμεσα απέναντι στα μείζονα θέματα της ελευθερίας και της ευθύνης καθώς και απέναντι στο πρόβλημα που για πρώτη φορά τίθεται κατ' αυτόν τον τρόπο, σε παγκόσμια κλίμακα, στην αρχαία Αθήνα, του αυτοπροσδιορισμού της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από το χαρακτηριστικό του πολίτη. Ως γνωστόν, ο Αισχύλος θέλησε να γραφεί στον τάφο του όχι πως ήταν αυτός που έγραψε την Ορέστεια, μα αυτός που πολέμησε στη μάχη του Μαραθώνα. Ο αθηναίος πολίτης έχει την τύχη να αυτοκαθοριστεί ως τέτοιος σε μια εποχή όπου γεννιέται, όχι μόνον η τραγωδία, μα και η φιλοσοφία και η πολιτική σκέψη, και όλα αυτά όντας σύμφυτα με μια μεταφυσική διάσταση που ίσως παραμένει αξεπέραστη· ο Παρθενώνας αλλά και η τραγωδία θα ήταν αδύνατα δίχως τούτη τη μεταφυσική διάσταση - η οποία δεν περιορίζεται στο θρησκευτικό στοιχείο.
Πέρα όμως από τον πολιτικά θεσμίζοντα ρόλο που μπορούμε να δούμε στον υβριστή-αρχέτυπο του αιώνιου επαναστάτη ενώπιον σε κάθε δεσποτεία Προμηθέα, σε τούτη την όψιμη τραγωδία του μέγιστου Ελληνα τραγικού, είναι πιστεύουμε σκόπιμο να διαβάσουμε το έργο και από μια άλλη οπτική: ο Προμηθέας Δεσμώτης είναι μια ποιητική-φιλοσοφική πραγματεία, εξιχνίαση βήμα βήμα των παραμέτρων της ανθρώπινης συνείδησης, καθώς τούτη θεμελιώνεται, τη δεδομένη εποχή, για πρώτη φορά ως Λόγος, ως θεσμισμένη σκέψη και φιλοσοφία, ως ενότητα εννοιών και νοημάτων, για να σηματοδοτηθεί μια πορεία δυόμισι χιλιετιών δυτικής σκέψης.
Η αντίθεση, η έμπρακτη εναντίωση και η έξοδος από την ανθρώπινη φάση της άγνοιας που κυριαρχούσε στην ανθρωπότητα, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να μοιάζουν με μυρμήγκια, σηματοδοτείται από την «ύβρι» του τραγικού ήρωα: ο Προμηθέας επαναστατεί απέναντι στον οικουμενικό πατέρα Δία και η σκέψη παραδίδεται στην ετερότητα της: την εγκόσμια λυτρωτική και συνάμα διαφωτιστική και οικοδομητική «πράξη». Η φωτιά του Τιτάνα θα κάψει εκ βάθρων και τη θεϊκή νηφαλιότητα μιας οικουμένης εντόμων, θεμελιώνοντας τον Λόγο ως πράξη και την πράξη ως Λόγο· οι άνθρωποι δεν θα 'χουν παρά τις «τυφλές ελπίδες» για ν' αντιπαλέψουν το πικρό πεπρωμένο της θνητότητάς τους, καθώς και τον πολιτισμό τους, του οποίου όλα τα γενεσιουργά συστατικά στοιχεία έχουν πλέον δοθεί.
Η ιερή δαμάλα Ιώ, σημαδεμένη ανεξίτηλα από τη θεϊκή θέληση, όπως σημειώνει ο Γιαν Κοτ, εικονογράφηση της τυφλής κοσμικής θέλησης του Σοπενχάουερ, αποκωδικοποιεί στην τραγωδία το πανίσχυρο ενορμησιακό στοιχείο της σκέψης, «γειώνοντας» τις θεϊκές δυνάμεις σ' έναν κόσμο στον οποίο «ο υπηρέτης» Ερμής δεν θα έχει παρά μεσολαβητικό ρόλο.
Στον πυρήνα του προβλήματος της ανθρώπινης συνείδησης φτάνουμε αν θυμηθούμε πως «ο Προμηθέας του Γκαίτε και του Σέλεϋ ήταν αδελφός του Σατανά. Ομως οι άγγελοι διώχτηκαν από τον ουρανό για την αμαρτία της περηφάνιας. Ο Εωσφόρος είναι ένας πρίγκιπας της λογικής» (Γιαν Κοτ. Θεοφαγία σ. 55). Ο Σέλεϋ, μεταξύ άλλων, αποφαίνεται: «Το μόνο φανταστικό πλάσμα που μοιάζει έως κάποιον βαθμό με τον Προμηθέα είναι ο Σατανάς». Το προμηθεϊκό αρχέτυπο του λυτρωτή που κομίζει στους ανθρώπους καλύτερες τύχες, προαναγγέλλει το δίχως άλλο ένα άλλο μεγάλο αρχέτυπο του δυτικού πολιτισμού: αυτό του Χριστού. Ο Προμηθέας στιγματίζει την αρχαιότητα με το ύψιστο πολιτισμικό ιδανικό του Λόγου, ενώ ο Χριστός θα ανοίξει τους χριστιανικούς αιώνες και τον ιστορικό χρόνο και θα σταυρωθεί επειδή θέλησε να διδάξει στους ανθρώπους την αγάπη. Ο Χριστός ήρθε στη γη και για να συντρίψει τον Σατανά - μια νύξη των πανανθρώπινων και οικουμενικών αρχετύπων για την προαιώνια ύβρι του Λόγου, της προμηθεϊκής φωτιάς, που σηματοδότησαν την οριστική απώλεια του πρωταρχικού παραδείσου; Οπωσδήποτε, αλλά και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό, καθώς καλούμαστε να ψηλαφίσουμε μέσα από την αισχύλεια διαλεκτική ανομολόγητα βάθη της ανθρώπινης ψυχής.
Η χριστιανική θρησκεία εκδήλωσε βαθιά έχθρα, αναμφισβήτητα, απέναντι στο σκοτεινό κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης, το οποίο προσωποποίησε εξάλλου και με τον Διάβολο. Ως σατανικό και «κακό» καταδικάζεται και κάθε συναίσθημα τονισμένης υπερηφάνειας, και μαζί μ' αυτό το συναίσθημα συμπαρασύρεται στην ουσία άρδην και το ανθρώπινο «εγώ» - το εγώ καταδικάζεται ως πρόσκομμα στην επίτευξη της αυτογνωσίας και από τις ανατολικές θρησκείες. Η ταπεινότητα χρίζεται από τους χριστιανούς ύψιστη αξία καθώς ενοχικές δυνάμεις της ρηξιγενούς ανθρώπινης ψυχής -παρούσες οικουμενικά στις περισσότερες θρησκείες- προσπαθούν να καταστείλουν κάθε δικαίωμα αυτής της ψυχής στο σκοτεινό της και -γιατί όχι- στο εξουσιαστικό της κομμάτι - κομμάτι αναγκαίο για την ακεραιότητά της, υπαρκτό όσο τίποτε άλλο, μα και χρήσιμο και αξιοποιήσιμο. Η χριστιανική ενοχή, ενοχή θεμελιακή και συστατική της ανθρώπινης ψυχής, εμφανίζεται στον αισχύλειο Προμηθέα ως ύβρις -η ύβρις του Προμηθέα-, που τιμωρείται ανελέητα.
Το μοτίβο της ενοχής, που απασχόλησε εξάλλου θεμελιωδώς τον Αισχύλο στην Ορέστεια, επανέρχεται στον Προμηθέα ως εσώτατος πυρήνας της έννοιας του τραγικού, για να απαντηθεί με διαφορετικό ίσως τρόπο στην τρίτη και χαμένη τραγωδία της τριλογίας, προαναγγέλλοντας για τη μελλοντική ανθρωπότητα αισιόδοξα, μα και άκρως αινιγματικά προμηνύματα.
Η Ελευθεροτυπία και η Βιβλιοθήκη - Καταφύγιο θηραμάτων είναι στο περίπτερο 84 στην 24η Εκθεση Βιβλίου στο Πασαλιμάνι, 11 έως 27 Ιουνίου, στην οποία είμαστε χορηγοί επικοινωνίας

Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Δήμο Μαρουδή-εφ. Ελευθεροτυπία, 18-06-2010

Τάφος - χρυσωρυχείο στην Κρήτη



Περισσότερα από 3.000 φύλλα χρυσού και την πρώτη απεικόνιση της µέλισσας ως θεάς έκρυβε µοναδικός διπλός τάφος ηλικίας 2.700 ετών στην αρχαία Ελεύθερνα
Ουδείς µπορούσε να φανταστεί τι κρυβόταν κάτω από ένα απλό ανάληµµα στην καρδιά της αρχαίας Ελεύθερνας, στην Κρήτη, λίγα µόλις µέτρα µακριά από τον περίφηµο τάφο των πολεµιστών. Το έµπειρο µάτι των αρχαιολόγων όµως διαπίστωσε πως σε ένα σηµείο του αναλήµµατος οι πέτρες κατέληγαν στο ίδιο όριο. Χρειάστηκε να ξεπεράσουν όλα τα εµπόδια που οι αρχαίοι Κρήτες είχαν βάλει στους τυµβωρύχους – να σκάψουν σε βάθος και να σηκώσουν µια πλάκα βάρους 700 κιλών – για να βρεθούν σε µια εντυπωσιακή ανακάλυψη: έναν διπλό τάφο γεµάτο χρυσό, λεπτεπίλεπτα αγγεία και τη µοναδική απεικόνιση που έχει βρεθεί ώς σήµερα της µέλισσας ως θεάς.

«Είναι µια µοναδική ανακάλυψη» λέει στα «ΝΕΑ» ο διευθυντής της ανασκαφής, καθηγητής Νίκος Σταµπολίδης, που έχει φέρει στο φως µία από τις σηµαντικότερες αρχαίες πόλεις της Κρήτης, λόγω της κοµβικής της θέσης µεταξύ Κνωσού και Κυδωνίας. «Πρόκειται για έναν τάφο φοβερά περίεργο στην κατασκευή. Οταν διαπιστώσαµε πως οι πέτρες στον τοίχο είχαν την ίδια κόψη και τις αφαιρέσαµε, θα περίµενε κάποιος στο άνοιγµα που δηµιουργήθηκε να βρούµε τον τάφο. Σκάβαµε, σκάβαµε και τάφο δεν βρίσκαµε.

Εµείς όµως επιµείναµε µέχρι που 60 εκ. χαµηλότερα φθάσαµε σε µια πλάκα 1,15 x 1 µ. και πλάτους 20 εκ.».

Η εικόνα που αντίκρυσαν οι αρχαιολόγοι ήταν εντυπωσιακή. Ενα πιθάρι µήκους 2 µ. και διαµέτρου 1,20 µ. λειτουργούσε ως θόλος του τάφου, αφήνοντας χώρο ικανό για να εργάζονται δύο άνθρωποι.

Το χώµα επί 2.700 χρόνια κάτω από τον θόλο ήταν ανέγγιχτο. Και µόλις οι αρχαιολόγοι σκούπισαν, «σαν πυγολαµπίδες είδαµε σε όλη την επιφάνεια µικρά αποτµήµατα χρυσού, από 0,5 έως 2,5 εκατ.» λέει ο Νίκος Σταµπολίδης. «Οταν τελειώσαµε, είχαµε βρει 3.000 κοµµάτια που έχουν αποτυπωµένα τετράγωνα, κύκλους... Καθώς δε ήταν διάσπαρτα παντού εικάζουµε ότι δεν ήταν ραµµένα πάνω σε ένα ρούχο, αλλά σε ένα σάβανο που κάλυπτε τη σορό από το κεφάλι ως τα πόδια».

Από τις ίνες δε φαίνεται πως το σάβανο ήταν φτιαγµένο από µαλλί ή λινάρι.

Ποιος ήταν θαµµένος σε αυτόν τον µοναδικό τάφο; Μια γυναίκα αριστοκρατικής καταγωγής αν κρίνει κάποιος όχι µόνο από το πλούσιο σάβανο αλλά και από τα µικρά λεπτεπίλεπτα αγγεία από φαγεντιανή, της οποίας η ηλικία προσδιορίζεται χωρίς να έχει γίνει ακόµη ανθρωπολογική µελέτη µεταξύ 22 και 25 ετών. Μυστήριο ωστόσο αποτελεί ο ρόλος του δεύτερου ατόµου που ήταν θαµµένο µαζί της, καθώς πρόκειται για άνδρα, του οποίου η ηλικία δεν έχει προσδιοριστεί και στον οποίο φαίνεται πως ανήκουν η πόρπη και η σιδερένια αιχµή που εντοπίστηκαν.

«Περιµένουµε να δούµε αν είναι κάτω από 18 ετών, οπότε και δικαιολογείται η ταφή του. Διότι µόνο οι γέροι και οι δούλοι δεν καίγονταν. Οι σοροί των πολεµιστών είναι όλοι καµένοι» αναφέρει ο κ. Σταµπολίδης.


«Σκάβαµε, σκάβαµε και τάφο δεν βρίσκαµε. Εµείς όµως επιµείναµε µέχρι που 60 εκ. χαµηλότερα φθάσαµε σε µια πλάκα 1,15 x 1 µ. και πλάτους 20 εκ.»

Το µυστικό της µέλισσας

Κορυφαίο εύρηµα πέρα από τα 3.000 φύλλα χρυσού δεν είναι µόνο οι 386 χάντρες από φαγεντιανή, χρυσό και ορεία κρύσταλλο που βρέθηκαν στον τάφο, ούτε οι χρυσοί ρόδακες, αλλά ένα χρυσό λίλιουµ που κρύβει ένα µυστικό. Αν αντιστρέψει κάποιος το κόσµηµα των 3 εκατ. θα διαπιστώσει πως απεικονίζει µία µέλισσα που έχει πρόσωπο και χαρακτηριστική κόµµωση της εποχής που µοιάζει µε περούκα (δαιδαλική οροφωτή φενάκη). «Πρόκειται για µοναδική απεικόνιση της µέλισσας ως θεάς, η οποία γονιµοποιεί τους ρόδακες που βρίσκονται στο πλάι», εξηγεί ο Νίκος Σταµπολίδης.

Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Μαίρης Αδαµοπούλου -εφ. Τα Νέα, Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Ακόμα και αν θέλαμε να δουλεύουμε περισσότερο...


Με λίγα λόγια, ενώ ο Κέινς στη «Γενική Θεωρία» του (1936) τόνιζε το γεγονός ότι στις καπιταλιστικές οικονομίες της αγοράς η οικονομική επέκταση ερχόταν πάντα αντιμέτωπη με προβλήματα αδυναμίας της ζήτησης, τα οποία οφείλονταν κατά κύριο λόγο στην ανεπάρκεια των επενδυτικών δαπανών ή στην επιθυμία για υπερβολική αποταμίευση (ή στην απαίτηση για υπερβολικά επίπεδα κέρδους), στις αρχές της δεκαετίας του 1980 οι ιδέες του Μίλτον Φρίντμαν και των διαδόχων του, τις οποίες συμμερίζονταν σε μεγάλο βαθμό οι αυτοαποκαλούμενοι «νεοκεϊνσιανοί» οικονομολόγοι, κατόρθωσαν να επιβάλλουν ένα είδος επιστροφής στην κλασική οικονομική σκέψη του 19ου αιώνα για την οποία (σε μακροπρόθεσμο επίπεδο) ουσιαστικά υπάρχουν μονάχα προβλήματα προσφοράς.
Σύμφωνα με αυτό το δόγμα, οι δυσκολίες με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη η οικονομική μεγέθυνση δεν οφείλονται στην ανεπάρκεια της ζήτησης για τα παραγόμενα προϊόντα, αλλά στην ανεπάρκεια διαθέσιμων πόρων οι οποίοι θα διατεθούν για την αύξηση της παραγωγής. Το γεγονός ότι δεν διαθέτουμε αρκετή οικονομική ευημερία (η οποία μετριέται με κριτήριο το ΑΕΠ) οφείλεται στο γεγονός, είτε ότι έχουμε έλλειψη εργατικού δυναμικού (είτε σε αριθμό, είτε όσον αφορά την απαιτούμενη κατάρτιση), είτε ότι έχουμε έλλειψη κεφαλαίων ή φυσικών πόρων, είτε... ότι μας λείπει η απαιτούμενη τεχνική πρόοδος για να συνδυάσουμε όλους αυτούς τους πόρους με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα έτσι ώστε να αυξηθεί η παραγωγικότητα. Μέσα σε αυτό το «σύνολο των κούφιων ιδεών που προβάλλονται με την ονομασία "οικονομία της προσφοράς"» (για να ξαναθυμηθούμε την επιτυχημένη διατύπωση του Πολ Κρούγκμαν), η πλέον παράδοξη ιδέα είναι χωρίς αμφιβολία εκείνη που αποδίδει ένα μέρος των σημερινών προβλημάτων μας στην... έλλειψη εργατικού δυναμικού. Κι όμως, αυτό ακριβώς κατόρθωσε η κυρίαρχη οικονομική σκέψη, να ερμηνεύσει την ανεργία, όχι με την ύπαρξη πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού, ούτε και με την ανεπάρκεια της οικονομικής δραστηριότητας που οφείλεται στην ασθενική ζήτηση, αλλά με την ανεπάρκεια του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού!
Σύμφωνα με αυτή τη λαμπρή διανοητική κατασκευή, εάν, κάποια στιγμή, υπάρχουν μέσα στην οικονομία χέρια δίχως απασχόληση (τα οποία δίνουν την εντύπωση ότι υπάρχει ανεργία), αυτό συμβαίνει γιατί, στην πραγματικότητα, δεν είναι διαθέσιμα να εργαστούν. Υποτίθεται δε ότι αυτό το εργατικό δυναμικό ενθαρρύνεται να παραμείνει άπραγο από το σύνολο των θεσμών του κοινωνικού κράτους οι οποίοι, είτε του επιτρέπουν να ζει χωρίς να εργάζεται, είτε το παρακινούν σε υπερβολικές διεκδικήσεις και το αποτρέπουν από το να δεχτεί τους μισθολογικούς όρους που οι εργοδότες θεωρούν συμφέροντες. Υποτίθεται ότι οι εργαζόμενοι οχυρώνονται πίσω από τους θεσμούς που προστατεύουν τη μισθωτή εργασία (συνδικάτα, επιδόματα ανεργίας, επιδόματα προς τους φτωχούς, μειωμένα τιμολόγια των οργανισμών κοινής ωφέλειας για τους άνεργους, ανάληψη της υγειονομικής τους περίθαλψης από το κοινωνικό σύνολο, κ.λπ.) και σνομπάρουν τους εργοδότες, οι οποίοι δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να τους προσφέρουν αρκετά υψηλούς μισθούς έτσι ώστε να τους δελεάσουν όλους για να εργαστούν... Αν έκαναν κάτι τέτοιο οι εργοδότες, θα κατέγραφαν ζημίες. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, το γεγονός ότι υπάρχει ανεργία οφείλεται στο ότι ο κόσμος δεν θέλει να δουλέψει: άρα, πρόκειται όντως για ζήτημα προσφοράς ή «διαθεσιμότητας πόρων» όπως προτιμούν να λένε.
Είναι απίστευτο το πόσο ανθεκτική έχει αποδειχθεί αυτή η σκέψη του 19ου αιώνα, κι απ' ό,τι φαίνεται δεν θα κατορθώσουμε να την ξεφορτωθούμε εύκολα. Πράγματι, φαίνεται ότι η απότομη κατάρρευση της ζήτησης που ακολούθησε τη χρηματοοικονομική κρίση και μας οδήγησε στην πιο θεαματική ύφεση που βιώσαμε από τη δεκαετία του 1930 δεν ήταν αρκετή για να ξαναβρεί τη χαμένη της λάμψη η «σκέψη της ζήτησης». Αντίθετα, η Ευρώπη παγιδεύεται ακόμα περισσότερο μέσα σε μια πολιτική μισθολογικού αποπληθωρισμού, αναγκάζοντας τους μισθωτούς της να βρίσκονται σε διαρκή ανταγωνισμό με το σύνολο των εργαζομένων όλου του πλανήτη (ο Ντέιβιντ Κάμερον, ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός στη Βρετανία, εξήγγειλε την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων της Ντόχα για τη φιλελευθεροποίηση του παγκόσμιου εμπορίου στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου), οργανώνοντας στο εσωτερικό των «συνόρων» της -γιατί δεν τολμούν να χρησιμοποιήσουν αυτή τη λέξη- έναν ανταγωνισμό μισθολογικού κόστους ανάμεσα στους εθνικούς χώρους που αναζητούν αγορές για να εξάγουν τα προϊόντα τους. Επιπλέον, εδώ και μερικές εβδομάδες, η Ευρώπη οργανώνει ένα διαγωνισμό δημοσιονομικής λιτότητας ανάμεσα στις χώρες-μέλη της...
Το δε «μεγάλο βραβείο» του διαγωνισμού θα απονέμεται σε εκείνες τις χώρες στις οποίες η χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους θα γίνεται με επιτόκια χαμηλότερα από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών επιτοκίων (κι όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, θα πρόκειται για ένα παιχνίδι δίχως τέλος).
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τον παραλογισμό της θεωρίας της προσφοράς, ας θέσουμε το ζήτημα με τον εξής τρόπο. Τι θα έλεγαν οι ευρωπαίοι ηγέτες μας, αυτοί που ακούνε μονάχα τους οικονομολόγους που συμμερίζονται την κυρίαρχη σκέψη, εάν το σύνολο των ευρωπαίων μισθωτών έπαιρνε τα λόγια τους τοις μετρητοίς και -επιθυμώντας να συμπαραταχθεί μαζί τους- άρχιζε να διαδηλώνει φωνάζοντας: «Συμφωνούμε με τη λιτότητα και, για να αποδείξουμε την καλή μας θέληση, σας γνωστοποιούμε ότι επιθυμούμε να παραταθεί το όριο για τη συνταξιοδότησή μας στα 70 έτη! Καταλάβετέ μας, θέλουμε όλοι να δουλεύουμε μέχρι τα 70 μας...» Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς το εμβρόντητο ύφος όλων εκείνων που δεν χάνουν ευκαιρία για να εγκωμιάσουν τη λιτότητα. Γιατί, έπειτα από ένα -σύντομο αναμφίβολα- ρίγος χαράς, θα βρεθούν αντιμέτωποι με το πρόβλημα της εξασφάλισης θέσεων εργασίας για όλους αυτούς τους μανιακούς της δουλειάς.
Ξαφνικά, η προσφορά εργασίας θα αυξανόταν κατά 10% περίπου μάλιστα, αυτή η προσφορά θα προστίθετο στην ήδη υπάρχουσα ανικανοποίητη προσφορά εργασίας (δεδομένου ότι η ανεργία στην Ευρώπη ανέρχεται στο 10%). Ισως τότε να αναγκάζονταν να ομολογήσουν έντρομοι ότι η προσφορά εργασίας δεν δημιουργεί θέσεις απασχόλησης, ακριβώς όπως το μάζεμα των μανιταριών στο δάσος δεν προκαλεί το φύτρωμα περισσότερων μανιταριών. Γιατί, πράγματι, η ποσότητα της δουλειάς δεν εξαρτάται από την προθυμία κάποιων να εργαστούν, αλλά από τη ζήτηση προϊόντων από καταναλωτές που μπορούν να πληρώσουν γι' αυτά, και από την παραγωγή αυτών των προϊόντων από επιχειρήσεις που αναζητούν το κέρδος.
Τότε, μέσα σε μια στιγμή πνευματικής διαύγειας, αυτοί οι οικονομολόγοι και οι πιστοί μαθητές τους που κηρύσσουν τη λιτότητα θα συμφωνήσουν ότι είναι καιρός να φανταστούμε ένα σενάριο επιστροφής του πληθωρισμού στην Ευρώπη. Τι καλά που θα ήταν αν κατορθώναμε να φτάσουμε σε αυτό το σημείο! Τότε, θα είχε ήδη επιτευχθεί το δυσκολότερο μέρος του εγχειρήματός μας: γιατί η ζήτηση για ένα παρόμοιο σενάριο θα προκαλούσε σίγουρα την αντίστοιχη προσφορά!

Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Laurent Cordonnier-εφ. Ελευθεροτυπία, 04-07-2010

Το πνεύμα της σπατάλης



Ιστορία που αφηγήθηκε ο Μενελίκ Α', γιος του Σολομώντα και της βασίλισσας του Σαβά, για τον οποίο έλεγαν ότι κυβερνάει τη χώρα του απ' το σημείο όπου καταλήγουν όλοι οι δρόμοι κι όλες οι σκάλες.
Απίστευτες συμπτώσεις σημειώνονται κατά τη σύγκριση της ζωής του χαλίφη Ομάρ-ιμπν-ελ-Χατάμπ και του σεΐχη Αμπντ-ελ-Καντέρ· για παράδειγμα:
ΚΑΙ οι δύο ανέβηκαν στον θρόνο από λάθος απόφαση του Θεού.
ΚΑΙ οι δύο δολοφονήθηκαν από Ασασίνους.
ΚΑΙ οι δύο αγαπούσαν παθολογικά τις πάρα πολύ νεαρές κοπέλες.
ΚΑΙ οι δύο βρίσκονταν στη Μέκκα τρεις μέρες πριν δολοφονηθούν.
ΚΑΙ οι δύο μιλούσαν περσικά ως δεύτερη μητρική γλώσσα.
ΚΑΙ οι δύο έβλεπαν προφητικά όνειρα.
ΚΑΙ οι δύο είχαν έμμονη ιδέα με τους κήπους και τα άλογα.
ΚΑΙ των δύο οι πρώτες κόρες ονομάζονταν Λεϊλά.
ΚΑΙ των δύο οι δολοφόνοι ήταν τυφλοί από το δεξί μάτι.
ΚΑΙ οι δύο σκοτώθηκαν Δευτέρα και κηδεύθηκαν Τρίτη.
ΚΑΙ στους δύο άρεσε η έκφραση «το μαχαίρι στο κόκαλο».
ΚΑΙ οι δύο είχαν υποσχεθεί καλύτερες μέρες.
ΠΟΙΟΙ ήταν όμως αυτοί; (Και γιατί τους συνδέουν με φαινόμενα οριακής νομιμότητας; Και γιατί κανείς δεν αποσαφηνίζει αν έδωσαν ή δεν έδωσαν στον λαό ψωμί και χουρμάδες;)
Σε μια χώρα της Ανατολής (και όχι του Νότου, όπως γράφεται συχνά εκ παραδρομής), που λεγόταν Νότια Χώρα κι όπου το νόμισμα ήταν το αλάτι, η Κεντρική Τράπεζα χρεοκόπησε ένεκα συνηθειών που ενθάρρυναν τη σπατάλη. Ετσι ξεκίνησε η έριδα, λέει ο θρύλος. Ωστόσο, σύμφωνα μ' έναν μεταγενέστερο θρύλο, η πραγματική αιτία ήταν αρκετά διαφορετική· για την ακρίβεια, στη χώρα εκείνη, οι μισοί πίστευαν πως η παιδική ηλικία ονειρεύεται ΠΑΛΑΤΙΑ (δηλαδή ΠΑΛΑΤΙΑ και ΟΧΙ κάτι άλλο), ενώ οι υπόλοιποι μισοί πίστευαν ότι η παιδική ηλικία ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ παλάτια (δηλαδή τα ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ: ΔΕΝ τα έχει) -κρίσιμη διαφορά! Κι όχι μόνο, αλλά, επιπλέον, οι μισοί εξέφραζαν τη σιγουριά ότι οι Φοίνικες ήταν οι πρώτοι που έκαναν τον περίπλου της Αφρικής, ενώ οι άλλοι μισοί διαλαλούσαν τη βεβαιότητα ότι, ΚΑΙ στον περίπλου, την πρωτιά την είχανε οι Κινέζοι.
Αντίο, ενότητα!
Μ οιραία, βγήκαν τα μαχαίρια και τα καφενεία χωρίστηκαν σε δύο παρατάξεις, ώσπου η χώρα διαιρέθηκε στον χάρτη, με τον χάρακα, σε βόρειο και νότιο βασίλειο, όπου βασίλευαν δύο ηγεμόνες-αδέλφια, ο ένας στον Βορρά και ο άλλος στον Νότο. Και στο βόρειο βασίλειο ο νόμος ήταν γραμμένος σε δέρμα τράγου, ενώ στο νότιο ήταν άγραφος και οι πολίτες τον επαναλάμβαναν νοερά για να τον θυμούνται. Υπάρχουν μάλιστα ενδείξεις ότι η έχθρα κράτησε 21 χρόνια, όσα και οι ημέρες που χρειάζεται το αμύγδαλο για να ωριμάσει απ' τη στιγμή που θα πέσει το άνθος. Υστερα, ο ηγεμόνας της νότιας Νότιας Χώρας, ο χαλίφης Ομάρ -ιμπν-ελ-Χατάμπ, που έπασχε από γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση και, ως εκ τούτου, από δυσπεψία, κάλεσε τους τρεις γιους του, πιστεύοντας ότι η κατάστασή του χειροτέρευε και ξέροντας, φυσικά, ότι, προκειμένου για παρόμοια κατάσταση, το να πιστεύεις ότι χειροτερεύει και το να χειροτερεύει είναι σχεδόν το ίδιο. Και, μόλις ήρθαν οι γιοι, τους είπε:
«Γιοι μου αστόλιστοι: αν είναι να κάνουμε ειρήνη με τη βόρεια Νότια Χώρα, πρέπει να παντρευτείτε τις τρεις θυγατέρες του αδελφού μου, σεΐχη Αμπντ-ελ-Καντέρ, και ξαδέλφες σας».
Κι αυτοί, μάλλον για να του πάνε κόντρα, απάντησαν:
«Εντάξει».
Εν συνεχεία, ο χαλίφης έστειλε έναν κατάσκοπο, ονόματι Ουαχίντ, στη βόρεια Νότια Χώρα για να μάθει τι σόι πριγκίπισσες ήταν οι ανιψιές του, ώστε να μελετήσουν οι γιοι τη στρατηγική που θα ακολουθούσαν στο ζήτημα του φλερτ.
Και, επιστρέφοντας, ο κατάσκοπος έδωσε την εξής αναφορά:
«Η πρώτη κόρη, Αρχοντα των γιασεμιών, έχει βάψει γαλάζιες τις τρίχες του όρους της Αφροδίτης και σ' εκείνους που τη ρώτησαν γιατί απάντησε: "Επειδή δεν είμαι απ' αυτές που χασμουριόνται με τη μασχάλη"!»
«Μμμ...» είπε ο χαλίφης και ζήτησε από έναν υπηρέτη να ξύσει την πλάτη του (τη δική του, του υπηρέτη). Κατόπιν ένευσε προς τον κατάσκοπο για να συνεχίσει. Αυτός (λέγεται ότι) είπε τα εξής:
«... Τη δεύτερη κόρη, τη ρώτησαν γιατί τα χείλη της ήταν κόκκινα και απάντησε πως, όταν έχεις λύσει ένα αίνιγμα -δεν διευκρίνισε ποιο!-, τα έχεις λύσει όλα!»
Ο χαλίφης ζήτησε από έναν υπηρέτη να του φέρει ένα ποτήρι γάλα καμήλας με σουσαμέλαιο. Κατόπιν ένευσε προς τον κατάσκοπο. Αυτός (λέγεται ότι) είπε τα εξής:
«... Την τρίτη κόρη τη ρώτησαν γιατί έτρωγε τα νύχια της και απάντησε -άκουσον άκουσον!- ότι είναι μια βρόμικη δουλειά αλλά κάποιος έπρεπε να την κάνει!»
Ηταν μεσάνυχτα, η ώρα που ο Αλλάχ μάς κοιτάζει με το μάτι μισάνοιχτο. Η Σελήνη έδειχνε δώδεκα παρά τρία.
«Γιοι μου, τ' ακούσατε;» ρώτησε ο χαλίφης στρέφοντας το κεφάλι στους πρίγκιπες. «Η εποχή κατά την οποία μπορούσε κανείς να χάσει εύκολα το δίκιο του είναι μια εποχή που θα νοσταλγούμε». Επειτα το βλέμμα πήδηξε απ' το παράθυρο και βυθίστηκε στη γοητεία του φεγγαρόλουστου κήπου με τις μανόλιες. Και (φημολογείται ότι) ο χαλίφης δήλωσε στους παριστάμενους το εξής:
«Βούρλα, ακούτε τη σιωπή; Είναι ο ήχος του μέλλοντος!»
Ο Θεός είναι ένας. Ευλογημένοι όσοι εχθρεύονται το δύο, τον μόνο αριθμό που, μολονότι διαιρείται αποκλειστικά με τον εαυτό του και τη μονάδα, δεν είναι, εντούτοις, μονός.

Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ -εφ. Ελευθεροτυπία, 04-07-2010

Υπάρχει ζωή και έξω από την ανάπτυξη


Σερζ Λατούς: «Χρειάζεται μια πολιτιστική επανάσταση για να μπορέσουμε να βγάλουμε τον καπιταλισμό από τις ζωές μας»
Το όνομα του γάλλου οικονομολόγου Σερζ Λατούς έχει συνδεθεί με την ιδέα της «αποανάπτυξης», που θεωρήθηκε αιρετική και ουτοπική, αλλά αποκτάει τώρα νέο ενδιαφέρον ως πιθανή πολιτική απάντηση στην παρούσα οικονομική κρίση. Ο Σερζ Λατούς έδωσε στην ιταλική εφημερίδα «il Manifesto» τη συνέντευξη που ακολουθεί.
- Εσείς μιλάτε για «αποανάπτυξη», αλλά είναι πολλοί εκείνοι που διατυπώνουν αντιρρήσεις για τη δυνατότητα εφαρμογής ενός τέτοιου σχεδίου.
Οι κριτικές υπογραμμίζουν συχνά το γεγονός ότι το να βγούμε από ένα μοντέλο ανάπτυξης βασιζόμενο στη συσώρευση αγαθών συνεπάγεται μια πτώση της ποιότητας της ζωής. Μπορώ να πω ότι η αποανάπτυξη σηματοδοτεί την έξοδο από ένα μοντέλο ανάπτυξης και μια βαθιά αλλαγή στον τρόπο ζωής μας. Αυτό δεν σημαίνει όμως μια χειρότερη ποιότητα ζωής σε σχέση με εκείνη που χαρακτηρίζει τις κοινωνίες του Βορρά του πλανήτη. Το βέβαιο είναι ότι πρέπει να αλλάξουν τα κριτήρια, οι παράμετροι που καθορίζουν την ποιότητα ή όχι της ζωής σε μια κοινωνία. Ο βιομηχανισμός σήμαινε μια συσσώρευση εμπορευμάτων που έπρεπε να καταναλωθούν, για να μπορούν έπειτα να παραχθούν ξανά. Αυτό προκάλεσε μόλυνση του περιβάλλοντος και μια «κατανάλωση» των φυσικών πόρων, χωρίς τη δυνατότητα αναπαραγωγής τους. Είναι η κατάσταση του πλανήτη αυτή που μας υπαγορεύει να αλλάξουμε κατεύθυνση πορείας, επειδή αν συνεχίσουμε στον ίδιο δρόμο υπάρχει ο κίνδυνος η κατάρρευση του καπιταλισμού να συμπέσει με το τέλος του ανθρώπινου γένους. Η αποανάπτυξη μπορεί επομένως να αποτελέσει μια λύση. Αυτό δεν σημαίνει ότι χρειάζεται να απαρνηθούμε μηχανές και εργαλεία που έχουν βελτιώσει την κατάστασή μας. Αυτό που πρέπει κυρίως να τονιστεί είναι η αξία χρήσης τους και όχι η αξία ανταλλαγής τους. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να χρησιμοποιούνται υλικά που μολύνουν λιγότερο, με την προοπτική να διαρκούν πολύ περισσότερο μέσα στον χρόνο και να καταναλώνουν λιγότερη ενέργεια. Υπάρχει έπειτα το θέμα των τρόπων ζωής. Εδώ η αλλαγή πρέπει να είναι ριζική, επειδή χρειάζεται να παίρνουμε υπόψη μας τα φυσικά όρια της ανάπτυξης.
- Η αποανάπτυξη θέτει και ζητήματα δημοκρατίας. Ποιος αποφασίζει; Και ποιοι είναι οι οργανισμοί που ελέγχουν αυτούς που αποφασίζουν;
Αν το πρόβλημα συνοψιζόταν στα δύο ερωτήματα που εσείς διατυπώσατε, θα ήμασταν ήδη σε ένα καλό σημείο. Θα ήμασταν δηλαδή σε μια κατάσταση στην οποία μας τίθεται το καθήκον να οργανώσουμε δημοκρατικά την έξοδο από την «κοινωνία της ανάπτυξης». Σε όλες τις συναντήσεις που κάνω αυτό είναι το πρόβλημα που θέτω στους συνομιλητές μου, επειδή η αποανάπτυξη υποδεικνύει την κατεύθυνση πορείας, αλλά δεν θέτει φραγμούς στο πώς θα την βαδίσουμε. Οφείλουμε να πειραματιστούμε θεμελιώνοντας μορφές ζωής και δημοκρατικούς κοινωνικούς θεσμούς, στους οποίους η λιτότητα, η μείωση της κατανάλωσης και η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα παίζουν ένα ρόλο καθοδήγησης και προσανατολισμού των επιλογών. Με άλλα λόγια χρειάζεται μια προηγούμενη πολιτιστική επανάσταση, που θα έχει ως στόχο της την κριτική στη θεολογία της οικονομικής ανάπτυξης, δηλαδή σε εκείνη την ιδεολογία που εγκλωβίζει τους ανθρώπους σε κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες δεν επιτρέπουν μιαν ευτυχισμένη ζωή. Χρησιμοποιώ τον όρο ευτυχία ως συνώνυμο της ελευθερίας, της υπέρβασης της εμπορευματοποίησης των αθρώπινων σχέσεων και της απελευθέρωσης από την αναγκαιότητα.
- Στον λόγο σας είναι παρούσα η απήχηση μαρξιστικών θεματικών, όπως η κριτική στην αλλοτρίωση, αλλά και των θεωριών που ταυτίζουν τον καπιταλισμό ή την οικονομία της αγοράς με τη νεωτερικότητα.
Γνωρίζω τις κριτικές που ορισμένοι φίλοι μαρξιστές ασκούν στην αποανάπτυξη. Σε αυτούς απαντώ πάντοτε ότι η έξοδος από τον καπιταλισμό είναι και ο δικός μου στόχος. Αλλά, διαφορετικά από εκείνους, εγώ θέτω ένα πρωταρχικό πρόβλημα: πώς μπορούμε να βγάλουμε τον καπιταλισμό από τις ζωές μας; Και εδώ επανέρχομαι στην αναγκαιότητα μιας πολιτιστικής επανάστασης πριν από την πολιτική επανάσταση. Αναφέρομαι στον Αντρέ Γκορζ, ο οποίος στο έργο του λέει καθαρά ότι το εργατικό κίνημα υπήρξε επί μακρόν πεπεισμένο ότι η υπέρβαση του καπιταλισμού δεν σήμαινε υποχρεωτικά μια κριτική του βιομηχανισμού. Και ήταν ο ίδιος ο Γκορζ εκείνος που μίλησε για τον υπαρκτό σοσιαλισμό ως μια παραλλαγή του βιομηχανισμού, καθώς αυτός ο σοσιαλισμός ήταν δέσμιος της φετιχοποίησης της ανάπτυξης και της προόδου. Βρισκόμαστε στην κατάσταση στην οποία μπορούμε να εργαστούμε για την οικοδόμηση μιας ελεύθερης κοινωνίας, χωρίς να πρέπει υποχρεωτικά να πληρώσουμε το υψηλό τίμημα της καταστροφής του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων, όπως έγινε στον υπαρκτό σοσιαλισμό.
- Εσείς υποστηρίζετε ότι η οικονομική κρίση καθιστά την αποανάπτυξη μιαν εφικτή πολιτική λύση για το κοντινό μέλλον.
Ναι, η αντίληψή μου για τον χρόνο δεν έχει καμιά σχέση με τη συγκυρία. Η αποανάπτυξη είναι μια μακρόπνοη κοινωνική και πολιτική διαδικασία. Προς το παρόν, χρειάζεται να συνεχίσουμε να καταγγέλλουμε τα κοινωνικά όρια της οικονομικής ανάπτυξης. Ας πάρουμε το παράδειγμα της Κίνας. Αν συνεχιστεί η οικονομική ανάπτυξη βιομηχανικού τύπου, υπάρχει ο κίνδυνος της οικολογικής κατάρρευσης. Και πράγματι, ακόμα και στο Πεκίνο αρχίζουν να διατυπώνονται ισχυρές αμφιβολίες για τον δρόμο που έχουν πάρει. Υπάρχει έπειτα στις Ηνωμένες Πολιτείες ένα ζωηρό ενδιαφέρον για την πράσινη οικονομία. Πρόκειται για ενθαρρυντικές ενδείξεις που πρέπει να βοηθηθούν και να ενισχυθούν. Γνωρίζοντας ωστόσο ότι είναι μόνον μικρές ενδείξεις μιας αντιστροφής της κυρίαρχης τάσης. Χρειάζεται να εργαστούμε έτσι ώστε από τα μικρά βήματα να γεννηθούν μεγάλα κινήματα για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας. *

Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ-εφ. Ελευθεροτυπία, 04-07-2010

28/9/10

Δρόμοι



Τα παιδιά...
... καλούνται πάλι να επικοινωνήσουν µεταξύ τους και µε την κοινωνία ουσιαστικά χωρίς γλωσσικό όργανο. Αλαλα και αφασικά. Αραγε πόσες λέξεις θα χαθούν από το ήδη ισχνό λεξιλόγιό τους και αυτή τη χρονιά; Οι δάσκαλοι ίσως να βρίσκονται στη θέση τους, αλλά η γλώσσα παραµένει στην εξορία εδώ και πολλές δεκαετίες. Δεν έχουν αποµείνει παρά µόνο µερικά θραύσµατα από το ιστορικό της σώµα, που µοιάζει πια µε δάσος υλοτοµηµένο από απερίσκεπτους ανθρώπους. Παλεύουν τα παιδιά να τα συνταιριάξουν σε νοήµατα, σε µια εποχή κατά την οποία οι πληροφορίες συµπυκνώνονται σε ολοένα και πιο µικρά και πρακτικά «πακέτα», µε ολοένα και περιορισµένο περιεχόµενο.

Οι διάλεκτοι...
... και οι γλώσσες του κόσµου υποχωρούν σε µεγάλους αριθµούς. Κάθε δέκα µέρες χάνεται µία, γράφει ο συγγραφέας Αλεξ Ρόουζ στο περιοδικό του αµερικανικού πανεπιστηµίου Ντρέξελ. Το 40% από αυτές κινδυνεύει σήµερα µε εξαφάνιση. Για τον θάνατο των γλωσσών γράφει και ο Κ. Ντέιβιντ Χάρισον στο οµώνυµο βιβλίο του. Και εκφράζει τις ανησυχίες του. Γιατί η γλώσσα µάς δείχνει πώς δουλεύει το µυαλό. Κάθε απώλειά της σηµαίνει πως κλείνει για πάντα η πόρτα σε έναν απέραντο πλούτο γνώσεων. Η γνώση συχνά είναι ενσωµατωµένη µέσα στην ίδια τη γλώσσα. Οταν ένας πολιτισµός εγκαταλείπει τη µητρική του γλώσσα, όπως συµβαίνει µε την επικράτηση των παγκοσµιοποιηµένων γλωσσών (αγγλικής, αµερικανικής, ισπανικής), χάνεται για πάντα ένας ανεκτίµητος πλούτος γνώσεων. Ο λαός των Καγιάπο, ας πούµε, λέει τη µέλισσα µε 85 διαφορετικές λέξεις. Καθεµιά εξειδικεύει τις απειροελάχιστες διαφορές των µελισσών στον τρόπο πτήσης, στα τελετουργικά ζευγαρώµατος, στην κατασκευή της κερήθρας. Αν η γλώσσα τους χαθεί, θα χαθεί µαζί της και ο πλούτος των µελισσοκοµικών τους γνώσεων.

Η γλώσσα...
... είναι µια αποθήκη της µυθικής και ιστορικής κληρονοµιάς ενός πολιτισµού. Οι ιστορίες που περνούν από γενιά σε γενιά µε την προφορική παράδοση χάνονται αµετάκλητα από τη στιγµή που θα πεθάνει και ο τελευταίος άνθρωπος που µιλάει αυτή τη γλώσσα. «Τι θα ήταν σήµερα ο δυτικός πολιτισµός χωρίς ολύµπιους αθάνατους σαν τον Δία και την Ηρα, τον Απόλλωνα και τον Διόνυσο, τον Ποσειδώνα, τον Αρη, τον Ερµή, την Αφροδίτη ή θνητούς σαν τον Νάρκισσο, τον Ενδυµίωνα, τον Πυγµαλίωνα, τον Περσέα, την Ηλέκτρα, τον Οδυσσέα;» αναρωτιέται ο Χάρισον.

«Οι θρύλοι τους ενέπνευσαν αναρίθµητες αφηγήσεις ανά τους αιώνες. Αραγε πόσες τέτοιες αφηγήσεις θα τα καταφέρουν σήµερα να περάσουν στην επόµενη γενιά;».

Ποιοι είµαστε...
... εµείς που θα πούµε στα παιδιά µας να διατηρήσουν τη γλωσσική τους κληρονοµιά, έστω κι αν αυτό τους κοστίσει την πρόσβαση σε πιο πρακτικές σπουδές που οδηγούν σε πιο επικερδή καριέρα; αντηχεί ο αντίλογος. Οµως, καθώς οι γλωσσικές σπουδές υποχωρούν µπροστά στην επικράτηση του πρακτικού και προσοδοφόρου, οι αξίες που απειλούνται σήµερα µε εξαφάνιση είναι η γνώση, η παράδοση και το κάλλος. Είναι αυτά πράγµατα που µπορούν να ζυγιστούν µε την εξίσωση κόστος - κέρδος;


Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Ρούσσος Βρανάς-εφ. Τα Νέα, 13-09-2010

Δρόμοι


Ακόµη και στη Σουηδία...
... η σοσιαλδηµοκρατία πεθαίνει. Μετά την εκλογική επιτυχία των ακροδεξιών, µπορεί σήµερα πολλοί εκεί να βλέπουν εφιάλτες µε ρατσιστές να καταλαµβάνουν τη Βουλή και να ετοιµάζουν θαλάµους αερίων για µουσουλµάνους, αλλά το πραγµατικό µήνυµα των πρόσφατων εκλογών είναι άλλο: ο παρατεταµένος επιθανάτιος ρόγχος των σοσιαλδηµοκρατών έφτασε στο τέλος του.

Το σουηδικό...
... Σοσιαλδηµοκρατικό Κόµµα, που ιδρύθηκε το 1889 και κυβέρνησε τη χώρα τα περασµένα 93 χρόνια (µε ένα διάλειµµα 14 ετών), υπέστη τη χειρότερη ήττα στην ιστορία του. Και το περιοδικό «Εκόνοµιστ» διαπιστώνει µε αυτήν την ευκαιρία µια γενικότερη κρίση της σοσιαλδηµοκρατίας. Οχι µόνο στη Σουηδία, αλλά σε όλη την Ευρώπη, ακόµη και στην Αυστραλία. Οπως παρατηρούσε τις προάλλες και ο κοινωνιολόγος Φρανκ Φιουρέντι, τα σοσιαλδηµοκρατικά κόµµατα έχουν χάσει πια την επαφή µε τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους τους και επιδίδονται σε πληκτικές, τεχνοκρατικές και ιδεολογικά «ελαφριές» προεκλογικές εκστρατείες. Οπως και τα αντίπαλά τους κεντροδεξιά κόµµατα, τα σοσιαλδηµοκρατικά κόµµατα αντιµετωπίζουν την πολιτική ολοένα και περισσότερο σαν µια τεχνοκρατική δουλειά για µάνατζερ. Στις σουηδικές εκλογές, τα µεγάλα κόµµατα εµφανίστηκαν µε την πεποίθηση πως κάθε διάλογος για τις «µεγάλες ιδέες» πρέπει να εκλείψει από την πολιτική διαδικασία. Απαξίωσαν την ίδια την πολιτική, όπως επισηµαίνει η δηµοσιογράφος Νάταλι Ρότσιλντ στο περιοδικό «Σπάικντ». Και αυτό γίνεται ολοένα και πιο φανερό τα τελευταία χρόνια, όχι µόνο στη Σουηδία αλλά και αλλού, καθώς αυξάνεται ο συνωστισµός στο κέντρο του πολιτικού φάσµατος, ενώ εκλογικές συµµαχίες λιµάρουν συστηµατικά τα άκρα των πολιτικών κοµµάτων, απαλείφοντας και τις τελευταίες διαφορές που έχουν αποµείνει ανάµεσά τους. «Ακόµη και στα δεξιά κόµµατα της Σουηδίας», έγραφε το περιοδικό «Εκόνοµιστ», «ψηφοφόροι και πολιτικοί τάσσονται υπέρ της συναίνεσης, της ισότητας και των υπηρεσιών του δηµόσιου τοµέα» – έστω κι αν υποστηρίζουν λίγο πιο έντονα από τους σοσιαλδηµοκράτες τις ιδιωτικοποιήσεις στον δηµόσιο τοµέα και τις φοροαπαλλαγές. Στα µεγάλα...
... ζητήµατα της κοινωνίας, την εργασία, το κοινωνικό κράτος, την παιδεία, το περιβάλλον, τη µετανάστευση, η προεκλογική συζήτηση µεταξύ των σουηδικών κοµµάτων περιστράφηκε γύρω από ήδη προαποφασισµένους στόχους, χωρίς καµία διάθεση ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης. Δεν είναι παράξενο λοιπόν που οι ψήφοι είχαν µια πρωτοφανή διασπορά µεταξύ των κοµµάτων, σχολιάζει η Νάταλι Ρότσιλντ. Σε σηµείο που η ηγέτιδα των σοσιαλδηµοκρατών Μόνα Σάλιν έφτασε να πει πως σε αυτές τις εκλογές δεν υπήρξε νικητής. Θα µπορούσε όµως να είχε προσθέσει πως υπήρξε ένας µεγάλος ηττηµένος: η πολιτική. Η παράδοση...
... ήθελε τους σοσιαλδηµοκράτες να συγκεντρώνονται στα εργατικά κέντρα για να περιµένουν τα αποτελέσµατα τη νύχτα των εκλογών. Αυτή τη φορά συγκεντρώθηκαν στο Τεχνολογικό Μουσείο της Στοκχόλµης, σε µια εύπορη συνοικία της πρωτεύουσας. Κι ήταν αυτό ένας εύστοχος συµβολισµός. Γιατί η σοσιαλδηµοκρατία δεν είναι πια τίποτα άλλο από ένας απλός τεχνικός όρος, ένα αναµνηστικό από ένα ιδεολογικό παρελθόν που σήµερα είναι κενό περιεχοµένου.

Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Ρούσσος Βρανάς- εφ. Τα Νέα, 24-09-2010