30/7/12

Το Πανεπιστήμιο πήρε τα βουνά


ΒΗΜΑ  29.07.2012
Της Όλγας Κλώντζας
 
Στις κορυφές των ορεινών όγκων της Κρήτης η επιστημονική γνώση διασταυρώνεται με τη λαϊκή παράδοση και το Πανεπιστήμιο προσλαμβάνει νέα διάσταση. Οι αίθουσες διδασκαλίας αντικαθίστανται από παραδοσιακά καφενεία, πλατείες και αυλές μοναστηριών, ενώ επιστήμονες και απλοί άνθρωποι, ηλικιωμένοι, παραγωγοί και κτηνοτρόφοι εναλλάσσονται στον ρόλο του καθηγητή. Το Πανεπιστήμιο των Ορέων κάνει μια ειρηνική επανάσταση «χτίζοντας γέφυρες επικοινωνίας ανάμεσα στους κατοίκους των αστικών κέντρων και σε εκείνους των απομακρυσμένων χωριών» λέει ο εμπνευστής του κ. Ιωάννης Παλλήκαρης, καθηγητής Οφθαλμολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Ο «ισόβιος έρωτας» του ιδίου και της συζύγου του για την Κρήτη και τους ανθρώπους της γέννησε πριν από έξι χρόνια την ιδέα ενός ανοίγματος της επιστημονικής κοινότητας προς την τοπική κοινωνία.

Το όραμα της διατήρησης των γνώσεων που περνούν από γενιά σε γενιά προτού αυτές χαθούν οριστικά με τη βοήθεια των νέων τεχνολογιών βρίσκεται στο επίκεντρο της αποστολής του Πανεπιστημίου των Ορέων. «Ενας νέος φιλόδοξος στόχος, προσωπική έμπνευση της συζύγου μου, κυρίας Βαρβάρας Τερζάκη, είναι η αναβίωση της ιερής τέχνης της υφαντικής, η οποία ήκμασε στην Κρήτη και κινδυνεύει να χαθεί» επισημαίνει.
Εκτός όμως από την πολιτιστική και επιστημονική αποστολή του, εξίσου σημαντική είναι η τριτοβάθμια φροντίδα υγείας που προσφέρεται από 250 εθελοντές γιατρούς όλων των ειδικοτήτων σε κάθε εξόρμηση του ΠτΟ. Μπορεί το έργο αυτό να μη μοιάζει τόσο εμπνευσμένο, όμως αν αναλογιστεί κανείς ότι «οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που εξετάζονται δεν είχαν ποτέ πριν δυνατότητα πρόσβασης στις περισσότερες από αυτές τις ειδικότητες», όπως εξηγεί ο κ. Παλλήκαρης, τότε γίνεται αντιληπτό το μέγεθος της προσφοράς.
«Στόχος μας είναι να επαναπροσδιορίσουμε την ευτυχία με ανθρώπινους δείκτες και όχι με εισοδηματικά δεδομένα, την ευτυχία που πηγάζει από τις ανθρώπινες σχέσεις, την παράδοση και το φυσικό περιβάλλον» σχολιάζει στο «Βήμα» ο κ. Παλλήκαρης. Συνοδοιπόροι του σε αυτό το δημιουργικό ταξίδι είναι πολλοί επιστήμονες-ερευνητές, επιχειρηματίες, τοπικοί φορείς και απλοί εθελοντές.
Αφορμή για τις πρώτες δράσεις του Πανεπιστημίου των Ορέων έγινε η παρατηρούμενη αύξηση της παραβατικότητας σε σχολεία ορεινών απομακρυσμένων χωριών του νησιού, όπως εξηγεί ο κ. Παναγιώτης Μιχαηλίδης, καθηγητής Παιδαγωγικών του Πανεπιστημίου Κρήτης. «Οι μαθητές στις περιοχές αυτές αισθάνονται αποκομμένοι από τα άλλα παιδιά της ηλικίας τους. Θεωρούν ότι το σχολείο δεν έχει να τους προσφέρει τίποτε ουσιαστικό για την καθημερινότητά τους» επισημαίνει.
Με τη συμβιωματική εκπαίδευση τα παιδιά των χωριών έρχονται σε επαφή με συνομηλίκους τους των πόλεων και έχουν την ευκαιρία να ανακαλύψουν όσα τα ενώνουν. Τα μεν περιγράφουν πώς μαζεύεται το γάλα και φτιάχνεται το τυρί, ενώ τα δε εξιστορούν πώς περνούν τον χρόνο τους στην πόλη. «Φαίνεται ότι πολλές φορές αυτές οι εναλλακτικές μέθοδοι διδασκαλίας είναι πιο αποτελεσματικές και κάνουν τα παιδιά να αγαπήσουν τις αξίες του τόπου τους» καταλήγει ο κ. Μιχαηλίδης.
Αυτή ακριβώς η αγάπη και ο σεβασμός στις αξίες με τις οποίες μεγάλωσε κράτησαν τον κ. Εμμανουήλ Πατεράκη στο παραδοσιακό επάγγελμα του κτηνοτρόφου. Ως νέος άνθρωπος όμως, ήξερε από μικρός ότι για να πετύχει θα πρέπει να ακολουθήσει νέες μεθόδους παραγωγής και εμπορίας των  προϊόντων του, για τον λόγο αυτόν είχε ένα όραμα «να συνδέσει την κτηνοτροφία με το Πανεπιστήμιο».
Αυτό τον οδήγησε κοντά στο ΠτΟ από το πρώτο του ξεκίνημα, ενώ το μεράκι για τη δουλειά του τον έφερε σε θέση να μιλάει στους ανθρώπους των χωριών για ανάπτυξη και καινοτομία. Η δοκιμαστική λειτουργία ενός ηλιακού τυροκομείου είναι μια πρόταση του ΠτΟ που υποστηρίζει με πάθος, καθώς «μπορεί να δώσει τη δυνατότητα σε έναν ορεσίβιο που δεν διαθέτει καν ρεύμα με τη βοήθεια του ήλιου και του αέρα να τυροκομήσει το γάλα του σε μεγάλο υψόμετρο», όπως εξηγεί.
«Οι άνθρωποι στην Κρήτη διψάνε να ακούσουν ενδιαφέροντα πράγματα και να βελτιώσουν τη ζωή τους» λέει στο «Βήμα» ο κ. Ηλίας Μανούσακας, ιδρυτής της εταιρείας Creta Carob που επεξεργάζεται και εμπορεύεται χαρούπια. Ο ίδιος είχε την τύχη να βρεθεί στην αποστολή του ΠτΟ στον Δήμο Αποκορώνου Χανίων.
Η πρόσκληση έγινε με αφορμή την ενασχόλησή του με ένα προϊόν «που το είχαμε αφήσει πίσω από την περίοδο της Κατοχής», το χαρούπι, το οποίο είναι 100% βιολογικό. «Το χαρούπι κέρδισε το ενδιαφέρον των ανθρώπων, καθώς με τις καινοτόμες μεθόδους επεξεργασίας που έχουμε εισαγάγει προσφέρει νέες ευκαιρίες ανάπτυξης» επισημαίνει στο «Βήμα».
«Σήμερα, το να γίνεται κανείς υπάλληλος δεν έχει καμία αξία μισθολογικά, αλλά και σε όρους ανάπτυξης» λέει χαρακτηριστικά, καταλήγοντας ότι ο κόσμος πρέπει να αφήσει τις μεγάλες πολιτείες και να γυρίσει στην περιφέρεια, να ασχοληθεί με την παραγωγή και την ανάπτυξή της.

Πρόσκληση
Από την Κρήτη στην Κάσο

Η κυρία Σοφία Μαστοράκου γοητεύθηκε από τη δράση του Πανεπιστημίου των Ορέων και το προσκάλεσε στην Κάσο, όπου οι άνθρωποι, όπως λέει, έχουν μεγάλη ανάγκη την επικοινωνία με ανθρώπους που διαθέτουν γνώσεις και τεχνογνωσία. Η ανταπόκριση ήταν άμεση και έτσι οι εθελοντές έχουν ήδη ταξιδέψει εκεί δύο φορές.
Αυτό που την εντυπωσιάζει περισσότερο είναι η συμμετοχή των ανθρώπων στις συζητήσεις. «Οι νέοι βγάζουν πικρία και αγωνία για το μέλλον. Συμμετέχουν, εκφράζουν αντιρρήσεις, αλλά και προτάσεις». Τα βότανα του νησιού που μπορούν να εξαχθούν στις μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες του πλανήτη, η παραγωγή μελιού που χρειάζεται υποστήριξη, η ανακύκλωση που θέλουν να φθάσει στο νησί αλλά λόγω της οικονομικής συγκυρίας όλο αναβάλλεται είναι μόνο ορισμένα από τα θέματα που τους απασχολούν.
Αντίστοιχα αιτήματα συμμετοχής φθάνουν καθημερινά από το Καρπενήσι, την Κάρπαθο, το Καστελόριζο, την Ηπειρο, τη Δυτική Μακεδονία και την Πελοπόννησο. Αν και το ΠτΟ, το οποίο αυτοχρηματοδοτείται από τα μέλη του, δεν έχει τη δυνατότητα να απλώσει τη δράση του σε ολόκληρη τη χώρα, μπορεί να γίνει παράδειγμα προς μίμηση. «Ευχόμαστε η δράση μας να εμπνεύσει κι άλλους ανθρώπους. Εμείς θα είμαστε εκεί να συνδράμουμε με τις γνώσεις και την εμπειρία μας» λέει ο κ. Παλλήκαρης.

Ολυμπιακοί, μια επικερδής επιχείρηση


Καθημερινή  29.07.2012
The Economist

Στην αρχαία Ελλάδα ήταν αδύνατο για τους αθλητές να ράψουν το σύμβολο του χορηγού τους στις στολές, καθώς όλοι οι διαγωνιζόμενοι ήταν γυμνοί. Παρότι, όμως, ο ιματισμός επιτρέπεται στους σύγχρονους Ολυμπιακούς, η επίφαση ερασιτεχνισμού πρέπει να διατηρηθεί, αποκλείοντας και πάλι την προώθηση χορηγών ή άλλων χρηματοδοτών.
Πίσω από την πρόσοψη αυτή, όμως, κάθε είδους εμπορικά συμφέροντα διαγκωνίζονται λυσσαλέα για το χρυσό. Τα ποσά είναι άλλωστε αστρονομικά: συνολικό κόστος αγώνων 14,5 δισ. δολάρια. Η ΔΟΕ έχει εξασφαλίσει 4,87 δισ. από τα δικαιώματα τηλεοπτικής μετάδοσης της διοργάνωσης, ενώ ανάλογο πακτωλό εξασφαλίζει και η οργανωτική επιτροπή του Λονδίνου, χάρη σε χορηγίες και πωλήσεις εισιτηρίων και αναμνηστικών ειδών.
Οι 11 ολυμπιακοί χορηγοί δαπανούν παχυλά ποσά για το δικαίωμα χρήσης του σήματος. Μόνο ένας χορηγός έχει επιλεγεί από κάθε εταιρική κατηγορία. Η Coca-Cola στα αναψυκτικά, η Panasonic στις τηλεοράσεις και ούτω καθεξής. Το επιχειρηματικό αυτό πρότυπο έχει τις ρίζες του στη δεκαετία του 1980, εποχή κατά την οποία η ΔΟΕ «έβαλε τάξη» στον κυκεώνα μικρών και επικαλυπτόμενων χορηγών της διοργάνωσης. Αν και το κόστος καθεμιάς συμφωνίας είναι άγνωστο, η ΔΟΕ κοινοποιεί το σύνολο των εσόδων της από τους 11 χορηγούς, που φθάνουν τα 957 εκατ. δολάρια για την περίοδο 2009-12.
Οι χορηγοί μπορούν να πληρώσουν τη ΔΟΕ σε μετρητά ή σε είδος. Αυτό κάνει η γαλλική Atos, που έχει αναλάβει την ηλεκτρονική υποστήριξη. Από το αρχηγείο της στα Ντόκλαντς του Λονδίνου, 450 τεχνικοί της εταιρείας παρακολουθούν οθόνες, ελέγχοντας κάθε είδος λειτουργίας, από την ηλεκτρονική επιβεβαίωση ταυτοτήτων μέχρι και τις επαφές με την υπηρεσία αλλοδαπών της Βρετανίας για τη χορήγηση έκτακτων ταξιδιωτικών εγγράφων.
Ο κίνδυνος για τους χορηγούς δεν έχει να κάνει με τα κέρδη, αλλά με ενδεχόμενη εξευτελιστική και δημόσια αποτυχία τους. Η G4S, η βρετανική εταιρεία υπηρεσιών ασφαλείας, ήλπιζε πως η ανάληψη της ασφάλειας θα τη βοηθούσε να εδραιώσει την εικόνα της. Η αποτυχία της, όμως, να προσλάβει ικανό αριθμό προσωπικού την υποχρέωσε σε δημόσια ταπείνωση και οδήγησε την αξία της μετοχής της σε βουτιά, αντάξια του καλύτερου αθλητή των καταδύσεων. Οι περισσότεροι μεγάλοι χορηγοί, όμως, όπως οι McDonald's, Omega, Procter & Gamble και Panasonic, δεν επιδιώκουν να αποδείξουν τις ικανότητές τους. Προσπαθούν απλώς να εμφανιστούν ως αλτρουιστικοί οργανισμοί, αφοσιωμένοι στο διεθνές εκπολιτιστικό τους έργο, με απώτατο σκοπό βέβαια την προσέλκυση νέων πελατών.
Οι χορηγίες είναι, όμως, αποτελεσματικές σε επιχειρηματικό επίπεδο για τις ίδιες τις εταιρείες; «Δεν ξέρω», απαντά χωρίς περιστροφές ο επικεφαλής μιας από τις εταιρείες αυτές. Μελέτη οικονομολόγων του Πανεπιστημίου Κολούμπια έδειξε ότι σε 51 αμερικανικές εταιρείες, που δαπάνησαν πάνω από 15 εκατ. δολάρια μεταξύ 2005 και 2009 για αθλητικές χορηγίες, τα κέρδη αυξήθηκαν με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι στις εταιρείες του δείκτη S&P 500. Οι μεγάλοι χορηγοί τα πήγαν ακόμη πιο καλά: οι 16 μεγαλύτεροι είδαν τα κέρδη τους να αυξάνονται κατά 22,1% τον χρόνο.
Ανάλογες μεγάλες προσδοκίες εμφανίζουν και τα κράτη-διοργανωτές Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον είχε δεσμευθεί ότι «οι αγώνες αυτοί θα είναι χρυσάφι για τη Βρετανία», κάνοντας λόγο για ετήσια κέρδη 4 δισ. δολαρίων για τα ερχόμενα τέσσερα χρόνια. Πολλές μελέτες, όμως, διαψεύδουν κατηγορηματικά τις υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις του κ. Κάμερον.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Βίκτορ Μάθεσον, του Πανεπιστημίου Χόλι Κρος της Μασαχουσέτης, οι διοργανωτές υπερεκτιμούν συστηματικά τα οφέλη των αγώνων, υπολογίζοντας για παράδειγμα ότι οι επισκέπτες θα είναι περισσότεροι από ό,τι στην πραγματικότητα.
Η Νότια Κορέα, για παράδειγμα, αν και προσείλκυσε σημαντικό αριθμό ποδοσφαιρόφιλων στο Μουντιάλ του 2002, οι συνολικές αφίξεις στη χώρα παρέμειναν οι ίδιες με το 2001, καθώς πολλοί τουρίστες ακύρωσαν τα σχέδιά τους φοβούμενοι τα πλήθη της διοργάνωσης. Η εικόνα αυτή μπορεί να είναι και αρνητική, με διοργανώτριες χώρες να δαπανούν υπέρογκα ποσά για την κατασκευή φαραωνικών -και συχνά άχρηστων- εγκαταστάσεων.

Ανθρωποι από χρήμα


Kαθημερινή  25.07.2012
Tου Παντελη Μπουκαλα 

Είναι ένα «Απλοϊκό τραγούδι» του Λόρκα, όπως το είχε τιτλοδοτήσει ο ίδιος. «Απλοϊκό», ναι, πάντως τους τέσσερις πρώτους στίχους θα τους ζήλευε ο Μπρεχτ, και ίσως να ’χαν θέση σε κάποιο δράμα του Σαίξπηρ, λ.χ. στον «Εμπορο της Βενετίας». «Μαμά, / θα ’θελα να ’μουν από χρήμα. // Γιε μου, / θα κρύωνες πολύ»: Αυτοί είναι οι στίχοι του Ισπανού ποιητή (μεταφρασμένοι από τον Φ. Ηλιάδη), που μεμιάς ζωγραφίζουν ολόκληρο κόσμο.
Από τη μια το πιτσιρίκι, που όπως συμβαίνει με όλα τα πιτσιρίκια της υφηλίου (όχι, ψέματα, της «αναπτυγμένης» μόνο υφηλίου, γιατί σε μεγάλα τμήματά της τα παιδιά δεν προλαβαίνουν να μεγαλώσουν), ήρθε η στιγμή ν’ απαντήσει τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει. Θαμπωμένο από τα ωραία ζεστά σπίτια, τα ωραία ζεστά ρούχα και τα όμορφα παιχνίδια των συνομηλίκων του, που είναι σαν κι αυτόν πλην όχι ακριβώς σαν κι αυτόν, απαντά πως θα ’θελε να είναι «από χρήμα». Κι από την άλλη η έμπειρη μάνα. Που κάτι στέρεο πρέπει ν’ αντιτάξει στο όνειρο του γιου της. Του λέει λοιπόν κάτι που θα το νιώσει αμέσως: πως αν ήταν από χρήμα, θα κρύωνε. Κι ας είχε το πιο ζεστό σπίτι του κόσμου και τα πιο ζεστά ρούχα.
Τον Λόρκα τον αγαπούν πολύ στην Ισπανία. Αν έχουν τη συνήθεια να κάνουν σύνθημα τους στίχους των ποιητών (όπως εμείς με το «Αντισταθείτε» του Μιχάλη Κατσαρού, που με τον καιρό ξεχάστηκε πως είναι δική του η προτροπή), δεν το ξέρω. Αν όμως έγραφαν με μεγάλα γράμματα στο πανό τους το «Απλοϊκό τραγούδι» του ποιητή τους, θα ’πρεπε να επινοήσουν και μια δεύτερη ανθρώπινη γλώσσα, μεταφραστική, για να το μεταγλωττίσουν έτσι που να υπάρχει κάποια πιθανότητα να το κατανοήσουν όσοι είναι «από χρήμα». Γιατί υπάρχουν τέτοιοι. Λεγεώνες ολόκληρες. Και δεν πρόκειται για τους συνήθεις, με τα εργοστάσια, τα καράβια, τα τσιφλίκια, τις καταθέσεις. Αυτοί εξακολουθούν να έρχονται από έναν κόσμο αναγνωρίσιμο, άρα στοιχειωδώς ελέγξιμο.
Πρόκειται για το νέο υβριδικό είδος που, ανθρωπομορφιστές όπως είμαστε, του αποδίδουμε ονόματα όπως «επενδυτές» ή «χρηματιστές» και παρατσούκλια όπως «γιάπηδες» για να το εντάξουμε κάπου, σε ένα σύστημα οικείων σημείων, μήπως το κατανοήσουμε. Είναι άνθρωποι από χρήμα όχι επειδή το χρήμα ρέει στις φλέβες τους αντί για αίμα. Οχι. Αλλο πράμα φαντάστηκε ο Λόρκα, άλλο θηρίο: Εναν νέου τύπου κένταυρο, δέκα φορές πιο αλλόκοτο, μισό άνθρωπο - μισό νόμισμα, που όσο χρήμα κι αν έχει για να το καίει και να ζεσταίνεται, αυτός πάντοτε θα κρυώνει· γιατί στη θέση της καρδιάς είναι το δολάριο, στη θέση του μυαλού το ευρώ, το ένα πνευμόνι γιεν, τ’ άλλο ρούβλι ή γουάν.
Υπάρχουν τέτοιοι χρηματάνθρωποι. Είκοσι από δαύτους αμείβονται με ποσά που θα έφταναν για να ζήσει μια λιμοκτονούσα αφρικανική χώρα. Και δεν προλαβαίνουν να τα χαρούν. Δεν είναι αυτός ο στόχος τους άλλωστε. Η χαρά τους δεν είναι η συσσώρευση χρήματος αλλά η καταστροφή ανθρώπων και χωρών. Και μονόπολι αν έπαιζαν, κάτι θα ’νιωθαν.

26/7/12

Η ομιλία Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο


ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 22.07.2012
Της Γιωτας Συκκα

Ιανουάριος του 1949. Ο πόλεμος έχει τελειώσει, αλλά η βαθιά τραυματισμένη ελληνική κοινωνία δεν μπορεί ακόμα να ζήσει μια ελεύθερη ζωή. Το ιδεολόγημα «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» στερεώνεται επίσημα και επιτακτικά. Κράτος και παρακράτος αλληλοσυμπληρώνονται στην αυθαιρεσία. Ενώ σύγχρονο ελληνικό τραγούδι επιτρέπεται να είναι μόνο η εξελληνισμένη εκδοχή της δυτικής ελαφρότητας. Το ρεμπέτικο είναι κυνηγημένο από τη δεξιά και συκοφαντημένο από την αριστερά. Ωστόσο αρχίζει να ξεφεύγει από τα όρια του λαϊκού περιγύρου που το γέννησε και γίνεται όλο και πιο δημοφιλές. Πολλοί αστοί και διανοούμενοι το αντιμετωπίζουν περιφρονητικά. Μα όχι όλοι. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή και αυτό ακριβώς το περιβάλλον διαλέγει ένας τολμηρός νεαρός συνθέτης για να δώσει μια διάλεξη που, όχι μόνο δικαιώνει το ρεμπέτικο ως «μια τέχνη γνησίως και μοναδικά ελληνική», αλλά και τολμά να εντοπίσει ως βασική πηγή του την «αυστηρή και απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία». Το παραλληλίζει μάλιστα με την αρχαία τραγωδία και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μουσικά με τον Μπαχ και στιχουργικά με τον Κορνάρο και τον Λόρκα. Μόλις 24χρονος τότε, ο Μάνος Χατζιδάκις μιλάει με παρρησία στο Θέατρο Τέχνης και έπειτα παρουσιάζει τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου που τραγουδούν στο έκπληκτο κοινό.

Ανάγκη για ό,τι μικρό, αληθινό και ταπεινό
Η διάλεξη προκαλεί αντιδράσεις. Μέχρι που η αστυνομία ειδοποιεί διακριτικά τη μητέρα του Χατζιδάκι να προσέχει για λίγο καιρό ο γιος της όταν κυκλοφορεί στη γειτονιά τους, στο Παγκράτι. Ας δούμε, όμως, πώς ο ίδιος ο συνθέτης οδηγήθηκε σ' αυτό το τόλμημά του. Το πρώτο ερέθισμα, όπως και στην ίδια τη διάλεξή του αποκαλύπτει, υπήρξε προσωπικό:
«Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε μ' ένα φίλο. Ενας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται -λες- μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ' αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» - καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών. Του λόγου μου -κάπως δικαιολογημένα βλέπετε με τη μικρή μου τότες ηλικία- του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους, καθώς και άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε τονίζοντας την κάθε λέξη του σύμφωνα με τον ρυθμό «Θα πάω εκεί στην αραπιά», θέλοντας ίσως να μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο τραγούδι».
Μετά την Κατοχή, μεγαλύτερος πλέον, αναγνωρίζει και ο ίδιος όχι μόνο τη γνησιότητα και την αξία του τραγουδιού που του αποκάλυπτε ο φίλος του, αλλά και τη σημασία του για τη μεταπολεμική ελληνική κοινωνία: «Μετά τον πόλεμο», θα εξηγούσε πολύ αργότερα ο Χατζιδάκις, «η παραδοσιακή Δεξιά με το πρόσχημα τού «κινδύνου» από ένα αμετανόητο 11% της Αριστεράς χάρισε στον τόπο άγρια τρομοκρατία υπηρετώντας τα συμφέροντα μιας ύποπτης ντόπιας νομενκλατούρας, κυρίως βασιζόμενη στον δοσιλογισμό, στην προδοσία και στη μικροαστική ηθική των απερχομένων. Ετσι, στο όνομα μιας ειδεχθούς εθνικοφροσύνης γνώρισε ο τόπος την πιο ξέφρενη επιβίωση των άρρωστων φασιστικών στοιχείων, που αντί να υποστούνε τιμωρία, ανακάλυψαν τους εαυτούς τους «εν δυνάμει», σχηματίζοντας μάλιστα και τα πρώτα έμβρυα τής δικτατορίας και της ιωαννιδικής τρομοκρατίας του '67».
Οπως γίνεται συνήθως, η πολιτική καταπίεση είχε και την αισθητική της εκδοχή: «Η χώρα ήταν κατεστραμμένη (...) και το επίσημο ελληνικό κράτος εκείνου του καιρού χτυπούσε κάθε τόσο ένα τεράστιο γκονγκ από το ραδιόφωνο για να μας θυμίζει, με βροντερή φωνή, πως είμαστε τριών χιλιάδων χρόνων γέροι, λες κι ήταν φάρμακο ή συνταγή για ανοικοδόμηση (...) Ετσι λοιπόν γεννήθηκε η ανάγκη για ό,τι μικρό, αληθινό και ταπεινό: αντίδραση υγιής, των φωτισμένων, στον φανφαρονισμό και στον επίσημο προγονόπληκτο σκοταδισμό (...) Χωρίς τον μπαγλαμά και το ασηχτήρ τού μπουζουκιού, χωρίς τον χασικλίδικο καημό της μάγισσας και τον χορό μιας αλεξανδριανής φελλάχας, θα 'χαμε γίνει πρόβατα έτοιμα για σφαγή, στο όνομα τού Πατρός, παντός υιού και κάθε μορφής έθνους».

Προέκταση του βυζαντινού μέλους
Ο Χατζιδάκις δεν έμεινε στα λόγια. Στήριξε με πράξεις αυτή την αντίδραση στον «επίσημο προγονόπληκτο σκοταδισμό». «Ετσι», θυμόταν αργότερα ο Κώστας Ταχτσής, «κινήσαμε, όλοι μαζί, με πρώτο και καλύτερο το Μάνο, αψηφώντας τα χάχανα και τις αποδοκιμασίες των αστών και των ενεργουμένων τους, για τη δημιουργία μιας νέας, γνήσια ελληνικής αισθητικής, που αυτή τη φορά, λέγαμε, θ' απλωνόταν -χάρη στην «πτητικότητα» της μουσικής- σ' ολόκληρο το γεωγραφικό και κοινωνικό χώρο της Ελλάδας, και ποιος ξέρει, ίσως ακόμα παραέξω».
Μ' αυτή την προσδοκία έδωσε ο συνθέτης και τη διάλεξη στο Θέατρο Τέχνης. Μιλά κατ' αρχήν για τα βασικά θέματα του ρεμπέτικου - τον έρωτα και τη φυγή: «Ενας ανικανοποίητος έρωτας που ξεκινάει από την πιο κυνική στάση και φτάνει με μια πρωτόγονη ένταση μέχρι τα πλατειά χριστιανικά όρια της αγάπης και μια φυγή που επιβάλλεται νοσηρά -θα 'λεγα- από αδυναμία, μια που οι συνθήκες παραμένουν το ίδιο σκληρές σα μέταλλο στον άνθρωπο που κινάει για ν' αγαπήσει μ' όλη του τη δύναμη κι όσο μπορεί περισσότερο».
Ειρωνεύεται τους «υγιείς ηθικολόγους» που θεωρούν το ρεμπέτικο «αρρωστημένο» εν αντιθέσει με το δημοτικό τραγούδι: «Είμαι βέβαιος πως το δημοτικό μας τραγούδι τους είναι το ίδιο οχληρό όπως και το ρεμπέτικο, με τη διαφορά πως δεν τολμούν να ομολογήσουν ότι δεν τους αρέσει». «Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από 'δω πηγάζει η θεματολογία του».
Ο ζεϊμπέκικος, τονίζει ο Χατζιδάκις, «είναι ο πιο καθαρός, συγχρόνως ελληνικός ρυθμός. Ο δε χασάπικος έχει αφομοιώσει μια καθαρή ελληνική ιδιομορφία. Πάνω σ' αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή, διακρίνομε καθαρά απάνω την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους (...)». Στέκεται ιδιαίτερα στο ύφος αυτού του τραγουδιού: «Και στη μελωδία και στα λόγια και στο χορό, δεν υπάρχει κανένα ξέσπασμα, καμιά σπασμωδικότητα, καμιά νευρικότητα. Δεν υπάρχει πάθος. Υπάρχει ή ζωή με την πιο πλατειά έννοια. Ολα δίνονται λιτά, απέριττα με μια εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει. Μήπως αυτό δεν είναι το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή; Και ακόμα ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας και όλων των αρχαίων μνημείων, δεν βασίζεται πάνω στην καθαρότητα, στη λιτή γραμμή και προπαντός στο απέραντο αυτό sostenuto που προϋποθέτει δύναμη, συνείδηση και πραγματικό περιεχόμενο;».
Και αφού παρουσιάζει τον Βαμβακάρη και την Μπέλλου, που παίζουν και τραγουδούν λίγα τραγούδια δικά τους, του Βασίλη Τσιτσάνη και του Γιάννη Παπαϊωάννου, ο Χατζιδάκις επανέρχεται για να επισημάνει: «Ακούσατε με τι ψυχρότητα και αυστηρότητα ειπώθηκαν αυτά τα πέντε τραγούδια. Ο ρυθμός δεν ξέφυγε ούτε πιθαμή για να τονίσει κάτι πιο έντονα, οι φωνές ίσιες, μονοκόμματες λες και τα λόγια δεν είχαν συγκίνηση. Ετσι είναι. Τίποτες που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις. Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν».
Και να πώς ολοκλήρωσε την ιστορική διάλεξή του: «Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα «νωχελικά 9/8» για το μέλλον. Ομως εμείς θα 'χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους».

Αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας τη σχέση μου...
Τότε, ακόμα κι εκείνος, που υπήρξε από νέος προφητικός, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το λαϊκό τραγούδι που τόσο είχε παινέσει για την αγνότητά του, θα εκτρεπόταν σε μια εμπορική κατάχρηση. Πολλά χρόνια αργότερα αναγνώρισε: «Ηταν ανάγκη να βρούμε το ταπεινό, το ασήμαντο, το σημερινό από το οποίο θα πιανόμασταν και θα συμφιλιωνόμασταν με τη μικρότητά μας. Πριν, όμως, αυτό γίνει ουσία πνευματική, ήρθε ο τουρισμός. Και άρχισε η βιομηχανοποίηση της γραφικότητας».
Δεν αρνήθηκε, μάλιστα, μέρος της ευθύνης: «Η επιτυχία των «Εξι λαϊκών ζωγραφιών» ξύπνησε τους εμπόρους, τα ελαφρά θέατρα, τους μικροπρεπείς μουσικούς, τη βαθμιαία αναπτυσσόμενη τουριστική επιδίωξη, το εύκολο «ελληνικόν μένος» των διεθνών μας προσωπικοτήτων, ώσπου ήρθε η ταινία «Ποτέ την Κυριακή» και στάθηκε η χαριστική βολή σ' αυτό που υπήρξε κάποτε το λαϊκό τραγούδι».
Το 1973, στο ντοκιμαντέρ του Βασίλη Μάρου «Μπουζούκι», ο Μ. Χατζιδάκις επισημαίνει: «Αυτό το οποίο σήμερα υπάρχει ως ρεμπέτικο τραγούδι είναι ένα βιομηχανικό κατασκεύασμα το οποίο έχει μεγάλη πέραση και ιδιαίτερα στην Ευρώπη όπου επιζητούν να ανακαλύπτουν καινούργιους ηχητικούς τρόπους. Σήμερα τα βήματα έχουν κωδικοποιηθεί. Αρα δεν υπάρχει έκπληξη, το δραματικό ενδιαφέρον, το να σου αποκαλύπτεται ο χορευτής την ώρα που χορεύει». Αρκετά μετά τη μεταπολίτευση σημειώνει: «...Από κει και πέρα, όταν το ρεμπέτικο έγινε τόσο αφόρητα νόμιμο, όσο και το Κομμουνιστικό Κόμμα στις μέρες μας, αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας τη σχέση μου μ' αυτό».
Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν έπαψε να αγαπά και να εκτιμά την πιο γνήσια, αυστηρή έκφραση του λαϊκού τραγουδιού. Δεν είναι τυχαίο που το 1979 κάλεσε τον Γιώργο Ζαμπέτα στο Τρίτο Πρόγραμμα και μοιράστηκε μαζί του μια ιστορική εκπομπή. Ούτε που το 1989 εξέδωσε από τον «Σείριο» την ηχογράφηση του προγράμματος του Ακη Πάνου στο «Επειγόντως».
Εξήντα τρία χρόνια μετά την περίφημη εκείνη διάλεξη, οι μαθητές διδάσκονται γι' αυτήν στο σχολικό βιβλίο «Αισθητική αγωγή - Μουσική». Το βιβλίο της Γ΄ Γυμνασίου αναφέρει ότι έγινε το 1948 - ένα λάθος που κάνουν κι άλλοι. Παραπέμπει ωστόσο στην επίσημη ιστοσελίδα του Χατζιδάκι, όπου κάθε νέος μπορεί να τη διαβάσει ολόκληρη. Και συγχρόνως να μάθει περισσότερα για μια προσωπικότητα του παρελθόντος που δίνει ένα παράδειγμα τόλμης για το μέλλον.

Aποτυπωματα: Η άλλη Ολυμπιάδα θα δείξει


ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ  22.07.2012
Tης Mαριαννας Tζιαντζη
 
Αν και δεν γνωρίζω πολλά για τον αθλητισμό, περιμένω με ενδιαφέρον τους Ολυμπιακούς Αγώνες - όχι όμως του Λονδίνου, αλλά του Ρίο ντε Τζανέιρο. Δεν με ενδιαφέρουν οι χώρες και τα ονόματα που θα συμμετάσχουν, η κατανομή των μεταλλίων και τα ρεκόρ που θα καταρριφθούν, αλλά το «μεταξύ», το πώς θα ξετυλιχτεί ο νέος τετραετής ανώμαλος δρόμος μέχρι το 2016.
Η Ολυμπιάδα του Πεκίνου ήταν ο τελευταίος φαντασμαγορικός σπασμός μιας εποχής που διέθετε αποθέματα ή, έστω, ψήγματα αισιοδοξίας. Ταυτόχρονα ήταν η εντυπωσιακή επίδειξη μη πολεμικής δύναμης μιας μεγάλης χώρας που διεκδικεί πρωταγωνιστικό διεθνή ρόλο στον ακόμα νεαρό 21ο αιώνα. Τότε δεν ξέραμε ότι περίπου 40 ημέρες μετά τη λαμπρή τελετή έναρξης θα ακολουθούσε η κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς. Μετά τα αυγουστιάτικα πυροτεχνήματα, στην τηλεοπτική μνήμη μας καρφώθηκαν οι εικόνες με τα κοστουμαρισμένα golden boys και τις κομψές κυρίες καριέρας που αναχωρούσαν οριστικά από το κτίριο της τράπεζας στο Μανχάταν κουβαλώντας σε χαρτοκιβώτια τα προσωπικά τους αντικείμενα.
Η Ολυμπιάδα δεν είναι μόνο άλλο ένα όνομα για τους Αγώνες, αλλά και το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικούς Αγώνες, όπως λένε τα λεξικά. Ως τετραετία, η Ολυμπιάδα που μας πέρασε ήταν από τις πιο ενδιαφέρουσες της μεταπολεμικής περιόδου καθώς τη σημάδεψαν η εκλογική νίκη του Μπαράκ Ομπάμα, η Αραβική Ανοιξη και, πάνω απ’ όλα, η χρηματοπιστωτική κρίση και η συνεχιζόμενη ύφεση. Πώς άραγε θα μας βρει το 2016; Πoιοι παλιοί τύραννοι θα καταρρεύσουν και ποιοι νέοι θα γεννηθούν; Ποιοι λαοί θα βουλιάξουν και ποιοι θα σωθούν;
Το 2008 κανείς στην Ελλάδα δεν μιλούσε για spreads και για τρόικες, για κουρέματα και μνημόνια, ενώ οι χώρες PIGS δεν υπήρχαν στον χάρτη. Οι περισσότεροι ούτε που ξέραμε τι σημαίνει «οίκος αξιολόγησης» ή πού στο καλό πέφτουν η πλατεία Ταχρίρ, η πλατεία του Μαργαριταριού ή οι πλατείες των Αγανακτισμένων.
Ολα είναι δυνατά, και το χειρότερο και το καλύτερο, και ας μην είμαστε σε θέση να περιγράψουμε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Αναπόφευκτα, ο νους μας τρέχει στη θρυλική αρχή της «Ιστορίας των Δύο Πόλεων»: «Ηταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες, ήταν τα χρόνια της σοφίας, ήταν τα χρόνια της μωρίας... η εποχή του Φωτός και η εποχή του Σκότους... είχαμε μπροστά μας τα πάντα, είχαμε μπροστά μας το τίποτα, πηγαίναμε όλοι στον Παράδεισο, όλοι πηγαίναμε στο αντίθετό του».
Υποθέτω ότι εδώ κι ενάμιση αιώνα, αμέτρητες φορές, αμέτρητοι άνθρωποι έχουν πει πως τα λόγια αυτά είναι σαν να γράφτηκαν για τη δική τους εποχή. Αυτή η διάσημη πρώτη παράγραφος θα μπορούσε να αναφέρεται όχι μόνο στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά και σε κάθε εποχή μετάβασης, σε κάθε σημείο ιστορικής καμπής. Εκ των υστέρων θα μάθουμε αν η επικείμενη Ολυμπιάδα του Λονδίνου πράγματι σηματοδοτεί ένα παρόμοιο σημείο καμπής, όπως εκ των υστέρων καταλάβαμε ότι αυτό συνέβη με τους μεγαλόπρεπους και άλλο τόσο φαιούς, πανουκλιασμένους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936.
Τι μας περιμένει το 2016; Η σάμπα ή άγνωστοι μακάβριοι χοροί; Υπομονή. Η άλλη Ολυμπιάδα θα δείξει.

Πώς θα μπει η ψυχή στη μηχανή μας;


ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ  22.07.2012
Του Βασιλη Καραποστολη*
 
Να παράγετε περισσότερα! Να παράγετε ταχύτερα! Η εντολή από τον Βορρά φέρει μέσα της όλη τη βεβαιότητα του εντολέως σχετικά με το τι είδους άνθρωποι είναι αυτοί προς τους οποίους απευθύνεται. Δείχνουν, πράγματι, ράθυμοι και φυγόπονοι οι Νότιοι στα μάτια εκείνου που βιάζεται πολύ να έχει οφέλη από την εργασία του. Αλλά τα οφέλη που θέλουν να αποκομίσουν οι Βόρειοι δεν είναι ακριβώς τα ίδια με εκείνα που θέλουν οι Νότιοι, κι εκεί είναι το πρόβλημα.
Για τον Γερμανό και τον Ολλανδό το βασικό προσωπικό του επίτευγμα είναι το προϊόν της εργασίας του. Για τον άνθρωπο της Μεσογείου είναι η πράξη του. Θέλει περισσότερο να πράττει, παρά να παράγει. Θέλει να έχει την ικανοποίηση ότι είναι αυτός που ρυθμίζει τη σχέση του με την αδρανή ύλη, αντί να ικανοποιείται με το να υπακούει στην ύλη ώστε να μπορεί να τη δαμάσει στη συνέχεια. Βαθιές διαφορές στο πνεύμα, στις στάσεις των λαών. Είναι βαθιές οι διαφορές, αλλά σήμερα που όλα θεωρείται ότι πρέπει επειγόντως να μπουν σε εύχρηστες φόρμουλες, οι διακρίσεις στα ήθη ξεχνιούνται, παραμερίζονται, εγκαταλείπονται για να ασχοληθούν με αυτές οι ιστορικοί και οι φιλόσοφοι - όχι όμως και οι αγέρωχοι μηχανοδηγοί της Ευρώπης. Μέσα στην πρεμούρα της αναδιοργάνωσης οι ιθύνοντες λησμονούν να αναρωτηθούν για τα μέσα τα οποία διαθέτουν. ΄Η μάλλον θεωρούν ότι όλα τα μέσα τους είναι μηχανικά. Να πατήσουν ένα κουμπί και αμέσως να γυρίσει ο τροχός. Να σηκώσουν τον μοχλό και να αρχίσει η πολυπόθητη ανάκαμψη. Ποιος όμως είναι αυτός που θα θελήσει να σηκώσει τον μοχλό;

Δούλοι του ωραρίου
Οι μηχανές περιμένουν, λαδώνονται, γυαλίζονται. Εκείνο το χέρι όμως που θα τις έβαζε μπροστά, κι εκείνο το μυαλό που θα παρακολουθούσε τη λειτουργία τους δείχνουν μουδιασμένα. Οι άνθρωποι του Νότου στέκουν λυπημένοι και δύσπιστοι πλέον μπροστά σ’ αυτά τα κατασκευάσματα τα οποία χρησιμοποίησαν για μερικές δεκαετίες, με μια προθυμία γεννημένη από τις προηγούμενες στερήσεις τους. Ζήτησαν να εργαστούν σύμφωνα με τη λογική της βιομηχανικής παραγωγής, προκειμένου να εξασφαλίσουν αυτά που τους έλειπαν. Κοπίασαν, ίδρωσαν, μπήκαν σε μια ορισμένη ρουτίνα. Η αμοιβή τους ήταν: καλύτερη τροφή, καλύτερη κατοικία, καλύτερα ρούχα. Εως εκεί όμως. Δεν θα ’θελαν να προχωρήσουν ακόμη περισσότερο και να ανταλλάσσουν την αφθονία των υλικών αγαθών με την όλο και μεγαλύτερη συμπίεση της ανεξαρτησίας τους. Το να είναι δούλος ενός ωραρίου που συνεχώς επεκτείνεται, το να κυριαρχεί ο χρόνος της εργασίας πάνω σ’ ένα χρόνο που θα τον ήθελε «δικό του», αυτό ήταν μια εξέλιξη που ο Νότιος δεν την περίμενε, και τελικά με τον τρόπο του την αρνήθηκε. Φυσικά, η άρνησή του δεν ήταν απολύτως συνειδητή. Πώς θα μπορούσε από τη μια να επιθυμεί να απολαμβάνει, και από την άλλη να μη δέχεται να δουλέψει σκληρά για τις απολαύσεις του; Η λύση την οποία εφηύρε αποτελούσε μια προσπάθεια συμβιβασμού. Ηταν σαν να έλεγε μέσα του: «Να απολαμβάνω, αλλά να μη γίνω υπηρέτης της απόλαυσής μου. Να δουλεύω, αλλά να μην ξεπατώνομαι στη δουλειά».

Ζήτημα ρυθμού
Για τον άτεγκτο θιασώτη της παραγωγικότητας, η στάση αυτή συνδυάζει την πονηριά, την υπεκφυγή και τη φιληδονία. Πάνω απ’ όλα φανερώνει την πανουργία της τεμπελιάς. Δεν είναι όμως έτσι. Δεν είναι οκνηρία το να μη θέλει κάποιος να ενεργεί με έναν ρυθμό ο οποίος του επιβάλλεται. Είναι, πράγματι, ζήτημα ρυθμού η απόδοση της εργασίας, αλλά ποιος από τους υπουργούς Οικονομικών, τους τραπεζίτες και τους συμβούλους για την περιλάλητη ανάπτυξη σκοτίζεται γι’ αυτό; Λίγο περισσότερο όμως να σκεφτεί κανείς θα μπορέσει να δει τι σαλεύει κάτω από τους αριθμούς, τους δείκτες, τα μεγέθη. Θα δει ότι για κάτι άλλο πασχίζουν κυρίως οι άνθρωποι, για κάτι που δεν είναι προς αγορά ή προς πώληση, που δεν συσκευάζεται, που δεν τυποποιείται.
Φέρτε στον νου σας τις ταινίες του Ζακ Τατί. Ο ήρωας σκοντάφτει κάθε τόσο πάνω σε μια αλυσίδα συμβάντων και πραγμάτων που γυρίζει ασταμάτητα, κι εκείνος δεν καταφέρνει να βρει τον λόγο που γίνεται αυτό. Γυρίζουν τα γρανάζια του κόσμου συνεχώς, χωρίς διακοπή. Αυτό που πιο πολύ εντυπωσιάζει τον ήρωα είναι ότι οι άλλοι γύρω του βρίσκουν μια παράξενη ευχαρίστηση στο να γίνονται και οι ίδιοι γρανάζια, λες κι αυτό τους γλιτώνει από το να πρέπει να επιλέγουν και να αποφασίζουν. Ο κύριος Υλό γίνεται, έτσι, μάρτυρας της ηθελημένης μηχανοποίησης της ζωής, πράμα ριζικά αφύσικο. Διότι μηχανή ίσον επανάληψη, ενώ ζωή ίσον εναλλαγή, εξέλιξη. Μελαγχολεί ο ήρωας απ’ αυτή την ελάττωση της ορμητικής πλαστικότητας, της ζωικής φοράς, όπως θα ’λεγε ο Μπερξόν, απ’ αυτή την αναπηρία μες στη μονότονη δράση την οποία ο δυτικός άνθρωπος διαλέγει ώστε να έχει το κεφάλι του ήσυχο. Σε άλλα κεφάλια όμως μια τέτοια ησυχία δεν έχει κανένα νόημα.

Το τέμπο της ζωής
Στην παλιά ελληνική κωμωδία ο ήρωας δεν στέκεται όπως ο κύριος Υλό απορημένος και θλιμμένος με όσα συμβαίνουν. Δεν είναι παρατηρητής ο ντόπιος πρωταγωνιστής, βρίσκεται ολόκληρος μέσα στην αναστάτωση που επικρατεί. Ο ρυθμός των κινήσεων του Χατζηχρήστου ή του Βέγγου είναι ο ρυθμός του ανθρώπου που μπαινοβγαίνει στον ρουν των πραγμάτων. Τον βλέπουμε να ανασκουμπώνεται, να πατάει γκάζι στις ενέργειές του, να στριφογυρίζει σαν σβούρα και ξαφνικά η σβούρα να σταματάει. Είναι επειδή το θέλησε αυτός. Δεν ήρθε ένας απόλυτος εξαναγκασμός απ’ έξω για να τον προστάξει. Το παν λοιπόν είναι να διαφοροποιεί κανείς το τέμπο με το οποίο πορεύεται στη ζωή. Όταν το απαιτεί η ανάγκη να ρίχνεται στη δράση, αλλά όταν παύει η ανάγκη να μην έχει γίνει θύμα της κεκτημένης του ταχύτητας. Η παλιά ελληνική συνταγή ήταν: δουλειά και ανάπαυλα, πορεία και στάση, στάση απαραίτητη για να θυμηθούμε τον λόγο για τον οποίο ξεκινήσαμε την πορεία. Και ακόμη τον σκοπό για τον οποίο αγκομαχάμε. Οι καιροί άλλαξαν βέβαια, το βλέπουμε σήμερα. Αλλά ότι πρέπει να ξέρει ένας λαός τον σκοπό για τον οποίο μοχθεί, αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Και ίσως κάποτε στις πλατείες υψωθεί το πανό με το νέο αίτημα: «Ούτε παράσιτα θέλουμε να είμαστε, ούτε είλωτες».

* Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ενα μάθημα για την αποδοχή του διαφορετικού


ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ  22.07.2012
Της Κατερινας Σχινα
 
PIERRE ASSOULINE
Οι προσκεκλημένοι, μετ.: Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Πόλις

«Ενα δείπνο είναι σαν μια ταινία: το μυστικό είναι ο ρυθμός» αποφαίνεται ένα από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος του Πιερ Ασουλίν. Ενα δείπνο είναι μια δεξιοτεχνική σκηνοθεσία, μια σκηνογραφική άσκηση, ένα απαιτητικό μονόπρακτο. Ενα δείπνο είναι ένα έργο τέχνης. Και πάνω απ’ όλα, ένα δείπνο είναι μια μηχανή μέσα στην οποία δεν επιτρέπεται να παρεισδύσει και ο απειροελάχιστος κόκκος άμμου.
Κι όμως, στο δείπνο που παραθέτει στο σπίτι της, στο αριστοκρατικό έβδομο διαμέρισμα του Παρισιού η σχολαστική κυρία Ντυ Βιβιέ -μια αριστοτεχνικά σχεδιασμένη τελετουργία την εξέλιξη της οποίας θα παρακολουθήσει με μια διάθεση που μεταπίπτει από τον στοχασμό στην ειρωνεία και από την τρυφερότητα στη σκληρότητα ο συγγραφέας- τρυπώνει εκείνο το πετραδάκι που τόσο φοβάται η οικοδέσποινα και που απειλεί με αποσυντονισμό, αν όχι με ολοκληρωτική διάλυση τον μηχανισμό. Από ατυχή σύμπτωση οι συνδαιτυμόνες που θα συγκεντρωθούν γύρω από το τραπέζι της θα είναι δεκατρείς - θανάσιμο ατόπημα για τους προληπτικούς, δυσάρεστη αναποδιά για τους ορθολογιστές, οι οποίοι, θέλοντας και μη, οφείλουν να επιδείξουν σεβασμό προς τη δεισιδαίμονα παράδοση για λόγους αβρότητας προς τους ελαφρόπιστους.
Κι έτσι, επιστρατεύεται η υπηρέτρια του σπιτιού, η αραβικής καταγωγής Σόνια, μια χαριτωμένη νεαρή μουσουλμάνα που εργάζεται για να πληρώσει τις σπουδές της στην ιστορία της τέχνης, να παρακαθήσει στο δείπνο ως η δέκατη τέταρτη προσκεκλημένη της βραδιάς.
Μολονότι η παρουσία «δεκατριών στο τραπέζι» δεν σημαίνει ότι «κάποιος από εμάς είναι ερωτευμένος», όπως λέει ο Κουλίγκιν στις «Τρεις Αδελφές» του Τσέχωφ, η εμφάνιση της Σόνιας αναστατώνει την τάξη σαν ξαφνικός έρωτας, μεταβάλλοντας ισορροπίες και ανατρέποντας προσδοκίες, μετατοπίζοντας τη συζήτηση, αφυπνίζοντας μεροληψίες ή αμφισβητώντας προκαταλήψεις, διεγείροντας πολλαπλώς τη συνάθροιση των μεγαλοαστών στην τραπεζαρία της κυρίας Ντυ Βιβιέ.
Εξαιρετικό το τέχνασμα του Ασουλίν προκειμένου να μιλήσει για το οικείο και το ξένο, το γηγενές και το αλλοδαπό, το γνώριμο και το αλλότριο, και να εξηγήσει με δυο μονάχα λόγια πόσο γόνιμη υπήρξε για τη Γαλλία η ενσωμάτωση των μεταναστών για να αξιοποιήσει ευφυώς τον πλούτο και τη δημιουργική διαφορά της ετερότητας: «Η ψυχή της Γαλλίας ήταν πάντα οι ξένοι της», λέει η όμορφη, καλλιεργημένη Σόνια, επιμένοντας στην ιδέα μιας «Γαλλίας του διαφωτισμού, πάντα φωτισμένης». «Αυτοί είναι που την επαναφέρουν στο μεγαλείο της, επειδή γι’ αυτό την αγαπούν. Πρέπει πάντα να κάνεις περισσότερα απ’ ό, τι οι Γάλλοι για να ελπίζεις να γίνεις εντελώς Γάλλος, χωρίς ωστόσο να αρνείσαι τον εαυτό σου».

Δηλητηριώδες σχόλιο

Πώς λοιπόν μπορεί ο Ελληνας να διαβάσει τους «Προσκεκλημένους» του Πιερ Ασουλίν, αυτό το λεπτό έργο δωματίου; Πρώτα απ’ όλα σαν μια διασκεδαστική αφήγηση, που ευτύχησε να μεταφερθεί στη γλώσσα μας από μια ιδιαίτερα επιδέξια μεταφράστρια. Αν αναζητήσει τις συγγένειες του βιβλίου με το σινεμά, θα το απολαύσει σαν ένα δηλητηριώδες σχόλιο στη μεγαλοαστική νοοτροπία, με υπόρρητο πρότυπο την «Κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» του Μπουνιουέλ (ιδιαίτερα ως προς την εξαιρετικά δεξιοτεχνική σκιαγράφηση των πορτρέτων των συνδαιτυμόνων - από την εμμονική με την πλαστική χειρουργική Συμπίλ Κοστιέρ ως τον διανοούμενο εστέτ Στανισλάς Σεβιλιάνο - και την ανελέητη έκθεση της έπαρσης και της επιτήδευσής τους, της δολιότητας και της μικρότητάς τους), ή σαν μια αποτύπωση των άγριων ενδοοικογενειακών μυστικών (αν μια κοινωνική τάξη αποτελεί, με τον τρόπο της, ένα είδος οικογένειας) όπως η καθηλωτική «Οικογενειακή Γιορτή» του Σουηδού Τόμας Βίντερμπεργκ.
Αν πάλι το προσεγγίσει σαν μυθιστόρημα ιδεών (μια ανάγνωση την οποία θεωρώ προσφορότερη) θα το διαβάσει σαν ένα στοχασμό για τη μετανάστευση και τον αποκλεισμό, σαν ένα μάθημα στην αποδοχή. Γιατί στο τραπέζι της Ντυ Βιβιέ αταίριαστη «προσκεκλημένη» δεν είναι μόνο η Σόνια. «Πάντα υπάρχει κάποιος περισσότερο προσκεκλημένος από σένα» σκέφτεται η νεαρή σπουδάστρια ιστορίας της τέχνης, με το μυαλό της στους αέναους νομάδες της ανθρώπινης ιστορίας, τους Εβραίους - κι αυτή η σκέψη, τρομακτική αν την συλλάβεις σ’ όλη της την έκταση, προσώρας τουλάχιστον την παρηγορεί.

Η αραβική άνοιξη βρήκε ήδη θέση στην ποίηση


ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ  22.07.2012
Tης Tιτικας Δημητρουλια
 
Στον απόηχο της σφαγής στη Συρία, που τόσες διαφορετικές ερμηνείες επιδέχεται, η αραβική άνοιξη συνεχίζει να φέρνει στο προσκήνιο την «αραβική παγκοσμιοποίηση», την αραβική ανθρωπογεωγραφία, την αραβική γλώσσα και τους τόπους της, ανασχεδιασμένους μέσα στη φωτιά των πρόσφατων εξεγέρσεων. Ο μεγάλος Σύρος ποιητής και διπλωμάτης Νιζάρ Καμπάνι στηλίτευε την τελμάτωση των αραβικών κοινωνιών στο ποίημά του «Ψωμί, χασίς και φεγγάρι»:
«[...] Σ’ εκείνες τις ανατολίτικες νύχτες όταν/ Το φεγγάρι γεμίζει πλήρως, / Η ανατολή χάνει κάθε τιμή/ Και σθένος. / Τα εκατομμύρια που κυκλοφορούν ξυπόλυτοι, / Που πιστεύουν σε τέσσερις συζύγους/ Και την ημέρα της κρίσης, / Τα εκατομμύρια των ανθρώπων που βλέπουν το ψωμί/ Μόνο στα όνειρά τους, / Που περνούν τη νύχτα σε σπίτια/ Χτισμένα από βήχα, / Που δεν έχουν δει ποτέ τα μάτια τους φάρμακο, / Ξαπλώνουν σαν τα πτώματα κάτω από το σεληνόφως.»
Δεν πρόλαβε να δει τις λαοθάλασσες στις πλατείες των αραβικών πόλεων να τραγουδάνε ποιήματα, παλεύοντας για την ελευθερία και την αξιοπρέπειά τους, σύμφωνα με μία αναπαράσταση της περίφημης πια ανά τον κόσμο αραβικής άνοιξης. Μιας άνοιξης που φέρνει στην εξουσία, ωστόσο, ισλαμικά καθεστώτα, θέτοντας εκ νέου το ερώτημα σχετικά με την έννοια της δημοκρατίας και των αναβαθμών της. Μιας άνοιξης που λεκιάζεται από σφαγές αμάχων και για τον ποιητή Σαάντι Γιούσεφ, που αυτοχαρακτηρίζεται «ο τελευταίος κομμουνιστής»:
«[...] Τι είναι πια αυτή η αραβική άνοιξη; / Το ξέρουμε καλά πως τη διαταγή την έδωσε υπηρεσία αμερικανική/ Οπως νωρίτερα στην Ουκρανία, στη Βοσνία και στο Κόσοβο... / Ηρθε η ώρα της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. / Το Facebook οδηγεί την επανάσταση στις χώρες όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν / Το καθημερινό ψωμί τους να αγοράσουν! / Αυτός ο φουκαράς που μετά βίας επιβιώνει, ο αναλφάβητος αυτός, ο θρησκόληπτος, / Που ούτε ένα πιάτο ζεστό δεν τρώει κάθε μέρα, / Αλλά ζει σε μια τρώγλη με ψωμί και μπαγιάτικο ψωμί από το συσσίτιο, / Να ξέρει τάχα τι είναι το ίντερνετ;»

Βράβευση με αντιδράσεις

Ο Σαάντι Γιούσεφ βραβεύτηκε πρόσφατα από την Αιγυπτιακή Εταιρεία Συγγραφέων κι η βράβευσή του προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις στους κόλπους των Αράβων διανοουμένων ακριβώς για τις θέσεις του σε σχέση με την αραβική άνοιξη. Μια άνοιξη που μένει να δούμε πού θα οδηγήσει τους λαούς μετά την ανατροπή των ανελεύθερων και δικτατορικών καθεστώτων στις διάφορες χώρες, που επεδίωξε να κάνει πράξη αιτήματα δεκαετιών ως προς την αφύπνιση και τη δράση των λαϊκών μαζών με στόχο μια ουσιαστική ελευθερία σε όλα τα επίπεδα. Το βέβαιο είναι ότι έφερε στο προσκήνιο τις αραβικές κοινωνίες και την κουλτούρα τους, ανοίγοντας δρόμους επαφής και κατανόησης, ειδικά στη χώρα μας, που πέραν των δεδηλωμένων φιλοαραβικών της αισθημάτων δεν γνωρίζει σε βάθος τις πολιτικές και πολιτιστικές δομές των γειτόνων αραβικών χωρών.
Αυτή την επαφή επιδιώκει το Γ΄ Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ της Τήνου, φιλοξενώντας μεταξύ των πολλών και καλών καλεσμένων τους έξι σύγχρονους Αραβες ποιητές: τις Μαράμ αλ-Μασρί (Συρία), Νάταλι Χαντάλ (Παλαιστίνη), Αμάλ αλ-Τζουμπούρι (Ιράκ) και τους Σαούκι Μπζία (Λίβανος), Ριφάτ Σαλάμ (Αίγυπτος), Μπενσάλεμ Χιμίς (Μαρόκο). Είναι τυχαίο άραγε που και οι τρεις γυναίκες είναι αυτοεξόριστες; Γράφει η Μαράμ αλ-Μάσρι, που ζει από το 1982 στο Παρίσι:
«Οι γυναίκες σαν εμένα / δεν γνωρίζουν πώς να μιλάν. / Μια λέξη σκαλώνει στο λαιμό τους / σαν αγκάθι / που επιλέγουν να καταπιούν.»
Η πολυβραβευμένη Νάταλι Χαντάλ, πολίτης του κόσμου, έχει επιμεληθεί μια ανθολογία γυναικείας αραβικής ποίησης, συγκεντρώνοντας ογδόντα εξαιρετικά ενδιαφέρουσες γυναικείες φωνές, πολύ παλαιότερες έως και πολύ σύγχρονες (The poetry of arab women. A contemporary anthology, Intelinks Books, 2001). Εχοντας δημοσιεύσει την πρώτη συλλογή της στα δεκαεννιά της χρόνια, η Αμάλ αλ-Τζουμπούρι, πολιτική πρόσφυγας στη Γερμανία, γράφει, όπως λέει ο Αμερικανός ποιητής Τζέραλντ Στερν, ποιήματα «για την εξορία κυρίως, την εξορία από τη χώρα της νιότης της, την εξορία από την ειρήνη, την αγάπη, τη φυσιολογική ζωή, την ελπίδα.»

Η αγάπη στο επίκεντρο

Η αγάπη, τυπικό θέμα της αραβικής ποίησης, που η ιστορία της χάνεται στους αιώνες και η ανανέωσή της τοποθετείται στον 19ο αιώνα αλλά και στη δεκαετία του 1970, βρίσκεται στο επίκεντρο εν γένει. Ο Ριφάτ Σαλάμ, ακτιβιστής και μεταφραστής σπουδαίων ξένων ποιητών, από τον Μαγιακόφσκι ώς τον Καβάφη και τον Ρίτσο, τραγουδά μια γυναίκα-αγκάθι, όπως αγκάθι είναι η λέξη στο ποίημα της Μασρί. Ο Σαούκι Μπζία τραγουδά τις διαψεύσεις κι ο Μπενσαλέμ Χιμίς κραδαίνει το ξίφος του ενάντια σε όποιον ψέγει την αγάπη. Στους στίχους των έξι ποιητών η πολιτική συναντά, με μια μορφή, τον έρωτα, ο ερωτικός πόνος το αίτημα για ελευθερία, η υπαρξιακή αγωνία την καταγγελία. Η ποίησή τους αποτυπώνει το υψηλό επίπεδο της αραβικής ποίησης, παραδοσιακής και ελεύθερης, γραμμένης στην κλασική αραβική ή σε τοπική διάλεκτο - ή και σε άλλη γλώσσα πια, στην αραβική διασπορά.
Λίγοι είναι οι Αραβες ποιητές που κάπως καλύτερα γνωρίζουμε στα ελληνικά, από τον Παλαιστίνιο Μαχμούτ Νταρουίς που πρόσφατα διαβάσαμε σε δύο κιόλας μεταφράσεις (Γιώργος Μπλάνας, Αγγελική Σιγούρου) ώς τον Σύρο Αδωνη με τις προϊσλαμικές και σουφικές καταβολές του λόγου του. Στους στίχους των ποιητών αυτών διαβάζουμε την ιδιαίτερη ευαισθησία και συμβολική, την ανάγκη της ανάσας και της ελευθερίας, την υπαρξιακή απορία, με όρους που αφενός δείχνουν το γόνιμο μπόλιασμα της αραβικής ποίησης με την παγκόσμια ποίηση τις τελευταίες δεκαετίες και αφετέρου αναδεικνύουν την ιδιαίτερη πηγή της. Αυτή η ποίηση στηρίζει την πραγματική αραβική άνοιξη, αυτήν που κάποια στιγμή θα αποδώσει στους Αραβες τον μείζονα ρόλο τους στην Ιστορία μέσα από την καθολική απελευθέρωσή τους.
- Το 3ο Διεθνές Φεστιβάλ Λογοτεχνίας Τήνου θα διαρκέσει από τις 26 - 28 Ιουλίου. Διοργανώνεται από την «Κοινωνία των (δε) κάτων» σε συνεργασία με το Ιδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού και θα πραγματοποιηθεί στη Χώρα της Τήνου, στον Βώλακα και στον Πύργο. Συμμετέχουν 19 συγγραφείς από 14 χώρες οι οποίοι θα απαγγείλουν αποσπάσματα από το έργο τους.
 

25/7/12

Oι λύσεις γεννιώνται, δεν σερβίρονται


ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ  24.07.2012
Του Χρήστου Γιανναρά

Eχουν επιβάλει να τους αποκαλούμε, αόριστα και κατ’ ευφημισμόν, «οι Aγορές». Aλλά δεν πρόκειται για παραγωγούς και διαθέτες αγαθών ούτε για παρόχους υπηρεσιών. Δεν μετέχουν στις παραγωγικές και ανταλλακτικές σχέσεις τις αναγκαίες για να λειτουργεί η ανθρώπινη συλλογικότητα, η «κοινωνία της χρείας».
Πρόκειται για εμπόρους του χρήματος. Aποσπούν το χρήμα από την πραγματικότητα των σχέσεων κοινωνίας των αναγκών, το αυτονομούν σαν αφηρημένη «λογιστική» αξία καθεαυτήν και το εμπορεύονται. Δανείζονται με πολύ χαμηλά επιτόκια και δανείζουν με πολλαπλασίως αυξημένα.
H διακύμανση των επιτοκίων δανεισμού είναι λογική συνάρτηση του κινδύνου που διατρέχει ο δανειστής να βρεθεί ο δανειζόμενος σε αδυναμία αποπληρωμής του χρέους του. Oμως την εκτίμηση αυτού του κινδύνου την επιφυλάσσουν «οι Aγορές» στον εαυτό τους αυθαίρετα και μονοπωλιακά: έχουν δικούς τους, ιδιωτικούς «οίκους αξιολόγησης» της αξιοπιστίας των δανειοληπτών, οίκους ανυπότακτους σε πολιτικό, δηλαδή κοινωνικό έλεγχο.
Διότι το παιχνίδι των «Aγορών», η εμπορία του χρήματος, δεν περιορίζεται σε δοσοληψίες μεταξύ ιδιωτικών, συσπειρωμένων κεφαλαίων. Σήμερα ιδιωτικό χρήμα δανείζει κράτη, και κράτη δανείζουν με τους όρους των ιδιωτών άλλα κράτη, οι διακρατικές σχέσεις «ανταγωνισμοί εξουσίας στον διεθνή στίβο» λειτουργούν με τους όρους που έχουν δημιουργήσει και επιβάλει «οι Aγορές» – τα κριτήρια και η λογική του δανεισμού αυτονομούνται ακόμα και από τον ανταγωνισμό των κρατικών συμφερόντων. Eνα κράτος, οικονομικά και οργανωτικά αδύναμο, μπορεί να μπει στο στόχαστρο των «Aγορών»: να του επιτεθούν οι «Aγορές» για να το οδηγήσουν σε πτώχευση, άσχετα με τις συμμαχίες του και τη γεωστρατηγική του σημασία. Πώς; Θα προηγηθούν οι αμφισβητήσεις της δανειοληπτικής του αξιοπιστίας από τους «οίκους αξιολόγησης» και το κράτος θα παραδοθεί βορά στην ανίλεη τοκογλυφία.
Eίναι αμφίβολο αν η στρατιωτική κατάληψη μιας χώρας είχε ποτέ τις συνέπειες καταστροφής και ολέθρου που έχει σήμερα η παράδοσή της στον έλεγχο των «Aγορών». Δεν μοιάζει να υπάρχουν στην Iστορία παραδείγματα στρατών κατοχής που να πουλάνε σε ιδιώτες κερδοσκόπους την εκμετάλλευση της ύδρευσης του πληθυσμού ή της ηλεκτροδότησής του, της νοσοκομειακής του περίθαλψης, την κοινωνική περιουσία των υποδομών λειτουργίας της ζωής (δρόμους, λιμάνια) ή την ομορφιά της γης και της θάλασσας («από το Δέλτα Φαλήρου έως το Σούνιο»).
Tα «πεφωτισμένα και λελαμπρυσμένα της Eσπερίας έθνη», που τόσο θαμπώνουν και γοητεύουν, ακόμα σήμερα, τους ελλαδίτες «λειτουργικούς διανοουμένους» (Γκράμσι) δεν παύουν να τροφοδοτούν την Iστορία με συνεχώς καινούργια μοντέλα εξουσιαστών: ανθρωπολογικούς τύπους μανιακών της εξουσίας που αποδείχνονται ασυναγώνιστοι στην καταδυνάστευση των πολλών. Σήμερα έχουμε τον ανθρωπολογικό τύπο που εκπροσωπεί (ορατώς) την εξουσιαστική αλαζονεία των «Aγορών», ανεξαρτητοποιημένος από κράτη, πατρίδες, πολιτισμούς, ιδιαιτερότητες. Πριν από τους εξουσιαστές των «Aγορών» γνωρίσαμε τους εξουσιαστές στρατιωτικούς, τα «γεράκια» που αυτονομούσαν τον πόλεμο ακόμα και από συμφέροντα κρατών ή συγκρούσεις πολιτισμών, μεθούσαν με το παιχνίδι της «υπεροχής» καθεαυτήν.
Πριν από τους στρατιωτικούς ήταν οι ιδεολόγοι, παθιασμένοι με την «αλήθεια» των πεποιθήσεών τους, έτοιμοι να σφαγιάσουν εκατομμύρια ανθρώπων για να κάνουν πράξη τις ιδέες τους. Διεθνιστές και αυτοί, αποστασιοποιημένοι από κάθε ανθρωπιά σχέσεων κοινωνίας, από πατρίδα, σέβας του «ιερού», την πείρα των γενεών. Kαι γεννήτορες των ιδεολόγων εξουσιαστών, τα μεσαιωνικά θρησκευτικά ιερατεία της Δύσης, η πρώτη μορφή ολοκληρωτισμού που εμφάνισε η ανθρώπινη Iστορία. Διεθνιστικά και τα ιερατεία, έκγονα της ποσοτικής - γεωγραφικής εκδοχής του «καθολικού» (στους αντίποδες της ελληνικής ποιοτικής - πληρωματικής εκδοχής του «καθόλου»). Διέστρεψαν το εκκλησιαστικό άθλημα σε ατομοκεντρική «θρησκεία», την πίστη - εμπιστοσύνη σε ατομικές «πεποιθήσεις», τη σωτηρία σε αιώνια εξασφάλιση του εγώ.
Oσο υπήρχε Eλληνισμός, ακόμα και σκλάβος, φτωχός, εξουθενωμένος, υπήρχε αντίλογος στη Δύση ένσαρκος ιστορικά. O αντίλογος εξέλιπε, ο Eλληνισμός τέλειωσε. Σήμερα πιστοποιούμε το «ανεπαισθήτως» συντελεσμένο ιστορικό του τέλος. Eχει πάψει να είναι ζωντανό (δηλαδή κοινωνικά - θεσμικά λειτουργικό) κάθε στοιχείο ελληνικής ιδιαιτερότητας, κάθε ίχνος δυναμικής αντιπρότασης τώρα που καταρρέει, με παγκοσμιοποιημένο πάταγο, το εκθαμβωτικό «παράδειγμα» της δυτικής Nεωτερικότητας: τα οράματα του Διαφωτισμού, τα ηδονιστικά προτάγματα της φυσιοκρατίας.
Oι Eλληνώνυμοι του βαλκανικού Nότου βυθιζόμαστε, από χρόνο σε χρόνο, όλο και πιο βαθιά σε κατάδηλη (μέχρις αναπηρίας) αγλωσσία, σε αυτοκτονική παραίτηση από κάθε επιδίωξη κοινής λογικής, σε αχαλίνωτο εγωκεντρισμό διαλυτικόν του κράτους και των θεσμών. Eίναι εξόφθαλμος παραλογισμός, κι όμως ψηφίζουμε τους αυτουργούς της λεηλασίας ή κατασπατάλησης του κρατικού ταμείου: να συνεχίσουν οι ίδιοι να το διαχειρίζονται. Kρεμόμαστε νύχτα - μέρα από τα Δελτία Eιδήσεων, να ακούσουμε ποιο καινούργιο χαράτσι μάς περιμένει, ποια επιπλέον καταδίκη σε πνιγερότερη στέρηση, σε πανικό ανασφάλειας, σε τρόμο για πείνα και παγωνιά. Διαχειριστές της ζωής μας οι ίδιοι άνθρωποι που, δεκαετίες τώρα, με απανωτές θητείες στην εξουσία, αποδείχθηκαν εγκληματικά ανίκανοι, κωμικά τιποτένιοι.
Δεν προτείνεις τίποτα, δεν δείχνεις λύση: είναι η κοινότοπη, παγιωμένη αντίδραση στην αυτοκριτική. Διότι σύμπτωμα ιστορικού τέλους είναι και η άρνηση να παραδεχτούμε ότι οι λύσεις γεννιώνται, δεν σερβίρονται, έτοιμες συνταγές, σαν τα «Mνημόνια». H επιθανάτια αγωνία του Eλληνισμού δεν θα αναχαιτιστεί, αν δεν λειτουργήσουμε οι Eλληνες, θεσμικά, πολιτικά, σαν ρεαλιστικός, κριτικός αντίλογος στη Δύση. Kαι αντίλογος δεν σημαίνει ρήξη ή αντιπαλότητα – με τα παιδιαρίσματα Tσίπρα παίζουμε στο γήπεδο των εξουσιαστών μας. Σαρκωμένος σε πολιτική πράξη αντίλογος θα πει: να βρούμε τη σύγχρονη ταυτότητά μας οι Eλληνες, πρόταση με πανανθρώπινη εμβέλεια, αντιπρόταση στις εξουσιαστικές μόδες της Δύσης: ιδεολόγους, στρατιωτικούς, «Aγορές».
Kαι η συμπονετική μας περιφρόνηση να υποχρεώσει επιτέλους σε αιδημοσύνη τους ελληνώνυμους «λειτουργικούς διανοουμένους», κατ’ εργολαβίαν υβριστές του κριτικού αντιλόγου στη Δύση.

Η ευκαιρία κρυβόταν στη χαρουπιά

TA NEA  24.07.2012
Tου Γιάννη Παπαδόπουλου
 
Ηταν μια ακόμη πολυάσχολη μέρα για τον Ηλία Μανούσακα, πνιγμένη σε δημιουργικούς θορύβους: στο τρόχισμα από τους εργάτες, τον βόμβο των μηχανών, τις παραγγελίες πελατών. Προσπαθούσε να φτιάξει άλλη μια πατέντα για να αλέσει το χαρούπι, το φρούτο που ευδοκιμεί εδώ και αιώνες σε εδάφη που βρέχει η Μεσόγειος. Σε αυτόν τον καρπό ο κρητικός οικονομολόγος έχει ανακαλύψει, εν μέσω κρίσης, την ευκαιρία που για δεκαετίες μαράζωνε στην εμπορική λήθη.
Κόντρα στο κύμα της φυγής στο εξωτερικό ο Ηλίας Μανούσακας επέστρεψε στη γενέτειρά του από τον Καναδά το 2008. Το εμπόριο δεν του ήταν άγνωστος κόσμος. Είχε ασχοληθεί με την εισαγωγή και επεξεργασία κακάου. Στην Κρήτη θα μπορούσε ενδεχομένως να ανοίξει μια ξενοδοχειακή μονάδα όπως αρκετοί συντοπίτες του, επέλεξε όμως να ρισκάρει. Επένδυσε στο χαρούπι. Το φρούτο που παλιότερα χρησίμευε ως ζωοτροφή, που έσωσε οικογένειες από τον υποσιτισμό στα χρόνια της Κατοχής και αρκετά παιδιά το κατανάλωναν αντί για σοκολάτα. Γλυκό, αρωματικό και τραγανό, μπορεί να φαγωθεί και ωμό, χωρίς επεξεργασία.
Ο σεφ στο Μεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο Χανίων Γιάννης Αποστολάκης θυμάται από τότε που ήταν μικρός αυτές τις γευστικές αναζητήσεις. Τη δεκαετία του '60 έπαιζε ποδόσφαιρο σε μια αλάνα και για τέρμα είχαν την πόρτα μιας χαρουπαποθήκης. Μια πόρτα που τα επόμενα χρόνια λίγες φορές ξανάνοιξε. «Μέχρι πρότινος υπήρχαν η άγνοια και η πείνα» λέει. «Οι φορείς δεν είχαν ασχοληθεί με τη θρεπτική αξία της χαρουπιάς, ή την εμπορική της δυνατότητα για να στρέψουν εκεί τον κόσμο. Οι γεωπόνοι είχαν εξειδικευτεί στην ελιά και τα εσπεριδοειδή. Και ο Μανούσακας είχε εγκαταλείψει τα 30.000 δέντρα του για να φύγει στο εξωτερικό. Αργότερα κατάλαβε τι πλούτο είχε και επέστρεψε».

Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ. Φέτος η εταιρεία του Ηλία Μανούσακα, Creta Carob, κλείνει σχεδόν δύο χρόνια λειτουργίας στην Αργυρούπολη Ρεθύμνου. Επεξεργάζεται τους λοβούς του χαρουπιού και παράγει υποκατάστατα καφέ, σιροπιού, κακάου, αλλά και αλεύρι. Στόχος του είναι να φτιάξει και μερέντα, σοκολάτα και παστέλι από την ίδια πρώτη ύλη. «Πριν από δύο χρόνια μόλις τρεις φούρνοι στην Ελλάδα ζύμωναν και με χαρουπάλευρο. Τώρα είναι εκατοντάδες» λέει. Εξάγει τα προϊόντα του σε Αυστρία, Σλοβενία, Φινλανδία και Κροατία και συνεργάζεται με δεκάδες καταστήματα βιολογικών προϊόντων στην Ελλάδα. Χρειάζεται περίπου ένα εκατομμύριο κιλά χαρουπιού τον χρόνο, μια πρώτη ύλη που εξασφαλίζει πριν από τις χειμερινές βροχές όχι μόνο από τις δικές του εκτάσεις, αλλά και από κτήματα άλλων παραγωγών. Αποκαλεί το χαρούπι «χαμένο θησαυρό της Κρήτης», ωστόσο το εγχείρημά του δεν ήταν εύκολο. Η επένδυσή του συμπορεύεται με την οικονομική κρίση.
Ο Ηλίας Μανούσακας μεγαλώνει σταδιακά την επιχείρησή του (άλλωστε η επένδυση μπορεί να φτάσει σε βάθος χρόνου τα 10 εκατομμύρια ευρώ). Σήμερα απασχολεί έξι υπαλλήλους. Το χαρούπι είναι εύκολα επεξεργάσιμο λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς του σε φυσικά σάκχαρα. Το αλεύρι που προκύπτει από την άλεσή του μπορεί να σφίξει και να χαλάσει χωρίς τα κατάλληλα μηχανήματα. Αυτά όμως κοστίζουν ακριβά και αυξάνουν το ποσό της επένδυσης. Γι' αυτό ο κ. Μανούσακας συναρμολογεί δικές του πατέντες επεξεργασίας. Μειώνει το επενδυτικό κόστος αξιοποιώντας τις γνώσεις του και από τις σπουδές μηχανολογίας που πραγματοποίησε πριν από το μεταπτυχιακό του στα οικονομικά στον Καναδά.
Η κρίση και το βραδυκίνητο Δημόσιο καθυστέρησαν την επένδυσή του. Περίμενε, όπως λέει, δύο χρόνια για να πάρει ειδικές άδειες αφού κατέθεσε τον φάκελό του στις αρμόδιες υπηρεσίες.
  
Εκδήλωση του Πανεπιστημίου των Ορέων 
Η χαρά της παραγωγής

Την εμπειρία του από το πρώτο στάδιο, δηλαδή την ιδέα για την εταιρεία, και τα βήματά του από κει και πέρα περιέγραψε πρόσφατα ο κ. Μανούσακας στην Ασή Γωνιά Χανίων, σε εκδήλωση του Πανεπιστημίου των Ορέων.
Μαζί με ομάδα επιστημόνων διαφόρων ειδικοτήτων, με επικεφαλής τον καθηγητή Οφθαλμολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Γιάννη Παλλήκαρη αλλά και άλλους επιχειρηματίες, ο κ. Μανούσακας περιέγραψε στους κατοίκους της περιοχής πώς μπορούν να ζήσουν χαρούμενοι απολαμβάνοντας αυτό που οι ίδιοι παράγουν και όχι να ζουν με την αγωνία του εύκολου κέρδους, του δανεισμού και των επιδοτήσεων.


19/7/12

Το αρχαίο λυχνάρι έγινε LED


Καθημερινή 15.07.2012
Της Χριστινας Σανουδου

Aπό τα αρχαία λυχνάρια ώς τις σύγχρονες λάμπες εξοικονόμησης ενέργειας και από την ανακάλυψη της φωτιάς ώς τη λατρεία του θεού Ηλιου, το φως πάντοτε διαδραμάτιζε εξαιρετικά σημαντικό ρόλο τόσο στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων ανά την υφήλιο όσο και στην τέχνη, τη φιλοσοφία και τη θρησκεία.
Ενα μικρό, αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρον αφιέρωμα στην ιστορία του φωτισμού με τίτλο «Μια ιστορία από φως, στο φως», που ολοκληρώθηκε πρόσφατα στο Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης στη Θεσσαλονίκη, φιλοξενεί ώς τον Σεπτέμβριο η «Τεχνόπολις» του Δήμου Αθηναίων.
Στο ίδιο διάστημα, το Μουσείο της Ακρόπολης αναδεικνύει με ειδική σήμανση εκθέματα από τη μόνιμη συλλογή του, που αφηγούνται μικρές «ιστορίες για το φως» – όπως τα άρματα του Ηλίου και της Σελήνης στη σκηνή της γέννησης της Αθηνάς που κοσμεί το ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνα ή ο περίτεχνος χάλκινος λύχνος από το Ερέχθειο, σε σχήμα πολεμικού πλοίου, και με τη φράση «ιερόν της Αθηνάς» χαραγμένη στη δεξιά πλευρά του.
Η μεταφορά της έκθεσης στο παλαιό εργοστάσιο φωταερίου έγινε με πρωτοβουλία της διοίκησης της «Τεχνόπολις» και αποτελεί προάγγελο του Βιομηχανικού Μουσείου Φωταερίου, που αναμένεται να είναι έτοιμο στο τέλος του χρόνου. Ο συσχετισμός είναι προφανής, καθώς η πρωταρχική χρήση του φωταερίου στην Αθήνα ήταν ο φωτισμός, «γεγονός που άλλαξε ριζικά τη ζωή της πόλης», εξηγεί η Μαρία Φλώρου, αρχαιολόγος, μουσειολόγος και υπεύθυνη του τομέα του υπό διαμόρφωση μουσείου. Πλέον, οι δημόσιοι δρόμοι φωτίζονταν το βράδυ, διευκολύνοντας την κυκλοφορία, και οι βιομηχανίες είχαν τη δυνατότητα να λειτουργούν με διπλές βάρδιες, αυξάνοντας την παραγωγή.

Βυζαντινή περίοδος

Πέρα από τις αναφορές στην «επανάσταση» που έφερε ο ηλεκτροφωτισμός και η αξιοποίηση των ορυκτών καυσίμων κατά τον 19ο αιώνα, μεγάλο μέρος των εκθεμάτων προέρχεται από τη βυζαντινή περίοδο, ενώ τα κενά στην αφήγηση αναπληρώνονται με ενημερωτικά κείμενα, φωτογραφίες και ένα βίντεο για τις μεθόδους αφής και διατήρησης της φωτιάς. Η εστίαση στο Βυζάντιο σχετίζεται αφενός με τον ρόλο του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού ως συνδιοργανωτή της έκθεσης και αφετέρου με το γεγονός ότι τα ευρήματα αυτής της εποχής σώζονται σε μεγαλύτερη αφθονία και καλύτερη κατάσταση από τα προγενέστερα. Εξάλλου, οι τεχνολογίες τεχνητού φωτισμού δεν διαφοροποιήθηκαν σημαντικά με το πέρασμα από τους αρχαίους στους βυζαντινούς χρόνους: η χρήση των λυχναριών παρέμεινε ιδιαίτερα διαδεδομένη, ενώ η σημαντικότερη καινοτομία της εποχής ήταν «οι γυάλινες καντήλες, η κατασκευή των οποίων κατέστη δυνατή με την τοποθέτηση του φιτιλιού στο κέντρο του σκεύους», υπογραμμίζει η Ελένη Μπίντση, που υπογράφει τη μουσειολογική μελέτη της έκθεσης στο Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο μαζί με τον Ιωάννη Μότσιανο και τον Ζήση Σκαμπάλη. Διαδεδομένη ήταν πλέον και η χρήση του κεριού, το οποίο είχε αναγνωριστεί ως καύσιμη ύλη ήδη από τη μινωική περίοδο, αλλά δεν χρησιμοποιήθηκε ευρέως πριν από την ύστερη αρχαιότητα.
Υπάρχουν, ωστόσο, και άλλοι λόγοι που καθιστούν το Βυζάντιο σημείο-σταθμό για όσους ασχολούνται σε βάθος με την ιστορία του φωτισμού, υποστηρίζει ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής Ιάκωβος Ποταμιάνος. Μολονότι «λάτρευαν το φως», οι καλλιτέχνες και οι αρχιτέκτονες στην Ελλάδα των κλασικών χρόνων γνώριζαν ότι το «σκληρό» μεσογειακό φως «κατέστρεφε τις μορφές των κτιρίων κάνοντάς τις να φαίνονται επίπεδες». Ετσι, «ανακάλυψαν τρόπους να φέρνουν το φως στη σκιά» – χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ραβδώσεις στους δωρικούς κίονες. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, η ενασχόληση με το φως πέρασε σε άλλο επίπεδο εξέλιξης, καθώς ο «ενθουσιασμός με τη μορφή» έδωσε σταδιακά τη θέση του «στον ενθουσιασμό για τον χώρο ως κάτι εφάμιλλο με την έννοια του Θείου». Σε αντίθεση με τους αρχαίους ναούς, οι βυζαντινές εκκλησίες δίνουν έμφαση στην άυλη διάσταση του χώρου και του φωτός.

Το φως των ναών

Με πλήθος επιστημονικών δημοσιεύσεων και ανακοινώσεων σχετικά με το φως και τις χρήσεις του στο βιογραφικό του, ο κ. Ποταμιάνος σήμερα είναι διευθυντής ενός νέου μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών για τον φωτισμό στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Εχοντας ενδιαφερθεί για το φως και τις χρήσεις του από τα φοιτητικά του χρόνια στις ΗΠΑ, άρχισε να μελετά κείμενα αρχαίων συγγραφέων, όπως του μεγάλου Αλεξανδρινού μηχανικού Ηρωνα και του νεοπλατωνιστή φιλόσοφου Πλωτίνου, όπου υπάρχουν αναφορές τόσο για την κατασκευή συστημάτων φωτισμού -συχνά εξαιρετικά προηγμένων, με τη χρήση κατόπτρων- όσο και για τη συμβολική αξία του φωτός στη φιλοσοφία. Μεταξύ άλλων, διδάσκει φωτισμό ιστορικών κτιρίων στο ΑΠΘ, όπου κατέχει τον τίτλο του αναπληρωτή καθηγητή της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής και της Ψυχολογίας της Αντίληψης, ενώ το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει ένα βιβλίο για το φως στη βυζαντινή εκκλησία. Πεπεισμένος ότι, ακόμα και στις μέρες μας, η αρχιτεκτονική δεν έχει φτάσει στο επίπεδο των βυζαντινών μαστόρων, διερευνά πώς οι τεχνικές για τη δημιουργία της κατανυκτικής ατμόσφαιρας στους βυζαντινούς ναούς θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε σύγχρονα κτίρια. «Με ένα πνευματικό άλμα, ο άνθρωπος συλλαμβάνει κάτι το ασύλληπτο, την άυλη διάσταση του χώρου. Αυτό για μένα είναι μια εξαιρετική κατάσταση του ανθρώπινου νου», υπογραμμίζει. Αργότερα, καθώς η δύναμη του Βυζαντίου εξασθενεί, η αισθητική αλλάζει και οι υποφωτισμένες μεσοβυζαντινές εκκλησίες δεν διαφέρουν πολύ από τις σύγχρονες. Πλέον, «το φως σταλάζει, δεν πλημμυρίζει τον ναό», καταλήγει.

Θρησκευτικές παραδόσεις

Η έκθεση «Μια ιστορία από το φως στο φως», που διοργανώθηκε σε συνεργασία με μουσεία, εφορείες αρχαιοτήτων, ερευνητικά κέντρα και ιδιώτες από όλη την Ελλάδα, περιλαμβάνει μία ενότητα αφιερωμένη στις διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις της Θεσσαλονίκης -το Ισλάμ, τον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό-, αναδεικνύοντας τόσο τη συμβολική διάσταση του φωτός στις τρεις θρησκείες, όσο και τα χαρακτηριστικά φωτιστικά σκεύη των τόπων λατρείας. Η επόμενη ενότητα εστιάζει στην «επανάσταση» που έφερε η χρήση των ορυκτών καυσίμων στον φωτισμό, με αναφορές στον δημόσιο φωτισμό της Αθήνας, με την ίδρυση του εργοστασίου φωταερίου το 1857, καθώς και την επινόηση του ηλεκτρικού λαμπτήρα στα τέλη του 19ου αιώνα. Τέλος, η εξέλιξη της τεχνολογίας του φωτισμού στον 21ο αιώνα μετουσιώνεται σε μία πρωτότυπη διαδραστική εγκατάσταση με την υπογραφή της εικαστικής ομάδας φωτισμού «BEFORELIGHT», που ενθαρρύνει τους επισκέπτες να πειραματιστούν με τις δυνατότητες του φωτός, δημιουργώντας τη δική τους φωτιστική σύνθεση.

Eνα βλεμμα: Η εκχώρηση του παρόντος

Καθημερινή 15.07.2012
Tου Nικου Γ. Ξυδακη

Λαχτάρα για ελπίδα, να κάνουμε κάτι μαζί, cruel optimism, έγραψε μια Αγγλίδα, σκληρή αισιοδοξία... Ο λόγιος φίλος έφυγε κι άφησε στο δωμάτιο τις ιδέες του να στέκουν λάμπουσες, σαν ρωγμές στο αδιάφανο παρόν. Δεν τις συμμερίστηκα όταν τις πρωτάκουσα, τραβήχτηκα ενστικτωδώς απ’ τη θέρμη τους, αλλά αρκετή ώρα μετά, οι ρωγμές είχαν εγκατασταθεί για τα καλά στον δικό μου, προφυλαγμένο, μισοσκότεινο χώρο.
Κατά κάποιο τρόπο, η ελπίδα και η αισιοδοξία ήρθαν από τη φλεγόμενη Αθήνα, από τον καύσωνα, μες στο κλιματιζόμενο μικροπεδίο μου, το θέρμαναν, κι ύστερα ξαναβγήκαν στον καύσωνα, στο τρέμισμά του, σ’ έναν κόσμο που αιωρείται αβέβαιος και σπασμένος ανάμεσα στο σβησμένο παρελθόν και στο άδηλο μέλλον.
Ο άγγελος του καύσωνος, με τη μορφή του Δ., έφερνε ένα μήνυμα: το παρόν. Μου το ’πε καθαρά, ότι μόνο αυτό υπάρχει, και πάνω σε αυτό διεξάγεται η πάλη για κυριαρχία: όποιος υπόσχεται διάσωση στο μέλλον, ζητάει ταυτόχρονα να ξεχάσουμε το παρόν. Το παρόν θα κυλάει με θυσίες, με μια προπάντων: με την άρνησή του. Και στο μέλλον θα έρθει η ανταμοιβή. Ας απαρνηθούμε το παρόν, λοιπόν. Αυτό ζητάει ο κυρίαρχος του παρόντος, που τυχαίνει να είναι και παραγωγός της κρίσης. Πίσω από τα ταξίματα του μέλλοντος, κρύβεται άγαρμπα η τόσο προφανής δίψα του για κατίσχυση.
Μα ποιος εγκαταλείπει το παρόν, την ίδια τη ζωή, να κυλήσει μέσ’ απ’ τα χέρια του, για μια αόριστη υπόσχεση μέλλοντος; Θα ήταν σαν να αφήνεις τη ζωή σου παρακαταθήκη στα χέρια τρίτων. Ενα αβέβαιο ενέχυρο, μια ολοκληρωτική ήττα. Κι όμως, πολλοί πείθονται, ακουμπάνε τις ζωές τους ενέχυρο σε μαγαζάκια «Αγοράζεται χρυσός, ασήμι, τιμαλφή». Οι άνθρωποι χάνουν την πίστη στον εαυτό τους, αφού έχουν ήδη χάσει την αίσθηση ότι η ζωή τους ανήκει, ότι είναι ανεξαγόραστη, όση λίγη, όση είναι. Δεν έχουν φως.
Σε αυτό το κομβικό σημείο, της πτώσης στη γυμνή ζωή, ξεπροβάλλει ο cruel optimism, η σκληρή αισιοδοξία, η ελπίδα παρά την απόγνωση, και ο άνθρωπος της κρίσης προσπερνά το σαράφικο «Αγοράζεται χρυσός». Δεν ενεχυριάζει την υπόστασή του, τον παρόντα χρόνο του, την αξίωση να ελπίζει και, κυρίως, την αξίωση να ζει εδώ και τώρα. Η αμυντική κίνηση, το «δεν», είναι ουσιαστικά νικηφόρος μάχη, και είναι κατάφαση της ζωής. Είναι ξεπέρασμα ενός ντετερμινισμού, ότι το μέλλον θα είναι a priori καλύτερο, άρα ας δεχτούμε τώρα να υποφέρουμε. Είναι απόρριψη της συλλογικής ενοχής για το άφρον παρελθόν, για τις παλαιές ευτυχισμένες μέρες, που δεν τις αξίζαμε. Είναι εντέλει διεκδίκηση του σύνολου χρόνου και του χώρου, ξεκινώντας από την καυτή υλικότητα τού εδώ και τώρα.
Αισιοδοξία, ελπίδα, παρόν: η αξίωσή τους, η διεκδίκησή τους, δεν συνεπάγονται έλλειψη πραγματισμού ή σχεδίου για τα ερχόμενα, ούτε εξωραϊσμό του παρελθόντος και αγνόηση των σφαλμάτων. Κάθε άλλο. Η διεκδίκηση του παρόντος προϋποθέτει αλλαγές, προσαρμογές, μεταρρυθμίσεις, ρήξεις, τομές, γεννήσεις. Προϋποθέτει επίσης ξαναδιάβασμα του παρελθόντος και δημιουργική οικειοποίησή του, αναχώνευση μες στο διαρκές χυτήριο του παρόντος. Κυρίως όμως σημαίνει διεκδίκηση της κυριαρχίας, αυτόφωτη ζωή, αυτόνομα υποκείμενα, αυτοτελείς συνειδήσεις. Οχι ετεροχρονισμένη ζωή και ετερόνομους ανθρώπους.
Δεν είναι εγωισμός, δεν είναι ιδεολογία. Το αντίθετο: είναι υγιής έκφραση του ενστίκτου επιβίωσης και του ενστίκτου διαιώνισης, είναι υγιής μετουσίωση των καταστροφικών ενορμήσεων και του πολυσυζητημένου ενστίκτου του θανάτου, αυτών ακριβώς που στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν οδήγησαν τους ανθρώπους να μαζοποιηθούν σε σκοτεινές αγέλες και να απαρνηθούν τη ζωή, την ελευθερία, την αυτονομία, έναντι του υπεσχημένου κήπου της μιας αλήθειας και της μιας καθαρότητας.
Η κρίση κλονίζει τη μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη χρόνου που συνέχει τη μεσαία τάξη - πώς θα σπουδάσει τα παιδιά του, πώς θα εξοφλήσει το δάνειο, πότε θα πάρει σύνταξη. Η εξάλειψη μεσοπρόθεσμης προβλεψιμότητας αποσαθρώνει ψυχοδιανοητικά τους ανθρώπους, υπονομεύει την αυτοκυριαρχία, κλονίζει την αίσθηση ότι ορίζουν ουσιώδεις παραμέτρους του βίου, τη ζωή τους την ίδια. Η υπόσχεση ενός κάποιου μέλλοντος, με οδυνηρό αντάλλαγμα την εκχώρηση του παρόντος, της μόνης σαρκωμένης βεβαιότητας, της μόνης μας προίκας, αυτή η απατηλή υπόσχεση δεν προσφέρει ούτε καν πρόσκαιρη ανακούφιση. Μόνο υποταγή στην αχλή μιας άθυμης ουτοπίας, σε μια ναρκωτική πλάνη, σε μια αγωνιώδη προσδοκία: να ζούμε σαν φοβισμένα ζούδια στο άχρονο σύμπαν.




Ολα τα μάτια στην Αφρική


Καθημερινή  15.07.2012
Της Suzy Menkes
 
Η ήπειρος εισβάλλει στην αρένα της μόδας και προσφέρει την προοπτική για οικονομική άνθηση
Η Αφρική ακούγεται πολύ στις ειδήσεις τελευταία, για διαφορετικούς λόγους από αυτούς που θα φανταζόταν κανείς. Η ήπειρος εισβάλλει στην αρένα της μόδας, χάρη στην ποιότητα του χειροποίητου στοιχείου και της καλλιτεχνικής δημιουργίας, μαζί με την προοπτική για οικονομική άνθηση.
Τέτοιες αλλαγές στη συμπεριφορά και την αντίληψη έχουν περιγραφεί σαν «το επαναλανσάρισμα της Αφρικής».
«Δεν είναι δικά μου λόγια -προέρχονται από τον πρόεδρο της Νιγηρίας, Γκούντλακ Τζόναθαν- αλλά πιστεύω στον δυναμισμό της Αφρικής», είπε η Φράνκα Σοτσάνι, αρχισυντάκτρια της ιταλικής Vogue, που αφιέρωσε το ανδρικό τεύχος του Μαΐου στην ήπειρο.
Το αφρικανικό τεύχος παρουσιάζει εικόνες ομορφιάς και χάρης, μακριά από τη βία και τη φτώχεια. Και το εξώφυλλο αποκαλύπτει μια απρόσμενη προσωπικότητα: τον Μπαν Κι Μουν, γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Μέσα στο περιοδικό, μια συνέντευξή του περιλαμβάνει την προσωπική του έκκληση να απομακρυνθεί η Αφρική από τις κακιές ειδήσεις, και να συνοδεύεται από θετική σκέψη.
«Η Αφρική δεν έχει ανάγκη από φιλανθρωπία - η Αφρική χρειάζεται επένδυση και συνεργασίες», είπε ο ίδιος. Η κ. Σοτσάνι ανέλαβε τον ρόλο της πρέσβειρας Καλής Θελήσεως για το Fashion4Development, παγκόσμια καμπάνια που αξιοποιεί πρωτοβουλίες της μόδας για να υποστηρίξει την προσπάθεια των Ηνωμένων Εθνών για την Αφρική. Σε πρόσφατη επίσκεψή της στην Μποτσουάνα, την Γκάνα, τη Νιγηρία και την Ουγκάντα, η κ. Σοτσάνι συνάντησε τους Αφρικανούς που εργάζονταν σε διαφορετικές μορφές δημιουργικού ντιζάιν, από τη μόδα μέχρι το σινεμά. Για την κ. Σοτσάνι, «ο θετικισμός» αποτελεί λέξη-κλειδί όταν μιλάει κανείς για εμψυχωτική συμπεριφορά για έθνη στα οποία «η εικόνα είναι τόσο χαμηλή». Στο περιοδικό της θέλει να παρουσιάσει μια Αφρική που είναι «δημιουργική και σίγουρη για τις δικές της δυνάμεις».
Αλλά κυρίως, στο τεύχος Μαΐου, ήθελε να καταγράψει εικόνες από ξεχωριστή κομψότητα και στυλ. «Ολες οι φωτογραφίες έχουν φτιαχτεί με έναν λαμπερό τρόπο - δεν υπάρχει τίποτα λυπητερό, φθηνό ή φτηνιάρικο», είπε. «Ο κόσμος μπορεί να πει ότι η Vogue δεν θέλει να μιλάει για την αρρώστια και την φτώχεια, αλλά αν μπορούμε να δώσουμε μια εικόνα ανάτασης, βοηθάμε τους ανθρώπους που δεν θα ασχολούνταν καν με την Αφρική».
Αλλά η ανάδειξη της Αφρικής σαν πηγή δημιουργικής μόδας έχει να κάνει με κάτι παραπάνω από κομψές φωτογραφίες. Η τεχνοτροπία της ηπείρου, που δεν ποικίλλει απλώς ανάμεσα στις χώρες αλλά και ανάμεσα σε διαφορετικές φυλές, παρουσιάζει τον κόσμο της μόδας με αντικείμενα που έχουν αγγίξει ανθρώπινα χέρια - από τα μεγαλύτερα είδη πολυτέλειας του 21ου αιώνα.
Τα υφάσματα είναι μια άλλη σημαντική πηγή, ακόμη κι αν η παραγωγή μετατίθεται προς την Κίνα. Και οι εβδομάδες μόδας στην ήπειρο ρίχνουν τους προβολείς στο αφρικάνικο στυλ, τοπικά και παγκόσμια.
Ο ενθουσιασμός ανάμεσα στις πιο νέες γενιές για να χτίσουν καριέρα στην Αφρική, αντί να μεταναστεύσουν, έχει δημιουργήσει αισιοδοξία ανάμεσα σε εκείνους που ασχολούνται με το Fashion4Development. Την περασμένη δεκαετία, η αφρικανική οικονομία αναπτύχθηκε εντυπωσιακά, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα.
Εκτός από την ενίσχυση των επενδύσεων στο δημιουργικό κομμάτι της Αφρικής, η κ. Σοτσάνι εύχεται ότι η γιορτή στη Vogue Italia, θα βοηθήσει να αλλάξουν ορισμένες αντιλήψεις. «Ολόκληρο το τεύχος είναι γεμάτο με πορτρέτα από τοπικές προσωπικότητες - όχι απλώς προέδρους, πρώτες κυρίες και βασίλισσες, αλλά επίσης καλλιτέχνες, τραγουδιστές, ηθοποιούς, στυλίστες, συγγραφείς, μοντέλα», είπε. «Ολοι έχουν παρουσιαστεί με θετικό πνεύμα. Συμφώνησαν να εμφανιστούν στο τεύχος γιατί το να παρουσιάζεις μια θετική εικόνα της ηπείρου σημαίνει ότι στρέφεις την προσοχή σε μια αποκλεισμένη περιοχή».

11/7/12

Ιδρύματα - «παράθυρο» στην κρίση

ΤΑ ΝΕΑ  10.07.2012
Της Έφης Φαλίδας

Ο πολιτισμός είναι σύμμαχος της φιλανθρωπίας για την αντιμετώπιση της κοινωνικο-οικονομικής συγκυρίας. Αυτό είναι το συμπέρασμα του συνεδρίου για τον ρόλο των κοινωφελών ιδρυμάτων που διοργάνωσε το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος στην Αθήνα
«Στη σύγχρονη εποχή δεν ξέρουμε πώς να δημιουργήσουμε πλούτο στην Ευρώπη». «Η Ευρώπη των παλιών θεσμών υποφέρει από τις πελατειακές σχέσεις των πολιτικών της». «Σήμερα υπάρχουν μεγάλα ποσοστά ανισότητας ανάμεσα σε φτωχούς και πλουσίους...».
Είναι μερικές από τις διαπιστώσεις και τις εκτιμήσεις που αντάλλαξαν μεταξύ τους οι εκπρόσωποι των μεγάλων κοινωφελών ιδρυμάτων της Ευρώπης και της Αμερικής που συμμετείχαν στο συνέδριο που διοργάνωσε το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος στην Αθήνα με θέμα τον ρόλο των ιδρυμάτων στην εποχή της κρίσης και τη φιλανθρωπική τους δράση.
Η Ελλάδα μαζί με την Ισπανία βιώνουν ήδη τα πρώτα αποτελέσματα αυτής της κοινωνικής και οικονομικής συγκυρίας είπαν οι σύνεδροι. Υπάρχουν όμως προγράμματα και δράσεις τα οποία χρηματοδοτούν οι διεθνείς κοινωφελείς οργανισμοί προσπαθώντας να διατηρήσουν την αισιοδοξία.
Πρόκειται για προγράμματα πολιτισμού, έμφασης στην εκπαίδευση μέσω της τέχνης και κοινωνικές δράσεις στέγασης, πρόνοιας, οικογενειακής βοήθειας για την ανακούφιση των ασθενών ομάδων.
Στα δύσκολα ο πολιτισμός γίνεται βοηθός είπε ο Εμίλιο Ρούι Βιλάρ από το Ιδρυμα Καλούστ Γκουλμπένκιαν της Πορτογαλίας, ο οποίος αναφέρθηκε στην πολιτική του ιδρύματος να βοηθά τις ασθενέστερες οικονομικά ομάδες με εκπαιδευτικά προγράμματα. Η Ορχήστρα Γκουλμπένκιαν, που φέτος γιορτάζει τα πενήντα της χρόνια, ξεκίνησε από σχήμα μουσικής δωματίου με δώδεκα μουσικούς, οι οποίοι εκπαιδεύτηκαν με την υποστήριξη του ιδρύματος μέσα από ένα πρόγραμμα που ξεκίνησε σε φτωχές περιοχές της Πορτογαλίας και της Βενεζουέλας. Στη συνέχεια οι μουσικοί αυτοί έγιναν τα μέλη της μεγάλης Ορχήστρας του Ιδρύματος Καλούστ Γκουλμπένκιαν.
Το εορταστικό φετινό πρόγραμμα της Ορχήστρας περιλαμβάνει συναυλίες και συνεργασίες με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου και την Ορχήστρα Κοντσέρτγκεμπάου, με καλεσμένους μεγάλους μαέστρους για κύκλους παραγωγών όπερας και συναυλιακών εκδηλώσεων. Αλλά και στην Αγγλία, στην πόλη του Μάνστεστερ το Ιδρυμα Καλούστ Γκουλμπένκιαν χρηματοδοτεί την πρωτοβουλία ενός φεστιβάλ νέων καλλιτεχνών από 15 έως 25 ετών.
Σε αυτό, μέσα από την ποίηση και τη μουσική τους μια τετραμελής ομάδα Σομαλών που ζουν στο Κάρντιφ θα προσπαθήσει με το έργο της να αντιστρέψει τη σύγχρονη αρνητική εικόνα της χώρας τους.
Με τη μουσική επίσης ανταπαντά στην ισπανική κρίση το Ιδρυμα Μποτίν στην περιοχή της Καντάμπρια. Το πιο σημαντικό κοινωφελές ίδρυμα της Ισπανίας ανάμεσα στον καλλιτεχνικό του προγραμματισμό διοργανώνει και τον κύκλο των διαπολιτισμικών τραγουδιών «Nansa Intercultural»: με έξι συναυλίες που αναφέρονται στη μουσική η οποία αναπτύχθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού στις παρυφές των μεγάλων αστικών κέντρων με την άφιξη σε αυτά του πρώτου μεταναστευτικού κύματος. Οι συναυλίες έχουν θεματική τα τραγούδια του αργεντίνικου τάνγκο, των πορτογαλικών φάδος, των ισπανικών κόπλα, του ραγκτάιμ στην περιοχή του Μισισιπή. Αλλά και του (ελληνικού) ρεμπέτικου, με το ελληνικό σχήμα Αιολική Ρεμπέτικη Ορχήστρα - με μουσικούς από την δραστήρια Εστουδιαντίνα Νέας Ιωνίας - που θα ερμηνεύσει σμυρναίικα και ρεμπέτικα.

Η επιστήμη θέλει το... κραγιόν της

ΤΑ ΝΕΑ  10.07.2012
Της Εύης Σαλτου

Τρεις καλλίγραμμες κοπέλες σταματούν μπροστά από έναν άνδρα επιστήμονα. Τα φαινόμενα απατούν, αφού οι νεαρές, έχοντας μακιγιαριστεί και φορώντας ψηλοτάκουνα παπούτσια και κοντά φορέματα, δεν είναι παρά συνάδελφοί του, οι οποίες σε ένα εργαστήριο με έντονα χρώματα και γεμάτο δοκιμαστικούς σωλήνες εξετάζουν τη δομή του ατόμου.
«Θέλεις να σώζεις ζωές; Θα σε ενδιέφερε να εξερευνήσεις περιοχές του Διαστήματος; Μήπως είσαι παθιασμένη με το περιβάλλον; Κάνε κάτι γι' αυτό. Η επόμενη μεγάλη επιστημονική ανακάλυψη μπορεί να είναι η δική σου. Η επιστήμη χρειάζεται τις ιδέες σου, την έμπνευση και το πάθος σου - η επιστήμη χρειάζεται εσένα!». Με αυτόν τον τρόπο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία πριν από λίγες ημέρες λάνσαρε το συγκεκριμένο βίντεο, προσπαθεί να κάνει τις νέες γυναίκες να... αγαπήσουν την επιστήμη. Αλλωστε, το σύνθημά τους δεν είναι άλλο από το «Η επιστήμη είναι γυναικεία υπόθεση» («Science: it's a girl thing»), και μάλιστα στο λογότυπο υπάρχει κι ένα γυναικείο κραγιόν.
Και μπορεί η πρόθεση της ΕΕ να ήταν να ξεπεραστούν, όπως τόνισε στον λόγο της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις Βρυξέλλες η επίτροπος για Ερευνα, Καινοτομία και Επιστήμη, Μόιρα Γκέγκεν-Κουίν, στερεότυπα του παρελθόντος «και να δείξει στις γυναίκες, στα νέα κορίτσια, ακόμη και στα αγόρια πως στην επιστήμη δεν υπάρχουν μόνο άνδρες μεγάλης ηλικίας με λευκές ποδιές», ωστόσο ήδη αρκετές είναι οι αντιδράσεις κυρίως από την επιστημονική κοινότητα. «Τα βασικά συστατικά για μια επιτυχημένη καριέρα στην επιστήμη είναι η περιέργεια και ο ενθουσιασμός και όχι ένα κραγιόν ή το... φανταχτερό dress code στα εργαστήρια», υποστηρίζουν κυρίως γυναίκες επιστήμονες και καθηγήτριες πανεπιστημίων του εξωτερικού.
«Δεν είναι κακή η καμπάνια, απλά ατυχής. Θα μπορούσε να επικοινωνήσει με διαφορετικό τρόπο αυτό που θέλει να περάσει. Το σημαντικό, πάντως, είναι πως απευθύνεται σε μικρές ηλικίες, σε κορίτσια που στα 18 τους θα κληθούν να επιλέξουν σπουδές, επαγγελματική πορεία. Αυτό, λοιπόν, που ουσιαστικά η ευρωπαϊκή καμπάνια θέλει να τονίσει στις κοπέλες αυτές είναι ότι εάν επιλέξουν την επιστήμη, δεν θα χρειαστεί να απαρνηθούν ούτε το... κραγιόν τους. Αλλωστε, μην ξεχνάμε πως τα γυναικεία αξεσουάρ, όπως τα αρώματα και τα καλλυντικά, είναι προϊόντα της επιστήμης», εξηγεί η πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνίδων Επιστημόνων, Εύη Μπάτρα.
Είναι ενδεικτικό πως μόλις το 32% των ερευνητών στην Ευρώπη είναι γένους θηλυκού, ενώ 4 στους 10 πτυχιούχους σε επιστημονικούς τομείς φορούν... τακούνια.
Σύμφωνα με ευρωπαϊκές μελέτες, μπορεί να είναι περισσότερες οι γυναίκες από τους άνδρες που παίρνουν στα χέρια τους το πρώτο πτυχίο, ωστόσο λίγες είναι αυτές που συνεχίζουν. «Σε επίπεδο μάστερ, διδακτορικού ή αποκλειστικής καριέρας στην επιστήμη είναι σαφώς λιγότερες οι γυναίκες που συνεχίζουν», συμπληρώνει η κ. Μπάτρα.
Στις θετικές επιστήμες (φυσική, μαθηματικά, νέες τεχνολογίες), σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, ο αριθμός των ανδρών είναι κατά 50% μεγαλύτερος από αυτόν των γυναικών.
Αντίθετα, στις ανθρωπιστικές επιστήμες, ο αριθμός των γυναικών είναι κατά 54% μεγαλύτερος από αυτόν των ανδρών. Είναι ενδεικτικό πως το 2004, στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, πάνω από 68% των ευρωπαίων δασκάλων - εκπαιδευτικών ήταν γυναίκες. Από την άλλη, όμως, στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, οι καθηγήτριες ήταν λιγότερες από το 40% των πανεπιστημιακών καθηγητών.

Βραβεία Νομπέλ. Από το 1901 έως και το 2011, από τα 549 βραβεία Νομπέλ, μόλις 40 δόθηκαν σε γυναίκες, 16 από τα οποία αφορούσαν τον τομέα των θετικών επιστημών (ιατρική, φυσική, χημεία).

 

Πιτερ Χιγκς: Καλόγηρος στο μοναστήρι της επιστήμης

ΤΑ ΝΕΑ  07.07.2012
Της Νατάσας Μπαστέα

Τον Μάρτιο του 1966, ο Πίτερ Χιγκς οδηγούσε σε έναν δρόμο της ανατολικής ακτής των ΗΠΑ με τη σύζυγό του Τζόντι και τον μόλις έξι μηνών γιο τους Κρίστοφερ. Ξαφνικά αισθάνθηκε την καρδιά του να χτυπά δυνατά και να χάνει την ανάσα του. Τι προκάλεσε αυτή την κρίση πανικού; Για τους περισσότερους 34χρονους όπως ο Χιγκς εκείνη την εποχή, το κλειδί για την ευτυχία βρισκόταν ακριβώς δίπλα του: διέσχιζε την Αμερική με αυτοκίνητο, είχε ένα μωρό και μια γυναίκα που τον αγαπούσε. Ομως εκείνος δεν ήταν όπως οι περισσότεροι - θα γινόταν ο επιστήμονας που θα έδινε το όνομά του στο μποζόνιο Χιγκς. Και ο φόβος του μέσα στο αυτοκίνητο εκείνη την άνοιξη ήταν ότι το έργο της ζωής του θα αποδεικνυόταν ένα τίποτα, καθώς λίγες ημέρες πριν ο διάσημος επιστήμονας Βέρνερ Χάιζενμπεργκ που διατύπωσε την Αρχή της Αβεβαιότητας είχε αποκαλέσει την ιδέα του «σκουπίδια».
Μισόν αιώνα αργότερα, την περασμένη Τετάρτη, ο 83χρονος Χιγκς, καθόταν στην πρώτη σειρά του αμφιθεάτρου στο CERN και προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Ενας άνθρωπος που δούλεψε σκληρά γι' αυτή τη στιγμή, ένας άνδρας που έκανε μια επιλογή. Οπως λέει ο ίδιος, «έβαλα την επιστημονική μου καριέρα πάνω από την οικογένειά μου», έβαλε το μποζόνιο πάνω από τη σύζυγό του, η οποία μην αντέχοντας τις ατελείωτες ώρες δουλειά του τού ζήτησε διαζύγιο στις αρχές της δεκαετίας του '70.
Η απλή ιδέα στην οποία στηρίχθηκε η επιστημονική του εργασία ήταν ότι τα σωματίδια αποκτούν μάζα καθώς κινούνται με επιβράδυνση μέσα σε ένα πεδίο. Μεταφορικά αυτό ισχύει για τις ζωές όλων μας, κατά κάποιο τρόπο, καθώς βαραίνουμε από σχέσεις και εμπειρίες. Μάλλον δεν ισχύει για τον Χιγκς - όσο μεγάλωνε τόσο πιο ελαφρύς και μοναχικός γινόταν. Η ιστορία της ζωής του είναι γεμάτη συμπτώσεις και τύχη - κυρίως για το ότι το δικό του όνομα τοποθετήθηκε δίπλα στο σωματίδιο και όχι κάποιου από τους άλλους πέντε επιστήμονες που κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα περίπου την ίδια εποχή.
Ως φοιτητής στο King's College του Λονδίνου ο Χιγκς έκανε μια ομιλία τον Μάιο του 1950 θέτοντας το ερώτημα: «Πόσο σίγουροι μπορεί να είναι οι επιστήμονες ότι οι παρατηρήσεις τους είναι πραγματικές;», ειρωνικό εάν σκεφτεί κανείς ότι ελάχιστοι 21χρονοι θα έβλεπαν αργότερα να φτιάχνεται ένας Επιταχυντής Αδρονίων κόστους 3,5 δισ. ευρώ ώστε να διερευνηθούν οι παρατηρήσεις του.
Η μοναχικότητα χαρακτήριζε τη ζωή του Πίτερ Χιγκς. Ακόμα και στα 20 του, όταν διάλεξε έναν τομέα της φυσικής που οι συνομήλικοι του εγκατέλειπαν επειδή θεωρούσαν ότι δεν οδηγούσε πουθενά, πήγε κόντρα στο ρεύμα. Ως παιδί με άσθμα και συχνές κρίσεις είχε περάσει πολύ χρόνο στο σπίτι όπου του έκανε μαθήματα η μητέρα του. Ενας από τους παλαιότερους φίλους του, ο Μάικλ Φίσερ, καθηγητής σήμερα στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ, θυμάται πως προσπαθούσε διαρκώς και ανεπιτυχώς να του κάνει προξενιό με φίλες του. Γι' αυτό και ξεπλάγη όταν, εγκατεστημένος πια στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, έγινε ζευγάρι με την αμερικανίδα καθηγήτρια Γλωσσολογίας Τζόντι Ουίλιαμσον.
Σήμερα ο Πίτερ Χιγκς ζει μόνος, δεν έχει τηλεόραση, δεν χρησιμοποιεί κομπιούτερ και σπανίως απαντά στo τηλέφωνo. Το διαμέρισμά του στο Εδιμβούργο, όπως λέει γελώντας, «είναι μια φούσκα στο συνεχές του χρόνου».