29/9/10

Οι διπλωματικοί ακροβατισμοί της Ιαπωνίας


Κρυφές συμφωνίες πίσω απ' την κηδεμονία των ΗΠΑ

Σε μια ασταθή περιοχή, η Ιαπωνία φιλοδοξεί να κερδίσει τη διεθνή αναγνώριση. Η κυβέρνησή της δυσκολεύεται να απαγκιστρωθεί από τις ΗΠΑ, επιλογή που ενδέχεται να πληρώσει ακριβά στις εκλογές για τη Γερουσία που διοργανώνονται εντός του Ιουλίου.
Από το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου ως τον Πόλεμο του Ιράκ η σχέση ΗΠΑ και Ιαπωνίας είναι μια δύσκολη διπλωματική άσκηση. «Δεν διαλέγεις τους γείτονές σου, τους συμμάχους σου, όμως, τους διαλέγεις». Η φράση αυτή, διατυπωμένη με απόλυτη βεβαιότητα από τον ιάπωνα διπλωμάτη Μασάκι Γιασούσι, συνοψίζει της γεωπολιτικές θέσεις της χώρας του. Στον κύκλο των ενοχλητικών γειτόνων περιλαμβάνονται η Ρωσία, που ξαναγίνεται ισχυρή, η Κίνα, που κάνει αισθητή, πλέον, την παρουσία της και η Βόρεια Κορέα που εκδηλώνει διαθέσεις απόκτησης πυρηνικής ισχύος. Η Ιαπωνία είναι, τελικά, ένα είδος Φορτ Αλάμο που το προστατεύουν μόνο οι ΗΠΑ; Οσο χοντροκομμένη κι αν είναι η παρομοίωση, αυτό πιστεύουν πολλά μέλη της ελίτ του Τόκιο, που διακρίνεται για τον φιλοαμερικανισμό της.
Ωστόσο, η ατμόσφαιρα, σήμερα, λόγω της πεντηκοστής επετείου της αναθεώρησης της Αμερικανο-ιαπωνικής Συνθήκης Ασφάλειας (US - Japan Security Treaty) (1), η οποία κωδικοποιεί τις σχέσεις των δύο χωρών και την παρουσία των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στο ιαπωνικό έδαφος, δεν είναι καθόλου γιορτινή.
Η εκλογική νίκη, τον Σεπτέμβριο του 2009, του Χατογιάμα Γιούκιο και του Δημοκρατικού Κόμματος της Ιαπωνίας (PDJ), έπειτα από απόλυτη κυριαρχία του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (PLD) για περισσότερο από μισόν αιώνα, περιπλέκει τα δεδομένα. Οχι γιατί ο πρόσφατα παραιτηθείς πρωθυπουργός είχε εκφράσει την πρόθεση να σπάσει η συμμαχία· αλλά γιατί είχε διακηρύξει την επιθυμία να «ομαλοποιήσει» τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, ώστε η χώρα του να υπολογίζεται ως κυρίαρχο κράτος.
Ηταν οπαδός της δημιουργίας μιας «ασιατικής κοινότητας». Μια λιγότερο φιλοδυτική και περισσότερο προς ανατολάς προσανατολισμένη προσέγγιση; Δεν χρειαζόταν τίποτα περισσότερο για να πανικοβληθούν οι επιχειρηματικοί κύκλοι και να τροφοδοτηθεί η εχθρότητα της δεξιάς αντιπολίτευσης, καθώς και μιας κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητης μερίδας της διοίκησης -ουσιαστικά πανίσχυρης- αλλά και αξιόλογου μέρους του Δημοκρατικού Κόμματος.
Στην αντιπαράθεση κυριάρχησε το μέλλον της αμερικανικής βάσης Φουτένμα, που βρίσκεται στο κέντρο του Γκινοβάν, μιας πόλης 90.000 κατοίκων στην Οκινάουα. Η συμφωνία που υπογράφτηκε το 1996 και έληξε τον περασμένο χρόνο, προέβλεπε ότι η βάση επρόκειτο να μετακομίσει μερικές δεκάδες χιλιόμετρα μακρύτερα, στο Νάγκο, όπου, όμως, τον περασμένο Ιανουάριο, εκλέχθηκε ένας δήμαρχος αντίθετος με αυτή την απόφαση. Ηταν αρκετό να ζητήσει ο Χατογιάμα μια προθεσμία για ωριμότερη σκέψη και αναζήτηση νέας τοποθεσίας, για να ξεσαλώσουν οι δυνάμεις της αντίδρασης και... να κερδίσουν.
«Πολιτικός ρεαλισμός»
Τον Οκτώβριο του 2009, ο αμερικανός υπουργός Αμυνας, Ρόμπερτ Γκέιτς, διακήρυξε ότι «η μεταφορά της βάσης δεν είναι διαπραγματεύσιμη». Και σε ένδειξη δυσαρέσκειας είχε αρνηθεί να παρακαθίσει σε δείπνο προς τιμήν του. Ακόμα και στο υπουργείο Εξωτερικών, τα στελέχη του οποίου διακρίνονται για τον φιλοαμερικανισμό τους, είναι σοκαρισμένοι. «Εγιναν εκλογές, τέλος πάντων», διαμαρτύρεται υψηλά ιστάμενο στέλεχος, το οποίο, ωστόσο, είναι πρόθυμο να απαριθμήσει πολλούς λόγους για τους οποίους ήταν επωφελής η «ανανέωση της συμφωνίας».
Μήπως, άλλωστε, ο ιάπωνας υπουργός Εξωτερικών, Οκάντα Κατσούγια, σε αντίθεση με τον τέως πρωθυπουργό της χώρας, δεν επικαλείται τον «πολιτικό ρεαλισμό» για να δικαιολογήσει τη διατήρηση της βάσης; Η κακοφωνία αυτή οδηγεί τους διπλωμάτες και τους ανώτερους δημόσιους λειτουργούς να αποφεύγουν να εκφράσουν δημόσια τις απόψεις τους. Οσο για τον τύπο, αυτός ακολουθεί τη γραμμή του Οκάντα. Συμπεριλαμβανομένης και της «Ασάχι Σιμπούν», της ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδας της κεντροαριστεράς, που παραθέτει μια παλιά παροιμία: «Μια αυτοκρατορική εντολή είναι σαν την αναπνοή: άπαξ και δόθηκε, δεν μπορείς να την πάρεις πίσω» (2). Επομένως, ούτε συζήτηση για χειραφέτηση από την αμερικανική προσέγγιση.
Ο καθηγητής Ισίντα Χιντετάκα, ειδικός σε θέματα ΜΜΕ και πρόεδρος του Interfaculty Initiative in Information Studies (IIIS), δεν εκπλήσσεται: «Υπάρχει ένα πανίσχυρο αμερικανικό λόμπι που αγγίζει όλο τον κόσμο, όποια και αν είναι η πολιτική προτίμηση των εφημερίδων, η πολιτική τοποθέτηση των διπλωματών ή των βουλευτών. Εχουν σπουδάσει στα αμερικανικά πανεπιστήμια, συναντώνται συχνά, είναι φίλοι. Γι' αυτούς, η κυβερνητική εναλλαγή πρέπει να γίνει χωρίς συνέπειες. Σαν να μην υπήρχε άλλη επιλογή. Πρέπει να απελευθερωθούμε από αυτό τον τρόπο σκέψης που μας δένει στο άρμα των ΗΠΑ».
Για να γίνει κατανοητή η δυσκολία να φανταστεί κανείς το μέλλον χωρίς το αμερικανικό δεκανίκι, αρκεί μια αναδρομή στην πρώτη περίοδο μετά το τέλος του πολέμου. «Οι ΗΠΑ αντιπροσώπευαν το πολιτικό ιδεώδες. Για την πλειονότητα του πληθυσμού ήταν το συνώνυμο της Δημοκρατίας», επισημαίνει ο Νισιτάνι Οσάμου, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ξένων Γλωσσών του Τόκιο και μέλος της πρωτοβουλίας, μαζί με δεκαπέντε συναδέλφους του, για τη σύνταξη μιας «διακήρυξης» κατά της διατήρησης της βάσης Φουτένμα στην Οκινάουα. Πρέπει επίσης να εντρυφήσει κανείς στη μακρά ιστορία του PLD και των πολλαπλών δεσμών του με την Αμερική, αλλά και στην ανακύκλωση των μιλιταριστικών ελίτ της χώρας, που ενέχονταν σε εγκλήματα πολέμου.
Οι καιροί, όμως, έχουν αλλάξει. «Η Αμερική έχει εξασθενήσει από την οικονομική κρίση, τον ανταγωνισμό των αναδυόμενων οικονομιών, την εμπλοκή της σε πολέμους που δεν μας αφορούν», διαπιστώνει ο Μασάμι Χόντο, νεαρό στέλεχος μιας εταιρείας τηλεφωνίας και δραστήριος στο ειρηνιστικό κίνημα. «Ο Ψυχρός Πόλεμος έχει τελειώσει κι αυτοί συμπεριφέρονται σαν να μαίνεται ακόμα».
Βέβαια, η Ιαπωνία είναι πλέον η δεύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο. Ομως, το ειρηνιστικό Σύνταγμα του 1946, που της απαγορεύει ρητά «τη συμμετοχή σε πόλεμο», ψηφίστηκε στο πλαίσιο των όρων της παράδοσης στον στρατηγό ΜακΑρθουρ -αν και με τον καιρό η Ιαπωνία συγκρότησε και πάλι ένοπλες δυνάμεις που ονομάστηκαν «δυνάμεις αυτοάμυνας».
Μόνιμη βάση
Η Αμερικανο-ιαπωνική Συνθήκη Ασφάλειας, που αναθεωρήθηκε το 1960, προβλέπει ρητά την αμερικανική στρατιωτική παρουσία (μέχρι 260.000 άνδρες) και την εξάρτηση του Τόκιο από την Ουάσιγκτον. Από τότε εφαρμόζεται μια άτυπη συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών: οι ΗΠΑ διαθέτουν ένα είδος «αβύθιστου αεροπλανοφόρου» και το αρχιπέλαγος επωφελείται της αμερικανικής πυρηνικής ομπρέλας· χωρίς να θιγούν οι προστατευτικές πολιτικές της Ιαπωνίας, οι ΗΠΑ ανοίγουν την αγορά τους στα ιαπωνικά προϊόντα, ενώ το Τόκιο, σε αντάλλαγμα, συντηρεί τις δυνάμεις του θείου Σαμ στο έδαφός του. Δεδομένου, δε, ότι ο κοινός εχθρός είναι ο κομμουνισμός, η Αμερική σχεδιάζει την εξωτερική πολιτική και το Τόκιο ακολουθεί. Από τις γεωπολιτικές συνθήκες υπό τις οποίες οι δύο χώρες συνήψαν αυτή συμφωνία, δεν έχει απομείνει τίποτα. Αντιθέτως, η ετεροβαρής συνθήκη είναι πάντα σε ισχύ.
Στην ομιλία του στα στελέχη της Ακαδημίας Εθνικής Αμυνας, στις 22 Μαρτίου 2010, ο Χατογιάμα ήταν καθησυχαστικός: «Η συμμαχία με τις ΗΠΑ συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο της ιαπωνικής εξωτερικής πολιτικής» (3). Ομως, προσέθεταν οι συνεργάτες του, «επιθυμούμε πιο ισορροπημένες σχέσεις». Μερικοί υπενθυμίζουν το κόστος των αμερικανικών βάσεων -τρία δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως- σε μια εποχή που το έλλειμμα του προϋπολογισμού της χώρας έχει εκτιναχθεί στα ύψη.
Σύμβολο κυριαρχίας μιας άλλης εποχής είναι και το καθεστώς ετεροδικίας που ισχύει για τους αμερικανούς στρατιωτικούς. «Οταν συμβαίνει ένα τροχαίο, έρχεται το λευκό αυτοκίνητο της αστυνομίας, ακολουθούμενο από ένα ασπρόμαυρο αυτοκίνητο, αυτό της αμερικανικής στρατονομίας. Η τελευταία είναι η μόνη που έχει δικαίωμα να κάνει ανακρίσεις για υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονται αμερικανοί στρατιωτικοί», εξηγεί ένας κάτοικος της Νάχα (Οκινάουα).
Ο ντόπιος πληθυσμός περιγράφει ένα σωρό αδικήματα Αμερικανών για τα οποία, ανεξαρτήτως της σοβαρότητάς τους (κλοπές, τροχαία, βιασμοί...), οι δράστες ουδέποτε δικάστηκαν.
«Είμαστε η μόνη χώρα που έχει τέτοιας μορφής συμμαχία με της ΗΠΑ», επισημαίνει ο γερουσιαστής Φουζίτα Γιουκιχίσα, γενικός διευθυντής διεθνών υποθέσεων του PDJ κι ένας από της ελάχιστους που υπερασπίζονται την ιδέα μιας αλλαγής, υπενθυμίζοντας, ωστόσο, ότι «εκφράζει προσωπικές απόψεις».
«Στην αρχή, το αντικείμενο της συνθήκης ήταν η προστασία της Ιαπωνίας. Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά η συνθήκη εξυπηρετεί κυρίως τη στρατηγική των ΗΠΑ» και «τους πολέμους τους» στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. «Φυσικά και πρέπει να συνεργαστούμε με τις ΗΠΑ, αλλά με εντελώς διαφορετικό τρόπο». Και με «απόλυτη διαφάνεια», προσθέτει, αναφερόμενος στη «μυστική συμφωνία» που είχαν υπογράψει το 1969 ο αμερικανός πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον και ο ιάπωνας πρωθυπουργός Σάτο Εϊσάκου, το περιεχόμενο της οποίας παρέμεινε απόρρητο μέχρι τον Μάρτιο του 2010, οπότε η επιτροπή που συγκρότησε η νέα κυβέρνηση δημοσιοποίησε την έκθεσή της.
Επισήμως, ο Σάτο είχε πετύχει την ψήφιση των τριών αρχών για τα πυρηνικά, οι οποίες είναι πάντα σε ισχύ: «Ούτε παραγωγή, ούτε κατοχή, ούτε παρουσία στο έδαφος της χώρας». Με αποτέλεσμα να τιμηθεί, το 1974, με το βραβείο Νόμπελ της Ειρήνης. Ανεπισήμως, ο ιάπωνας πρωθυπουργός είχε αποδεχθεί να έχουν απόλυτη ελευθερία κινήσεων οι Αμερικανοί: χρήση των βάσεων στην Ιαπωνία σε περίπτωση πολέμου με τρίτη χώρα χωρίς την προηγούμενη έγκριση της ιαπωνικής κυβέρνησης (πράγμα που απαιτεί η επίσημη συνθήκη), αποθήκευση πυρηνικών όπλων... Η «μυστική» αυτή συμφωνία ήταν γνωστή στην πλειονότητα των ειδικών και των πολιτικών ηγετών. Ολοι τους, με εξαίρεση τους κομμουνιστές και τους ειρηνιστές, τήρησαν τον νόμο της σιωπής για σαράντα χρόνια.
Ακόμα και σήμερα, είναι δύσκολο να έχει κανείς σαφή εικόνα, καθώς οι τοποθετήσεις των πολιτικών επί των σχέσεων με τις ΗΠΑ δεν εντάσσονται σε κάποιο διπολικό πλαίσιο. Στην πραγματικότητα δεν υφίσταται μια σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ των υπέρμαχων της ανεξαρτητοποίησης και των φιλοαμερικανών. Μεταξύ αυτών που επιθυμούν τη χειραφέτηση από την αμερικανική κηδεμονία βρίσκει κανείς δεξιούς εθνικιστές, ιδεολόγους του μιλιταρισμού, ακόμα και νοσταλγούς της προπολεμικής αυτοκρατορίας. Για αυτούς είναι πλέον καιρός να τελειώνει η ιαπωνική «ιδιαιτερότητα» και το ειρηνιστικό της Σύνταγμα -το διάσημο άρθρο 9 που απαγορεύει τις επιθετικές στρατιωτικές επιχειρήσεις (4).
Παραδόξως, δίπλα σε όλους αυτούς βρίσκει κανείς και οπαδούς των στενών σχέσεων με την Ουάσιγκτον, από την εποχή που η αμερικανική κυβέρνηση πιέζει για την επιτάχυνση του επανεξοπλισμού της Ιαπωνίας, προκειμένου να μειώσει το βάρος των δικών της στρατιωτικών δαπανών. «Είμαστε η μόνη χώρα (ή σχεδόν) που έχουμε ένα ειρηνιστικό Σύνταγμα, αλλά καταλαμβάνουμε την πέμπτη θέση στον κόσμο σε στρατιωτικές δαπάνες», παρατηρεί ο Νισιτάνι.
Από το 1990-1991 -την εποχή του πρώτου πολέμου του Κόλπου, στον οποίο η Ιαπωνία δεν μπόρεσε να αποστείλει δυνάμεις, παρά τα αμερικανικά αιτήματα- οι κυβερνήσεις τροποποιούν αδιάκοπα τη σχετική νομοθεσία (1992, 1999 και 2001) ώστε να επιτραπούν οι στρατιωτικές αποστολές έξω από την επικράτεια της χώρας. Ωστόσο, ακόμα και τώρα υπόκεινται σε σημαντικούς περιορισμούς και δεν μπορούν να λάβουν χώρα παρά στο πλαίσιο επιχειρήσεων διατήρησης της ειρήνης, ανθρωπιστικών επεμβάσεων ή αποστολής παρατηρητών εκλογών, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Με αποτέλεσμα, να επινοούνται παιχνίδια ισορροπιών για να δικαιολογηθεί το αδικαιολόγητο.
Κι αν οι αποστολές στρατού στην Καμπότζη, στη Μοζαμβίκη και στη Ρουάντα προκάλεσαν περιορισμένες αντιδράσεις, η στρατιωτική παρουσία στο Ιράκ θεωρήθηκε πραγματική ρήξη με το παρελθόν. Το ίδιο και η αποστολή πλοίων τροφοδοσίας στον Ινδικό ωκεανό για την υποστήριξη των αεροσκαφών του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν. Τηρώντας την προεκλογική του υπόσχεση, ο Χατογιάμα απέσυρε τις δυνάμεις αυτές, τον Ιανουάριο του 2010. Ωστόσο, η ανάπτυξη της αντιπυραυλικής ασπίδας στον Ειρηνικό, σε συνεργασία με τις ΗΠΑ, παραμένει στην ημερήσια διάταξη.
Ο υπουργός Αμυνας, με την υποστήριξη του υπουργού Εξωτερικών, δεν κρύβει τη φιλοδοξία του να στέλνει στρατιωτικές δυνάμεις στο εξωτερικό και να «καθαρίσει» σταδιακά το Σύνταγμα (5). Αντιθέτως, δύο μικρά κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και το Νέο Κόμμα του Λαού, αντιτίθενται σε τέτοιες αποστολές. Και, μολονότι το ειρηνιστικό κίνημα δεν έχει την παλιά του επιρροή, παραμένει εντούτοις δραστήριο (6). Σε αυτό το ασαφές πλαίσιο, ο Χατογιάμα δίστασε πολύ πριν υποκύψει στην πίεση των αμερικανόφιλων και εφαρμόσει το σχέδιο του 1996 για την Οκινάουα (7).
Αναθεώρηση
Για τον γερουσιαστή του Δημοκρατικού Κόμματος Φουτζίτα, πρέπει «να γίνει επαναδιαπραγμάτευση του καθεστώτος της Αμερικανο-ιαπωνικής Συνθήκης Ασφάλειας. Ο αμερικανικός στρατός πρέπει να μείνει, αλλά η σύνθεσή του και οι βάσεις του πρέπει να αναθεωρηθούν. Ο αριθμός των βάσεων πρέπει να μειωθεί». Κατά τη γνώμη του, δύο λόγοι τουλάχιστον δικαιολογούν «την παρουσία του αμερικανικού στρατού. Ο ένας είναι ότι η Ιαπωνία δεν διαθέτει επαρκείς ένοπλες δυνάμεις. Εκτός κι αν αποφασίσει να επανεξοπλιστεί, πράγμα που δεν συζητείται επί του παρόντος. Από την άλλη, οι γειτονικές χώρες θα ανησυχούσαν σοβαρά αν έβλεπαν την Ιαπωνία να επανεξοπλίζεται. Η συνεργασία της με τις ΗΠΑ τις καθησυχάζει».
Η Ουάσιγκτον εγγυητής της ειρήνης στην Ασία; Δεν είναι βέβαιο ότι την άποψη αυτή συμμερίζονται όλοι οι γείτονες της Ιαπωνίας. Αντιθέτως, όλοι θα έβλεπαν με πολύ κακό μάτι την επιστροφή των μιλιταριστικών της φιλοδοξιών. Ηδη οι συστηματικές επισκέψεις, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, του τότε πρωθυπουργού, Κοϊζούμι Ζουνιχίρο, στο νεκροταφείο του Γιασουκούνι, όπου είναι θαμμένοι οι εγκληματίες πολέμου, είχε προκαλέσει έντονες διαμαρτυρίες στην Κίνα και στη Νότια Κορέα.
Εκτοτε, οι προκλήσεις αυτές σταμάτησαν. Ωστόσο, η Ιαπωνία «δεν έχει ακόμα τακτοποιήσει τους λογαριασμούς της με την Ιστορία», τονίζει ο Ισίντα. Η διαπίστωση αυτή, που επαναλαμβάνεται συχνά στις συζητήσεις μεταξύ των ειδικών και των διπλωματών, πλήττει τις φιλοδοξίες άσκησης ασιατικής πολιτικής της χώρας, η οποία είναι πλέον μεταξύ των προτεραιοτήτων της. Ο Χατογιάμα έχει διατυπώσει πρόταση για τη δημιουργία μιας «ασιατικής κοινότητας», στο πρότυπο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Το κύριο διακύβευμα είναι, φυσικά, η Κίνα. Η τεράστια αγορά της μπορεί να διασφαλίσει «το μέλλον της Ιαπωνίας», όπως λέγεται συχνά στις συζητήσεις των εμπορικών κύκλων. Μετά από δέκα και πλέον χρόνια κρίσης, η ιαπωνική οικονομία παραμένει στραμμένη προς τις εξαγωγές, που αυτή την εποχή είναι σε ελεύθερη πτώση. Η Ασία, που επέδειξε μεγαλύτερες αντοχές στην πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση, υποκατέστησε τη Δύση στο ιαπωνικό εμπόριο, η Κίνα υποσκέλισε τις ΗΠΑ και είναι πλέον ο πρώτος εμπορικός εταίρος της Ιαπωνίας.
Η κατάσταση αυτή δημιουργεί δεσμούς. Το 2009, το 25% των ιαπωνικών εξαγωγών κατευθύνθηκε προς την Κίνα, το 16% προς τις ΗΠΑ και το 12% προς την Ευρώπη. Ομως, το εμπόριο δεν αρκεί για να αλλάξει τις νοοτροπίες.
Οι κοινές ρίζες της Κίνας και της Ιαπωνίας, από τη μεταλαμπάδευση της γραφής μέχρι αυτή του κομφουκισμού και του βουδισμού, είναι πολλές και λογικά θα έπρεπε να έχουν δημιουργήσει μια καλή βάση για συνεργασία. Αλλά το παρελθόν είναι επιβαρημένο από αντιπαραθέσεις. Κάποτε οι Κινέζοι αυτοκράτορες θεωρούσαν την Ιαπωνία ένα έθνος νάνων, ικανό ίσα ίσα να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του. Από την πλευρά τους οι Ιάπωνες, στις αρχές του περασμένου αιώνα, προέβησαν σε μια αποικιακή επέκταση σπάνιας αγριότητας σε βάρος της Κίνας.
Οι πληγές από την κατάληψη της Μαντζουρίας και τις σφαγές της Νανκίν είναι ακόμα ανοιχτές. Και, μολονότι η Ιαπωνία είναι το μοναδικό θύμα του καταστροφικότερου όπλου -της ατομικής βόμβας- δεν έχει αντλήσει όλα τα διδάγματα από τους επιθετικούς της πολέμους, όπως έχει πράξει η σύμμαχός της στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, Γερμανία. Ακόμα και σήμερα, το μουσείο που βρίσκεται δίπλα στο νεκροταφείο του Γιασουκούνι υπερασπίζεται τον «αμυντικό πόλεμο» (sic) του Ειρηνικού.
Η μεγάλη ένταση, που το 2005 είχε φθάσει σε παροξυσμό, έχει καταλαγιάσει. Στην Ταϊβάν -ένα από τα μήλα της έριδος μεταξύ του Πεκίνου και του Τόκιο- η εκλογή του προέδρου Μα Γινγκζέου, ο οποίος, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του που ήταν υπέρμαχος της ανεξαρτησίας, είναι υπέρ της συνεργασίας με την Κίνα, επέτρεψε να δημιουργηθεί ξανά ένα πνεύμα συνεννόησης. Η αποχώρηση από το πολιτικό σκηνικό του Κοϊζούμι στην Ιαπωνία έδωσε το σύνθημα της ομαλοποίησης των σχέσεων.
Ο Χατογιάμα πρότεινε στον Χου Ζιντάο «να μετατρέψουν τα ταραγμένα νερά της Κινεζικής Θάλασσας σε θάλασσα αδελφοσύνης» (8) -αναφορά στη διαμάχη των δυο χωρών για τα νησιά Σενκάκου (Ντιαογιού). Τον Δεκέμβρη του 2009, ο κινέζος αντιπρόεδρος, Τσι Ζινπίνγκ, επισκέφθηκε το Τόκιο και, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο, παραβίασε το πρωτόκολλο για να μπορέσει να συναντηθεί με τον αυτοκράτορα Ακιχίτο. Από την πλευρά του, ο ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος της Ιαπωνίας, Οζάβα Ιχίρο, ηγήθηκε μιας αντιπροσωπείας εξακοσίων προσωπικοτήτων σε μια επίσημη επίσκεψη στην Κίνα χωρίς προηγούμενο.
«Οι πρόοδοι είναι σημαντικές», διαβεβαιώνει ο καθηγητής Κοκουμπούν Ρυοσέι, του Πανεπιστημίου Κέιο του Τόκιο, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι πρέπει να αποφεύγονται οι απλουστευτικές προσεγγίσεις. Δεν υπάρχει, λοιπόν, κινεζο-ιαπωνικό δίδυμο που επιθυμεί να διώξει τους Αμερικανούς από την Ασία, αλλά μια τριγωνική σχέση (ΗΠΑ, Κίνα, Ιαπωνία). Το τρίο αυτό πέρασε από χίλια κύματα στον εικοστό αιώνα: σινο-αμερικανική συμμαχία κατά της Ιαπωνίας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στη συνέχεια αμερικανο-ιαπωνική συμμαχία ενάντια στην Κίνα, «τουλάχιστον μέχρι το 1970, όταν και για τις τρεις χώρες ο κοινός εχθρός ήταν η Σοβιετική Ενωση».
Την εποχή εκείνη, η ξαφνική αλλαγή στάσης της Ουάσιγκτον έναντι του Πεκίνου αιφνιδίασε το Τόκιο, σε σημείο που ακόμα μιλούν για το «σοκ Νίξον», προκειμένου να περιγράψουν το ταξίδι του αμερικανού προέδρου στο Πεκίνο το 1972 και την αναγνώριση της, μέχρι τότε, μισητής Κίνας. Ανάλογο ήταν το σοκ και το 1998. «Ο πρόεδρος Κλίντον έμεινε μια εβδομάδα στο Πεκίνο χωρίς να περάσει από το Τόκιο», εξηγεί ο Κοκουμπούν. «Αρχισαν όλοι να ανησυχούν για την παράκαμψη του Τόκιο (passing Tokyo) και να φοβούνται ότι η νέα σινο-αμερικανική στρατηγική συνεργασία θα γινόταν σε βάρος της Ιαπωνίας».
Δεν φτάνει ο Ομπάμα
Η επιστροφή στον Λευκό Οίκο των Δημοκρατικών αναζωπύρωσε της ανησυχίες. Επισήμως, όλος ο κόσμος επιχαίρει για τις απόψεις του προέδρου Ομπάμα σχετικά με τον πυρηνικό αφοπλισμό, «που τον διεκδικούμε εδώ και πολλά χρόνια», υπενθυμίζουν στο υπουργείο Εξωτερικών. Αλλά όλοι σημείωσαν τη μακρά επίσκεψη του αμερικανού προέδρου στον γιγαντιαίο γείτονα, έπειτα από μια σύντομη στάση στο Τόκιο, τον περασμένο Νοέμβριο.
Η νέα ιαπωνική κυβέρνηση θέλει να αποφύγει μια συνεχή άμεση συνεργασία μεταξύ της Ουάσιγκτον και του Πεκίνου από την οποία η Ιαπωνία θα έχει αποκλειστεί. Εξ ου και η επίθεση φιλίας προς το Πεκίνο και η επιθυμία της να αποκτήσει (επιτέλους) πολιτικό κύρος στην περιοχή. Η αλήθεια είναι ότι η ιδέα της «ασιατικής κοινότητας» δεν είναι δική της. Είχε προταθεί κατά την χρηματοπιστωτική κρίση της δεκαετίας του '90 και τότε την είχαν καταπολεμήσει η Ουάσιγκτον και το Πεκίνο. Ο Χατογιάμα ανανέωσε την πρόταση «για τη δημιουργία, μακροπρόθεσμα, ενός ενιαίου (ασιατικού) νομίσματος», που θα δηλώνει «τον νέο ρόλο της Ασίας στη διαχείριση των υποθέσεων του κόσμου» (9). Ηδη έχει δημιουργηθεί, σε εμβρυακή μορφή, ένα νομισματικό ταμείο, στο οποίο προσχώρησε και η Νότια Κορέα, και του οποίου ο ρόλος είναι να βοηθάει τις χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Στο μεταξύ, ο ανταγωνισμός συνεχίζεται.
Προβάδισμα της Κίνας
Η Κίνα πήρε το διπλωματικό προβάδισμα υπογράφοντας, με την Ενωση των Εθνών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN) (10), μια συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών από την 1η Ιανουαρίου 2010. Προσπαθώντας να καλύψει την καθυστέρησή του, το Τόκιο στράφηκε με θέρμη προς την Ινδία, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία για να συγκροτήσουν το «τόξο της ελευθερίας», σε αντιδιαστολή με τον κινεζικό αυταρχισμό.
Η ιαπωνική κυβέρνηση θέλει να «κερδίσει» κυρίως το Νέο Δελχί, φυσικό αντίβαρο στην επιρροή της Κίνας. Οι δύο χώρες υπέγραψαν μια συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας τον Οκτώβριο του 2008· με την παρότρυνση των αμερικανών σχεδιάζονται κοινές στρατιωτικές ασκήσεις. Οι προνομιακές αυτές σχέσεις, μολονότι ελπιδοφόρες, είναι ελάχιστης οικονομικής σημασίας, καθώς οι ανταλλαγές με την Ινδία αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 1% του ιαπωνικού εμπορίου.
Μερικά στελέχη της ιαπωνικής κυβέρνησης εναποθέτουν τις ελπίδες τους στον ιαπωνο-κορεατικό άξονα, κατά το παράδειγμα του γαλλο-γερμανικού άξονα στην Ευρώπη. Ενας εμπειρογνώμονας του υπουργείου Εξωτερικών σε θέματα Ασίας εξομολογείται: «Με την Κίνα μιλάμε την ίδια γλώσσα στην οικονομία, αλλά υπάρχουν μεγάλες διαφορές στα υπόλοιπα θέματα. Στη Νοτιοανατολική Ασία μόνο δύο χώρες έχουν παράλληλα οικονομία της αγοράς και δημοκρατικό πολίτευμα: η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα. Αυτές μπορούν να γίνουν η ατμομηχανή της περιφερειακής συνεργασίας».
Υπάρχει, ωστόσο μεγάλη απόσταση από τα λόγια στην πράξη. Γιατί, η μεν Κίνα φοβίζει, η δε Ιαπωνία δεν καθησυχάζει.
Και εδώ η πρόσφατη Ιστορία ρίχνει βαριά τη σκιά της και εμποδίζει μια διπλωματική αναδιάταξη. Παρά τα τρία χρόνια συνεργασίας, που κατέληξαν σε μια έκθεση 2.200 σελίδων, η οποία δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2010, η επιτροπή των νοτιοκορεατών και ιαπώνων ιστορικών δεν κατόρθωσε να καταλήξει σε συμφωνία σε ζητήματα - κλειδιά, όπως η καταναγκαστική εργασία που είχαν επιβάλει οι ιαπωνικές αρχές στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου ή η στρατολόγηση των «γυναικών ανακούφισης», έκφραση που χρησιμοποιούνταν για τις Κορεάτισσες οι οποίες υποχρεώθηκαν να ακολουθούν τα ιαπωνικά στρατεύματα και να εκπορνεύονται. «Χρειάζεται υπομονή», παραδέχεται ο εμπειρογνώμονας του υπουργείου Εξωτερικών. «Οι εμπορικές και πολιτικές διαπραγματεύσεις προχωρούν πλέον με ταχύτερους ρυθμούς. Από τότε που μπήκαν στο κλαμπ των προηγμένων χωρών, οι Κορεάτες έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Από τη δική μας την πλευρά, είμαστε έτοιμοι να εξετάσουμε με περισσότερη νηφαλιότητα την Ιστορία». Εντούτοις, μια μορφή τριμερούς συνεργασίας -Ιαπωνία, Κίνα και Νότια Κορέα- είδε το φως της ημέρας σεμνά και ταπεινά.
Οι συναντήσεις, που αφορούσαν σε ζητήματα οικονομικής φύσης, γίνονταν από το 1999 στο περιθώριο των συνόδων του ASEAN. Στις 13 Δεκεμβρίου 2008 έγινε για πρώτη φορά επίσημη συνάντηση των τριών χωρών. «Η ιδέα της Κοινότητας της Νοτιοανατολικής Ασίας αρχίζει επιτέλους να παίρνει σάρκα και οστά», επισημαίνει ο Κοκουμπούν.
Αλλά, αν κρίνουμε από τις διαφορετικές προσεγγίσεις του βορειοκορεατικού «ζητήματος», ο δρόμος είναι μακρύς: πιέσεις και διαπραγματεύσεις είναι η επιλογή του Πεκίνου, αποφασιστικότητα προτιμά η Σεούλ που αντέδρασε ψύχραιμα στις προκλήσεις της Πιονγιάνγκ, την απομόνωση προτιμάει το Τόκιο. Οι πύραυλοι που πέρασαν πάνω από την Ιαπωνία και οι πυρηνικές απειλές ανησυχούν την Ιαπωνία, μολονότι, στην πραγματικότητα, κανείς δεν τις πιστεύει στ' αλήθεια.
Ενα άλλο σημείο τριβής που εμποδίζει την Ιαπωνία να αναλάβει στρατηγικές πρωτοβουλίες είναι οι ρώσο-ιαπωνικές σχέσεις. Και σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν εκκρεμότητες από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέχρι σήμερα, δεν έχει υπογραφεί συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Μόσχας και του Τόκιο, εξαιτίας του ζητήματος των Κουρίλων νήσων, τις οποίες η Ιαπωνία ονομάζει Βόρεια Περιοχή. Εχοντας μεγάλη ανάγκη ενεργειακών πόρων και λόγω του ανταγωνισμού με τον κινέζο άσπονδο αδελφό, η ιαπωνική κυβέρνηση επιθυμεί να διαπραγματευτεί. Οι διμερείς συναντήσεις πολλαπλασιάζονται.
Η νέα εποχή
Εξήντα χρόνια μετά την ήττα στον πόλεμο του Ειρηνικού και είκοσι χρόνια μετά από την κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας, η Ιαπωνία αναζητά τον δρόμο της για να μπει στη μετά τον Ψυχρό Πόλεμο περίοδο. Η νέα ιαπωνική κυβέρνηση μιλάει για αυτονομία έναντι των ΗΠΑ και αναζητά μια νέου τύπου περιφερειακή συνεργασία. Με την Κίνα σε έναν τριγωνικό χορό; Ενάντια στο Πεκίνο και με την αμερικανική κηδεμονία πάντα πανίσχυρη;
Στην πραγματικότητα, η συγκυρία δεν μπορούσε να είναι χειρότερη για την αλλαγή που ονειρεύεται η νέα ιαπωνική κυβέρνηση: η Κίνα αισθάνεται ώριμη να δοκιμάσει τα φτερά της, ενώ η Ιαπωνία χάνει την ορμή της..
(1) Η αναθεωρημένη εκδοχή της συνθήκης του 1951 υπογράφηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1960 και κυρώθηκε τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου.
(2) Κύριο άρθρο της «Ασάχι Σιμπούν», Τόκιο, 2 Απριλίου 2010.
(3) Ομιλία και δηλώσεις του πρωθυπουργού, http://www.kantei.go.jp/foreign/index-e.html
(4) Βλ. Emile Guyonnet, «Περιφερειακή δύναμη η Ιαπωνία στον Ειρηνικό», «Le Monde diplomatique»-«Κ.Ε.», 23-04-06. Βλ. http://www.monde-diplomatique.gr/spip.php?article288.
(5) Βλ. Masami Ito, «Greater peacekeeping role ΟΚ, not truce enforcement», The «Japan Times», Τόκιο, 23 Μαρτίου 2010.
(6) Βλ. Katsumata Makoto, «Le mouvement pacifiste japonais depuis les annees 1990 ; les debats en cours », «Recherches internationales», Νο 86, Παρίσι, Απρίλιος - Ιούνιος 2009.
(7) Βλ. Gavan McCormac, «Client state: Japan in the American Embrace», Verso, Νέα Υόρκη και Λονδίνο, 2007.
(8 )Δηλώσεις δημοσιευμένες στην Japan Times Online, 23 Σεπτεμβρίου 2009.
(9) Συνέντευξη στη «South China Morning Post», 25 Οκτωβρίου 2009.
(10) Βιετνάμ, Βιρμανία, Ινδονησία, Καμπότζη, Λάος, Μαλαισία, Μπρουνέι, Σιγκαπούρη Ταϊλάνδη, Φιλιππίνες. Το ASEAN μαζί με την Ιαπωνία, την Κίνα και τη Νότια Κορέα συγκροτούν το ASEAN + 3.

Βαρβάρα Τερζάκη


Άρθρο MARTINE BULARD-εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Le Monde diplomatique, 04-07-2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: