28/4/10

Τσάτσος, ο αμφισβητίας



Η τελευταία δημόσια εικόνα που έχω από τον Δημήτρη Τσάτσο πάει μερικούς μήνες πίσω, λίγο πριν μπει στην περιπέτεια της τελικής αυτή τη φορά ευθείας. Το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου οργάνωνε μια ακόμα τελετή γι΄ αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «γύρο του κόσμου της ανακήρυξης σε επίτιμο» και το γέρικο λιοντάρι ήταν εκεί, με το πορτοκαλί φουλάρι του, αλλά εμφανώς καταπονημένο. Εμεινε όλη την ώρα καθιστός, ακόμα και όταν οι φίλοι και οι μαθητές πήγαμε να τον χαιρετήσουμε και να του ευχηθούμε να τον δούμε στον επόμενο σταθμό. Ακόμα και τα μάτια του δεν είχαν τη συνήθη - ελαφρά ειρωνική και ταυτόχρονα ζεστή- λάμψη πίσω από τους χοντρούς φακούς. Οσο μιλούσαν οι άλλοι, ένιωθες σχεδόν αφόρητη την κούρασή του. Οταν όμως πήρε τον λόγο ο ίδιος, συντελέστηκε, για μια ακόμα φορά, το θαύμα της μεταμόρφωσης. Ο Τσάτσος ξεπέρασε για λίγο το σώμα του και ξανάγινε ο Τσάτσος:

άρχισε ζητώντας συγγνώμη που δεν τον στενοχώρησε ο έπαινος ο οποίος είχε μόλις ακουστεί γι΄ αυτόν, παρατήρησε ότι αυτά που θα έλεγε μπορεί κάποιοι να τα είχαμε ξανακούσει αλλά, αν όντως συνέβαινε αυτό, θα τα είχαμε ξανακούσει από τον ίδιον, άρα θα τον αγαπούσαμε, άρα θα τον ανεχόμασταν, και συνέχισε μιλώντας μας, δηλαδή συνομιλώντας με ένα υπαρκτό και μαζί με ένα πλατύτερο ακροατήριο, για την Ευρωπαϊκή Ενωση και τους ατελείς αλλά υπέροχους θεσμούς της.

Η προτελευταία εικόνα είναι πιο τραυματική. Είχαμε διοργανώσει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μια διπλή- σε κύκλο φίλων και στην Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων- παρουσίαση- συζήτηση για το τελευταίο βιβλίο του, που είχε μόλις μεταφραστεί στα αγγλικά, την «Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία». Και στις δύο εκδηλώσεις ξεχείλιζε ο θαυμασμός, από Ελληνες και κυρίως από ξένους, από εργαζόμενους στα ευρωπαϊκά όργανα και κυρίως από παλιούς του συναδέλφους, από ανθρώπους της επιστήμης, της πολιτικής και «των γραμμάτων»- αν επιζεί ακόμα ο όρος στην Ελλάδα. Και στις δύο εκδηλώσεις τον τίμησε από τους τότε έλληνες ευρωβουλευτές μόνον ένας- στην πρώτη έκανε ένα πέρασμα και μία ακόμη. Μόνο ενάμισης- για έναν άνθρωπο που ήταν το καμάρι της επιστήμης του, της Ευρώπης και της Ελλάδας. Μιας και δεν θα το πει αυτές τις μέρες κανένας άλλος, να το πω εγώ: ο Τσάτσος δίχαζε γιατί είχε άποψη και την έλεγε, γιατί έκανε επιλογές και τις δημοσιοποιούσε, και αυτό πολλοί δεν του το συγχώρεσαν, ιδίως όταν τα όπλα του- τα όπλα του Λόγου- ήταν πολύ κοφτερά.

Μεσολάβησαν αρκετές λιγότερο δημόσιες συναντήσεις. Ο Τσάτσος (αυτό θα το πούνε όλοι και είναι αλήθεια) ήταν απίστευτα γενναιόδωρος- στη φιλία, στην κοινωνική συναναστροφή, στη σχέση διαρκώς ανανεούμενης μαθητείας την οποία διατηρούσε με πολλούς που είχαν τόσο μεγαλώσει ώστε θα μπορούσαν πια να έχουν δικούς τους μαθητές (αλλά οι περισσότεροι δεν είχαν: ο Τσάτσος μάς είχε διδάξει ότι τους μαθητές σου τους κατακτάς). Τα γραπτά του και οι σκέψεις του ήταν διαρκώς προσβάσιμα, το σπίτι του μονίμως ανοιχτό. Στον θρυλικό κήπο του Ψυχικού έβλεπες σε μια γωνιά τον Γκένσερ, στην άλλη τον Κουμάντο με τον Σταθόπουλο κι ανάμεσα μπόλικα παιδαρέλιαφοιτητές, φοιτητές φοιτητών του ή παιδιά φίλων, όπως εγώ όταν με πρωτοκάλεσε. Δεν γνωρίζω κανέναν άλλον καθηγητή τέτοιου επιπέδου που να έλεγε- και να εννοούσε- ότι η μεγαλύτερη χαρά του ήταν να τον ξεπερνούν οι μαθητές του, ούτε κανέναν επιστήμονα τής- παγκόσμια αναγνωρισμένης- ποιότητας και φήμης του να ανακηρύσσει αυτόκλητα κορυφαίο έναν ομότεχνό του, όπως είχε κάνει ο Τσάτσος για τον Αριστόβουλο Μάνεση. Οταν πέθανε ο πατέρας μου, δημοσίευσε, χωρίς να με ρωτήσει, ένα κείμενο που υμνούσε όχι τον άνθρωπο αλλά τον δικαστή, τιμώντας έτσι την ουσία και των δύο τους.

Ακριβώς επειδή ήταν τόσο γενναιόδωρος- γενναιόδωρος από επιλογή, κι ας έλεγαν όσοι τον ζήλευαν ότι ήταν έτσι επειδή τα είχε όλα -, ο Τσάτσος διατηρούσε και ασκούσε διαρκώς το δικαίωμα της αμφισβήτησης. Αυτό ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του, ίσως ακόμα και το θεμελιώδες έργο του. Αγαπούσε τη δημοκρατία, αλλά ένιωθε και έτρεμε τη φθορά της.

Ηταν ο ειδικότερος του κόσμου για τα πολιτικά κόμματα, αλλά έβλεπε και δεν δίσταζε να καταγγέλλει τις ρωγμές και τις δυσλειτουργίες τους. Παθιαζόταν και πολεμούσε για την Ευρώπη, δεν απογοητευόταν για το μέλλον της, αλλά τον δυσαρεστούσαν πολλές όψεις από το παρόν της. Ηταν πάντα νηφάλιος, έστω κι αν δεν ήταν - κανείς δεν μπορεί να είναι- πάντα δίκαιος. Σκεπτόταν και εκφραζόταν δημόσια ώς το τέλος. Πράττοντας έτσι, έκανε την αμφισβήτηση πολύτιμο εργαλείο σκέψης και προόδου, το οποίο μας κληροδότησε και με το οποίο κατατρόπωσε τους αμφισβητίες του.
Βαρβάρα Τερζάκη

Άρθρο Κώστα Μποτόπουλου- εφ. Τα Νέα, 26-04-2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: