9/8/10

Τριάντα χρόνια από τον θάνατο του Ζαν Πολ Σαρτρ


Πριν από τριάντα χρόνια πέθανε στο Παρίσι ένας μεγάλος στοχαστής, ο οποίος με την ενεργό παρουσία και με το έργο του σημάδεψε όσο λίγοι τον πνευματικό χάρτη του εικοστού αιώνα: ο Ζαν Πολ Σαρτρ.
Η είδηση του θανάτου του σηματοδότησε για πολλούς το τέλος μιας εποχής και προκάλεσε συγκίνηση σε ολόκληρο τον κόσμο. Η κηδεία του μετατράπηκε σε διαδήλωση, καθώς ένα πελώριο πλήθος ανθρώπων, γέρων και νέων, Γάλλων και ξένων, κατέκλυσε τους δρόμους του Παρισιού.
Ο Ρολάν Μπαρτ είχε προβλέψει ότι ο Σαρτρ θα γινόταν κατανοητός είκοσι ή τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του. Αν αυτή η πρόβλεψη έχει κάποια βάση, ίσως είναι καιρός να ξαναδιαβάσουμε τον Σαρτρ και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε το πολυσήμαντο έργο του. Ενα ερέθισμα προς αυτή την κατεύθυνση προσφέρουν και τα κείμενα που παρουσιάζουμε στη συνέχεια. Η Ιταλίδα Μικέλα Μαρτσάνο διδάσκει φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ρενέ Ντεκάρτ του Παρισιού και το άρθρο της δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα La Repubblica. Ο Ιταλοαργεντινός Κλάουντιο Τονιονάτο είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας σε πανεπιστήμιο της Ρώμης και το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Il Manifesto.
Τι απομένει από τη στράτευση των διανοουμένων;
Της ΜΙΚΕΛΑ ΜΑΡΤΣΑΝΟ
Είναι παράξενο! Η τριακοστή επέτειος από τον θάνατο του μεγάλου φιλοσόφου Ζαν Πολ Σαρτρ δεν προξενεί ιδιαίτερο ενθουσιασμό στη Γαλλία! Είναι εντυπωσιακό, κυρίως αν σκεφτούμε τον θρίαμβο με τον οποίο αντίθετα γιορτάστηκαν τον περασμένο Γενάρη τα πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Αλμπέρ Καμί. Ριζοσπάστης και αντικομφορμιστής, ο Σαρτρ παραμένει το σύμβολο της στράτευσης των διανοουμένων, ο πνευματικός δάσκαλος μιας ολόκληρης γενιάς φιλοσόφων.
Παραμένει εκείνος ο οποίος, αφού πρώτα απαρνήθηκε το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής και έπειτα το Βραβείο Νόμπελ, ενσάρκωσε μέχρι το τέλος τη βούληση να μην επιτρέψει να τον εργαλειοποιήσει και επομένως να τον μετατρέψει σε θεσμό η εξουσία. Ποια κληρονομιά άφησε όμως η φιλοσοφική του σκέψη; Ποιος σήμερα μπορεί ακόμα να λέει αληθινά ότι είναι οπαδός του Σαρτρ;
Από την επαύριο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και για πάνω από τριάντα χρόνια, ο Σαρτρ πήρε μέρος σε όλες τις ιδεολογικές μάχες. Από την κριτική στον δυτικό ιμπεριαλισμό ώς τα ταξίδια στη Σοβιετική Ενωση, την Κούβα και την Κίνα, περνώντας από την εξέγερση των φοιτητών και των εργατών το 1968, ο Γάλλος φιλόσοφος δεν έπαψε ποτέ να παίρνει θέση.
Γι' αυτόν, το να είναι κανείς διανοούμενος σημαίνει να παίρνει μέρος στον αγώνα και να στρατεύεται ο ίδιος προσωπικά, χωρίς ποτέ να κλείνεται σε έναν φιλντισένιο πύργο. «Ο πόλεμος μου δίδαξε τη σημασία της στράτευσης», δηλώνει το 1945, στη διάρκεια της περίφημης διάλεξης «Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός». Δημοσιευμένο τον επόμενο χρόνο, το κείμενο της παρέμβασής του αντιπροσωπεύει τη γενέθλια πράξη του γαλλικού υπαρξισμού. Ο ανθρωπισμός, τον οποίο είχε χλευάσει στη «Ναυτία», αποκαθίσταται οριστικά μαζί με την αναγκαιότητα για κάθε διανοούμενο να αναλαμβάνει την ευθύνη των επιλογών του. Ο άνθρωπος δεν είναι πλέον μόνον «καταδικασμένος να είναι ελεύθερος» και να έχει επίγνωση του ότι «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας», αλλά είναι και καταδικασμένος στη στράτευση. Η στράτευση δεν είναι μια επιλογή. Είναι ένα πραγματικό δεδομένο. Είναι ουσιώδες μέρος της ανθρώπινης κατάστασης. Η αξιολογική ουδετερότητα δεν υπάρχει. Η άρνηση να επιλέξουμε είναι και αυτή μια επιλογή.
Παίρνοντας τις αποστάσεις του από τον υλισμό, σύμφωνα με τον οποίο ο άνθρωπος είναι απλώς το προϊόν της κοινωνικο-οικονομικής πραγματικότητας στην οποία ζει, ο Σαρτρ υπογραμμίζει την αναγκαιότητα της επιλογής· μιας επιλογής που είναι απόλυτη και ταυτόχρονα ευάλωτη.
Καθένας μας οφείλει να θεμελιώνει καθημερινά την ύπαρξή του, αρνούμενος τους κανόνες που έρχονται απέξω, για να γίνει πρωταγωνιστής της ζωής του. Ακόμα και αν η ελευθερία επιλογής παραμένει στα όρια της «πραγματικότητας», δηλαδή του κόσμου, είμαστε εμείς που αποφασίζουμε για τους εαυτούς μας.
Μόνον οι δειλοί ή οι άτιμοι μπορούν να αρνούνται τη βαριά ευθύνη που τους συνδέει με όλους τους άλλους ανθρώπους. «Αυτούς που θα κρύψουν από τα μάτια τους, από πνεύμα σοβαρότητας ή κάτω από τελεολογικά προσχήματα, την ολοκληρωτική ελευθερία τους θα τους αποκαλέσω δειλούς· τους άλλους που θα προσπαθήσουν να αποδείξουν πως η ύπαρξή τους σε αυτόν τον κόσμο ήταν αναγκαία, ενώ δεν είναι παρά η συνέπεια της συμπτωματικής ύπαρξης του ανθρώπου πάνω στη γη, θα τους αποκαλέσω άτιμους».
Για να παλέψουμε ενάντια στο παράλογο της ζωής, οφείλουμε να αποδεχθούμε ότι η ανθρώπινη μοίρα αποτελείται από ελευθερία και από ευθύνη και ότι, για να είμαστε πλήρως ελεύθεροι και υπεύθυνοι, οφείλουμε να αναλαμβάνουμε τον κίνδυνο του λάθους. Οι διανοούμενοι δεν πρέπει να ενδίδουν στον «πειρασμό της ανευθυνότητας». Οφείλουν αντίθετα να συμβάλλουν στην προώθηση συγκεκριμένων αλλαγών στην κοινωνία που τους περιβάλλει, «τα λόγια είναι δράση». Και για να παλέψουμε ενάντια στο «κακό» οφείλουμε να δρούμε. Λίγη σημασία έχει το αν κάνουμε λάθος. Οριακά, λίγη σημασία έχει η ατομική θυσία. Ο άνθρωπος ανήκει στη συλλογικότητα. Στο όνομα της «ομάδας» όλα είναι δυνατά. Ενάντια στην αδράνεια των θεσμών, η ομάδα «απελευθερώνει τους ανθρώπους από την ετερότητα». Γι' αυτό, σύμφωνα με τον Σαρτρ, οφείλουμε να βγούμε από τη μικροαστική αβεβαιότητα ενός βασανιστικού ηθικισμού α λα Καμί, για να επωμιστούμε μέχρι τις έσχατες συνέπειές της την «ελευθερία ως αναγκαιότητα».
Τι απομένει ωστόσο από τον ανθρωπισμό, όταν ακόμα και η παρουσία του άλλου γίνεται ένα εμπόδιο το οποίο πρέπει να μπορούμε να υπερβαίνουμε; Τι απομένει γενικότερα από τη στράτευση των διανοουμένων, όταν η πραγματικότητα διαψεύδει τις ιδεολογίες; Παρά το ότι, για πολλά χρόνια, οι Γάλλοι διανοούμενοι προτιμούσαν «να λαθεύουν» με τον Σαρτρ παρά «να έχουν δίκιο» με τον Ρεϊμόν Αρόν ή τον Αλμπέρ Καμί, η ιστορία νίκησε τον Σαρτρ. Το «τέλος των ιδεολογιών», που ο Καμί είχε προαναγγείλει, έθαψε τον μύθο του στρατευμένου διανοούμενου, που είναι ικανός να ενσαρκώνει το καθολικό, για να αντιπαρατίθεται στην ιστορική τυχαιότητα. Ούτε και ο Καμί ωστόσο είχε προβλέψει το κενό που καλύπτει σήμερα τη σφαίρα των δημόσιων συζητήσεων. Οι διανοούμενοι έχουν οριστικά παραιτηθεί. Ορισμένοι έχουν επιστρέψει στους φιλντισένιους πύργους τους. Αλλοι έχουν συνθηκολογήσει με την εξουσία ή με τον κόσμο του θεάματος.
Παρ' όλο που η κληρονομιά του Σαρτρ δεν είναι βολική, πρέπει να αποφύγουμε τον οριστικό ενταφιασμό της. Η αναγκαιότητα για καθέναν από μας να βρει τον δικό του δρόμο προς την ελευθερία παραμένει μια παραίνεση που ισχύει ακόμα και σήμερα. Ακριβώς όπως ισχύει και η πρόσκληση στους διανοούμενους να στρατεύονται με θάρρος στον κόσμο στον οποίο ζουν. Η φιλοσοφία και η λογοτεχνία δεν είναι μια απλή άσκηση ύφους. Η συγγραφή και ο λόγος οφείλουν να εμπλέκουν ολόκληρη την ανθρώπινη υπόσταση.
Αν καθένας είναι οντολογικά υπεύθυνος για τον κόσμο στον οποίο ζει, είναι ωστόσο και υπεύθυνος για τις ενδεχόμενες συνέπειες των δημόσιων παρεμβάσεων και τοποθετήσεών του. Ο Καμί έλεγε ότι αν ήταν υποχρεωμένος να επιλέξει μεταξύ της δικαιοσύνης και της μητέρας του, θα είχε επιλέξει δίχως δισταγμό τη μητέρα του. Στην περίπτωσή του όμως δεν επρόκειτο για παραίτηση ή για ηθικολογία. Επρόκειτο για μια σύσταση στους διανοούμενους εξίσου σημαντική με τις παραινέσεις του Σαρτρ: να στρατευόμαστε δεν σημαίνει μόνον να υπερασπιζόμαστε τις οικουμενικές αξίες, αλλά και να ενδιαφερόμαστε για την τύχη των μεμονωμένων προσώπων. Η στράτευση δεν είναι μόνον ιδεολογικός ακτιβισμός, αλλά έγκειται και στο να παίρνουμε σοβαρά υπόψη μας το πόσο ευάλωτη είναι η ανθρώπινη ύπαρξη. Ο υπαρξιστικός ανθρωπισμός δεν είναι άραγε και αυτό;
Ο τελευταίος φιλόσοφος
Του ΚΛΑΟΥΝΤΙΟ ΤΟΝΙΟΝΑΤΟ
«Ηταν ένα πελώριο πλήθος· γύρω στους πενήντα χιλιάδες ανθρώπους, κυρίως νέοι. Ορισμένοι ακουμπούσαν τα τζάμια της νεκροφόρας. Ηταν φωτογράφοι οι περισσότεροι, οι οποίοι στήριζαν τις φωτογραφικές μηχανές τους στα παράθυρα του οχήματος για να με φωτογραφίσουν. Μερικοί φίλοι του περιοδικού Les Temps Modernes σχημάτισαν ένα φράγμα πίσω από το αυτοκίνητο, και ολόγυρά του, αυθόρμητα, άγνωστοι έφτιαξαν μιαν αλυσίδα κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου. Στο σύνολό του και σε όλη τη διαδρομή, το πλήθος ήταν πειθαρχημένο και συγκινημένο. "Είναι η τελευταία διαδήλωση του '68", είπε ο Κλοντ Λανζμάν». Ετσι θυμήθηκε την κηδεία του Σαρτρ η Σιμόν ντε Μποβουάρ, στο βιβλίο της «Η τελετή των αποχαιρετισμών». Μια άλλη φωνή, ο Ολιβιέ Ρεβό ντ' Αλόν, αφηγείται ότι ο γιος του, επιστρέφοντας εξαντλημένος από το νεκροταφείο του Μονπαρνάς, του είπε: «Ερχομαι από τη διαδήλωση ενάντια στον θάνατο του Σαρτρ».
Να παραμένει ζωντανός σήμαινε για τον Σαρτρ να μην αποδέχεται ούτε τιμές ούτε βραβεία, επειδή δεν ήθελε να τον μετατρέψουν σε θεσμό.
Το 1964, μετά τη θορυβώδη άρνηση του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας, δήλωσε σε μια συνέντευξή του στον Nouvel Observateur: «Αν είχα αποδεχθεί το Νόμπελ -ακόμα και αν στη Στοκχόλμη εκφωνούσα έναν τολμηρό λόγο, πράγμα που θα ήταν παράλογο- θα είχα ενσωματωθεί». Σήμερα, στο απόγειο της κοινωνίας του θεάματος, η άρνησή του φαίνεται ακόμα πιο σκανδαλώδης.
Ο θάνατος ενός φιλοσόφου θέτει ένα τέρμα στη σκέψη του, αλλά οι σελίδες που αυτός έγραψε έχουν τη δυνατότητα να επιζούν. Ο Σαρτρ έλεγε πως για να είναι κανείς αθάνατος πρέπει να πεθάνει. Και να που, πριν από τριάντα χρόνια, στις 15 Απριλίου 1980, ο Σαρτρ πέθανε στα 75 του χρόνια. Ηταν ο θάνατος του κυριότερου εκπροσώπου της παρισινής αριστερής διανόησης, του συμβόλου του στρατευμένου φιλοσόφου αλλά και του πολυγραφότατου συγγραφέα. «Ούτε μια μέρα χωρίς μια γραμμή», δήλωνε σε μια σελίδα του αυτοβιογραφικού βιβλίου του «Οι λέξεις», αν και από το 1972, σχεδόν τυφλός, ήταν υποχρεωμένος να εκφράζει τη σκέψη του μόνον μέσα από συνεντεύξεις.
Ορισμένοι μελετητές θεώρησαν τον Σαρτρ ως τον «τελευταίο ολικό φιλόσοφο» (Alain Renant: «Sartre, le dernier Philosophe»). Με τον Σαρτρ, υποστηρίζει πράγματι ο Ρενό, τελειώνει μια εποχή, τελειώνει η θεωρητική πράξη που θέλει να ενσωματώνει το καθολικό στο μοναδικό. Μετά τον Σαρτρ αρχίζει να κυριαρχεί ο ειδικός διανοούμενος, ο οποίος προτιμάει να παρεμβαίνει στα θέματα που είναι σε θέση να γνωρίζει με εγκυρότητα. Μετά τον Σαρτρ ο διανοούμενος απαρνιέται δηλαδή τον καθολικό του χαρακτήρα, για να περιορίσει τις παρεμβάσεις του σε ειδικά θέματα. Περνάμε από την αντίληψη του ολικού διανοούμενου σε εκείνη του ειδικού διανοούμενου, όπως την όρισαν ο Μισέλ Φουκό και ο Πιερ Μπουρντιέ. Σύμφωνα με τον Μπουρντιέ, η μορφή του συλλογικού διανοούμενου, εκείνου που έχει έτοιμη την απάντηση για όλα, του αλαζόνα και μικροαστού, είναι ακριβώς αυτή που ενσάρκωνε ο Σαρτρ. Ο Μπουρντιέ θα πει μάλιστα: «Αναμφίβολα είναι σε σχέση με τον ρόλο του διανοούμενου που άρχισα να θεμελιώνω την προσωπική μου θέση ρητά εναντίον της εικόνας του Σαρτρ».
Δύσκολο να διατυπώσει κανείς γνώμη γι' αυτή τη μεταβολή στην αντίληψη της μορφής του διανοούμενου, επειδή είναι δύσκολο να κατανοήσουμε σε ποιο βαθμό ο «ειδικός διανοούμενος» ευθύνεται για τον κατακερματισμό της σκέψης. Είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε αν ο σωρός των ειδικών μελετών, που αναφέρονται σε ένα επιμέρους θέμα και που πήγασαν από αυτόν τον κατακερματισμό, κατέληξαν ή όχι να τροφοδοτήσουν μια γενικευμένη αποστράτευση των διανοουμένων. Είναι βέβαιο όμως το ότι από τη δεκαετία του 1980, η φιλοσοφία και η κοινωνιολογία διασκορπίστηκαν σε μια μυριάδα μελετών, αρνούμενες έτσι να προτείνουν μια «σφαιρική» θεώρηση της κοινωνικής ζωής. Και έχουμε φτάσει σήμερα σε ένα σημείο όπου ο «ειδικός διανοούμενος» γνωρίζει καλά τη θεωρητική παραγωγή του δικού του επιστημονικού κλάδου και τίποτα περισσότερο. Για τον Σαρτρ αντίθετα ο διανοούμενος, και ιδιαίτερα ο φιλόσοφος, όφειλε να είναι σε θέση να περνάει από την ειδική γνώση στο σύμπαν που την περιέχει και του οποίου αποτελεί μέρος, επειδή το καθολικό δεν είναι ένας ορίζοντας αλλά ένας εφικτός σκοπός.
Σχετικά με τη φιλοσοφική παραγωγή του Σαρτρ συχνά έγινε λόγος για δυο διακριτές φάσεις: η πρώτη στρέφεται γύρω από «Το είναι και το μηδέν» (1943), ενώ η δεύτερη έχει ως αναφορά της την «Κριτική του διαλεκτικού λόγου» (1960). Οι ερμηνευτές της θεωρητικής του παραγωγής διαιρούνται έτσι μεταξύ εκείνων που βλέπουν μια ασυνέχεια ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο Σαρτρ και εκείνων που ανιχνεύουν μια ουσιαστική συνέχεια στο έργο του. Πέρα από τις διαφορετικές ερμηνείες, η ανάγνωση των έργων του Σαρτρ φανερώνει μια συχνή μεταβολή θέσεων.
Αλλά αντί να μιλάμε για διαφορετικές περιόδους, για να χρησιμοποιήσουμε το ίδιο το σαρτρικό λεξικό, θα έπρεπε μάλλον να μιλάμε για υπέρβαση, για μια διαλεκτική κίνηση που υπερβαίνει διατηρώντας και διατηρεί υπερβαίνοντας. Αν και ήταν ο ίδιος ο Σαρτρ αυτός που ομολογεί ότι η εμπειρία του πολέμου ήταν εκείνη που τον οδήγησε να προσχωρήσει στον μαρξισμό, ο Γάλλος φιλόσοφος ποτέ δεν απαρνήθηκε όμως τις θέσεις που διατύπωσε στο βιβλίο του «Το είναι και το μηδέν». Αν τα πρώτα έργα έχουν ένα μεταφυσικό χαρακτήρα αυτό οφείλεται σε μια διαφορετική προσέγγιση. Στα πρώτα κείμενα ενδιαφέρεται για τη θεωρητική σκέψη. Στις μεταγενέστερες μελέτες ενδιαφέρεται αντίθετα για την πράξη. Αλλά όπως έγραψε ο Ρεϊμόν Αρόν στο βιβλίο του «Histoire et dialectique de la violence», η σαρτρική φιλοσοφία παρέμεινε ουσιαστικά αγκυρωμένη στις ίδιες αφετηριακές της θέσεις.
Από την πρώτη περίοδο γεννιούνται δηλαδή έργα όπως «Η φαντασία», «Ιδέες για μια θεωρία των συγκινήσεων», «Το είναι και το μηδέν» ή «Τετράδια για μια ηθική». Στη δεύτερη περίοδο παίρνουν τη μορφή τους η «Κριτική του διαλεκτικού λόγου» και οι διάφορες μελέτες για τον Μποντλέρ, τον Ζενέ, τον Φρόιντ, τον Μαλαρμέ, τον Τιντορέτο, τον Φλομπέρ. Με άλλα λόγια, τα κοινωνικά θέματα εμφανίζονται στα έργα του με αφετηρία κυρίως την «Κριτική του διαλεκτικού λόγου», αν και στα τελευταία χρόνια ο Σαρτρ επιβεβαίωσε πολλές από τις θέσεις που υποστηρίζονται στο «Είναι και το μηδέν», δεδομένου ότι οι βάσεις του υπαρξισμού του ανιχνεύονται στον αστερισμό των εργασιών που στρέφονται γύρω από αυτό το κείμενο. Η ίδια η «Κριτική του διαλεκτικού λόγου» θεμελιώνεται πράγματι πάνω στις αρχές της πρώτης φαινομενολογικής οντολογίας.
Σύμφωνα με τον Ιταλό φιλόσοφο και ανθρωπολόγο Σέρτζιο Μοράβια, «πέρα από τις μεταβολές, ακόμα και τις σημαντικές, που έγιναν στο επίπεδο των εννοιών, παραμένει πράγματι μια αντίληψη της φιλοσοφίας ως ελεύθερου συνθετικού και ολιστικού στοχασμού για την πραγματικότητα, που αποβλέπει στο να συλλάβει την αλήθεια των νόμων της, προκειμένου να αντλήσει από αυτήν μιαν άμεση υπόδειξη για την ηθικο-πρακτική δράση.
«Παραμένει μια βαθιά εμπιστοσύνη στον άνθρωπο και στην πάντα αναγεννώμενη ικανότητά του να σχεδιάζει την τύχη του, ενάντια σε κάθε είδους αλλοτριωτικές καταστάσεις και πράγματα». Ο Σαρτρ θέλει δηλαδή να θεμελιώσει έναν νέο ουμανισμό, βασιζόμενο στην αποδοχή της τυχαιότητας, προτείνοντας μια φιλοσοφία ικανή να «αντιλαμβάνεται την καθημερινότητα».

Βαρβάρα Τερζάκη
Υπεύθυνος: Επιμέλεια - μετάφραση: ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗΣ -εφ. Ελευθεροτυπία, 07-08-2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: