3/5/10

Μέγιστο διακύβευμα η διατροφή για τις χώρες του Νότου


Το 2050 στον πλανήτη Γη εκτιμάται ότι θα διαβιούν 9,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι, οι διατροφικές ανάγκες των οποίων δεν φαίνεται , για την ώρα, να απασχολούν τη διεθνή κοινότητα. Στις φτωχές χώρες, όμως, όπου αναμένεται δημογραφική έκρηξη, η πρόκληση τρομάζει. Εκεί ζεί η πλειονότητα των χρόνια υποσιτιζόμενων, κι επίσης εκεί ξέσπασαν το 2007 και το 2008, οι «εξεγέρσεις της πείνας», που συνδέονται με την εκτίναξη των τιμών των αγροτικών προϊόντων.
Στις ίδιες περιοχές βρίσκονται κατ τα γονιμότερα εδάφη, που έχουν πλέον, εγκαταλειφθεί ελλείψει οικονομικών μεσών. Τα εδάφη αυτά εκμεταλλεύονται προοδευτικά οι δυτικές δυνάμεις, με σκοπό την παραγωηή φυτικών καυσίμων, ή ακόμη και οι ασιατικές χώρες και οι χώρες του Κόλπου που επιθυμούν να εγγυηθούν βιώσιμο επισιτισμό, προβλέποντας αύξηση των γεωργικών προϊόντων παγκοσμίως. Εκεί, τέλος, η υπερθέρμανση του πλανήτη θα μειώσει περισσότερο από οπουδήποτε αλλού τις γεωργικές αποδόσεις-από 15% εώς 30% στην υποσαχάρια Αφρική σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ.
Η εκτίναξη των αγροτικών τιμών το 2007 και το 2008 ανέδειξε την έντονη αστάθειά τους και κατέρριψε το δόγμα της «αυτορύθμισης των αγορών». Απέναντι σε ένα βραχυπρόθεσμο, σταθερό αίτημα διατροφής, η παραγωγή αλλάζει σύμφωνα με τις κλιματικές αλλαγές, γεγονός που επιφέρει σημαντική διαφοροποίηση στις τιμές και τα εισοδήματα- αιτία για την οποία τα κράτη, από την εποχή των φαραώ, ρυθμίζουν πάντα το εύρος των εισαγωγών και υιοθετούν πολιτικές αποθήκευσης.
Τη δεκαετία του ’80 στον τομέα της γεωργίας, η απελευθέρωση των ανταλλαγών επιβλήθηκε στις χρεωμένες χώρες από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και την Παγκόσμια Τράπεζα. Έπειτα το 1994, οι πιέσεις που ασκούσαν οι αγροδιατροφικές εταιρείες για την πτώση των τιμών των γεωργικών τροφίμων κατέληξαν, στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), στη Συμφωνία για τη Γεωργία. Ο συμβιβασμός, που «στόχο είχε μακροπρόθεσμα(...) ουσιώδεις προοδευτικές μειώσεις στη στήριξη και την προστασία της γεωργίας», έρχεται σε ρήξη με τη γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (ΓΣΔΕ – GATT) του 1947, η οποία δεν εμπόδιζε την προστασία των εισαγωγών-ακόμη κι αν επέτρεπε τις ενισχύσεις των εξαγωγών.
Οι κανόνες της Συμφωνίας ετέθησαν υπό διαπραγμάτευση μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΗΠΑ, προτού εφαρμοστούν σε όλα τα μέλη του ΠΟΕ, και εύλογα χαρακτηρίζονται από πρωτοφανή ανισότητα προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, κάτι το οποίο ισχύει κυρίως για τον προσδιορισμό του ντάμπινγκ. Σύμφωνα με τον ΠΟΕ εμπίμπτει στη δικαιοδοσία αυτής της κατηγορίας η χώρα που επιχορηγεί έναν εξαγωγέα, όχι όμως όταν εξάγει στην τιμή της εσωτερικής αγοράς-ακόμη κι αν αυτή η τιμή είναι κατωτερη του πραγματικού κόστους παραγωγής, χάρη σε εσωτερικές ενισχύσεις.

«Πράσινο κουτί»
Από το 1992, οι Βρυξέλλες και η Ουάσιγκτον μείωσαν σημαντικά τις εσωτερικές τιμές προκειμένου να εξακολουθήσουν να εξάγουν χωρίς να κινδυνέουν να κατηγορηθούν επίσημα για ντάμπινγκ. Εξάλλου, η διάκριση που επιχείρησε να κάνει ο ΠΟΕ ανάμεσα στις επιτρεπόμενες ενισχύσεις («πράσινο κουτί») και αυτές που υποβάλλονται σε περιορισμό δεδομένης της»ανισότητας των ανταλλαγών» (κουτιά «μπλέ» και «πορτοκαλί») καλύπτεται από μυστικότητα.
Οι διαδοχικές μεταρρυθμίσεις της κοινής αγροτικής πολιτικής (ΚΑΠ) και του Farm Bill στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1990 επί της ουσίας δεν απέχουν πολύ από αυτήν την απάτη. Στις διαπραγματεύσεις του κύκλου της Ντόχα, οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. δέχτηκαν να μειώσουν τις «ανισοτικές» ενισχύσεις τους κατά 80% και 70% αντίστοιχα, σε σχέση με το επιτρεπτό όριο της περιόδου 1995-2000, αν οι αναπτυσσόμενες χώρες άνοιγαν τις μη γεωργικές αγορές τους και τις υπηρεσίες τους. Δεν σταμάτησαν όμως, να «κλέβουν» με τις «ανισοτικές» ενισχύσεις, σε μεγάλον βαθμό μάλιστα. Η Ουάσιγκτον εκτίμησε, έτσι, τις δικές της στα 8,5 δις. δολάρια για το 2007, ενώ στην πραγματικότητα, άγγιξαν τα 28,2 δις. δολάρια. Αντίστοιχα, οι Βρυξέλλες ανακοίνωσαν το ποσό των 43,1 δισεκατομμυρίων ευρώ για την περίοδο 2005-2006 (τελευταία κοινοποιημένη χρονια), έναντι ενός πραγματικού ποσού ύψους 72,9 δις. ευρώ (!) –πράγμα που σημαίνει ότι η προσφορά μείωσης απλώς δεν πείθει.
Οι δύο μεγάλοι εξαγωγείς έχουν συνενόχους στο έγλημα τη Γενική Γραμματεία του ΠΟΕ και τον πρόεδρο της επιτροπής διαπραγμάτευσης για τη γεωργία. Άλλωστε μπορεί το δευτεροβάθμιο όργανο του ΠΟΕ να αποφάσισε, στις 3 Δεκεμβρίου του 2001- μαζί και για τα γαλακτοκομικά προϊόντα του Καναδά – ότι το ντάμπινγκ έπρεπε να καθορίζει και τις εσωτερικές ενισχύσεις στα εξαγόμενα προϊόντα, και στις 3 Μαρτίου του 2005 – με την υπόθεση του βαμβακιού των ΗΠΑ-ότι οι σταθερές άμεσες αμερικανικές ενισχύσεις δεν θα προέρχονταν από το «πράσινο κουτι». Ωστόσο οι αποφάσεις αυτές θεωρήθηκαν ως μεμονωμένες και ότι δεν επέφεραν πραγματική ρυθμιστική αλλαγή.
Γνωρίζοντας ότι ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι υποφέρουν από χρόνιο υποσιτισμό και ότι άλλα δύο δισεκατομμύρια από χρόνια έλλειψη πρωτεϊνών και ιχνοστοιχείων, ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ εκτιμά ότι πρέπει να αυξήσουμε την παγκόσμια παραγωγή τροφίμων κατά 70% μέχρι το 2050. Στην Παγκόσμια Συνδιάσκεψη για τη Διατροφή, το 1996 δύο βασικά μέτρα προτάθηκαν για τον σκοπό αυτό. Από τη μία ετήσιες μεταφορές δημόσιου χρήματος από τις χώρες του Βορρά προς τις χώρες του Νότου για τη γεωργία-αρχικά εκτιμήθηκαν στα 25 δισ. δολάρια, έπειτα στα 44 δισ. ενώ σήμερα περιορίζονται στα 7,9 δισεκατομμύρια δολάρια. Από την άλλη, την απελευθέρωση των ανταλλαγών.

Ενισχύσεις
Αν και τόσο σημαντικές ενισχύσεις είναι καλοδεχούμενες, εντούτοις προκαλούν δυσπιστία, τουλάχιστον έτσι όπως έχει σήμερα η κατάσταση. ‘Οσο για την απελευθέρωση των ανταλλαγών, θα μπορούσε να επιφέρει συγχρόνως μεγάλη μείωση των κρατικών προϋπολογισμών και την καταστροφή των αγροτών στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική ανάπτυξη των φτωχότερων χωρών, όπως αυτών της υποσαχάριας Αφρικής, χωρίς να τεθεί σε εφαρμογή, προς όφελός τους, η προστασία της γεωργίας, η οποίας απέδωσε καρπούς στην Ε. Ε. και τις ΗΠΑ. Αξίζει, λοιπόν, να σημειωθεί ότι, όσο πιο ανεπτυγμένη είναι μια χώρα τόσο περισσότερο προστατεύεται από την εισαγωγή βασικών προϊόντων διατροφής και αυτό παρά τον μέσο γεωργικό δασμό που είναι κατώτερος από τον δασμό στις αναπτυσσόμενες χώρες. Είναι βέβαια, αλήθεια ότι αυτός ο μέσος δασμός, δεν σημαίνει τίποτα. Ας το δούμε αναλυτικά: Παρά το γεγονός ότι αγγίζει το 22,9 % στις 2.202 δασμολογικές γεωργικές κλάσεις των Βρυξελλών – και το 10,5% αν υπολογίσουμε τις εισαγωγές με ειδικές τιμές- ο μέσος δασμός στα δημητριακά παραμένει στο 50% στα 25 κράτη-μέλη, έναντι 5% στη Δυτικοαφρικανική Οικονομική και Νομισματική Ένωση (UEMOA). Όσον αφορά το γάλα σε σκόνη, 87% έναντι 5% για τα σακχαρώδη προϊόντα 59% έναντι 200% για τα κατεψυγμένα κρέατα (βοδινό, χοιρινό και πουλερικά) 66% έναντι 20%.
Όσο πιο ανεπτυγμενη είναι λοιπόν, μια χώρα, τόσο μικρότερο μερίδιο προϊόντων διατροφής εισάγει.
Αναφορικά με την περίοδο 2001-2004, για παράδειγμα, το μερίδιο αυτό που κυμαινεται , για τα δημητριακά, από το 1,4% στις ΗΠΑ έως το 5,9% στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ανέρχεται στο 12,6 στις αναπτυσσόμενες χώρες, στο 19,3 στις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής και στο 18,9% στη Δυτική Αφρική. Για τα γαλακτοκομικά προϊόντα, βρίσκεται στο 2% στις ΗΠΑ και στο 2,7% στην Ε.Ε., έναντι 10,3% στις αναπτυσσόμενες χώρες και 39% στις χώρες της Δυτικής Αφρικής.
Το θεαματικό αποτέλεσμα της προστασίας που ασκείται σε μια γεωργική παραγωγή φαίνεται ξεκάθαρα αν προβούμε στη σύγκριση μεταξύ Κένυας και UEMOA: Ο τελωνειακός δασμός στο γάλα σε σκόνη πέρασε στην πρώτη από το 25%, το 1995%, στο 355, το 2002 και στο 60% από το 2004, ενώ έχει παραμείνει στο 5% στη δεύτερη.
Η Κένυα είναι ένας αμιγώς αναπτυσσόμενος εξαγωγέας γαλακτοκομικών προϊόντων, με εσωτερική κατανάλωση εκατόν δώδεκα λίτρων κατ’ άτομο. Αντίθετα, οι αντίστοιχες εισαγωγές σε γάλα αντιπροσωπεύουν το 64% της γαλακτοκομικής παραγωγής της Δυτικής Αφρικής και η κατ’άτομο κατανάλωση αγγίζει μόλις τα τριάντα πέντε λίτρα.

Αλλες πολιτικές
Τα στοιχεία αυτά συνηγορούν υπέρ μιας αναθεώρησης όλων των γεωργικών πολιτικών τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο Συμφωνίας για τη Γεωργία, βάσει της αρχής της διατροφικής κυριαρχίας. Κάθε χώρα (ή ομάδα χωρών) θα έχει τη δικαιοδοσία να προσδιορίσει τη γεωργική και επισιτιστική πολιτική της όπως την αντιλαμβάνεται από τη στιγμή που δεν θα είναι επιζήμια στον υπόλοιπο κόσμο χρησιμοποιώντας το ντάμπινγκ –και πρέπει να συμπεριλάβουμε σε αυτήν την πρακτική και τις έμμεσες εσωτερικές ενισχύσεις όπως οι επιδοτήσεις για την εκτροφή των ζώων.
Το να θεωρήσουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει πλέον, ανάγκλη να προστατεύσει τη γεωργική αγορά της, παρα μόνον έναντι των εισαγωγών από χώρες που δεν σέβονται το περιβάλλον και τους στοιχειώδεις κοινωνικούς κανόνες-σύμφωνα με τους Πράσινους και τους Σοσιαλιστές του Ευρωκοινοβουλίου, καθώς και πολλές μη κυβερνητικές οργανώσεις-μοιάζει παρακινδυνευμένο.
Πράγματι, οι αυξημένοι τελωνειακοί δασμοί που επιβάλλουν οι Βρυξέλλες στα βασικά είδη διατροφής θα μειώνονταν αν υπογραφόταν συφωνία στο πλαίσιο του κύκλου της Ντόχα κι ακόμα περισσότερο αν η συμφωνία της ελεύθερης συναλλαγής με την Κοινή Αγορά του Νότου (Mercosur) είχε προσδιοριστεί όπως επιθυμούσε η Ισπανία η οποία προεδρεύει της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το πρώτο εξάμηνο του 2010. Έτσι η επιβίωση των ευρωπαίων γεωργών εξαρτάται από την κυριαρχία τους στην εσωτερική αγορά, στην οποία διοχέτευσαν το 77,5% των προϊόντων τους στο διαστημα 2005-2007.
Η Ε. Ε. έχει λοιπόν, συμφέρον να θεμελιώσει εκ νέου την ΚΑΠ και τη Συμφωνία για τη Γεωργία για την επισιτιστική κυριαρχία, καθώς και να παράγει τα τρόφιμά της για την εκτροφή ζώων, αρνούμενη το γενικευμένο ντάμπινγκ. Αυτό δεν θα την εμποδίσει να εξάγει από την στιγμή που οι παγκόσμιες γεωργικές τιμές θα είναι υψηλότερες από τις εσωτερικές χωρίς ενισχύσεις. Συγκεκριμένα, μπορούμε να καθορίσουμε αποδοτικές τιμές, εγγυημένες από κυμαινόμενες εισφορές στις εισαγωγές, προκειμένου οι αγρότες που κινούνται κοντά στο μέσο κόστος παραγωγής της Ε. Ε. να μην χρειάζονται κοινοτικές ενισχύσεις για να επιβιώσουν.
Οι ενισχύσεις αυτές, στις οποίες πρέπει να έχει οριστεί πλαφόν και να ποικίλλουν μεταξύ των κρατών-μελών, θα απευθύνονται στους αγρότες των οποίων τα κόστη ξεπερνούν τον μέσο όρο της Ένωσης ή οι οποίοι αν και παράγουν πολύ λίγο έχουν ανάγκη να υποστηριχτούν για κοινωνικούς ή περιβαλλοντικούς λόγους (πολυλειτουργικότητα).
Όσον αφορά τις ποσότητες γιατί να μην καθοριστούν ανώτατες τιμές ανά προϊόν ανάμεσα στα 27 κράτη-μέλη με στόχο να φτάσουμε σε μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των πλεονεκτημάτων που θα αντλούσε κάθε χώρα και της αναγκαιότητας να προωθηθεί μια πολύ πλευρη γεωργία, ελαχιστοποιώντας, ταυτόχρονα, τα κόστη μεταφοράς; Μια τέτοια μεταρρύθμιση θα βρισκόταν στον αντίποδα της παράλογης απορύθμισης που ακολουθεί η Κομισιόν.
Η ανάγκη όμως, για αναδιάρθρωση της αγροτικής πολιτικής είναι ακόμη πιο επιτακτική στις αναπτυσσόμενες χώρες, δεδομένου του αυξανόμενου επισιτιστικού τους ελλείματος- το οποίο άγγιξε, αν δεν λάβουμε υπ’όψιν το ψάρι, τα 13,3 δισεκατομμύρια δολάρια το 2007.

Προστατευτισμός

Εξάλλου, ο περιορισμός του προστατευτισμού στις εισαγωγές και τις γεωργικές «ανισοτικες» ενισχύσεις αποτελκεί το κλειδί της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ στις διαπραγματεύσεις του κύκλου της Ντόχα, ως αντάλλαγμα για το άνοιγμα των αγορών μη γεωργικών προϊόντων και υπηρεσιών των αναπτυσσόμενων χωρών καθώς αυτές έχουν έναν άσο στο μανίκι: Μπορούν να αρνηθούν τη διαστρεβλωμένη ερμηνεία των κανόνων της Συμφωνίας για τη Γεωργία από την Ε. Ε. και τις ΗΠΑ, καθώς και τις μαζικές υποσημειώσεις και να τις καταγγείλουν στον ΠΟΕ.
Αν αποδεικνυόταν ξεκάθαρα ότι οι προσφορές τους για μειώσεις είναι μόνο ψευδαισθήσεις, οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν θα ήταν πλέον υποχρεωμένες να ανοίξουν τις μη γεωργικές αγορές και τις υπηρεσίες τους ενώ θα άνοιγε πια ο δρόμος για τον επαναπροσδιορισμό των γεωργικών πολιτικών και της Συμφωνίας για τη Γεωργία.
Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Jacques Berthelot-εφ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Le Monde Diplomatique, 14-03-2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: