13/10/09

28 ομιλητές συνιστούν αμνησία

Η αίσθηση της χρεοκοπίας ενός ολόκληρου θεσμικού και ψυχικού κόσμου, τουλάχιστον όπως τον ξέραμε, προκαλεί αυτό το πελώριο κύμα των απολογισμών· είναι σαν να κλείνουμε ταμείο ή σαν την «ταινία» που περνάει μπροστά απ' τα μάτια του ετοιμοθάνατου, όπου ανακεφαλαιώνονται τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής του.
Η κατάργηση των ορίων, δηλαδή των αποστάσεων και των στεγανών που αναγνωρίζαμε σαν δείκτες διαφοράς, άρα και νοήματος, οδηγεί σε νοσηρές επεξεργασίες ενός ιστορικού χρονικού φράγματος που επανέρχεται για να καταρρεύσει, π.χ. μέσω Χόλιγουντ, προσλαμβάνοντας αποτρόπαιες όψεις βιβλικής καταστροφής. Το παράδοξο είναι ότι, ουσιαστικά, αυτή η καταστροφή έχει ήδη επέλθει και δεν είναι άλλη απ' τη συλλογική αμνησία.
Πράγματι, όταν δυσκολεύεσαι λόγου χάριν να διακρίνεις την ιδιωτική ζωή από τη δημόσια, τότε η ιδιωτική και η δημόσια ζωή από κοινού αναπτύσσουν μια διεστραμμένη φαντασίωση εκείνης της δύναμης που κάποτε προστάτευε τη μεταξύ τους μεθόριο, και που ήταν η κοινότητα ως εγγυητής της αντίθεσης μυστικού/φανερού. Τώρα λοιπόν η κοινότητα είναι φαντασιακή και παγκόσμια, ενώ τα μυστικά ανακυκλώνονται στο Διαδίκτυο ή στο τηλεοπτικό αποχετευτικό σύστημα. Ομως, με το να γίνονται φανερά, τα μυστικά παύουν να γοητεύουν και ξεχνιούνται, ενώ συνάμα η υπερπαραγωγή γεγονότων που δεν προϋποθέτουν πλέον την ερμηνεία τους εξακολουθεί να αυξάνει γεωμετρικά. Η εντύπωση ότι «δεν υπάρχουν πια ειδήσεις» (Κέσλερ) και ότι «τίποτα δεν συμβαίνει στ' αλήθεια» (Μπάροουζ), ήδη ανησυχητική πριν από τέσσερις δεκαετίες, εκδηλώνεται σήμερα αναφανδόν στην αγωνία για το ότι πάψαμε να θυμόμαστε κι ότι, συνεπώς, οφείλουμε να αντισταθμίσουμε τη λήθη «αξιολογώντας» πάλι και πάλι τα πεπραγμένα, τις προόδους, τις θεομηνίες, τις επιστημονικές ανακαλύψεις, τις μεγάλες μάχες της Ιστορίας, τα σκάνδαλα και τη φωτογένεια των πεθαμένων. Ετσι, το υποκείμενο, ανηλεώς βομβαρδιζόμενο για να υποταχθεί σ' αυτούς τους λογιστικούς φαύλους κύκλους των εκθέσεων και καταγραφών, των τοπ 10 και των ανθολογιών, των ρεκόρ και των «the best of», δέχεται να (υποθέσει ότι) τα «περιεχόμενα» της εμπειρίας του μεταφέρονται στους σκληρούς δίσκους των υπολογιστών. Η νύχτα φωτίζεται απ' αυτό το βόρειο σέλας της βαθμιαίας εκκένωσης των αναμνήσεων και η μέρα αντιστέκεται, στο δικό της τεχνητό φως, με την ιδέα μιας παράφορης ενίσχυσης των αρχείων.
Ξεκινάει τότε ένας καινούριος κύκλος αβεβαιότητας, που διαφημίζεται άλλωστε σαν το μεταμοντέρνο πλεονέκτημα εκείνων οι οποίοι μετέχουν στη γενική παραίσθηση των αναθεωρήσεων ερήμην των περιορισμών της αισθητής μνήμης, και οι οποίοι ρωτούν για παράδειγμα αν η προσσελήνωση ήταν όντως γεγονός ή αν οι σκηνές γυρίστηκαν σε στούντιο της NASA. Δεν είσαι καν σε θέση να πεις αν οι Μπιτλς ζουν ή πέθαναν, αφού, χάρη στις αδιανόητες κατακτήσεις της τεχνολογίας στον τομέα της ηλεκτρονικής επεξεργασίας της φωνής, το συγκρότημα μπορεί κάλλιστα να σχηματίσει απαρτία και να ηχογραφήσει (όπως και έγινε) τραγούδια των οποίων η ανάμνηση έρχεται απ' το μέλλον.
Απαξ και το πλήθος των πληροφοριών αγγίζει ασύλληπτες κορυφώσεις συσσώρευσης, η αξιοπιστία τους μηδενίζεται, επομένως και το κίνητρο της μνήμης εξασθενεί αντίστοιχα. Το remake σπάει ταμεία. Ακόμη και οι μαυρόασπρες ταινίες γίνονται έγχρωμες, ξαναμοντάρονται και ξαναπροβάλλονται σαν σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί η διάψευση εκείνου που θυμάσαι. Πλέον, στο φάσμα των ψηφιακών εξυπηρετήσεων του χρήστη, όλα τα παρελθόντα είναι ανακλητά, άρα παρόντα, ώστε το καθεαυτό παρελθόν, ως μοναδική και αναντικατάστατη σύναψη βιώματος και ανάμνησης, αιωρείται παντού και πουθενά σαν ένα κακό όνειρο. Μας υπόσχονται ότι αύριο, μαγειρεύοντας το DNA των απολιθωμάτων, θα ξυπνήσουν χαμένα ζωικά είδη, οι δε δεινόσαυροι έρχονται ολοζώντανοι από τις ερήμους της Νεβάδας υπό την πίεση μιας δυναμικής που επιτρέπει στη βιομηχανία του θεάματος να συναντήσει τη βιοτεχνολογία στην τομή δύο επιμέρους σεναρίων του ίδιου προγράμματος.
Σ' αυτή την οικουμενική εκστρατεία για την κονιορτοποίηση της μνήμης τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ παίζουν ρόλο εμπροσθοφυλακής με ποικίλους τρόπους, φέρ' ειπείν εξασφαλίζοντας την εξοικειωτική γειτνίαση του ματιού του θεατή με υψηλής τοξικότητας γεγονότα, όπως ήταν ο βομβαρδισμός της Βαγδάτης, ή η πτώση των Πύργων, ή ο θάνατος, on air, επωνύμων μεγάλου διαμετρήματος, ή οι εγχειρήσεις ανοιχτής καρδιάς ή αλλαγής φύλου εν είδει εκλαϊκευτικού ντοκιμαντέρ. Σε συγκυρίες λιγότερο φανταχτερές, όπως αυτές που ορίζονται απ' τη λεγόμενη «πολιτική ατζέντα», η τηλεόραση εκπαιδεύει επίσης το κοινό της να ξεχνάει ακαριαία, κατατεμαχίζοντας τη συνάφεια της χρονικότητας στην οποία επενδύει: πρώτα οδηγεί ένα θέμα στο ζενίθ του τεχνητού ενδιαφέροντος, ύστερα το χειρίζεται έτσι ώστε το ενδιαφέρον να υποκύπτει στην κοινοτοπία και, τέλος, το αποσιωπά με μιαν αιφνίδια και δίχως κατάλοιπα στροφή της προσοχής σε άλλα ζητήματα, των οποίων ο εφήμερος χαρακτήρας είναι εξίσου προδικασμένος. Το να διαπιστώνουμε ότι το θέμα εξαφανίζεται απότομα δεν αρκεί: το ακριβές θα ήταν να πούμε ότι το θέμα εξαφανίζεται σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ.
Το ανάλογο συνέβη με τα περίφημα «αίτια» των ταραχών του Δεκεμβρίου '08, κάτι που έγινε εξάλλου κατανοητό, πολύ μελαγχολικά, με τις επισκέψεις και ομιλίες των πολιτικών αρχηγών στα σχολεία επ' ευκαιρία των εγκαινίων της χρονιάς κ.λπ. Αίφνης, τα αιτήματα της νεολαίας, στη μορφή που οι πάντες τα συζητούσαν μετά τον Δεκέμβρη, έμοιαζαν όχι απλώς να έχουν παραγραφεί αλλά να μη διατηρούν καν ένα όνομα, ένα ίχνος προς αναγνώριση ή κάποιον αύξοντα αριθμό στη λίστα των περίφημων προτεραιοτήτων. Οι κουκούλες δεν είναι πλέον στη μόδα, ο Σπηλιωτόπουλος φέρεται σαν να βρισκόταν σ' αυτή την ήσυχη και ασφαλή θέση από κτίσεως κόσμου, η δε ηθική αναισχυντία που αποπνέουν οι σχέσεις υποκατάστασης φροντιστηρίων και σχολείου δεν ενοχλεί ξαφνικά κανέναν.
Μάλιστα, εκ των υστέρων, η σπανίως μνημονευόμενη πολιτική και «παιδαγωγική» εκκρεμότητα που άφησε πίσω της εκείνη η καταιγίδα των επεισοδίων θυμίζει λιγότερο ένα θέαμα του οποίου υπήρξαμε μάρτυρες και περισσότερο μιαν ασαφή ανάμνηση τρίτων, ανάμνηση που μας διηγήθηκαν και για της οποίας την αυθεντικότητα αμφιβάλλουμε. Με εξαίρεση τα ψελλίσματα συγκεκριμένων κύκλων της Αριστεράς, όλα δείχνουν ότι το αίνιγμα της επιθυμίας των νέων για ζωή εγκαταλείφθηκε θαμμένο κάτω από αδιαπέραστους όγκους αμηχανίας, σαν ένας νεκρός που δεν τον πένθησαν. Περιττεύουν οι προφητικές ικανότητες για να πιθανολογήσει κανείς ότι, μόλις στοιχειώσει ο λόγος του νεκρού, δηλαδή της νεολαίας, πράγμα αναμενόμενο αφού δεν κηδεύτηκε αλλ' απλώς τον απέσυραν από την πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα σαν αυτοκίνητο παλαιάς τεχνολογίας, θα επανέλθουν οι χορωδίες των «ειδικών» αναλυτών και των ψυχολόγων με τα ίδια ακριβώς κλισέ, του τύπου «Πρέπει να ακούσουμε τους νέους», «Οι νέοι έχουν να μας πουν πολλά» και ούτω καθεξής.
Οταν αυτές οι φανφάρες διατυπώθηκαν πρώτη φορά είχα σκεφτεί ότι το λογικό δεν ήταν να ακούσουμε εμείς τους νέους, αφού δεν τους είχαμε δώσει την κατάλληλη γλώσσα ώστε να μιλήσουν, αλλά αντίθετα να τους μιλήσουμε εμείς, μια και εμείς χρωστούσαμε εξηγήσεις γι' αυτό το αχανές πανόραμα κενότητας, ασυναρτησίας και παραλογισμού που περιέβαλλε τη μοίρα τους. Αποδείχθηκε, δυστυχώς, ότι η παρατήρηση εκείνη δεν ήταν υπερβολικά απαισιόδοξη.

Βαρβάρα Τερζάκη

Άρθρο Ευγένιου Αρανίτση - εφ. Ελευθεροτυπία, 20-09-2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: