9/11/11

Αυγή 06/11/2011

Γιούργκεν Χάμπερμας: «Το κυνικό νόημα του ελληνικού δράματος: Λιγότερη δημοκρατία είναι καλύτερη για τις αγορές»

Η πρωτοβουλία του Γιώργου Παπανδρέου να αναγγείλει ως πρωθυπουργός της χώρας δημοψήφισμα για την αποδοχή ή μη της νέας δανειακής σύμβασης, μόλις είχε συναποφασίσει για την κατάρτισή της στη σύνοδο κορυφής της Ευρωζώνης, προκάλεσε τις γνωστές αντιδράσεις που τον ανάγκασαν μέσα σε τρεις μέρες να το αποσύρει. Δεν πρέπει να είχε σταθμίσει σωστά ούτε τον κλονισμό που θα επέφερε στις αγορές σε παγκόσμια κλίμακα πλήττοντας και άλλες ευάλωτες οικονομίες - ας σημειώσουμε εδώ μόνο το παράπονο του εκπροσώπου της κυβέρνησης Θαπατέρο: «κακά νέα για την Ισπανία, κακά νέα για την Ευρώπη», είπε βλέποντας τα spreads να εκτοξεύονται. Αλλά ούτε τη σκλήρυνση των Ευρωπαίων ηγετών απέναντι στη χώρα μας, οι οποίοι, εγκαταλείποντας κάθε ρητορική αλληλεγγύης, πέρασαν στον ανοικτό εκβιασμό, μαζί και με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, για την έκτη δόση, μας διατυπώνουν πια τελεσίγραφο να υλοποιήσουμε τη συμφωνία ως έχει, αμέσως. Ούτε, τέλος, την έκταση της δυσφορίας και της ανησυχίας μέσα στην Ελλάδα, στο ίδιο του το κόμμα.

Αλλά όσο κι αν ατύχησε, η πρωτοβουλία Παπανδρέου πυροδότησε μια διεθνή συζήτηση για την υπόσταση της δημοκρατίας στον κόσμο που κυβερνούν οι αγορές. Βρήκε υποστηρικτές, όχι μόνο μεταξύ φίλων και ομοϊδεατών του, όπως, για παράδειγμα, ο Ρόμπερτ Ράιχ, ο προοδευτικός υπουργός Εργασίας της πρώτης κυβέρνησης Κλίντον, καθηγητής στο Μπέρκλεϊ σήμερα, που θα ήθελε να είχε μιμητές στις ΗΠΑ. Ή ο Άντονι Μπαρνέτ της ιστοσελίδας openDemocracy, ο οποίος την εισέπραξε σαν «ανάσα δημοκρατίας στην κρίση του ευρωπαϊκού νομίσματος και απόπειρα ειλικρίνειας».

Απέχοντας από αξιολογικές κρίσεις ο διευθυντής του Brugel Ζαν Πιζανί-Φερύ, κατά κανόνα αυστηρός απέναντι στη χώρα μας, αναγνώρισε ότι το δημοψήφισμα ήταν εισβολή της πολιτικής σε μια διαδικασία τεχνοκρατική. «Ήταν αναπόφευκτο», είπε σε συνέντευξή του στη Le Monde, «κάποια στιγμή η πολιτική να εκδικηθεί».

Μέσα στην επικρατούσα κατακραυγή, εγκωμιάστηκε ωστόσο από σοβαρούς σχολιαστές σε ένα ευρύ φάσμα του Τύπου. Έτσι ο Φρανκ Σιρμάχερ, εκδότης της Frankfurter Allgemeine Zeitung, μιας μεγάλης φιλελεύθερης, κεντροδεξιάς εφημερίδας, που μάχεται κατά της μετατροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε «Ένωση Μεταβιβάσεων Πόρων» (όπου οι πλούσιοι πειθαρχημένοι Γερμανοί θα πλήρωναν για τα χρέη άλλων), επεσήμαινε την 1η Νοεμβρίου: «Ο υποτιθέμενος ορθολογισμός χρηματοοικονομικών διαδικασιών βοήθησε να αναδειχτεί το αταβιστικό υποσυνείδητο. Το να μπορεί κανείς να βρίζει χώρες ολόκληρες τεμπέληδες και απατεώνες, έμοιαζε να είχε ξεπεραστεί οριστικά με το τέλος της εποχής του εθνικισμού. Τώρα η συμπεριφορά αυτή είναι πάλι εδώ, με μιαν υποτιθέμενη 'λογική' στο πλευρό της. Η διαστρέβλωση του κοινοβουλευτισμού από την εξαναγκασμένη συμμόρφωση στις αγορές δεν νομιμοποιεί μόνο τον λαό ως 'έκτακτο νομοθέτη', στην περίπτωση της Ελλάδας επιβάλλει αυτήν την έκφραση βούλησης». Και προσέθετε: «Ο Παπανδρέου δεν πράττει ορθά μόνο αναθέτοντας το καθήκον στον λαό. Δείχνει επίσης ένα δρόμο στην Ευρώπη. Γιατί στη νέα αυτή κατάσταση η Ευρώπη θα έπρεπε να κάνει τα πάντα για να πείσει τους Έλληνες γιατί ο δρόμος που υποδεικνύει είναι ο σωστός. Και θα έπρεπε τότε να πείσει και τον εαυτό της».

Πολύ πιο πέρα προχωράει όμως ο κορυφαίος φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας, απαντώντας στον Σιρμάχερ χθες με τίτλο «Σώστε την αξιοπρέπεια της Δημοκρατίας». Σαρκάζοντας τις «ανεγκέφαλες αντιδράσεις των πολιτικών μας ελίτ στην πρόθεση του Παπανδρέου να βάλει τον ελληνικό λαό μπροστά στην απελπιστική επιλογή μεταξύ πανώλης και χολέρας», γράφει: «Οι κύριοι παίκτες στη σκηνή της κρίσης της Ε.Ε. και του ευρώ, που από το 2008 σπαρταρούν πιασμένοι στις πετονιές της χρηματοοικονομικής βιομηχανίας, φουσκώνουν αγανακτισμένοι ενάντια σε έναν συμπαίκτη ο οποίος τολμά να αερίσει το πέπλο πάνω από τους τάχα μυώδεις αγώνες τους». Αυτός στο μεταξύ κάμφθηκε, αλλά ο Χάμπερμας μας καλεί να διδαχθούμε από το έργο. "Ενόψει της επικείμενης κατάρρευσης της κυβέρνησης Παπανδρέου" το ευρώ ανέβηκε, μετέδιδε το Reuter's, οι δείκτες των μετοχών στα ευρωπαϊκά Χρηματιστήρια επίσης. Αποκαλύφθηκε έτσι «το κυνικό νόημα αυτού του ελληνικού δράματος - λιγότερη δημοκρατία είναι καλύτερη για τις αγορές.»

Και εξηγεί: «Σε φιλελεύθερα συγκροτημένα κράτη που φορολογούν πάντοτε υπήρχε μια σχέση έντασης μεταξύ δημοκρατίας και καπιταλισμού. Δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις μπορούν να κερδίσουν και να διατηρήσουν νομιμοποίηση μόνον εφόσον ανιχνεύουν ευφυώς τους δρόμους όπου οι επιταγές των δύο πλευρών μπορούν κάπως να έρθουν σε ισορροπία - οι προσδοκίες κέρδους των επενδυτών και οι προσδοκίες των ψηφοφόρων που θέλουν το βιοτικό τους επίπεδο, η κατανομή του εισοδήματος και η κοινωνική ασφάλεια να εξελίσσονται κάπως καλά. Αλλά το χαρακτηριστικό των εποχών κρίσεων είναι ότι τέτοιοι δρόμοι κλείνουν. Και τότε οι πολιτικοί πρέπει να δηλώσουν το χρώμα τους. [...] Πολιτικοί που φορτώνουν την τραπεζική κρίση στα υπερχρεωμένα κράτη και επιβάλλουν σε όλη την Ευρώπη προγράμματα λιτότητας αδιαφορώντας για τις απώλειες βλέπουν μόνο τη μία πλευρά. [...] Το νόμιμο αίτημα στις ευρωπαϊκές κοινωνίες της ευημερίας να μην υπάρχει δίπλα στον ιδιωτικό πλούτο δημόσια φτώχεια και περιθωριοποιημένος φτωχός πληθυσμός δεν απαξιώνεται επειδή το πλεόνασμα ρευστού κεφαλαίου αναζητεί ευκαιρίες τοποθέτησης και κάποτε τα κέρδη πρέπει να 'απορροφηθούν' εις βάρος των πολιτών».

«Ο Παπανδρέου κατάφερε για μια στιγμή τρόμου να επαναφέρει την κεντρική σύγκρουση, μετατοπισμένη σήμερα σε απροσπέλαστες διαπραγματεύσεις μεταξύ ευρω-κρατών και τραπεζιτών, στο φως εκείνου του στίβου όπου οι θιγόμενοι μπορούν να γίνουν συμμετέχοντες. Ακριβώς όταν η επιλογή υφίσταται μόνο μεταξύ πανώλης και χολέρας, δεν πρέπει η απόφαση να λαμβάνεται πάνω από τα κεφάλια ενός δημοκρατικού πληθυσμού. Δεν είναι μόνο ζήτημα δημοκρατίας, εδώ διακυβεύεται η αξιοπρέπεια. [...] Δεν θα έπρεπε ο πληθυσμός της Ελλάδας να ψηφίσει έστω εκ των υστέρων για μιαν απώλεια κυριαρχίας που, όπως και στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία, είχε επισυμβεί ήδη προ πολλού με τις επιταγές της τρόικας Ε.Ε., ΔΝΤ και ΕΚΤ;»

Θεωρώντας ωστόσο ότι οι αλλεπάλληλες διασώσεις χρεωμένων χωρών απλώς αναβάλλουν το πρόβλημα, ο Χάμπερμας επανέρχεται στο αίτημα ενός Συντάγματος για την Ευρώπη. «Η ελληνική καταστροφή είναι μια σαφής προειδοποίηση ενάντια στο μετα-δημοκρατικό δρόμο που άνοιξαν η Μέρκελ και ο Σαρκοζί», λέει. «Η συγκέντρωση της ισχύος σε ένα διακυβερνητικό συμβούλιο των πρωθυπουργών, που επιβάλλουν τις συμφωνίες τους στα εθνικά κοινοβούλια, είναι ο λάθος δρόμος. Μια δημοκρατική Ευρώπη, που δεν χρειάζεται να πάρει τη μορφή ομοσπονδιακού κράτους, πρέπει να έχει άλλη όψη».

Εδώ περιγράφει τους πολιτικούς που θα απαιτούσε μια πρωτοβουλία σε τέτοια κατεύθυνση, μακριά από τη ρουτίνα του οπορτουνισμού της ισχύος, που θα έπαιρναν ρίσκα και θα μιλούσαν στο πρώτο πρόσωπο για να πείθουν τους πολίτες, δεν θα κλείνονταν σε ένα αυτοαναφορικό σύστημα, καταλαβαίνοντας τους γύρω τους διοικητικά μόνο, ως δεξαμενή ψήφων. Διαφορετικά αυτό που θεωρείται αυτονόητο στη δημόσια σφαίρα μπορεί να το αλλάξει μόνο ένα κοινωνικό κίνημα. Όποιος παρακολουθήσει τον αμερικανικό Τύπο, θα εκπλαγεί με τις αντιδράσεις που έχει προκαλέσει το "Occupy Wall Street", καταλήγει ο Χάμπερμας.

Της Παπαδάκη Ε.

4/11/11

Ελευθεροτυπία 29.10.2011

"Όχι άλλο αυτομαστίγωμα"

Της Σταυρούλας Παπασπύρου

Τι κάνουν οι έχοντες τον τελευταίο καιρό; Η Ιωάννα Καρυστιάνη υποψιάζεται πως έχουν κι αυτοί τα προβλήματά τους. Αν μάλιστα κρατάνε από εκείνη τη γενιά που πέρασε τα φοιτητικά της χρόνια στα κουτουκάκια -«τότε που μάζευαν με την κόρα του ψωμιού το τζατζίκι και βουτούσαν παπάρες στη χωριάτικη», μια γενιά στην οποία περίσσευαν όσοι δήλωναν «ντούροι αριστεροί»- δεν αποκλείεται να σκέφτονται πως πήραν τη ζωή τους λάθος, όσο καλοκουρδισμένη, όσο γουστόζικα σκηνοθετημένη κι αν ήταν αυτή.
Ωστόσο, «ο χαβαλές του πλούτου είναι ένας δρόμος χωρίς επιστροφή, μόνο μια χρεοκοπία μπορεί να σώσει τους αφασικούς λεφτάδες» μονολογεί αυτομαστιγωνόμενη μια από τις ηρωίδες του νέου της βιβλίου, καθώς οργανώνει ένα «λιτό» χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν, στην 250 τετραγωνικών βίλα της, κάπου στις Κυκλάδες. Αλλο σοκ, όμως, επιφυλάσσεται από τη συγγραφέα σ' αυτήν την όψιμα ενοχική αστή...

Εναν χρόνο μετά τα σπαρακτικά «Σακιά», όπου μια μάνα προσπαθεί να καταλάβει πώς το μοναχοπαίδι της έγινε δολοφόνος, η Ιωάννα Καρυστιάνη επιστρέφει με το «Καιρός σκεπτικός»: μια συλλογή εννέα διηγημάτων που κυκλοφορούν αύριο από τον «Καστανιώτη», όλα τους με φόντο τα περσινά μουντά Χριστούγεννα, τα περισσότερα με ηλικιωμένους πρωταγωνιστές που ζουν εκτός των τειχών. Ανάμεσά τους, μια ακαταπόνητη παζαριώτισσα από την Ελασσόνα, φίρμα για την καπατσοσύνη και την μπέσα της, ένας κολλημένος με την μπάλα Τρικαλιώτης, με μοναδική συντροφιά του μια αφίσα του Μέσι, ένα ζευγάρι ομοφυλόφιλων οχυρωμένο επί δεκαετίες στην Κινέτα, μακριά απ' τα καχύποπτα βλέμματα, ένας συνταξιούχος φιλόλογος που γιατροπορεύει ως το τέλος το «θεριό», τον σχιζοφρενή γιο του, καθώς και λεβέντισσες γιαγιάδες από την Κρήτη, χήρες και με τα παιδιά τους ξενιτεμένα, που η έλλειψη σωματικής επαφής τούς ανακατεύει τα σωθικά.

«Με τα διηγήματα αυτά, σαν να ήθελα να χτυπήσω ξανά μερικές πόρτες» εξηγεί η Καρυστιάνη, καθώς μας υποδέχεται στα Μελίσσια, με το τζάκι αναμμένο -«εν αναμονή του πετρελαίου...»- παραμονές των μαζικών συλλαλητηρίων στο κέντρο της Αθήνας, λίγες ώρες πριν φύγει για το Μεσολόγγι κι από κει για την Πάτρα, τ' Ασπρα Σπίτια, το Λεβίδι, την Καλαμάτα, μιας κι ακόμα διοργανώνονται εκδηλώσεις για τα «Σακιά». «Πουθενά δεν ξέρουν για το καινούριο βιβλίο» λέει. «Το 'γραψα μέσα στον τελευταίο ενάμιση χρόνο, αποζητώντας να ξαναβρώ τους ήρωες της "Κυρίας Κατάκη", να δω πώς τα φέρνουν βόλτα αυτήν την κρίσιμη εποχή. Δεν πρόκειται βέβαια για μονολόγους, αλλά και πάλι είναι ιστορίες ταπεινών ανθρώπων τους οποίους επιμένω ν' αγαπώ μ' όλα τους τα καλά κι όλα τους τα στραβά. Κάποιες, όπως το "Μπάρδο", το "Θεριό" ή η "Κινέτα", θα μπορούσαν να γίνουν μυθιστορήματα, αλλά ούτε ο χρόνος με φτάνει ούτε οι αντοχές μου...»

- Εχετε πάθος με τους ηλικιωμένους, έτσι δεν είναι;

«Από μικρή, όχι τώρα που κοντεύω να φτάσω τα χρόνια τους! Πολλές φορές τους παίρνω από πίσω, κυριολεκτικά πάω γυρεύοντας να τους συναντήσω και να τους πιάσω την κουβέντα σε καφενεδάκια, σε πλατείες, σε νεκροταφεία, σε μαγαζιά. Οχι μόνο εδώ, στις γειτονιές, αλλά και στην επαρχία, όπου ταξιδεύω συχνά. Οταν χάσαμε την πεθερά μου και με λίγους μήνες διαφορά δυο ξαδέλφες της, αισθάνθηκα ότι η οικογένεια δεν πατούσε το ίδιο στέρεα πια. Είναι καλό να συνυπάρχουν όλες οι ηλικίες σε μια οικογένεια...»

- Ολο και συχνότερα ακούμε ανθρώπους να δηλώνουν ότι αν τα βρούνε σκούρα θα γυρίσουν στο χωριό. Τι βλέπετε να συμβαίνει τελευταία στην επαρχία;

«Για να είμαι ειλικρινής, πολλές φορές αναρωτιέμαι αν αγαπώ την Ελλάδα που υπάρχει μόνο στο μυαλό μου, αν δηλαδή παρακάμπτω κάποιες καταστάσεις σαπίλας, κι επιμένω όχι απλώς να βλέπω αλλά και να μεγεθύνω τα καλά. Κάνω αγώνα, γιατί ένα σωρό ντροπαλές κωμοπόλεις θυσίασαν τις ιδιαιτερότητές τους και τις μνήμες που φώλιαζαν στα κτίρια και τις ψυχές των ανθρώπων και μεγαλοπιάστηκαν. Οι αροκάριες που έστεκαν κάποτε σαν κορυφές τους, μοιάζουν τώρα με γλαστράκια περικυκλωμένα από τα εμπορικά κέντρα που ξεφυτρώνουν στις πλατείες και τα περίχωρα. Υπάρχει ωστόσο η ευλογημένη γη! Οι περισσότεροι έχουν ένα περιβολάκι. Κι απ' ό,τι διαπιστώνω, η έννοια της ανταλλαγής αναπτύσσεται όλο και πιο πολύ. Θα σου δώσω λάδι, θα μου δώσεις φρούτα, θα σου φτιάξω μαρμελάδα, θα μου δώσεις αβγά. Δεν είναι απλώς ένας τρόπος να κάνεις οικονομία, είναι και μια ευκαιρία γι' ανθρώπινη επαφή».

- Αυτό λαχταράνε κι οι ήρωές σας. Η μοναξιά τους είναι τρομακτική...

«Δεν καμουφλάρεται η μοναξιά. Είναι ένα αχανές τοπίο, το οποίο κάποιοι, δυστυχώς, δεν θ' αξιωθούν να διασχίσουν ποτέ. Η συνειδητή δρασκελιά σ' αυτό σε αναγκάζει να σκεφτείς, να δεις και τον εαυτό σου και τους άλλους ξανά. Καθένας μας οφείλει να περιφρουρήσει την αυτονομία της ατομικής του περισυλλογής. Ειδικά τώρα, που ζούμε σε συνθήκες απανωτών σοκ, που κλονίζονται συθέμελα βεβαιότητες, που το υπεσχημένο μέλλον αποδεικνύεται όνειρο απατηλό, δεν πρέπει να μείνουμε με ζαρωμένες καρδιές. Η αντοχή και η αντίσταση προϋποθέτουν το σθένος της καρδιάς και το σφρίγος της αλληλεγγύης. Αυτά πρέπει ν' αναζητήσουμε και μάλιστα επειγόντως».

- Εσείς που έχετε ζήσει ζόρικες εποχές, δικαιολογείτε όσους μιλάνε σήμερα για «πόλεμο», «χούντα», «κατοχή»; Μήπως υπερβάλλουν;

«Δεν ξέρω... Οσο ερειπωμένη κι αν ήταν μεταπολεμικά η Ελλάδα, οι άνθρωποι ήξεραν πως τα χειρότερα ήταν πίσω τους. Τώρα, όμως, νιώθουμε πως τ' ακόμη χειρότερα είναι μπροστά. Εκεί που νομίζαμε ότι αποχαιρετήσαμε οριστικά τη φτώχεια, να 'μαστε ξαφνικά αντιμέτωποι με τη βιαιότητα της ανεργίας, με τον φόβο ότι θα μεταναστεύσουν τα παιδιά μας, πατικωμένοι στα σπίτια μας μέσα σε στίβες χαρτιών, κάτω από τη δικτατορία των αριθμών, δακτυλοδεικτούμενοι ως πολίτες μιας "διεφθαρμένης" χώρας, όπως δηλώνει ανά την Ευρώπη ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Πόσοι τέλος πάντως καταχράστηκαν δημόσιο πλούτο; Εκατό χιλιάδες; Υπάρχουν δέκα εκατομμύρια που δεν το έκαναν. Πώς να κάνουμε κουράγιο δίχως περηφάνια και αξιοπρέπεια; Αυτό που συμβαίνει είναι απολύτως βάρβαρο και νοσηρό. Και, ενώ καλούμαστε να δούμε πού δεν ήμασταν εντάξει, πόσο μεγαλύτερη ήταν η δρασκελιά απ' τη σκιά μας, οι από πάνω -αναρωτιέμαι- τι κάνουν ακριβώς; Υπουργούς έχουμε ή οδηγούς βομβαρδιστικών;»

- Κι όμως ισχυρίζονται πως αγωνίζονται να μας σώσουν από τη χρεοκοπία.

«Αυτή η επιχειρηματολογία έχει καταντήσει ανέκδοτο. Συγνώμη που θα το πω, αλλά η σημερινή κυβέρνηση δεν έχει νομιμοποίηση. Εξαπατήθηκε ο κόσμος κι έδωσε την ψήφο του. Το ίδιο ισχύει και για όλη τη Βουλή όταν, προστατευμένη από σιδερένια πλέγματα κι από χιλιάδες ΜΑΤ, ψηφίζει αντισυνταγματικούς νόμους, περιστέλλοντας το κοινωνικό κράτος και τα εργασιακά δικαιώματα. Δημοκρατία δεν σημαίνει μια ψήφος κάθε τέσσερα χρόνια που καταντάει πρόσχημα για την υπεράσπιση των ισχυρών. Η δημοκρατία πρέπει απαραιτήτως να έχει οικονομική διάσταση για τους πολλούς».

- Παρένθεση: οι φήμες ότι σας είχε προταθεί από τον Καραμανλή η προεδρία της δημοκρατίας πόση βάση είχαν;

«Καμία. Εκείνη την περίοδο βρισκόμουν στην Κρήτη, πλάι στη μάνα μου, στο νοσοκομείο, και πρέπει να πρόσφερα το πλέον αλλόκοτο θέαμα σε αρρώστους και συγγενείς. Μ' άκουγαν -είχαν σπάσει τα τηλέφωνα- να διαψεύδω τα πάντα σε Χατζηνικολάου και κομπανία, και θα νόμιζαν πως είχαν μπροστά τους μια ψυχασθενή! Παραμονές των τελευταίων εκλογών, εν τούτοις, μου προτάθηκε μια θέση στο ψηφοδέλτιο επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, και μάλιστα ψηλά... "Είμαι της αριστεράς. Τελεία" απάντησα. Τι να 'λεγα; Κατά βάθος πιστεύω πως άλλη ήταν η φιλοδοξία του Παπανδρέου -να γίνει γενικός γραμματέας του ΟΗΕ. Γι' αυτό κι έκανε τόσα χατίρια, γι' αυτό δρομολόγησε την ιστορία του ΔΝΤ, γι' αυτό αποφάσισε να πει σε όλα "ναι"».

- Επρεπε, λέτε, να κάνει πίσω;

«Φυσικά. Το ίδιο και τα μέλη της κυβέρνησής του. Εμείς οι καλλιτέχνες, όταν δεν πάει καλά το βιβλίο, το cd, η ταινία μας, σπάμε το κεφάλι μας να βρούμε πού αστοχήσαμε, κάνουμε καιρό για να συνέλθουμε, πληρώνουμε αδρά το τίμημα της αποτυχίας. Αντίθετα, οι πολιτικοί, ατιμώρητοι χάρη σε νόμους που οι ίδιοι ψηφίσανε, ούτε που χασομερούν από ενοχές. Συνεχίζουν το έργο τους ακάθεκτοι, ενώ έπρεπε κάποιοι να έχουν ήδη αποσυρθεί. Κι ο Σαμαράς να 'ρθει, πόσο διαφορετικά θα 'ναι τα πράγματα; Αν όμως πέσει αυτή η κυβέρνηση και γλυκαθεί ο κόσμος από την ανατροπή της, ο επόμενος πρωθυπουργός, που θα κάνει τα ίδια, ούτε τρεις μήνες δεν θ' αντέξει».

- Σε πείσμα του κλισέ που σας θέλει σιωπηλούς, όλο και περισσότεροι συγγραφείς και καλλιτέχνες παρεμβαίνετε στον δημόσιο βίο. Πώς σας φάνηκε η πρωτοβουλία των 32 διανοουμένων να ζητήσουν μεγαλύτερη τόλμη από την κυβέρνηση ως προς τις διαρθρωτικές αλλαγές;

«Σαν ένας βραχίονας στο πολιτικό σύστημα. Ετσι μου φάνηκε. Σέβομαι κάθε άποψη, αλλά στο κείμενό τους δεν υπήρχε ούτε μία παράγραφος για τον κόσμο που δοκιμάζεται. Θέλω να ελπίζω ότι μερικοί θα το ξανασκεφτούν· δεν θεωρώ όλες τις υπογραφές τελεσίδικες. Ομως κι εμείς που κατεβαίνουμε στους δρόμους βλέπουμε τις ταμπέλες να καραδοκούν. Πότε "εθνικιστές" μας λένε, πότε "γκρινιάρηδες" κι "οπισθοδρομικούς". Οσο για το κλισέ, ας το διευκρινίσουμε: οι θιασώτες του έχουν μαύρα μεσάνυχτα από πολιτισμό. Ζητήματα όπως η έκπτωση των αξιών, η ευτέλεια του πελατειακού πολιτικού συστήματος, η στάση μας απέναντι στους μετανάστες, χρόνια τώρα, έχουν τεθεί ξεκάθαρα από τους έλληνες δημιουργούς».

- Υπάρχουν συγγραφείς που ανυπομονείτε να διαβάσετε το επόμενο βιβλίο τους;

«Αν υπάρχουν λέει; Η Δούκα, ο Κουμανταρέας, ο Νόλλας, η Ζατέλη, ο Δημητρίου... Από τους νεότερους, ο Μακριδάκης κι ο Χρήστος Οικονόμου. Κι από ξένους, πρόσφατα ανακάλυψα την Αννι Πρου και τον Σεμπάστιαν Μπάρι, κι έχω εντυπωσιαστεί. Επιστρέφω όμως συχνά και στους ποιητές μας, όπως και στους κλασικούς -στον Παπαδιαμάντη, τον Ντοστογέφσκι, τον Τσέχοφ. Γράφοντας και διαβάζοντας, άλλωστε, έμαθα σιγά σιγά ν' αναζητώ την έσω-φωνή, αυτή με την οποία ψελλίζει κανείς στον εαυτό του τους πιο μύχιους φόβους, τις πιο τρελές ελπίδες του, τις πιο βαριές ενοχές. Γι' αυτό και στα διηγήματα της συλλογής, πέρα από την οικονομική συγκυρία, ήθελα να υπάρχει κι ο απεγνωσμένος έρωτας ενός νεαρού, η τακτοποίηση μιας εκκρεμότητας τριάντα χρόνων, ο θρήνος ενός πατέρα για τον γιο του, καταστάσεις ανθρώπινες και διαχρονικές».

- Πόσο αποτελεσματικές μπορεί να είναι στις μέρες μας αυτές οι εσωτερικές φωνές;

«Εξαρτάται. Σήμερα δείχνουν να σκεπάζονται από στεντόρειες κραυγές διαμαρτυρίας. Δεν έπρεπε, όμως, να μείνουμε με την ελπίδα της επιστροφής στην προηγούμενη κατάσταση. Μας περνάει άραγε απ' το μυαλό ότι είμαστε ικανοί για το καλύτερο; Θα επιδιώξουμε να το δοκιμάσουμε; Θα στραφούμε σε πιο ουσιαστικές απαιτήσεις και από τους εαυτούς μας και από το πολιτικό σύστημα; Αυτό εύχομαι. Και, επιτέλους, όχι άλλο αυτομαστίγωμα! Θα 'θελα ν' ακούσω για την Ελλάδα και δυο λόγια θετικά».

Η Καθημερινή 29.10.2011

Taste the waste

Της Μαρίας Κατσουνάκη

Τα στοιχεία αφοπλίζουν: κάθε χρόνο πετάγονται από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης 90 εκατ. τόνοι φαγητού, από τα οποία 3 εκατ. τόνοι είναι ψωμί. Κάθε χρόνο, τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά πετούν φαγητό αξίας 100 δισ. ευρώ. Η Ευρώπη θα μπορούσε να καλύψει από το περίσσευμά της όλους τους πεινασμένους του κόσμου… Το γερμανικό ντοκιμαντέρ με τον εύγλωττο τίτλο «Taste the waste» του Valentin Thurn (προβάλλεται την ερχόμενη Τετάρτη, στις 7 μ.μ., στο Γαλλικό Ινστιτούτο) συνέβαλε –διαβάζουμε– ώστε πολλοί καταναλωτές να αλλάξουν συνήθειες. Και έτσι να μην είναι, και ένας μόνο θεατής να επηρεάστηκε, πάλι κέρδος είναι.

Οι εικόνες του, αποτέλεσμα επίπονης έρευνας σε διαφορετικές χώρες, αφήνουν εφιαλτικά αναπάντητο το ερώτημα: πόσα τρόφιμα πετάμε καθημερινά στα σκουπίδια και πώς μπορούμε να σταματήσουμε αυτήν τη σπατάλη; «Στη διαδρομή από το χωράφι μέχρι το τραπέζι μας, πάνω από τη μισή ποσότητα των τροφίμων καταλήγει στη χωματερή. Λαχανικά, φρούτα, σιτηρά, κρέας, γαλακτοκομικά, ψάρια, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους πετιούνται πριν καν φτάσουν στο πιάτο μας». Από τα σκουπίδια των σούπερ μάρκετ ανασύρονται πλήρη… γεύματα, συσκευασμένα, καλοδιατηρημένα, τα οποία αποσύρονται στο τέλος κάθε μέρας από τα ράφια, για να αντικατασταθούν την επομένη με φρεσκότερα. Κάποιος, που κατοικεί σε τροχόσπιτο, μαγειρεύει γευστικότατα μύδια αχνιστά που ανέσυρε από κάδο, ένα νεαρό ζευγάρι γεμίζει καθημερινά το δίχτυ για ψώνια με λαχταριστά φρούτα και λαχανικά. Ο πληθυσμός που θρέφεται από τα περισσεύματα της ημέρας δεν είναι ούτε μόνο φτωχοί ούτε μόνο υποσιτισμένοι. Ορισμένοι επιλέγουν αυτήν τη διαδικασία από άποψη: η υπερκατανάλωση καταστρέφει το περιβάλλον.

Σήμερα, που οι κοινωνίες της αφθονίας γεύονται τις συνέπειες της υπερδιογκωμένης απληστίας, το γερμανικό ντοκιμαντέρ μάς φέρνει αντιμέτωπους με το, κατ’ εξοχήν, καταστροφικό ψεύδος: την αλόγιστη δαπάνη.

Η Ελλάδα, που πληρώνει οδυνηρά το κόστος της υπερκαταναλωτικής φούσκας, έχει έναν επιπλέον λόγο για να συντονιστεί με τη λογική τού «taste the waste»: να ενισχύσει δραστηριότητες που θα συμβάλουν αποφασιστικά σε μια νέα αντίληψη ζωής. Στις γειτονιές της Αθήνας, η αλληλεγγύη κάνει ζωηρά την εμφάνισή της μέσα από διάφορες πρωτοβουλίες. Τα αντανακλαστικά των τοπικών κοινωνιών στην ελληνική επαρχία ενεργοποιούνται.

Αρχές της εβδομάδας δημοσιοποιήθηκε ένα περιστατικό σε δημοτικό σχολείο του Μεσολογγίου. Ο σύλλογος γονέων και κηδεμόνων μαζί με τους εκπαιδευτικούς ανέλαβε να στείλει τρόφιμα σε πενταμελή οικογένεια, που δεν μπορούσε να ανταποκριθεί, λόγω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων, με επάρκεια, στις ανάγκες σίτισης των παιδιών. Στην Αθήνα, ένας διαδικτυακός κόμβος (www.mporoume.gr) αναλαμβάνει –εθελοντικά– να αξιοποιήσει το περισσευούμενο (από μαγειρεία, φούρνους κ.ο.κ.) φαγητό. Οι άνθρωποι που εργάζονται γι’ αυτόν τον κοινωφελή σκοπό φέρνουν κοντά τους δύο πόλους: όσους έχουν παραπανίσιο φαγητό και όσους δεν έχουν καθόλου. Οι τελευταίοι όλο και πληθαίνουν. Η ιστοσελίδα μάς πληροφορεί ότι ένας στους έντεκα κατοίκους της Αττικής πηγαίνει σε συσσίτια. Η ζωή στην Αθήνα παρουσιάζει πλευρές και συμπεριφορές που δεν είχαμε συνηθίσει. Ανταλλαγές ρούχων, τροφίμων, ένα εμπόριο αλληλεγγύης κάνει την εμφάνισή του και υιοθετείται από τους πολίτες με προθυμία.

«Το τράνταγμα μπορεί να μας συνεφέρει και να δούμε την ανωριμότητά μας ως άτομα και ως κοινωνία», υποστηρίζουν ορισμένοι ψυχαναλυτές. Μπορεί. Το βέβαιο είναι ότι υπάρχουν λύσεις σε προβλήματα, πρόσκαιρες έστω και εμβαλωματικές, που δεν εξαρτώνται από την πολιτική εξουσία. Βασίζονται στην αποφασιστικότητα, αυτοοργάνωση, διάθεση φροντίδας και προσφοράς, στα αντισώματα που αναπτύσσουν οι άνθρωποι για να αντεπεξέλθουν στο ζόφο, στην κατήφεια, στην άρνηση, στη διάλυση των καιρών. Είναι μια επένδυση, ένα κοινωνικό κεφάλαιο που στην Ελλάδα παρέμενε υποβαθμισμένο.

Με τις αντιφάσεις θα προχωρήσουμε. Με τον κατακερματισμό, τους αλλεπάλληλους εμφύλιους, αλλά και την, ισχνή ακόμα σε όγκο αλλά ρωμαλέα σε διάθεση, εθελοντική προσφορά και αλληλεγγύη. Είναι ο ανθρώπινος παράγοντας που παρεμβαίνει ρυθμιστικά, ενισχύοντας την συνοχή και εξασφαλίζοντας τη συνέχεια μιας κοινωνίας. Είναι «η πνοή», του στίχου, που έχει τη δύναμη να «μας μεταμορφώνει».

Ελευθεροτυπία 29.10.2011

Εκεί που τα παιδιά δεν είναι ευλογία

Της Χριστίνας Πάντζου

Η 37χρονη Μα Τζιχόνγκ ήταν έξι μηνών έγκυος όταν μια δεκαμελής ομάδα της κινεζικής τοπικής Επιτροπής Οικογενειακού Προγραμματισμού του Λιντζί την πήρε με τη βία από το σπίτι της.
Το έγκλημά της ήταν ότι, κατά παράβαση του νόμου για ένα παιδί ανά οικογένεια, εγκυμονούσε το τρίτο της παιδί. Και η τιμωρία της ήταν να οδηγηθεί για υποχρεωτική άμβλωση σε ένα νοσοκομείο, όπου τελικά έχασε τη ζωή της.Κανείς δεν γνωρίζει πόσες γυναίκες στην Κίνα, θύματα της πολιτικής του ενός παιδιού (ΠΕΠ), χάνουν τη ζωή τους σαν τη Μα Τζιχόνγκ, αφού οι στατιστικές για τις αναγκαστικές αμβλώσεις ή τους θανάτους που σχετίζονται με τον υποχρεωτικό οικογενειακό προγραμματισμό παραμένουν επτασφράγιστο μυστικό. Πόσο μάλλον όταν πλέον είναι παράνομες οι αναγκαστικές αμβλώσεις ή στειρώσεις γυναικών που κάποτε αποτέλεσαν βασική συνιστώσα της πολιτικής δημογραφικού ελέγχου της Κίνας. Αλλά, ακόμη και σήμερα, τοπικοί αξιωματούχοι, αδημονώντας να πιάσουν τους στόχους του πλάνου ελέγχου γεννήσεων στις περιοχές τους, καταφεύγουν σε κάθε είδους ακρότητες, ιδίως στις αγροτικές περιοχές, όπου ο νόμος επιτρέπει την απόκτηση και δεύτερου παιδιού αν το πρώτο είναι κορίτσι ή ανάπηρο, αλλά πολλοί κάτοικοι αψηφούν τις αρχές και αποκτούν κι άλλα.

Οι τοπικές αρχές δήλωσαν πως θα ερευνήσουν το συμβάν και ο σύζυγος της άτυχης γυναίκας δήλωνε στον «Guardian» ότι θα ήθελε να προσφύγει στη Δικαιοσύνη, αλλά δεν βρίσκει δικηγόρο πρόθυμο να αναλάβει την υπόθεση. Ο δικηγόρος Τσεν Γκουανγκτσένγκ, που κατέγραψε σωρεία κρουσμάτων αναγκαστικών αμβλώσεων σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, στειρώσεις και άλλες καταχρήσεις στο Λιντζίν, πέτυχε μεν να αναγνωρίσουν οι αρχές ότι κάποιοι αξιωματούχοι είχαν παρανομήσει αλλά, λίγο μετά, επειδή οργάνωσε εκδήλωση διαμαρτυρίας, φυλακίστηκε με την κατηγορία της «πρόκλησης ζημιών σε κρατική ιδιοκτησία» και της «παρακώλυσης της κυκλοφορίας».

Σήμερα, η παράβαση του νόμου για το ένα παιδί τιμωρείται με πρόστιμο και διοικητικές κυρώσεις, αλλά και αυτή η πολιτική οδηγεί συχνά σε δράματα. Πέρσι έκανε το γύρο του κόσμου η αγγελία που ανάρτησε στο Διαδίκτυο ο Γιανγκ Ζινζού με τίτλο «Πωλούμαι ως σκλάβος». Είναι ο μόνος τρόπος, λέει, που του απομένει για να μπορέσει κάποτε να αποπληρώσει το πρόστιμο των 26.000 ευρώ που του επιβλήθηκε επειδή απέκτησε δεύτερο παιδί, μαζί με πάγωμα μισθού για έναν χρόνο και προαγωγής για τρία. Ο καθηγητής Δικαίου στο Πολιτικό Πανεπιστήμιο του Πεκίνου διαμαρτυρήθηκε γι' αυτό το πρόστιμο που ισοδυναμεί με εννέα φορές τις ετήσιες αποδοχές του και απολύθηκε. «Πληρώνω τους φόρους μου, το ίδιο θα κάνουν οι κόρες μου. Τρέφω την οικογένειά μου, δεν το κάνει η κυβέρνηση ούτε η κοινωνία. Γιατί αυτό το πρόστιμο;» έγραφε στο μπλογκ του που έκτοτε έχει δεχθεί δεκάδες χιλιάδες μηνύματα, τα περισσότερα από πολίτες που εξέφραζαν την αλληλεγγύη τους και διαμαρτύρονταν για τις κοινωνικές αδικίες που εδραιώνει αυτή η νομοθεσία.

Οι αρχές επιμένουν πως αυτή η πολιτική εξακολουθεί να είναι αναγκαία, ενώ η Ρου Χσιαομέγκ της Εθνικής Επιτροπής Οικογενειακού Προγραμματισμού υποστηρίζει πως επιπλέον είναι και δίκαιο: «Το πρόστιμο αρκεί και είναι σωστό. Αν κάνουν παραπάνω παιδιά, χρησιμοποιούν περισσότερους πόρους, γι' αυτό και πρέπει να πληρώσουν περισσότερα».

Αλλά η κοινωνική δυσφορία αυξάνει. Οι νεόπλουτοι Κινέζοι δεν έχουν κανένα πρόβλημα να πληρώνουν το υπέρογκο πρόστιμο και να αποκτούν όσα παιδιά επιθυμούν. Αντίθετα, οι φτωχοί που παραβαίνουν το νόμο, αδυνατώντας να πληρώσουν, απλώς δεν δηλώνουν τα «παράνομα παιδιά» τους, με συνέπεια να μην έχουν πρόσβαση σε καμιά δημόσια υπηρεσία, περιλαμβανομένης της εκπαίδευσης και της υγείας. Διαμορφώνεται έτσι μια στρατιά νέων απόκληρων και περιθωριοποιημένων που θα μπορούσε να απειλήσει σοβαρά την πολυπόθητη «κοινωνική αρμονία».

Το Βήμα 29.10.2011

Καρλ Ονόρε: "Αφήστε τα παιδιά να βαρεθούν, μην τα φορτώνετε με ασχολίες"

Συνέντευξη στη Λένα Παπαδημητρίου

«Θεωρούµε την παιδική ηλικία πολύ σηµαντική για να την εγκαταλείψουµε στα χέρια των παιδιών! Ετσι ελέγχουµε κάθε λεπτό της ζωής τους». Ο καναδός δηµοσιογράφος Καρλ Ονορέ, συγγραφέας τουµπεστ σέλερ «Το µανιφέστο της χαρούµενης παιδικής ηλικίας» (εκδόσεις Αερόστατο), που ταξίδεψε δύο χρόνια σε ολόκληρο τον δυτικό κόσµο ερευνώντας εις βάθος τη «βιοµηχανοποιηµένη» παιδι κή ηλικία της εποχής µας, µιλάει στο «Βήµα» για τον «υπεργονεϊσµό» που πλήττει τα τελευταία χρόνια και την ελληνική οικογένεια και για τις επιπτώσεις της οικονοµικής κρίσης στον γονεϊκό ρόλο.

Κύριε Ονορέ, από τι πάσχει σήμερα η παιδική ηλικία στις δυτικές κοινωνίες;

«Εχουµε µετατρέψει την παιδική ηλικία σε έναν αγώνα δρόµου προς την τελειότητα. Τα παιδιά δεν έχουν αρκετό χρόνο να παίξουν, να σκεφτούν και να πειραµατιστούν µόνα τους. Κάθε λεπτό της ζωής τους βρίσκεται υπό διαρκή προγραµµατισµό, έλεγχο, επίβλεψη και αξιολόγηση (εκτός από τα λεπτά που περνούν online ή παίζοντας βιντεογκέιµ)».

Πώς θα περιγράφατε τη σύγχρονη οικογένεια;

«Κάθε κοινωνία καταλήγει να έχει την οικογένεια που αντανακλά τις δυνάµεις και τις αδυναµίες της. Ως ενήλικες είµαστε υπερδραστήριοι και υπεραγχωµένοι και από ένστικτο ζητούµε να το µεταδώσουµε αυτό και στα παιδιά µας. Η σύγχρονη οικογένεια λειτουργεί σαν εταιρεία, εστιάζοντας κυρίως στον τοµέα της παραγωγικότητας και των ικανοτήτων. Αποστολή της εταιρείας είναι να παράξει τέλεια παιδιά».

Αφηγηθείτε μας την προσωπική
ιστορία που έδωσε το έναυσμα για «Το μανιφέστο της χαρούμενης παιδικής ηλικίας».

«Σε µια συγκέντρωση γονέων οι δάσκαλοι µίλησαν όλοι µε καλά λόγια για τον επτάχρονο γιο µου, η δασκάλα όµως των τεχνικών άγγιξε την ευαίσθητη χορδή: “Ο γιος σας ξεχωρίζει”. Και να τη λοιπόν η λέξη που κάνει την καρδιά κάθε ανταγωνιστικού µπαµπά να χτυπάει σαν τρελή: “Χαρισµατικός”. Εκείνο το βράδυ “χτένισα” το Google ψάχνοντας εργαστήρια και δασκάλους εικαστικών που θα αναδείξουν το ταλέντο του γιου µου. Φαντασιωνόµουν ότι µεγαλώνω τον επόµενο Πικάσο. Το επόµενο πρωί ο γιος µου µού ανακοίνωσε: “Μπαµπά, δεν θέλω δάσκαλο, το µόνο που θέλω είναι να ζωγραφίζω. Γιατί εσείς οι µεγάλοι θέλετε συνεχώς να ελέγχετε τα πάντα;”».

Στην Ελλάδα, ο υπεργονεϊσμός,
όπως τον περιγράφετε, βρίσκεται στο αποκορύφωμά του. Ποιες είναι οι παρενέργειές του;

«Η πίεση που ασκούµε στα παιδιά λειτουργεί εις βάρος της δηµιουργικότητάς τους. ∆εν µαθαίνουν να σκέφτονται και να αποφασίζουν µόνα τους, απλά πράττουν αυτά που τους υπαγορεύουµε. Συχνά υποφέρουν από άγχος και εξάντληση. Και δεν µαθαίνουν να γεµίζουν µόνα τους τον χρόνο τους, µε αποτέλεσµα να βαριούνται εύκολα. Τα παιδιά θα δυσκολευτούν αργότερα να σταθούν στα πόδια τους. Με άλλα λόγια, δεν θα ενηλικιωθούν. Μεγάλα ποσοστά φοιτητών Πανεπιστηµίου πάσχουν από ψυχολογικά προβλήµατα. Στη διάρκεια συνεντεύξεων για την εισαγωγή τους σε κάποιο πανεπιστήµιο οι 19χρονοι υποψήφιοι λένε στους καθηγητές: “Γιατί δεν τηλεφωνείτε καλύτερα στη µητέρα µου;”. Ο οµφάλιος λώρος µένει ανέπαφος, ακόµη και µετά την αποφοίτηση. Για να προσλάβουν αποφοίτους πανεπιστηµίων, µεγάλες εταιρείες όπως η Merrill Lunch καθιερώνουν “ανοιχτές µέρες”, όπου η µαµά και ο µπαµπάς µπορούν να εξετάσουν τις εγκαταστάσεις τους. Γονείς συχνά συνοδεύουν τα τέκνα τους στις συνεντεύξεις για δουλειά προκειµένου να διαπραγµατευτούν τον µισθό και τις µέρες αδείας τους!».

Και οι έλληνες γονείς έχουν... ψύχωση με τις ακαδημαϊκές επιδόσεις. Γνωρίζω ένα τρίχρονο αγόρι που κάνει μαθήματα αρχαίων Ελληνικών! Την ίδια στιγμή η Ελλάδα έχει τα πιο παχύσαρκα παιδιά στην Ευρώπη. Οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος;

«Στη διάρκειά της έρευνας για το βιβλίο µου συνάντησα στη Νέα Υόρκη µια γυναίκα που προσέλαβε τρεις νταντάδες για το µωρό της: µία που µιλάει ισπανικά, µία που µιλάει κινεζικά και µια τρίτη που µιλάει ρωσικά. Ευελπιστεί ότι ώσπου να κλείσει τα πέντε της χρόνια, η κόρη της θα είναι τρίγλωσση. Αν θέλετε τη γνώµη µου, το πιο πιθανό είναι το παιδί να κάνει ψυχοθεραπεία. Την ίδια στιγµή ανατρέφουµε την παχύτερη γενιά παιδιών που έχει δει ποτέ ο πλανήτης. Αλλά και τα παιδιά που αθλούνται κινδυνεύουν σε αριθµούς ρεκόρ από σοβαρούς τραυµατισµούς γιατί έχουµε εισαγάγει τον επαγγελµατισµό στον παιδικό αθλητισµό. Αφοσιωνόµαστε µετά ζήλου να χτίσουµε το βιογραφικό και τα ακαδηµαϊκά διαπιστευτήρια του παιδιού µας ενώ ταυτόχρονα τρέµουµε να το αφήσουµε από τα µάτια µας (από τη δεκαετία του ’70 ως σήµερα, η απόσταση που µπορούν να διανύσουν µόνα τους τα παιδιά στη Βρετανία µειώθηκε σχεδόν κατά 90%) και τελικά του στερούµε αυτό που χρειάζεται: χρόνο και χώρο να χαλαρώσει και να παίξει µόνο του».

Το ότι οι γυναίκες γίνονται σήμερα
μητέρες σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία έχει συμβάλει στον υπεργονεϊσμό;

«Αναµφίβολα. Επειδή δηµιουργούµε µικρότερες οικογένειες, έχουµε στη διάθεσή µας περισσότερο χρόνο και χρήµα για κάθε παιδί. Οι γονείς είναι πιο στρεσαρισµένοι διότι η ολιγοµελής οικογένεια τούς προσφέρει λιγότερη γονεϊκή εµπειρία ενώ “αποθηκεύει” λιγότερα γονίδιά τους. Αν έχεις την πρώτη σου εγκυµοσύνη στα 39, είναι πολύ πιθανό να έχεις περάσει αρκετά χρόνια προσπαθώντας να αποκτήσεις παιδί. Εποµένως, ξεκινάς µε µια αγωνία. Επιπλέον, και τα δύο φύλα αποκτούµε παιδιά συχνά έπειτα από πολλά χρόνια στην αγορά εργασίας. Το αποτέλεσµα είναι να εισαγάγουµε τα εργασιακά ήθη στο σπίτι µας. Για να βελτιώσουµε την απόδοσή µας ως γονείς, κάνουµε ό,τι και στο γραφείο: φωνάζουµε τους ειδικούς, ξοδεύουµε πολλά λεφτά και δουλεύουµε νυχθηµερόν. Επαγγελµατικοποιούµε τον ρόλο του γονιού».

Οι σύγχρονοι γονείς φοβούνται
να αφήσουν τα παιδιά τους να βαρεθούν και έτσι υπερπρογραμματίζουν τη ζωή τους. Μήπως πρόκειται για έναν ενήλικο φόβο;

«Οι ενήλικες φοβόµαστε τη σιωπή και την ανία διότι µας αναγκάζει να κοιτάξουµε µέσα µας, θέτοντας τα µεγάλα ερωτήµατα της ζωής. Αν αφήσουµε τα παιδιά να “βαρεθούν”, θα χρησιµοποιήσουν την ανία και τον ελεύθερο χρόνο σαν εφαλτήριο για να παίξουν, να εξερευνήσουν, να εφεύρουν. Το πρόβληµα είναι ότι εµείς µε το πρώτο σηµάδι ανίας στο πρόσωπο του παιδιού µας σπεύδουµε να λύσουµε το “πρόβληµα”, προσφέροντας καινούργια ερεθίσµατα ή ψυχαγωγία».

«ΓΟΝΕΙΣ-ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΑ»
«Η κρίση µάς βοηθά να ανακαλύψουµε ξανά τα απλά πράγµατα»
Η Ελλάδα πλήττεται σήμερα από μια βαθιά οικονομική κρίση. Πώς, αλήθεια, αυτή επιδρά στον τρόπο που μεγαλώνουμε τα παιδιά μας;

«Οι οικονοµικές δυσχέρειες έχουν δύο ειδών επιπτώσεις. Από τη µία πλευρά µπορεί να επιδεινώσουν το άγχος των γονιών για το µέλλον. Αυτό τους καθιστά ακόµη περισσότερο «γονείς-ελικόπτερα» (διότι περιφέρονται διαρκώς γύρω από τα παιδιά τους), καθώς πιστεύουν ότι σε ένα αυξηµένα ανταγωνιστικό περιβάλλον οφείλουν να δώσουν στα παιδιά τους επιπλέον εφόδια. Από την άλλη, µπορεί να προκληθεί το ακριβώς αντίθετο. Εχοντας λιγότερα χρήµατα, οι γονείς δεν εγγράφουν τα παιδιά τους σε τόσες οργανωµένες δραστηριότητες ή δεν αγοράζουν οτιδήποτε ζητήσουν. Τα τελευταία χρόνια, η κουλτούρα του καταναλωτισµού είχε υπερσιτιστεί. Ενα µέσο παιδί έβλεπε 40.000 διαφηµίσεις τον χρόνο. Αυτό δηµιούργησε µια κουλτούρα διογκωµένων προσδοκιών: θέλαµε τέλεια δόντια, ένα τέλειο σώµα, τέλειες διακοπές, ένα τέλειο σπίτι και για να, συµπληρώσουµε την εικόνα, τα τέλεια παιδιά στα οποία εµείς εκαλούµεθα να προσφέρουµε την τέλεια παιδική ηλικία. Υπό αυτή την έννοια, τα οικονοµικά προβλήµατα µας βοηθούν συχνά να ανακαλύψουµε εκ νέου τα απλά πράγµατα στη ζωή. Επιπλέον, βοηθούν να εστιάσει το µυαλό µας στο αληθινά σηµαντικό».

Ελευθεροτυπία/Le Monde diplomatique 29.10.2011

Οι τέσσερις αντιφάσεις της βολιβιανής "επανάστασης"

Του Alvaro Garcia Linera

Οι ιθαγενείς της Βολιβίας γυρίζουν, πράγματι, λοιπόν, την πλάτη στον Εβο Μοράλες; Γεγονός είναι πως, πρώτη φορά, ο μοναδικός αυτόχθονας πρόεδρος στην ιστορία της χώρας αμφισβητείται ανοιχτά από σημαντική μερίδα των δικών του ανθρώπων.

Αιτία της όλης τριβής είναι η πρόθεση του Μοράλες να κατασκευάσει έναν μεγάλο αυτοκινητόδρομο σε προστατευόμενη περιοχή, γεγονός που από πέρυσι τον έχει φέρει σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τους ντόπιους. Μετά τα έντονα επεισόδια των τελευταίων εβδομάδων, όπου σημειώθηκαν απανωτές συγκρούσεις διαδηλωτών με την αστυνομία, ο πρόεδρος υπαναχώρησε δηλώνοντας ότι θα παραπέμψει το θέμα στη «λαϊκή διαβούλευση». Φαίνεται, ωστόσο, ότι, παρά την αυξανόμενη δυσαρέσκεια για τους κυβερνητικούς χειρισμούς, οι αρχηγοί των ιθαγενικών ομάδων καθώς και διάφορες οργανώσεις πολιτών δεν επιθυμούν να αποσταθεροποιήσουν την κυβέρνηση του Μοράλες, αλλά μάλλον να τον πιέσουν να προχωρήσει ταχύτερα στις μεταρρυθμίσεις που έχει υποσχεθεί.

Από το 2000, την χρονιά των πρώτων μαζικών κοινωνικών κινητοποιήσεων που κατήγγελλαν την ιδιωτικοποίηση του νερού, έως το 2009, οπότε και επανεξελέγη στην προεδρία ο αγροτοσυνδικαλιστής Εβο Μοράλες (βλέπε το ένθετο χρονοδιάγραμμα), η Βολιβία γνώρισε μια θεμελιώδους σημασίας σύγκρουση: την αντιπαράθεση του λαού με την αμερικανική αυτοκρατορία και τους συμμάχους της, την αστική τάξη της Βολιβίας που είναι προσκολλημένη στο νεοφιλελευθερισμό.

Καθώς η επανεκλογή του Μοράλες, το 2009, σήμανε την ενίσχυση της κυβέρνησής του (1), οι εξωτερικές απειλές περιορίστηκαν. Από εκείνη τη στιγμή, έκαναν την εμφάνισή τους νέες αντιφάσεις στο εσωτερικό του εθνικό-λαϊκού μπλοκ (2) ανάμεσα στις διάφορες τάξεις που έχουν στρατευθεί στη διαδικασία της αλλαγής: οι αντιφάσεις αφορούσαν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να υλοποιηθεί η αλλαγή. Οσο κι αν ορισμένες από αυτές τις αντιφάσεις είναι δευτερεύουσες σε σχέση με την κεντρική σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό, δεν παύουν να βρίσκονται στην καρδιά της βολιβιανής επαναστατικής διαδικασίας. Από τη μια πλευρά, θέτουν σε κίνδυνο τη συνέχισή της, από την άλλη πλευρά, μας επιτρέπουν να φανταστούμε τα μέσα που θα μας οδηγήσουν στο επόμενο στάδιο.

Η πρώτη από αυτές τις δημιουργικές εντάσεις αφορά τις σχέσεις ανάμεσα στο κράτος και τα κοινωνικά κινήματα. Ο πληθυσμός περιμένει από την κυβέρνηση να αναλάβει μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα δράσεις, οι οποίες θα δώσουν συγκεκριμένες λύσεις στις υλικές ανάγκες του. Παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο απαιτεί έναν αποτελεσματικό συγκεντρωτισμό των διαδικασιών λήψης των αποφάσεων, η κυβέρνησή μας αποτελείται από εκπροσώπους των κοινωνικών οργανώσεων των ιθαγενών Ινδιάνων, των αγροτών, των εργατών και των λαϊκών στρωμάτων. Ομως η ιδιαίτερη δυναμική όλων αυτών των ομάδων απαιτεί να τους δοθεί άφθονος χρόνος. Χρόνος για συζήτηση, για διαβούλευση και για ανάλυση των ποικίλων προτάσεων. Επίσης, η λειτουργία αυτών των κινημάτων προϋποθέτει τον πολλαπλασιασμό του αριθμού των ατόμων που συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων. Καθώς η κυβέρνηση του προέδρου Μοράλες είναι μια «κυβέρνηση των κοινωνικών κινημάτων (3)», αποτελεί τον χώρο όπου αντιπαρατίθενται και οφείλουν να αποτελέσουν αντικείμενο σύνθεσης ορισμένες αντίθετες δυναμικές:

* ο συγκεντρωτισμός και η αποκέντρωση της λήψης των αποφάσεων

* η μονοπώληση και η κοινωνικοποίηση των δράσεων της εκτελεστικής εξουσίας

* η ταχύτητα στην επίτευξη των αποτελεσμάτων και η βραδύτητα των διαδικασιών διαβούλευσης.

Επιχειρώντας να εξαλείψουμε αυτήν την αντίφαση, προτείναμε την έννοια του «ολοκληρωμένου κράτους»: τη στιγμή όπου η κοινωνία ιδιοποιείται σταδιακά τις διαδικασίες της διαιτησίας ανάμεσα στα αντιμαχόμενα επιμέρους συμφέροντα, ξεπερνώντας με αυτόν τον τρόπο την αντιπαράθεση ανάμεσα στο κράτος (το οποίο συνίσταται σε μια μηχανή που εξασφαλίζει τον συγκεντρωτισμό στη λήψη των αποφάσεων) και στα κοινωνικά κινήματα (τα οποία είναι μια μηχανή που επιδιώκει την αποκέντρωση και τον εκδημοκρατισμό της λήψης των αποφάσεων).

Παρόμοιος στόχος δεν είναι δυνατόν να τεθεί σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο. Επιτυγχάνεται από ένα ιστορικό κίνημα, το οποίο προκύπτει από βήματα προς τα εμπρός και από πισωγυρίσματα, όπως επίσης και από ανισορροπίες που κάνουν την πλάστιγγα να γέρνει πότε προς τη μια πλευρά και πότε προς την άλλη, με αποτέλεσμα άλλοτε να διακυβεύεται η αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης και άλλοτε ο εκδημοκρατισμός της λήψης των αποφάσεων. Ο αγώνας (και μόνο ο αγώνας) θα επιτρέψει να διατηρήσουμε την ισορροπία ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους καθ' όλο το διάστημα που θα αποδειχθεί αναγκαίο για την ιστορική επίλυση αυτής της αντίφασης.

Η δεύτερη δημιουργική ένταση αντιπαραθέτει, από τη μια πλευρά το μεγάλο εύρος της επαναστατικής διαδικασίας -το οποίο απορρέει από την αυξανόμενη στράτευση στον αγώνα των διάφορων κοινωνικών ομάδων, όπως επίσης και από την αναζήτηση ευρύτερων συμμαχιών- και, από την άλλη, την ανάγκη να υπάρχει ενότητα και σύμπνοια στην ηγεσία του κινήματος των ιθαγενών, των αγροτών, των εργατών και των λαϊκών τάξεων, καθώς αυτή εγγυάται τον πολιτικό προσανατολισμό της επαναστατικής διαδικασίας.

Η ηγεμονία του εθνικολαϊκού μετώπου απαιτεί τη συνοχή των τάξεων των εργαζομένων. Προϋποθέτει επίσης την ακτινοβολία της ηγεμονίας τους (σε ιστορικό, υλικό, παιδαγωγικό και ηθικό επίπεδο) πάνω στον υπόλοιπο πληθυσμό, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η υποστήριξή του.

Βέβαια, θα υπάρχει πάντα ένας τομέας ο οποίος θα αντιδρά στην ηγεμονία των ιθαγενών και του λαού και ο οποίος θα ενεργεί ως ιμάντας για τη μεταβίβαση της βούλησης των ξένων δυνάμεων. Ομως η εδραίωση της προλεταριακής ηγεμονίας απαιτεί να θεωρεί το σύνολο της κοινωνίας ότι η θέση του προοδεύει όταν οι τάξεις των εργαζομένων διευθύνουν τη χώρα. Αυτή η αναγκαιότητα υποχρεώνει μια αριστερή κυβέρνηση να λαμβάνει υπόψη και μέρος των αναγκών των αντιπάλων της.

Μια τρίτη δημιουργική ένταση έχει εκδηλωθεί με μεγάλη σφοδρότητα εδώ και έναν χρόνο. Προκύπτει από την αντιπαράθεση ανάμεσα στο συλλογικό συμφέρον και στο ιδιαίτερο συμφέρον μιας ομάδας, ενός κλάδου ή ενός ατόμου. Ανάμεσα στον κοινό, κοινωνικό και κομμουνιστικό αγώνα και στις ατομικές, κλαδικές ή ιδιωτικές κατακτήσεις.

Ο ευρύτατος κύκλος κινητοποιήσεων που ξεκίνησε το 2000 με τον «πόλεμο του νερού», είχε, στην αρχή, τοπική διάσταση. Ωστόσο, η σύγκρουση αφορούσε το σύνολο της χώρας, καθώς σχεδιαζόταν η ιδιωτικοποίηση του νερού σε ολόκληρη την επικράτεια. Ακολούθησε ο «πόλεμος του αερίου» και ο αγώνας για μια συντακτική εθνοσυνέλευση και για την οικοδόμηση μιας δημοκρατίας στην οποία όλες οι εθνότητες της χώρας θα είχαν θέση: αν και όλες αυτές οι διεκδικήσεις εκφράστηκαν σε κλαδικό επίπεδο από τους ιθαγενείς και τους εργάτες, άγγιζαν ωστόσο το σύνολο των καταπιεσμένων, και μάλιστα ολόκληρο το έθνος.

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ

Η ανάδυση όλων αυτών των απαιτήσεων -οι οποίες γεννήθηκαν στα οδοφράγματα, στα μπλόκα που έκλειναν τους δρόμους, στις διαδηλώσεις και στις λαϊκές εξεγέρσεις- επέτρεψε την οικοδόμηση ενός προγράμματος για την κατάληψη της εξουσίας, το οποίο αποδείχθηκε ικανό να κινητοποιήσει και να ενώσει σταδιακά την πλειοψηφία του βολιβιανού λαού. Μετά τη νίκη του 2005, όλες οι προσπάθειες της κυβέρνησης ήταν αφιερωμένες στην υλοποίηση του προγράμματος. Υπήρξε, κατ' αρχάς, η συντακτική εθνοσυνέλευση, η οποία, πρώτη φορά στην ιστορία, επέτρεψε να συνταχθεί ένα Σύνταγμα από τους άμεσους εκπροσώπους όλων των κοινωνικών τομέων της χώρας. Στη συνέχεια, προχωρήσαμε στην εθνικοποίηση μεγάλων επιχειρήσεων, γεγονός που διευκόλυνε την αναδιανομή ενός μέρους του πλεονάσματος του εθνικού πλούτου μέσα από τα προγράμματα Juacinto Pinto, renta dignidad («σύνταξη αξιοπρέπειας») και Juana Azurduy (4).

Εάν μελετήσουμε τον κύκλο της κινητοποίησης ως μια ανοδική καμπύλη η οποία -σύμφωνα με την ιστορική εμπειρία- σταθεροποιείται και στη συνέχεια ακολουθεί σιγά σιγά καθοδική πορεία, θα διαπιστώσουμε ότι το πρώτο στάδιο (η ανοδική φάση) χαρακτηρίζεται από τη διαρκώς αυξανόμενη ένταξη μέσα στο κίνημα διάφορων κοινωνικών τομέων, από την οικοδόμηση ενός γενικότερου προγράμματος και από την εμφάνιση στις «κατώτερες τάξεις» μιας οργανωμένης και συγκεκριμένης βούλησης να καταλάβουν την εξουσία.

Η σταθεροποίηση της κινητοποίησης στο υψηλότερο σημείο της καμπύλης αντιστοιχεί ταυτόχρονα στη στιγμή όπου υλοποιούνται οι πρώτοι γενικότεροι στόχοι που απευθύνονται στο σύνολο της κοινωνίας, αλλά και σε εκείνη όπου εκδηλώνονται οι εντονότερες αντιστάσεις που προβάλλονται από τις κοινωνικές ομάδες που στήριζαν την προηγούμενη νεοφιλελεύθερη εξουσία: απόπειρα πραξικοπήματος, αποσχιστικά κινήματα κ.λπ. (5). Πρόκειται για τη «γιακωβίνικη» φάση αυτής της διαδικασίας, η οποία εξαναγκάζει σε αμυντική στάση το κοινωνικό κίνημα, που έχει, στο μεταξύ, πάρει την εξουσία, πυροδοτώντας ταυτόχρονα νέες κινητοποιήσεις κι ανοίγοντας νέους ορίζοντες δράσης που αφορούν το σύνολο της κοινωνίας.

Από την αρχή της δεύτερης θητείας του Εβο Μοράλες, το 2010, έχουμε περάσει σε μια τρίτη φάση της κινητοποίησης, στην καθοδική της πορεία. Αυτή χαρακτηρίζεται από τις εντάσεις στο εσωτερικό του εθνικο-λαϊκού μπλοκ, ανάμεσα στις γενικές και στις επιμέρους οπτικές. Η υπέρβαση αυτής της αντίφασης θα προκύψει από την ενίσχυση της οικουμενικής εμβέλειας του σχεδίου μας. Εάν αντίθετα θριαμβεύσουν οι συντεχνιακές ιδιαιτερότητες, η απώλεια του δυναμισμού της επανάστασης θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την αφετηρία της συντηρητικής παλινόρθωσης.

Ανέκαθεν υπήρχε μέσα στο λαό η αντίθεση ανάμεσα στις οικουμενικές και στις επιμέρους διεκδικήσεις. Εξάλλου πρόκειται για ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των επαναστάσεων: ο λαός, από κατακερματισμένο κι εξατομικευμένο υποκείμενο, οδηγείται σταδιακά στη συγκρότηση μιας συλλογικής εξουσίας. Ωστόσο, είναι προφανές ότι εισερχόμαστε σε μια νέα φάση της κινητοποίησης, όπως αποδεικνύεται από την πρόσφατη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο τάσεις της Βολιβιανής Συνδικαλιστικής Εργατικής Συνομοσπονδίας (COB) (6): μια τάση συμπλέει με την εξουσία, η άλλη όχι.

Τον Απρίλιο του 2011, οι δάσκαλοι που είναι μέλη της COB ξεκίνησαν απεργία με κύριο αίτημα την αύξηση των μισθών τους. Ωστόσο, από το 2006, η κυβέρνηση Μοράλες είχε κάνει αυξήσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων που εργάζονται στους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης, οι οποίες, μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού, αντιστοιχούσαν σε αύξηση του πραγματικού τους εισοδήματος κατά 12%. Ταυτόχρονα, οι μισθοί άλλων κλάδων της δημόσιας διοίκησης (του διοικητικού προσωπικού των υπουργείων, για παράδειγμα) είχαν παγώσει, ενώ οι μισθοί του αντιπροέδρου, των υπουργών και των υφυπουργών είχαν μειωθεί κατά 30-60%. Μάλιστα, στην περίπτωση του μισθού του προέδρου, η μείωση υπήρξε ακόμα μεγαλύτερη. Είναι κατανοητό ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι του κλάδου της παιδείας και της υγείας διεκδικούν νέες αυξήσεις, ωστόσο αυτές μπορούν να προέλθουν μονάχα μέσα από την αύξηση του εθνικού πλούτου της χώρας.

Πράγματι, η πολιτική που ακολουθεί ο πρόεδρος Μοράλες αποσκοπεί στη βελτίωση των συνθηκών ζωής των φτωχότερων (7) και στη συγκέντρωση των οικονομικών πόρων που προέρχονται από τις εθνικοποιήσεις και από τις κρατικές επιχειρήσεις. Το ζητούμενο είναι, αφ' ενός να δημιουργηθεί μια βιομηχανική βάση στους κλάδους των υδρογονανθράκων, των ορυχείων, της γεωργίας και του ηλεκτρισμού, έτσι ώστε να συγκεντρωθεί ένας πλούτος που θα έχει μόνιμο χαρακτήρα και, αφ' ετέρου, να χρησιμοποιηθούν οι οικονομικοί πόροι της χώρας για τη βελτίωση της ζωής των εργαζόμενων, τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο.

Εάν ικανοποιούσαμε τις μισθολογικές διεκδικήσεις των εκπαιδευτικών, θα χρησιμοποιούσαμε τους οικονομικούς πόρους που αποκτήσαμε χάρη στις εθνικοποιήσεις για να βελτιώσουμε τα εισοδήματα μονάχα των εργαζομένων σε ορισμένους κλάδους του τριτογενούς τομέα. Θα παραμελούσαμε όμως με αυτόν τον τρόπο την υπόλοιπη χώρα, δηλαδή την πλειοψηφία του πληθυσμού. Εξάλλου, κάτι τέτοιο θα καθιστούσε δυσκολότερη τη στρατηγική της εκβιομηχάνισης (για παράδειγμα, την αγορά μηχανημάτων ή την κατασκευή υποδομών), η οποία θα επιτρέψει την αύξηση του εθνικού πλούτου και, στη συνέχεια, την αναδιανομή του.

ΟΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΕΣ

Η δεξιά επωφελήθηκε από την ένταση που παρατηρείται στο εσωτερικό του εθνικο-λαϊκού μπλοκ και εξασφάλισε στους διαδηλωτές τη στήριξη των μέσων ενημέρωσης που ελέγχει: συνδικαλιστές ηγέτες, τους οποίους οι μεγαλόσχημοι δημοσιογράφοι περιφρονούσαν μέχρι πριν από λίγο καιρό εξαιτίας της ταπεινής καταγωγής τους, μετατράπηκαν ξαφνικά σε τηλεοπτικούς αστέρες.

Δεδομένου ότι είμαστε «κυβέρνηση των κοινωνικών κινημάτων», επιδιώκουμε να παρουσιάζουμε στον δημόσιο διάλογο τις διαφορές που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του εθνικο-λαϊκού μπλοκ. Μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, προσπαθούμε να εξαλείψουμε τις εντάσεις που ξεσπάνε ανάμεσα στις συντεχνιακές τάσεις και στην τάση να επιδιωχθεί το καλύτερο για ολόκληρη την κοινωνία, ενθαρρύνοντας την πρωτοπορία των κοινωνικών αγώνων (τους ινδιάνους ιθαγενείς, τους αγρότες, τους εργαζόμενους, τους εργάτες και τους φοιτητές) να υψώσουν ψηλά τη σημαία του συλλογικού συμφέροντος. Κάτι τέτοιο δεν συνεπάγεται ότι το άτομο και το ιδιωτικό συμφέρον πρέπει να εξαφανιστεί από το προσκήνιο, αλλά ότι θα συνυπάρξει με λογικό τρόπο με το συλλογικό συμφέρον μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο.

Η τέταρτη δημιουργική ένταση προκύπτει από την αντίθεση ανάμεσα στην αναγκαιότητα να μεταποιήσουμε τις πρώτες ύλες που παράγουμε (εκβιομηχάνιση) και στον σεβασμό της φύσης, στο «ευ ζην» (8).

Μας κατηγορούν ότι δεν προχωρήσαμε σε μια «πραγματική» εθνικοποίηση των φυσικών πόρων και ότι επιτρέψαμε στις πολυεθνικές να σφετεριστούν ένα μέρος από τον πλούτο της χώρας(9). Ομως για να είμαστε σε θέση να απαλλαγούμε από τις ξένες εταιρείες, θα έπρεπε να κατέχουμε στην εντέλεια τις τεχνολογίες της εξόρυξης και της μεταποίησης που αυτές χρησιμοποιούν. Ομως, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει πλήρης εθνικοποίηση των φυσικών πόρων εάν δεν έχει προηγηθεί η φάση της εκβιομηχάνισης.

Αν κατορθώσουμε να πυροδοτήσουμε παρόμοια δυναμική, τα δημόσια ταμεία θα γεμίσουν, καθώς στα βιομηχανικά προϊόντα και στα ημικατεργασμένα προϊόντα ενσωματώνεται μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία σε σχέση με τις ανεπεξέργαστες πρώτες ύλες που εξάγουμε σήμερα. Εξάλλου, η φάση της εκβιομηχάνισης ευνοεί την τεχνολογική πρόοδο και προσφέρει ένα σύνολο επιστημονικών γνώσεων οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν το εφαλτήριο για νέες βιομηχανικές δραστηριότητες που απαιτούν εντατική χρήση τεχνολογίας αλλά και εργατικού δυναμικού.

Δεν είναι εύκολο να ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο. Κατ' αρχάς, επειδή δεν διαθέτουμε εμπειρία σε αυτόν τον τομέα, γεγονός που μας υποχρεώνει να μαθαίνουμε προχωρώντας βήμα βήμα. Εξάλλου, ο βιομηχανικός εκσυγχρονισμός απαιτεί κολοσσιαίες επενδύσεις -η κατασκευή ενός πετροχημικού εργοστασίου κοστίζει σχεδόν ένα δισ. δολάρια, ένας θερμοηλεκτρικός σταθμός κοστίζει 1-3 δισ. Τέλος, πρόκειται για μια αργή διαδικασία: για να τεθούν σε λειτουργία οι μικρότερες βιομηχανικές εγκαταστάσεις θα χρειαστούν τουλάχιστον τρία χρόνια, για τις μεσαίου μεγέθους πέντε έως έξι χρόνια και για τις μεγάλες τουλάχιστον δέκα.

ΥΠΟΔΟΜΕΣ

Η κυβέρνηση έλαβε την απόφαση να δημιουργήσει βιομηχανία φυσικού αερίου, λιθίου (10), σιδήρου, καθώς και υποδομές για τη συγκράτηση υδάτινων αποθεμάτων. Ορισμένοι διανοούμενοι ερμήνευσαν αυτή τη διαδικασία δημιουργίας δημόσιων επιχειρήσεων ως την ανάδυση ενός κρατικού καπιταλισμού, ο οποίος είναι αντίθετος με την εδραίωση του «κοινοτικού» και του «κομμουνιστικού» οράματος (11). Κατά τη γνώμη μας, ο κρατικός καπιταλισμός της δεκαετίας του 1950 έθεσε τις μεγάλες επιχειρήσεις στην υπηρεσία πελατειακών συμφερόντων: της γραφειοκρατίας, των ενώσεων των εργοδοτών, των μεγάλων γαιοκτημόνων κ.λπ. Αντίθετα, η χρήση του οικονομικού πλεονάσματος που δημιουργείται από την εκβιομηχάνιση που προωθεί στο εξής η Βολιβία, δίνει προτεραιότητα στην αξία χρήσης και όχι στην ανταλλακτική αξία (12).

Η ικανοποίηση των αναγκών έχει προτεραιότητα απέναντι στα κέρδη. Αυτό ισχύει στην περίπτωση των βασικών υπηρεσιών (νερό, ηλεκτρικό ρεύμα κ.λπ.), οι οποίες έχουν αναχθεί σε ανθρώπινο δικαίωμα και, συνεπώς, παρέχονται επειδή θεωρούνται αναγκαίες, και όχι κερδοφόρες. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της αγοράς γεωργικών προϊόντων από το κράτος. Στόχος μας είναι η διασφάλιση της διατροφικής ασφάλειας της χώρας αλλά και η δυνατότητα πώλησης τροφίμων σε «δίκαιες» τιμές, οι οποίες καθορίζονται κατά τρόπο ώστε όλοι οι καταναλωτές να έχουν πρόσβαση σε αυτά τα προϊόντα και οι τιμές τους να μην έχουν διακυμάνσεις ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση.

Η υπεραξία που προκύπτει από την εκβιομηχάνιση προσφέρει επίσης στο κράτος τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την καπιταλιστική λογική της ιδιοποίησης του πλούτου από τους ιδιώτες. Ομως αυτή ακριβώς η δημιουργία πλούτου συνεπάγεται την εμφάνιση ενός συνόλου φαινομένων τα οποία αποδεικνύονται ολέθρια για το περιβάλλον, τη γη, τα δάση, τα βουνά. Κι όταν κακοποιείται η φύση, στο τέλος υποφέρουν και τα ανθρώπινα όντα.

Κάθε βιομηχανική δραστηριότητα συνεπάγεται ένα περιβαλλοντικό κόστος. Ωστόσο, ο καπιταλισμός έχει υποτάξει τις δυνάμεις της φύσης κι έχει κάνει κατάχρηση αυτών των δυνάμεων, καθώς τις έχει θέσει στην υπηρεσία του ιδιωτικού κέρδους, χωρίς να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι έτσι καταστρέφει τον ίδιο τον αναπαραγωγικό πυρήνα της φύσης. Από την πλευρά μας, εμείς οφείλουμε να αποφύγουμε το πεπρωμένο στο οποίο μας οδηγεί αυτή η πορεία.

ΟΙ ΑΓΡΟΤΕΣ

Οι παραγωγικές δυνάμεις του κόσμου της υπαίθρου και η επαγγελματική ηθική των αγροτών μάς ωθούν να αντιμετωπίζουμε τη φύση με τρόπο εντελώς διαφορετικό από εκείνον που επιβάλλει η καπιταλιστική λογική. Μας προτείνουν να δούμε τη φύση ως μέρος ενός ζωντανού οργανισμού, στον οποίο ανήκει επίσης κάθε ανθρώπινο ον, αλλά και ολόκληρη η ανθρώπινη κοινωνία (13). Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη οπτική για τη φύση, η χρησιμοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων της πρέπει να γίνεται μέσα σε ένα πλαίσιο το οποίο θα σέβεται τη φύση ως σύνολο, όπως επίσης και τη δυνατότητα αναπαραγωγής της.

Ο Καρλ Μαρξ πρότεινε τον «εξανθρωπισμό της φύσης και την πρόσδεση του ανθρώπινου όντος στη φύση» (14). Αυτό ακριβώς είναι και το νόημα του προγράμματός μας: να χρησιμοποιήσουμε την επιστήμη, την τεχνολογία και τη βιομηχανία για να παράγουμε πλούτο -πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να οικοδομήσουμε τους δρόμους, τα κέντρα υγείας και τα σχολεία που μας λείπουν και να ικανοποιήσουμε τα αιτήματα της κοινωνίας μας;- ενώ ταυτόχρονα θα προστατεύουμε τη θεμελιώδους σημασίας δομή του περιβάλλοντός μας. Τόσο για μας, όσο και για τις μελλοντικές γενιές.

Οι δημιουργικές εντάσεις που ταλανίζουν το εθνικο-λαϊκό μπλοκ που βρίσκεται στην εξουσία στη Βολιβία αποτελούν χαρακτηριστικό των δυναμικών της κοινωνικής αλλαγής: μήπως οι επαναστάσεις δεν είναι μια χαοτική ροή συλλογικών και κοινωνικών πρωτοβουλιών, πολυδιασπασμένα ορμητικά ξεσπάσματα που διασταυρώνονται, αντιπαρατίθενται, προστίθενται και συναρθρώνονται για να διαιρεθούν και πάλι και να ξαναδιασταυρωθούν; Με λίγα λόγια, τίποτε δεν είναι προκαθορισμένο εξαρχής.

Οι υποσημειώσεις που ακολουθούν γράφτηκαν από τη (γαλλική) συντακτική ομάδα.

(1) Οι εκλογές του 2009 ήταν το επιστέγασμα μιας περιόδου πολιτικής αποσταθεροποίησης που αποσκοπούσε στην αποδυνάμωση της θέσης του προέδρου Μοράλες, ο οποίος διεκδικούσε την επανεκλογή του: εξέγερση στις ανατολικές περιοχές της Μέντια Λούνα, δημοψήφισμα για την καθαίρεση του προέδρου, απόπειρα πραξικοπήματος, αντιπαράθεση με την Ουάσιγκτον. Ωστόσο, ο Μοράλες ήταν ο νικητής των εκλογών με 64% (έναντι 53% το 2005).

(2) Το οποίο συγκεντρώνει τα διάφορα ρεύματα που η εκλογή του Μοράλες έφερε στην εξουσία: μαρξιστικό συνδικαλισμό, κίνημα για την αναγνώριση της ινδιάνικης ταυτότητας, αγροτικό κίνημα και επαναστατικό εθνικισμό.

(3) Με την έκφραση «κυβέρνηση των κοινωνικών κινημάτων» υπονοείται ότι, με τη νίκη του Μοράλες στις εκλογές, τα κοινωνικά κινήματα που έκαναν την εμφάνισή τους στις αρχές της δεκαετίας του 2000 έχουν καταλάβει την κυβέρνηση.

(4) Αντίστοιχα: πρόγραμμα πρόσβασης στην εκπαίδευση μέσα από τη χορήγηση «κουπονιών» (voucher), το οποίο δρομολογήθηκε το 2006 * καταβολή σύνταξης σε όλα τα άτομα άνω των 60 ετών, το οποίο άρχισε το 2007 * πρόγραμμα για την εξάλειψη της παιδικής θνησιμότητας που τέθηκε σε εφαρμογή το 2009.

(5) Σχετικά με αυτό το ζήτημα, βλέπε Hernando Calvo Ospina, «Petit precis de destabilisation en Bolivie», «Le Monde diplomatique», Ιούνιος 2010.

(6) Η σημαντικότερη συνδικαλιστική συνομοσπονδία της Βολιβίας, η οποία δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1952.

(7) Σύμφωνα με την ετήσια στατιστική έκδοση της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική (Cepal), την περίοδο 2004-2007 το ποσοστό φτώχειας του πληθυσμού μειώθηκε από το 63,9% στο 54% (πρόκειται για τα τελευταία διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία).

(8) Αυτός ο όρος (sumac kawsay και sumac qama*a αντίστοιχα στις ινδιάνικες γλώσσες κέτσουα και αϊμάρα) έχει περιληφθεί στο βολιβιανό Σύνταγμα του 2009.

(9) Τον Μάιο του 2006, ο πρόεδρος Μοράλες εξήγγειλε την «εθνικοποίηση των υδρογονανθράκων». Ωστόσο, δεν επρόκειτο για πλήρη εθνικοποίηση: υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι δεν διέθετε την απαραίτητη τεχνογνωσία που θα του επέτρεπε να λειτουργήσει τις εγκαταστάσεις χωρίς τη βοήθεια ξένων εταίρων, το βολιβιανό κράτος αποκτά τον έλεγχο του 51% όλων των επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται υδρογονάνθρακες στη χώρα. Εξάλλου, επαναδιαπραγματεύεται τα συμβόλαια κατά τρόπο ώστε να λαμβάνει το 82% των εσόδων των επιχειρήσεων (υπό μορφή μερισμάτων, φόρων, τελών, δικαιωμάτων...).

(10) Η Βολιβία διαθέτει τα σημαντικότερα αποθέματα αυτού του μετάλλου, που αποτελεί σημαντικό συστατικό των ηλεκτρικών μπαταριών.

(11) Ο συγγραφέας αναφέρεται σε μια ομάδα διανοουμένων, της οποίας ορισμένα μέλη έδωσαν στη δημοσιότητα, στις 18 Ιουνίου του 2011, ένα μανιφέστο «Για την ανάκτηση του ελέγχου της διαδικασίας της αλλαγής, από τον λαό και για τον λαό».

(12) Η αξία χρήσης αναφέρεται στη συγκεκριμένη χρησιμότητα ενός αγαθού, ενώ η ανταλλακτική αξία παραπέμπει στην αγοραία αξία ενός εμπορεύματος.

(13) (Σημείωση του έλληνα μεταφραστή) Βέβαια, πολύ πρόσφατα (μετά τη δημοσίευση του παρόντος άρθρου στη γαλλική έκδοση), ολόκληρη η Βολιβία συνταράχθηκε από τη σύγκρουση ανάμεσα στους ιθαγενείς της βολιβιανής Αμαζονίας που επιθυμούν να διατηρήσουν ανέπαφα από την πρόοδο τα εδάφη των φυλών τους (έκτασης 12 εκατομμυρίων στρεμμάτων) και στην κυβέρνηση που επιθυμεί να κατασκευάσει αυτοκινητόδρομο, ο οποίος θα είναι το πρώτο βήμα για τον «εποικισμό» της περιοχής από ακτήμονες που αναζητούν κλήρο και θεωρούν ότι οι «ιθαγενείς αδελφοί» τους κατέχουν υπερβολικά μεγάλες εκτάσεις «αναξιοποίηστης» γης. Η καταστολή με την οποία αντιμετωπίστηκαν οι ιθαγενείς προκάλεσε κυβερνητική κρίση. Βλέπε Χριστίνα Πάντζου, «Η μεγάλη πορεία κόντρα στον Μοράλες», «Κ.Ε.», 9-10-11

(14) Καρλ Μαρξ, «Χειρόγραφα του 1844».

* Αντιπρόεδρος του πολυεθνοτικού κράτους της Βολιβίας. Συγγραφέας του «Pour une politique de l'egalite. Communaute et autonomie dans la Bolivie contemporaine», Les Prairies ordinaires, Παρίσι, 2008.