27/9/10

Στρατηγικές και συμμαχίες στον καιρό της παγκοσμιοποίησης



Η παγκοσμιοποίηση, η οποία παρουσιάζεται ως κάτι το αναπόφευκτο, αποτελεί για τους περισσότερους πολιτικούς επιστήμονες το σημαντικότερο εργαλείο για την κατανόηση και την ανάλυση της πραγματικότητας. Ομως αυτή η οπτική συγκαλύπτει τις αντιφάσεις που διατρέχουν το σύνολο των διεθνών σχέσεων και υποτιμά το σύμπλεγμα των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που προκαλούν αυτές τις αντιφάσεις. Πολύ συχνά, μακριά από τους προβολείς των μέσων ενημέρωσης, δημιουργούνται ή αποδομούνται οι δεσμοί και -οι σχέσεις ανάμεσα στους γνωστούς και λιγότερο γνωστούς- παράγοντες μιας γεωπολιτικής, η οποία έχει εισέλθει σε μια περίοδο μεγάλων ανακατατάξεων.
Το φαινόμενο που βιαστήκαμε να συνοψίσουμε με τον ιδεολογικά φορτισμένο όρο «παγκοσμιοποίηση», υπήρξε, στην πραγματικότητα, πολύ πιο αντιφατικό από το γεμάτο αρμονία κίνημα που παρουσιάζουν οι υμνητές του. Οι τελευταίοι, περιφρονώντας ή αδιαφορώντας για το παρελθόν, αγνόησαν τις αντιπαραθέσεις που υπήρξαν το χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου, ελαχιστοποιώντας ή χαρακτηρίζοντας ως «αρχαϊκή» οποιαδήποτε αμφισβήτηση της νέας τάξης πραγμάτων.
Ωστόσο, είναι επίσης δυνατή μια εντελώς διαφορετική ερμηνεία. Ετσι, ο ιστορικός Ρομπέρ Μπονό, ο οποίος ειδικεύεται στην ανάλυση των ιστορικών καμπών, δίνει την εξής εξήγηση: «Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, η ιστορία είχε χάσει το ενιαίο κέντρο της και τον δυτικό χαρακτήρα της. Η οικονομική επέκταση και η καινοτομία ήταν πολύ καλύτερα κατανεμημένες. Ηταν... γιατί, από τη δεκαετία του 1970 και του 1980, η κατάσταση εξελίχθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση... Μήπως για τα τρία τέταρτα της ανθρωπότητας έχει φτάσει το τέλος της ιστορίας(1);» Πράγματι, η κυριότερη αποστολή του κυρίαρχου λόγου περί παγκοσμιοποίησης ήταν η νομιμοποίηση της δυτικής χρηματοοικονομικής κυριαρχίας, καλύπτοντάς τη με το πέπλο μιας «φυσικής» και συμπαθητικής παγκοσμιότητας.
Τα κυρίαρχα φαινόμενα
Κατ' αυτόν τον τρόπο, προσποιούμαστε ότι αγνοούμε, αφ' ενός, το γεγονός ότι η σημερινή παγκοσμιότητα περιορίζεται κατά κύριο λόγο στην -καθαρά συγκυριακή μάλιστα- παγκοσμιότητα των χρηματοοικονομικών υποθέσεων, και, αφ' ετέρου, ότι ο πλανητικός χαρακτήρας των ιστορικών φαινομένων δεν είναι κάτι το καινούριο. Ηδη πριν από ενάμιση αιώνα ο γαλλοϊταλός ιστορικός και φιλόσοφος, Ζοζέφ Φεράρι παρατηρούσε: «Στο έργο μου, "Ιστορία των επαναστάσεων της Ιταλίας", έδειξα πως τα πιο διαφορετικά κράτη ακολουθούσαν τον ίδιο δρόμο, χωρίς να το γνωρίζουν... (Προσπαθώ να επιβεβαιώσω) αυτές τις γενικεύσεις εξηγώντας τον κόσμο μέσα από το παράδειγμα της Κίνας(2)». Ετσι, κάθε εποχή γνωρίζει ένα είδος παγκοσμιοποίησης ή, για την ακρίβεια, παγκοσμιότητας. Συνεπώς, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, αν κάτι έχει σημασία, αυτό είναι το να γνωρίζουμε ποια είναι τα κυρίαρχα παγκόσμια φαινόμενα και ποιος επωφελείται από αυτά.
Με αρκετά εικονοκλαστικό τρόπο, το γαλλικό Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Ερευνας (CNRS) έθεσε το εξής ερώτημα: «Η παγκοσμιοποίηση είναι, άραγε, παράγοντας ειρήνης;» Ορισμένα συμπεράσματά του φωτίζουν τόσο τις σημερινές σχέσεις όσο και τις συγκρούσεις του παρελθόντος: «Οσο περισσότερο οι χώρες είναι ανοιχτές στο διεθνές εμπόριο, τόσο εντείνεται ο συγκρουσιακός χαρακτήρας τους. Το διμερές εμπόριο ανάμεσα σε δύο χώρες μειώνει την πιθανότητα ενός μελλοντικού πολέμου μεταξύ τους. Οσο αυξάνεται το συνολικό πολυμερές εμπόριο ανάμεσα στις δύο αυτές χώρες και στο σύνολο του κόσμου, αυξάνεται η πιθανότητα μελλοντικού πολέμου μεταξύ τους. Δεν υπάρχει ξεκάθαρη και προφανής σχέση ανάμεσα στο παγκόσμιο εμπόριο και στον συνολικό αριθμό των συγκρούσεων (1870-2001)(3)».
Η εξασθένιση του μονοπολικού κόσμου στα τέλη του 20ού αιώνα και η εμφάνιση στην εμπορική σκηνή ορισμένων χωρών με δυναμική δημογραφία (Βραζιλία, Κίνα, Ινδία, Νότια Αφρική... ) εντείνουν ακόμα περισσότερο τις αντιπαραθέσεις, καθώς ο νεοφιλελευθερισμός μετατρέπει ορισμένα ζωτικά αγαθά (νερό, καλλιεργήσιμη γη, υδρογονάνθρακες κ.λπ.) σε οικονομικούς πόρους που σπανίζουν.
Βέβαια, η σταθερότητα και η πρωτοκαθεδρία των δυτικών συμφερόντων κατέστησαν ώς τώρα δυνατή τη διατήρηση της ψευδαίσθησης ότι υπάρχει μια σχετική ισορροπία στον κόσμο. Οι ανταλλαγές ανάμεσα στις δύο όχθες του Ατλαντικού εξακολουθούν να αποτελούν την κινητήρια δύναμη των διεθνών εμπορικών σχέσεων και η αμερικανική ισχύς φαίνεται ότι μπορεί να εγγυηθεί τη διατήρηση μιας κάποιας συνοχής. Ομως ο μονοπολικός κόσμος που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1990 αποκάλυψε τις αντιφάσεις του, οι οποίες μέχρι σήμερα εκδηλώνονταν με υπόγειο τρόπο.
Τα διαδοχικά σχέδια ανάκαμψης έριξαν άπλετο φως στην αστάθεια της αμερικανικής οικονομίας. Από το 2003 και την επέμβασή τους στο Ιράκ, οι Ηνωμένες Πολιτείες, εξασθενημένες, έχουν διαπιστώσει την αποτυχία της στρατιωτικής κυριαρχίας (hard power).
Τα δημοσιονομικά μέσα που διαθέτουν δεν μπορούν πλέον να ανταποκριθούν στην κατάσταση, και ακόμα και οι ένοπλες δυνάμεις τους υφίστανται ένα είδος κρίσης: τα αεροσκάφη της Αεροπορίας, του Ναυτικού και των Πεζοναυτών έχουν αρχίσει να παλιώνουν και το κόστος συντήρησής τους αυξάνεται. Γίνεται δε προφανές ότι η «πολιτική του μαστιγίου» δεν είναι πλέον ρεαλιστική, αν και δεν αποκλείεται μια επέμβαση στο Ιράν, είτε άμεση, είτε μέσω του Ισραήλ. Επιπλέον, τα καθεστώτα που λειτουργούσαν ως οι τοπικοί τους χωροφύλακες (η Αίγυπτος, για παράδειγμα) παρουσιάζουν, πλέον, σημάδια κόπωσης.
Στην παραδοσιακή συνεργασία ανάμεσα στις δύο όχθες του Ατλαντικού έχουν αρχίσει να εμφανίζονται τριγμοί, ενώ ακόμα και στο εμπόριο -το οποίο θεωρητικά εγγυάται τη διατήρηση καλών σχέσεων- παρατηρείται κάμψη. Ετσι, για παράδειγμα, το γαλλικό Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο διαπιστώνει: «Οι εμπορικές διαφορές που οδηγούν σε αντιπαράθεση ιδίως τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ενωση, χαρακτηρίζονται ολοένα περισσότερο από τη μη εφαρμογή των διαιτητικών αποφάσεων του Οργάνου Επίλυσης Διαφορών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου(4)».
Οι φυγόκεντρες δυνάμεις
Εύλογα, λοιπόν, αναρωτιόμαστε κατά πόσον υφίσταται αυτή η αρμονία στις σχέσεις τους, η οποία στο παρελθόν παρουσιαζόταν ως ιστορικά αυτονόητη. Το 2005, ο Αξέλ Πονιατοφσκί παρατηρεί τα εξής σε μια έκθεση που υπέβαλε στην επιτροπή διεθνών υποθέσεων του Γαλλικού Κοινοβουλίου(5): «Μήπως, πλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη ανήκουν σε δύο διαφορετικούς κόσμους; Η συζήτηση για τους δεσμούς τους συχνά παρεκτρέπεται και καταλήγει σε μια συζήτηση για το κατά πόσο εξακολουθούν να υφίστανται οι κοινές αξίες ανάμεσα στις δύο ηπείρους(6)».
Ακόμα κι η ίδια η Ευρώπη, η οποία ωστόσο έχει πραγματοποιήσει σημαντικά βήματα προς την ανάπτυξη της ενιαίας εσωτερικής αγοράς της, βρίσκεται αντιμέτωπη με φυγόκεντρες δυνάμεις. Αν και η δημιουργία της Ε.Ε. συμβάδιζε, μέχρι τη δεκαετία του 1990, με μια ιδιαίτερα αισθητή αύξηση του εσωτερικού εμπορίου, η ανάπτυξη του ενδοκοινοτικού εμπορίου είναι πια χαμηλότερη από τις εξαγωγές προς χώρες οι οποίες δεν είναι μέλη της Ενωσης· μάλιστα, αυτό συμβαίνει παρά τη διεύρυνσή της, από την οποία αριθμεί πλέον 27 μέλη. Ακόμα κι οι εμπορικές ανταλλαγές στο εσωτερικό της ζώνης του ευρώ έχουν σημειώσει σημαντική κάμψη(7).
Παράλληλα, στο εσωτερικό της Ενωσης, οι πολιτικές σχέσεις έχουν εξελιχθεί. Από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το 1989, και τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης το 2004, η Γερμανία βρίσκεται στο γεωστρατηγικό κέντρο της Γηραιάς Ηπείρου. Η συμμετοχή της στην ομάδα επαφής για το ζήτημα των πυρηνικών του Ιράν συμβολίζει με τον καλύτερο τρόπο τη σημασία που της αποδίδεται(8). Από την άλλη πλευρά, το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης υπογράμμισε το «δομικό δημοκρατικό έλλειμμα» της Ευρωπαϊκής Ενωσης, εξαρτώντας την κύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας από την υιοθέτηση μέτρων που αποσκοπούν στην «εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος της ψήφου και στην προστασία της δημοκρατικής αυτοδιάθεσης(9)». Με αυτόν τον τρόπο διατράνωσε ταυτόχρονα τόσο τη διαχρονικότητα του γερμανικού λαού όσο και την ανυπαρξία του ευρωπαϊκού λαού.
Εκ των πραγμάτων, η Ευρωπαϊκή Ενωση ζει μοιρασμένη ανάμεσα στην εμφανή εμβάθυνση της συνοχής της και στην αύξηση των εσωτερικών της αντιφάσεων. Τη στιγμή που οι ευρωπαίοι ηγέτες επισπεύδουν με τον εμβρυουλκό τη γέννηση και την εφαρμογή της Συνθήκης της Λισαβόνας -η οποία είναι τέκνο της δεκαετίας του 1990- ο Γιόσκα Φίσερ, γερμανός πρώην υπουργός Εξωτερικών, σηματοδοτεί το τέλος εκείνης της εποχής δηλώνοντας: «Σήμερα, δεν θα προχωρούσαμε στην εισαγωγή του ευρώ. (...) Γινόμαστε γκολιστές. Οπως και η Γαλλία, βλέπουμε περισσότερο την Ευρώπη ως ένα μέσον και όχι ως ένα σχέδιο για το μέλλον(10)».
Βέβαια, μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι όλα αυτά τα γεγονότα δεν είναι τίποτε άλλο από εξισορροπήσεις, και να πιστέψει ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση, η συγκυριαρχία Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας και η μετατροπή της G8 σε G20 θα καταστήσουν δυνατή τη διαχείριση του κόσμου χωρίς να αμφισβητηθεί η «καλή διακυβέρνηση». Ομως ο κόσμος βρίσκεται ταυτόχρονα σε μια φάση διατήρησης αυτής της σταθερότητας, αλλά και σε μια φάση πολυδιάσπασης που την αναιρεί.
Ενα παζλ συμμαχιών μεταβλητής γεωμετρίας αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό των ταλαντεύσεων ανάμεσα στην παλαιά ισορροπία και σε μια καινούργια η οποία βρίσκεται στο στάδιο της οικοδόμησης. Απέναντι στη χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση, παρατηρείται η επιστροφή εθνικών στρατηγικών, του οικονομικού και κοινωνικού πατριωτισμού όπως συμβαίνει στη Γερμανία και στη Ρωσία, ή ακόμα και μια τάση μεγαλύτερης αμφισβήτησης της παγκόσμιας τάξης (για παράδειγμα, στη Λατινική Αμερική).
Πολλαπλασιάζονται οι ομάδες κρατών που συνδέονται με επίσημες συμφωνίες: παράλληλα με την Ευρωπαϊκή Ενωση έχουν συναφθεί η Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου (Alena), η Κοινή Αγορά του Νότου (Mercosur), ο Οργανισμός των Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN).
Η Κίνα είναι σήμερα ο πρώτος εμπορικός εταίρος της Ιαπωνίας, ενώ η τελευταία πραγματοποιεί το ήμισυ του εξωτερικού εμπορίου της στην περιοχή που εκτείνεται μεταξύ Κίνας, Νότιας Κορέας και Αυστραλίας. Ταυτόχρονα, η ομάδα που αποτελείται από τη Βραζιλία, τη Ρωσία, την Ινδία και την Κίνα (BRIC) διεκδικεί επίσημα μια νέα διεθνή ισορροπία, καθώς εκτιμάται ότι «το συνολικό βάρος της στην παγκόσμια οικονομία θα περάσει, από το 10% το 2004, σε περισσότερο από 20% το 2025(11)».
Η κυρίαρχη τάξη
Αυτές οι νέες εκδηλώσεις αλληλεγγύης στηρίζουν -και παράλληλα αμφισβητούν- την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων, όπως αποδεικνύεται από την αποτυχία των τελευταίων διαπραγματεύσεων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (κύκλος της Ντόχα), όπως και από την αποτυχία της διάσκεψης κορυφής της Κοπεγχάγης για το κλίμα. Μάλιστα, ορισμένοι οικονομικοί εθνικισμοί κάνουν την εμφάνισή τους με πολύ πιο ριζοσπαστικό τρόπο. Ετσι, παρά το γεγονός ότι ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης(12) ισχυρίζεται ότι οι στόχοι του είναι οικονομικοί, αποκτά ιδιαίτερα πολιτικά χαρακτηριστικά όταν οργανώνει ρωσοκινεζικά στρατιωτικά γυμνάσια στα οποία οι συμμετέχοντες επιδίδονται σε ενέργειες που θα μπορούσαν να συγκριθούν με επιχείρηση απόβασης στην Ταϊβάν.
Και στη Μπολιβαριανή Συμμαχία για τους Λαούς της Αμερικής μας (ALBA) συμμετέχουν οι χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής που αντιτίθενται στην παραδοσιακή κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή. Προβάλλουν την αρχή της εθνικής κυριαρχίας και αμφισβητούν την υπεροχή του δολαρίου με τη δημιουργία του Ενιαίου Συστήματος Περιφερειακών Συμψηφισμών (Sucre), του κοινού νομίσματος που δημιούργησαν στις 16 Απριλίου του 2009. Η δε γέννηση της Ενωσης των Εθνών της Νότιας Αμερικής (Unasur) σηματοδότησε την εκδήλωση της αυτονομίας της Βραζιλίας.
Σε αυτόν τον πολυπολικό κόσμο, οι ίδιοι παίκτες μπορούν να είναι ταυτόχρονα σύμμαχοι και αντίπαλοι. Ετσι, η Ρωσία και η Κίνα -και οι δύο μέλη του BRIC και της ομάδας της Σαγκάης- αποδέχονται την αντιτρομοκρατική ρητορεία της Ουάσιγκτον... τη στιγμή που διατηρούν δεσμούς με την Τεχεράνη. Το Πεκίνο, που εγγυάται τη σταθερότητα του δολαρίου αγοράζοντας ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου, αναγγέλλει ότι εξετάζει το ενδεχόμενο της δημιουργίας ενός ασιατικού νομίσματος, αλλά και την πρόσδεση του γιουάν στο δολάριο. Η Μπραζίλια διατηρεί καλές σχέσεις με την Ουάσιγκτον αλλά και με την Κούβα, ενώ ταυτόχρονα υποστηρίζει την πρόσβαση της Τεχεράνης σε πυρηνική τεχνογνωσία για ειρηνικούς σκοπούς.
Ο πρόεδρος της Βενεζουέλας, Ούγο Τσάβες, ο οποίος στη χώρα του μάχεται εναντίον της ιεραρχίας της Καθολικής Εκκλησίας στο όνομα του ανεξίθρησκου χαρακτήρα που πρέπει να έχει ένα κοσμικό κράτος, εμφανίζεται σε εναγκαλισμούς με τον Μαχμούντ Αχμαντινεζάντ, τον ηγέτη ενός θεοκρατικού καθεστώτος. Κι ο Βολιβιανός Εβο Μοράλες, σημαντικός φίλος του Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, αμφισβητεί τον ρόλο της G 20, στην οποία η Βραζιλία παίζει αξιόλογο ρόλο.
Προσπαθώντας να αντιδράσουν σε αυτήν την επιθυμία για χειραφέτηση, οι συντηρητικές δυνάμεις υποστηρίζουν το πραξικόπημα στην Ονδούρα, απειλούν τη Βενεζουέλα ή εκφράζουν τον ενθουσιασμό τους για την επιστροφή της δεξιάς στη Χιλή. Ταυτόχρονα, πολλαπλασιάζονται οι αυταπάτες γύρω από μια παγκοσμιοποίηση η οποία θα είναι πιο ηθική, πιο κοινωνική, πιο οικολογική.
Οσο κι αν η σημερινή τάξη πραγμάτων διαθέτει μέσα που της επιτρέπουν να διαρκέσει ακόμα, η ιδεολογική κρίση της παγκοσμιοποίησης και του επίκεντρού της, των Ηνωμένων Πολιτειών, εξασθενίζει την εμπιστοσύνη με την οποία αυτή ήταν περιβεβλημένη. Κι η οικονομική κρίση που σοβεί από το 2008 αποτελεί ένα αποκαλυπτικό παράδειγμα.
Οι νέες ή οι δυνητικές συμμαχίες που απομακρύνονται από το υπάρχον πλαίσιο είναι υπερβολικά πολλές για να θεωρηθεί ότι αποτελούν περιθωριακό φαινόμενο. Ο ιστορικός και χρονικογράφος Ουίλιαμ Πλαφ, ειδικός στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, παραλληλίζει τη νίκη της σοσιαλδημοκρατικής αντιπολίτευσης στην Ιαπωνία με το διάλογο που έχει αναπτυχθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο για το μέλλον των σχέσεων ανάμεσα στις δύο όχθες του Ατλαντικού(13). Μπορούμε να προσθέσουμε σε αυτόν τον κατάλογο πολλές νέες τάσεις, όπως η εξέλιξη της γερμανικής διπλωματίας, οι επαφές ανάμεσα στη Ρωσία και την Πολωνία, ο στρατηγικός αναπροσανατολισμός της Τουρκίας(14)... Ετσι, προδιαγράφεται -με το νόημα που της προσέδωσε ο Φεράρι- μια νέα παγκοσμιότητα, δηλαδή ένας αντικειμενικός δεσμός, ένας κοινός δρόμος ανάμεσα σε παράγοντες οι οποίοι φαινομενικά μοιάζουν διάσπαρτοι.
1. Robert Bonnaud, «Υ a-t-il des tournants historiques mondiaux?», Kime, Παρίσι, 1992.
2. Joseph Ferrari, «La Chine et l'Europe, leur histoire et leurs traditions comparees», Librairie academique, Παρίσι, 1867.
3. Ινστιτούτο Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών επιστημών, CNRS, 14 Απριλίου 2008.
4. Οικονομικό και κοινωνικό συμβούλιο, γνωμοδότηση της 24ης Μαρτίου 2004 πάνω στην έκθεση του Michel Frank, Παρίσι.
5. Εκθεση αρ. 2567 της 11ης Οκτωβρίου 2005.
6. Ετσι, η εγκατάλειψη της αντιπυραυλικής ασπίδας μπορεί επίσης να ερμηνευθεί ως εκδήλωση περιορισμού του ενδιαφέροντος των Ηνωμένων Πολιτειών για την Ευρώπη.
7. Το μερίδιο του ενδοκοινοτικού εμπορίου στην Ευρώπη των 15 έφτανε το 66% το 1990 και έπεσε στο 61% το 2004. Στο εσωτερικό της ζώνης του ευρώ, αυτός ο δείκτης μειώθηκε, από 55% το 1990 σε 51% το 2004.
8. Αυτή η ομάδα περιλαμβάνει τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και τη Γερμανία.
9. Απόφαση της 30ής Ιουνίου 2009 σχετικά με τη συνταγματικότητα της Συνθήκης της Λισαβόνας. Βλέπε Anne-Cecile Robert, «Ou l'on reparle du "deficit democratique"», Le Monde diplomatique, Σεπτέμβριος 2009.
10. Αναφέρεται από τον Armand Leparmentier στην εφημερίδα Le Monde, 16 Ιουλίου 2009.
11. «BRIC ΙΙ et la croissance big bang», Rediff.com, 10 Νοεμβρίου 2004.
12. Ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης, ο οποίος ονομάζεται επίσης και Σύμφωνο της Σαγκάης, αποτελείται από τη Ρωσία, την Κίνα και χώρες της Κεντρικής Ασίας.
13. «Notes sur une tentative de revolte», 5 Σεπτεμβρίου 2009, www.dedefensa.org
14. Βλέπε Wendy Kristianasen, «Ni Orient ni Occident, les choix audacieux d' Ankara», Le Monde diplomatique, Φεβρουάριος 2010. (ΣτΕ): «Ο κόσμος από τη σκοπιά της Τουρκίας», «Le monde diplomatique» - «Κ.Ε.», 18 Απριλίου 2010.
* Πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του γαλλικού Κοινοβουλίου.

Βαρβάρα Τερζάκη
Αρθρο Του ANDRE BELLON*-εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Le Monde diplomatique, 12-09-2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: