9/8/10

«Ειλικρινά δικός σας, Τζορτζ Οργουελ»


Πριν από 60 χρόνια, στις 21 Ιανουαρίου 1950, πέθανε σε ένα νοσοκομείο του Λονδίνου ο Τζορτζ Οργουελ. Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια επιστολή που έστειλε ο Οργουελ στον Ρίτσαρντ Ασμπορν, διευθυντή του μηνιαίου λογοτεχνικού περιοδικού «Strand», ο οποίος του είχε προτείνει συνεργασία. Η επιστολή αυτή περιέχεται στο βιβλίο «Orwell: Α Life in Letters» (Harvill Secker, 2010).
Αγαπητέ κύριε Ασμπορν,
ευχαριστώ για την επιστολή σας της 22ας Αυγούστου. Θα προσπαθήσω να σας απαντήσω όσο καλύτερα μπορώ.
Γεννήθηκα το 1903 και σπούδασα στο Ιτον, όπου πήρα μιαν υποτροφία. Ο πατέρας μου ήταν υπάλληλος της Κρατικής Διοίκησης της Ινδίας και η μητέρα μου καταγόταν από μιαν αγγλοϊνδική οικογένεια με δεσμούς κυρίως στη Βιρμανία. Αφού ολοκλήρωσα τις σπουδές μου, εργάστηκα για πέντε χρόνια στην Αυτοκρατορική Αστυνομία στη Βιρμανία, αλλά η εργασία αυτή δεν αντιστοιχούσε διόλου στις ικανότητές μου. Ετσι, υπέβαλα την παραίτησή μου, όταν ήρθα σπίτι μου με άδεια, το 1927. Ηθελα να γίνω συγγραφέας και έζησα το μεγαλύτερο μέρος των δύο επόμενων χρόνων στο Παρίσι, συντηρούμενος με τις αποταμιεύσεις μου, γράφοντας μυθιστορήματα που κανείς δεν θα εξέδιδε και τα οποία αργότερα κατέστρεψα. Οταν τέλειωσαν τα χρήματα, εργάστηκα για λίγο διάστημα πλένοντας πιάτα και έπειτα επέστρεψα στην Αγγλία, όπου έκανα μια σειρά κακοπληρωμένες εργασίες, όπως εκείνη του δασκάλου, με διαλείμματα ανεργίας και απελπιστικής φτώχειας. (Ηταν η περίοδος της οικονομικής ύφεσης). Ολα σχεδόν τα γεγονότα που περιγράφονται στο «Απένταρος στο Παρίσι και στο Λονδίνο» έχουν συμβεί πραγματικά, αλλά σε διαφορετικές στιγμές, και εγώ τα συνέδεσα για να δημιουργήσω μιαν ιστορία που θα λειτουργούσε. Εργάστηκα σε ένα βιβλιοπωλείο επί έναν περίπου χρόνο, στα 1934-1935, αλλά αποφάσισα να το αφηγηθώ μόνον στο «Ασε την ασπιδίστρα να ανεμίζει», για να δημιουργήσω ένα υπόβαθρο.
Δεν νομίζω ότι το βιβλίο αυτό είναι αυτοβιογραφικό. Εγώ ποτέ δεν εργάστηκα σε διαφημιστικό γραφείο. Γενικά, τα βιβλία μου έχουν ένα περιεχόμενο λιγότερο αυτοβιογραφικό από όσο συνήθως πιστεύεται. Υπάρχουν τμήματα αυθεντικής αυτοβιογραφίας στην «Αποβάθρα του Γουίγκαν» και φυσικά στο «Φόρος τιμής στην Καταλωνία», που είναι μια άμεση αφήγηση γεγονότων.
Οσον αφορά την πολιτική, μέχρι το 1935 ενδιαφερόμουν γι' αυτήν μόνον κατά περιόδους, αν και νομίζω ότι μπορώ να πω ότι ανήκα πάντοτε, λίγο ως πολύ, στην «αριστερά». Στην «Αποβάθρα του Γουίγκαν» προσπάθησα για πρώτη φορά να αποσαφηνίσω τις ιδέες μου. Θεωρούσα, και το θεωρώ ακόμα, ότι υπάρχουν πελώριες ελλείψεις σε όλη την αντίληψη του σοσιαλισμού και συχνά αναρωτήθηκα μήπως υπάρχει κάποια άλλη διέξοδος. Αφού μελέτησα αρκετά καλά τη βρετανική βιομηχανία στη χειρότερη εκδοχή της, δηλαδή τα ορυχεία, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι είναι χρέος μας να εργαζόμαστε για τον σοσιαλισμό, έστω και αν αυτός δεν μας ελκύει συγκινησιακά, επειδή η διαιώνιση των τωρινών συνθηκών είναι απλώς απαράδεκτη και δεν υπάρχει μια λύση πολιτικά εφαρμόσιμη εκτός από κάποια μορφή κολεκτιβισμού, επειδή αυτό είναι που επιθυμεί η μάζα του πληθυσμού. Αλλά, την ίδια περίπου εποχή, μολύνθηκα από τον τρόμο του ολοκληρωτισμού, ο οποίος στην πραγματικότητα είχε ήδη πειραματιστεί με εκείνες που θα τις αποκαλούσα «ιεροεξεταστικές μεθόδους». Πολέμησα επί έξι μήνες (1936-37) στην Ισπανία και είχα την ατυχία να εμπλακώ στις φατριαστικές διαμάχες στο εσωτερικό της ίδιας παράταξης. Αυτή η εμπειρία μου έδωσε τη βεβαιότητα ότι δύσκολα θα μπορούσε κανείς να επιλέξει μεταξύ κομμουνισμού και φασισμού, αν και, για διάφορους λόγους, θα επέλεγα τον κομμουνισμό, αν δεν είχα εναλλακτικές επιλογές. Συνδέθηκα χαλαρά με τους τροτσκιστές και τους αναρχικούς και πιο στενά με την αριστερή πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος (την τάση Μπέβαν-Φουτ).
Υπήρξα φιλολογικός διευθυντής της «Tribune», η οποία ήταν τότε η εφημερίδα του Μπέβαν, για ενάμισι περίπου έτος (1943-45) και έγγραφα στην ίδια εφημερίδα για μια μεγαλύτερη περίοδο.
Αλλά δεν υπήρξα ποτέ μέλος ενός πολιτικού κόμματος και πιστεύω ότι αξίζει πολύ περισσότερο, ακόμη και πολιτικά, το να γράφω αυτό που θεωρώ αληθινό, αρνούμενος να ακολουθώ μια γραμμή που επιβάλλεται από τα πάνω. Στις αρχές της προηγούμενης χρονιάς αποφάσισα να κάνω διακοπές, δεδομένου ότι είχα συνεχίσει να γράφω τέσσερα άρθρα τη βδομάδα επί δύο χρόνια.
Αφού πέρασα έξι μήνες στην Τζούρα, μια περίοδο κατά την οποία δεν εργάστηκα, επέστρεψα έπειτα στο Λονδίνο κάνοντας, όπως συνήθως στη διάρκεια του χειμώνα, τον δημοσιογράφο. Κατόπιν επέστρεψα στην Τζούρα. Αρχισα να γράφω ένα μυθιστόρημα, το οποίο ελπίζω να τελειώσω μέσα στην άνοιξη του 1948. Προσπαθώ να μην κάνω τίποτε άλλο όσο συνεχίζω να εργάζομαι γι' αυτό το νέο σχέδιό μου. Πολύ σπάνια γράφω βιβλιοκριτικές για τον «New Yorker». Σκοπεύω να περάσω τον χειμώνα στην Τζούρα, επειδή στο Λονδίνο μου φαίνεται ότι δεν κατορθώνω ποτέ να ολοκληρώσω τίποτα και επειδή πιστεύω ότι εδώ είναι πιο εύκολο. Το κλίμα δεν είναι τόσο ψυχρό και είναι πιο απλό να έχω τροφή και καύσιμα. Εδώ έχω ένα σπίτι πολύ βολικό, μολονότι βρίσκεται σε έναν ερημικό τόπο. Η αδελφή μου έκανε λειτουργικό το σπίτι για μένα. Είμαι χήρος με ένα παιδί τριών ετών.
Ελπίζω αυτές οι σημειώσεις μου να σας είναι χρήσιμες. Λυπούμαι που δεν μπορώ να γράψω τίποτα για το «Strand» προς το παρόν, επειδή, όπως είπα, προσπαθώ να μην έχω άλλους περισπασμούς.
Ειλικρινά δικός σας
Τζορτζ Οργουελ
Μπάρνχιλ, Τζούρα, 26 Αυγούστου 1947

Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ-εφ. Ελευθεροτυπία, 01-08-2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: