24/11/09

Αναζητώντας έξοδο από τον λαβύρινθο

Το καλοκαίρι του 1922 ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία είχε στρατοπεδεύσει σε αμυντική θέση στις γραμμές που κατείχε τον τελευταίο χρόνο. Απέναντί του είχε έναν δεινό πλέον τουρκικό στρατό, τον οποίον είχε δημιουργήσει ο Κεμάλ Πασάς.
Η «Καθημερινή» δημοσίευσε το διάσημο κύριο άρθρο «Οίκαδε» στις 14/26 Αυγούστου 1922. Σε αντίθεση με πολλά κύρια άρθρα που είχε γράψει ο Γεώργιος Α. Βλάχος, ο ιδρυτής της εφημερίδας, αυτό ήταν ανυπόγραφο. Αλλά είχε ορθά υποτεθεί ότι ήταν δικό του. Υποστήριζε ότι δεν πήγαινε άλλο. Ο ελληνικός λαός και οι ένοπλες δυνάμεις είχαν κάνει ό,τι μπορούσαν. Οι συμμαχικές διασκέψεις, που είχαν λάβει χώρα από τότε που ο Βενιζέλος έπεσε από την εξουσία, δεν είχαν αποφέρει αποτελέσματα. «Αύριον έρχεται το φθινόπωρον και μεθαύριον ο χειμών. Και η Ελλάς, διά λόγους σπουδαίους, διά λόγους αποβλέποντας εις την ιδίαν αυτής γαλήνην, έχει την υποχρέωσιν να διαχειμάση οίκαδε». Τρεις μέρες αργότερα ο Βλάχος επανέλαβε τη συμβουλή του σε ένα κύριο άρθρο με τίτλο «Οι Πομερανοί».
Τα άρθρα της «Καθημερινής» έφτασαν πολύ αργά για να είναι χρήσιμα. Οταν τα δημοσίευσε ο Βλάχος, η κατάσταση του ελληνικού στρατού ήταν ήδη απελπιστική. Τα χρήματα και τα εφόδια δεν επαρκούσαν. Οι σύμμαχοι είχαν μπλοκάρει τις πιστώσεις μετά την επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου. Το ηθικό χειροτέρευε. Ο στρατός έμοιαζε με μήλο φαγωμένο στο εσωτερικό του από έντομα, επιφανειακά ακέραιο αλλά έτοιμο να αποσυντεθεί.
Ο Κεμάλ εξαπέλυσε την επίθεσή του στις 26 Αυγούστου. Ο Βλάχος αργότερα, όταν αντιμετώπισε κριτική, υποστήριξε ότι τα κύρια άρθρα του συνέπεσαν με την τουρκική επίθεση, άρα δεν θα μπορούσαν να είχαν επηρεάσει την έκβαση. Μερικές μέρες αργότερα το ελληνικό μέτωπο έσπασε. Ο στρατός υποχώρησε στη Σμύρνη, σπέρνοντας πίσω του την καταστροφή. Υπό την επίβλεψη του ύπατου αρμοστή Στεργιάδη, το ελληνικό κράτος στη Μικρά Ασία διαλύθηκε. Τους υπαλλήλους του ελληνικού κράτους και τον στρατό, που εκκένωσαν τη χώρα, ακολούθησαν πολλές χιλιάδες χριστιανοί, ως πρόσφυγες.
Η κυβέρνηση είχε αντιμετωπίσει το εξής δίλημμα: αν απέσυρε τον στρατό, ο χριστιανικός πληθυσμός θα έμενε εκτεθειμένος σε σκληρά αντίποινα και κατά πάσα πιθανότητα θα τρεπόταν σε φυγή· αλλά αν ο στρατός παρέμενε, μπορεί να κατέρρεε. Πίστευαν ότι μόνο μία λύση που θα επέβαλαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, π.χ. αυτή της αυτονομίας, θα μπορούσε να σώσει τον ελληνικό πληθυσμό. Αλλά οι Δυνάμεις αδυνατούσαν να δώσουν μια τέτοια λύση. Συμβουλές για να αναδιοργανωθεί η διοίκηση της Μικράς Ασίας, να παραδοθεί στους ντόπιους, και αυτοί να εκπαιδευτούν ώστε να την υπερασπίζουν, θα μπορούσαν να είχαν κάποιο νόημα μήνες νωρίτερα, αλλά όχι τώρα. Ο Βλάχος αποκάλεσε την κυβέρνηση κληρονόμους του εθνικού προβλήματος, και όχι δημιουργούς του.
Ο βασικός παράγοντας που ενεθάρρυνε τον Βενιζέλο να αναλάβει εντολή κατοχής της Δυτικής Μικράς Ασίας δεν ίσχυε πλέον. Αυτός ο παράγοντας ήταν η υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων. Οταν ο Βενιζέλος έπεσε από την εξουσία, ήταν ήδη ξεκάθαρο ότι οι Γάλλοι ήθελαν πολύ να αποκαταστήσουν καλές σχέσεις με την Τουρκία. Οι Ιταλοί ανέκαθεν ήταν εχθρικοί, και οι Αμερικανοί είχαν ουσιαστικά βγει από το παιχνίδι.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο στην επιτυχία των Ελλήνων ήταν ο Κεμάλ, ο οποίος ήταν ένας ευφυής ρεαλιστής. Αποδέχθηκε την απώλεια των αυτοκρατορικών επαρχιών έξω από την Ανατολία. Αλλά επέμενε στην αποχώρηση των Ελλήνων από τη Σμύρνη και την ενδοχώρα της. Απαιτούσε επίσης την Ανατολική Θράκη. Ούτε ο Βενιζέλος ούτε οι διάδοχοί του βρήκαν απάντηση σε αυτόν τον νέο τουρκικό εθνικισμό.
Η πιο ξεκάθαρη εικόνα της σύγχυσης των αντι-βενιζελικών κυβερνήσεων δόθηκε από τον Ιωάννη Μεταξά. Τον Απρίλιο του 1921, μετά την αποτυχία δύο περιορισμένων ελληνικών επιθέσεων, η κυβέρνηση προσκάλεσε τον Μεταξά να επιστρέψει ως αρχηγός του Επιτελείου ή ως αρχηγός των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Ο Μεταξάς αρνήθηκε. Πίστευε ότι η φιλοδοξία του Βενιζέλου να προσαρτήσει τη Μικρά Ασία ήταν μία πλάνη. Είπε στους υπουργούς ότι ζητούσαν την κατάκτηση της Μικράς Ασίας χωρίς να την προετοιμάσουν δια της εξελληνίσεως της χώρας. «Κατά το φαινόμενον μόνον πρόκειται περί της Συνθήκης των Σεβρών [η συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία, της 10ης Αυγούστου 1920, η οποία δεν επικυρώθηκε ποτέ]. Πράγματι πρόκειται περί διαλύσεως της Τουρκίας και εγκαθιδρύσεως του κράτους μας επί των χωρών της».
Ο Γούναρης απάντησε ότι δεν ήταν αυτή η δική του πολιτική: «Ο Βενιζέλος μας έφερε εκεί. Τον πόλεμον τον εύρομεν». Αν η Ελλάδα απεσύρετο τώρα, η Βρετανία θα έπαυε να τη θεωρεί σοβαρό έθνος. Επίσης θα σήμαινε, είπε ο Πρωτοπαπαδάκης, ότι η Θράκη θα χανόταν, και ότι τον βασιλιά θα τον συνέπαιρνε η οργή του κόσμου. Ολα αυτά επαληθεύτηκαν την επαύριο της Καταστροφής. Ο ελληνισμός στη Μικρά Ασία έσβησε ως ζωντανή παρουσία δια της φυγής των προσφύγων και της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών που συμφωνήθηκε το 1923. Ο βασιλιάς πήγε εξορία, και οι υπουργοί έχασαν τη ζωή τους από το εκτελεστικό απόσπασμα μετά τη Δίκη των Εξι.
Κολοσσιαία πρόκληση για ένα μικρό, αδύναμο και διχασμένο έθνος
Στην πραγματικότητα, ο Βενιζέλος, καθώς και οι βασιλικοί διάδοχοί του, ηττήθηκαν από τη δυσεπίλυτη πρόκληση, η οποία ήταν ολοφάνερη από το 1919. Ηταν αδιανόητο ότι ο Βενιζέλος θα γυρνούσε την πλάτη του στη μικρασιατική πολιτική του, αλλά ήταν ξεκάθαρο ακόμη και το 1919 ότι η κατοχή της Δυτικής Μικράς Ασίας ήταν τρομερά ριψοκίνδυνη. Αν ο Βενιζέλος είχε παραμείνει στην εξουσία, το καλύτερο που θα μπορούσε να είχε κάνει, θα ήταν να διαχειριστεί την κατάσταση καλύτερα, και ίσως να κρατήσει την Ανατολική Θράκη. Αλλά η λαϊκή ετυμηγορία στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 καθιστά μία τέτοια υπόθεση ακαδημαϊκή.
Οι βενιζελικοί υποστήριζαν ότι ο Κωνσταντίνος, ο οποίος επέστρεψε μετά το δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου του 1920, ήταν το κύριο εμπόδιο στην επίτευξη των απατηλών κερδών της Συνθήκης των Σεβρών. Χωρίς αυτόν, η υποστήριξη των συμμαχικών δυνάμεων θα απεκαθίστατο. Οπότε όφειλε να παραιτηθεί. Αλλά ακόμη και αν η απομάκρυνσή του είχε αυτή την επίδραση, το επιχείρημα ήταν πλασματικό. Ο Κωνσταντίνος ήταν στην καρδιά του αντι-βενιζελικού σκοπού, και δεν μπορούσε να εγκαταλειφθεί από τους ίδιους τους υποστηρικτές του.
Επρεπε οι αντι-βενιζελικοί να είχαν το κουράγιο να εγκαταλείψουν την επιθετική πολιτική στη Μικρά Ασία και να μικρύνουν δραστικά το μέτωπο· ή να αποσυρθούν από τη Μικρά Ασία εντελώς και να σκοπεύσουν στο να κρατήσουν την Ανατολική Θράκη; Ολες αυτές οι τακτικές συζητήθηκαν. Καμία δεν ήταν εύκολη. Ομως δεν θα μπορούσαν να είναι χειρότερες από αυτές που με ανικανότητα ακολουθήθηκαν.
Η τραγική έκβαση του μικρασιατικού εγχειρήματος απεικόνιζε τη συγκριτική αδυναμία της Ελλάδας, και τα λάθη και των δύο πολιτικών στρατοπέδων. Η βενιζελική «ανόρθωσις» και οι επιτυχίες των Βαλκανικών Πολέμων έκαναν την Ελλάδα έναν σημαντικό παράγοντα στην Εγγύς Ανατολή. Αλλά οι πιέσεις που άσκησε ο Εθνικός Διχασμός στο κοινωνικό σύνολο και στις ένοπλες δυνάμεις ήταν τέτοιες που η Ελλάδα δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στην κολοσσιαία πρόκληση της κατοχής, του ελέγχου και, στο τέλος, της προσάρτησης της Δυτικής Μικράς Ασίας, στην οποία το μουσουλμανικό στοιχείο υπερείχε αριθμητικώς των Ελλήνων χριστιανών.
* Ο Sir Michael Llewellyn Smith είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Το όραμα της Ιωνίας: Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία 1919-1922» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης. Διετέλεσε πρέσβης της Βρετανίας στην Ελλάδα από το 1996 έως το 1999 και είναι ο νέος κάτοχος της Εδρας «Ελευθέριος Βενιζέλος» του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.


Βαρβάρα Τερζάκη

Άρθρο Michael Llewellyn Smith - εφ. Καθημερινή, 15-11-2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: