18/5/11

Οι ερευνητές δεν τολμούν να ερευνήσουν

Του Horward S. Becker & Του Κωστα Σπυριουνη(Le Monde Diplomatique & Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία)

Η τουρκάλα κοινωνιολόγος Πινάρ Σελέκ πλήρωσε πολύ ακριβά τις κριτικές εργασίες της για τα παιδιά του δρόμου, τους τρανσεξουαλικούς, τη στρατιωτική θητεία και το κουρδικό ζήτημα.

Φυλακίστηκε και υπέστη βασανιστήρια επί δυόμισι χρόνια για τη «βομβιστική επίθεση» που υποτίθεται ότι διέπραξε το 1998 στην Αιγυπτιακή Αγορά της Κωνσταντινούπολης. Ομως, στις 9 Φεβρουαρίου του 2011, αθωώθηκε για τρίτη φορά από τη Δικαιοσύνη.

Οπως, εξάλλου, συνέβη και στις προηγούμενες δίκες της, το 2006 και το 2008, οι δικαστές αναγνώρισαν ότι η έκρηξη οφειλόταν στην τυχαία ανάφλεξη μιας φιάλης υγραερίου και ότι οι ομολογίες της που παρουσιάστηκαν στη δίκη είχαν αποσπαστεί με βασανιστήρια. Ευτυχώς, οι δυτικοί συνάδελφοί της, που κινητοποιήθηκαν δυναμικά για να επιτύχουν την απελευθέρωσή της, δεν κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωποι με παρόμοιους κινδύνους. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν χωρίς να πληρώσουν κάποιο τίμημα. Πράγματι, η ελευθερία τους περιορίζεται από πολύ πιο αδιόρατες μορφές λογοκρισίας.

Ας φανταστούμε -βασιζόμενοι σε πραγματικά γεγονότα- ότι οι εργασίες ενός ερευνητή αποδεικνύουν ότι οι μαθητές ενός σχολείου δεν μαθαίνουν τίποτα ή, ακόμα χειρότερα, ότι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η σχολική μονάδα τούς εμποδίζει να μάθουν ακόμα και το παραμικρό, καθώς η οργάνωσή της θυμίζει περισσότερο φυλακή παρά σχολείο. Οταν ο ερευνητής θα προσπαθήσει να δημοσιεύσει τα αποτελέσματα της έρευνάς του, είναι πολύ πιθανό η πλέον έγκυρη πανεπιστημιακή επιθεώρηση του κλάδου του να θεωρήσει ότι τα συμπεράσματά της δεν ανταποκρίνονται στις μεθοδολογικές απαιτήσεις του εντύπου: κατά τη γνώμη της, έπρεπε να χρησιμοποιήσει ένα αυστηρότερο στατιστικό πλαίσιο ή ένα πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα. Κι όμως, είναι εύκολο να παρατηρήσει κανείς ότι η ίδια επιθεώρηση δεν διατυπώνει καμία παρόμοια κριτική όταν πρόκειται για άρθρα των οποίων τα συμπεράσματα πιθανότατα δεν θα πυροδοτήσουν καμία πολεμική. Στην πρώτη περίπτωση, το πρόσχημα της έλλειψης μεθοδολογικής αυστηρότητας επιτρέπει τη συγκάλυψη της λογοκρισίας με εργαλείο τα επιστημονικά κριτήρια. Στην πραγματικότητα, ο ερευνητής τιμωρείται επειδή αποδεικνύει κάτι που οι υπεύθυνοι και οι φορείς που κατέχουν την εκπαιδευτική εξουσία δεν θέλουν να ακούσουν ή να γίνει δημόσια γνωστό.

ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΙΣ

Ασφαλώς, για κάθε γνωστικό πεδίο που αποτελεί αντικείμενο έρευνας υπάρχουν δεκάδες επιθεωρήσεις. Συνεπώς, ένα άρθρο το οποίο θα απορριφθεί από μία εξ αυτών έχει ακόμα αρκετές πιθανότητες να δημοσιευτεί σε κάποια άλλη. Είναι αληθές, αλλά υπάρχουν κι άλλες μορφές αντιποίνων με πολύ σοβαρότερες συνέπειες. Ετσι, είναι πιθανό ο ερευνητής να αντιμετωπίσει στη συνέχεια μεγάλες δυσκολίες όταν θα αναζητήσει κονδύλια για τα ερευνητικά του προγράμματα: αυτό θα του μάθει τι σημαίνει να αρνείσαι να υπακούσεις στους θεσμούς που ελέγχουν το γνωστικό σου αντικείμενο. Επιπλέον, θα δυσκολευτεί να βρει τις απαραίτητες εγκαταστάσεις για την πραγματοποίηση των ερευνών του ή άτομα που θα είναι πρόθυμα να απαντήσουν στα ερωτηματολόγιά του ή να δεχθούν να αποτελέσουν αντικείμενο παρατήρησης. Το ίδιο ενδέχεται να συμβεί και όσον αφορά την πρόσβαση στην τεκμηρίωση που θα χρειαστεί. Αντίθετα, οι πιο συνετοί ερευνητές, των οποίων οι εργασίες δεν ενοχλούν τους θεσμούς που θα μπορούσαν να τους δημιουργήσουν παρόμοια προβλήματα, έχουν τη δυνατότητα να διεξάγουν ανενόχλητα το ερευνητικό τους έργο.

Καθώς οι συγκεκριμένες μέθοδοι ελέγχου είναι αρκετά οφθαλμοφανείς, καταγγέλλονται από την επιστημονική κοινότητα και δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται υπερβολικά συχνά. Ωστόσο, υπάρχουν κι άλλες μορφές λογοκρισίας, ακόμα πιο ύπουλες κι επικίνδυνες, οι οποίες κρύβονται πίσω από αθώες ή και αξιοσέβαστες ονομασίες.

Χωρίς αμφιβολία, η χειρότερη από αυτές είναι η «προστασία των ανθρώπινων υποκειμένων της έρευνας». Ο όρος προέρχεται από την ιατρική έρευνα, όπου αποδείχθηκε αναγκαίος για να προστατευθούν τα άτομα από τις καταχρήσεις που διαπράττουν αδίστακτοι γιατροί ή γιατροί που αδιαφορούν για τις ανθρώπινες και κοινωνικές επιπτώσεις των πειραμάτων τους. Για παράδειγμα, τα μέλη μιας ερευνητικής ομάδας με παρόμοια νοοτροπία, τα οποία μελετούν το κατά πόσον ο καρκίνος μπορεί να συμπεριφερθεί ως λοιμώδης ασθένεια, θα μπορούσαν να μπουν στον πειρασμό να εισαγάγουν καρκινικά κύτταρα σε υγιή άτομα και να παρακολουθήσουν την εξέλιξή τους. Φυσικά, τα άτομα που θα καλούνταν να συμμετάσχουν σε παρόμοιο πείραμα θα αρνούνταν εάν γνώριζαν την πραγματική φύση του. Ομως, οι ερευνητές θα μπορούσαν να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι, σε τελική ανάλυση, η πρόοδος της επιστήμης απαιτεί θυσίες ανθρώπινης ζωής -είτε με τη συγκατάθεση των ατόμων είτε όχι- και ότι, συνεπώς, δεν πρέπει να τους πουν την αλήθεια.

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ

Μπορεί ένα τόσο ακραίο παράδειγμα να είναι ανατριχιαστικό, εντούτοις πολλά πραγματικά περιστατικά δεν απέχουν και πολύ από αυτήν την πραγματικότητα. Στη Βόρεια Αμερική, για να αποφευχθεί μια ενδεχόμενη τέτοια κατάχρηση εμπιστοσύνης, με τα σκάνδαλα που συνεπάγεται, οι εμπλεκόμενοι κυβερνητικοί θεσμοί έχουν επιβάλει στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα, που συνήθως συνδέονται με αυτά, ορισμένες απαιτήσεις, οι οποίες αρχικά δεν υπάγονται σε ιδιαίτερα αυστηρούς περιορισμούς. Στο εξής κάθε επιστημονική έρευνα της οποίας το αντικείμενο είναι ανθρώπινα όντα οφείλει να εξασφαλίζει την έγκριση μιας επιτροπής η οποία αποτελείται από καθηγητές και μέλη που ορίζονται από την κυβέρνηση και τη δημόσια διοίκηση. Οι λεπτομέρειες της διαδικασίας και η ακριβής φύση των κριτηρίων αξιολόγησης αφήνονται στη διακριτική ευχέρεια κάθε ακαδημαϊκού ιδρύματος.

Από αυτές τις αξιέπαινες προθέσεις γεννήθηκε ένα τέρας: το Human Subjects Review Board (Επιτροπή Αξιολόγησης των Ερευνών πάνω σε Ανθρώπινα Υποκείμενα). Δεν διαθέτουν όλα τα ακαδημαϊκά ιδρύματα παρόμοια επιτροπή, όπως επίσης και όλες οι επιτροπές δεν διαθέτουν τις ίδιες εξουσίες. Συχνά, το καθηγητικό σώμα έχει κατορθώσει να εξασφαλίσει τον έλεγχό τους, έτσι ώστε να λειτουργούν χωρίς να εμποδίζουν το ερευνητικό έργο. Ομως, σε πολλές περιπτώσεις, οι επιτροπές έχουν μεταβληθεί σε πραγματική μάστιγα, η οποία εξαπλώνεται πέρα από οτιδήποτε θα μπορούσαν να φανταστούν η αμερικανική και η καναδική κυβέρνηση.

Η διαδικασία αξιολόγησης έχει λάβει τέτοια μορφή και βαρύτητα ώστε, εάν εφαρμοζόταν παντού, θα καθίστατο σχεδόν αδύνατη οποιαδήποτε έρευνα στις ανθρωπιστικές επιστήμες, και ιδιαίτερα σε εκείνες που στηρίζονται στην επιτόπια παρατήρηση κοινωνικών δομών (ανθρωπολογία, κοινωνιολογία και πολιτική επιστήμη). Ο ερευνητής που παρατηρεί άτομα που κινούνται στον ιδιωτικό ή στον εργασιακό τους χώρο οφείλει θεωρητικά να εξασφαλίσει γραπτή άδεια από κάθε πρόσωπο, αφού προηγουμένως του εξηγήσει όλους τους δυνητικούς κινδύνους που εγκυμονεί η παρατήρηση στην οποία θα το υποβάλει. Τη δεκαετία του 1950, πέρασα τρία χρόνια μελετώντας τη ζωή των φοιτητών ιατρικής. Εάν ίσχυαν τότε παρόμοιες προϋποθέσεις, θα έπρεπε να είχα εξασφαλίσει την «πλήρη συγκατάθεσή τους», όπως επίσης και τη συγκατάθεση κάθε εργαζόμενου στο νοσοκομείο ή κάθε ασθενή (δηλαδή εκατοντάδων ατόμων), αφού προηγουμένως θα τους είχα εξηγήσει ποιος ήμουν και τι ακριβώς έκανα. Απλούστατα, η έρευνα που πραγματοποίησα και το βιβλίο που προέκυψε από αυτήν(1) θα ήταν εντελώς αδύνατον να πραγματοποιηθεί.

Δεδομένου ότι οι περισσότερες από τις ερευνητικές εργασίες που διεξάγονται σήμερα στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών δεν θα είχαν ολοκληρωθεί εάν εφαρμόζονταν με αυστηρότητα και αμεροληψία οι συγκεκριμένοι κανόνες, γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι τελικά δεν εφαρμόζονται. Ορισμένοι ερευνητές βρίσκονται κάτω από στενή επιτήρηση και είναι υποχρεωμένοι να συμπληρώνουν εκατοντάδες έντυπα, να περιγράφουν με ακρίβεια κάθε πράξη στην οποία σκοπεύουν να προβούν και να εγγυώνται ότι θα συμμορφωθούν με κανόνες που είναι αδύνατον να τηρηθούν. Αντίθετα, κάποιοι άλλοι δεν είναι υποχρεωμένοι να νοιάζονται για παρόμοιες δεσμεύσεις, καθώς το μόνο που τους ζητείται είναι να προβούν σε μερικές ασαφείς υποσχέσεις περί σεβασμού των υποκειμένων της έρευνας. Στη συνέχεια μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν. Εύκολα μαντεύει κανείς ότι ο βαθμός ελευθερίας του ερευνητή συνδέεται στενά με την ιεραρχική θέση του καθενός μέσα στο ακαδημαϊκό ίδρυμα στο οποίο εργάζεται. Οι φοιτητές και εκείνοι που ετοιμάζουν το διδακτορικό τους περνάνε μέρες -ή και ολόκληρες εβδομάδες- ετοιμάζοντας τον φάκελό τους, τη στιγμή που ορισμένοι καθηγητές, οι οποίοι μπορούν να επικαλεστούν το πλήθος των δημοσιεύσεών τους και τη χρηματοδότηση που έχουν λάβει στο παρελθόν, δεν είναι αναγκασμένοι να απασχολούνται με διαδικασίες τέτοιου είδους. Καθώς έχουν αποδείξει ότι ήταν ικανοί να παραγάγουν τον τύπο των εργασιών που το ακαδημαϊκό τους ίδρυμα περιμένει από αυτούς, δεν χρειάζεται να πείσουν μια επιτροπή η οποία, στην καλύτερη περίπτωση, αποτελείται από ομότιμούς τους και, συνήθως, από ερευνητές λιγότερο διακεκριμένους από τους ίδιους.

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ

Η διαφορετική αντιμετώπιση ερμηνεύεται εύκολα εάν κάποιος συνειδητοποιήσει τις πραγματικές ανάγκες των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, να εξασφαλίσουν, δηλαδή, χρηματοδότηση για τα ερευνητικά τους προγράμματα -χρηματοδότηση η οποία είναι απαραίτητη για την καλή λειτουργία τους- να αποφύγουν κάθε σκάνδαλο το οποίο θα μπορούσε να ξεσπάσει στην περίπτωση που θα θιγόταν η σωματική ή η ηθική ακεραιότητα ενός ατόμου που αποτελεί υποκείμενο μιας ερευνητικής εργασίας, να μην ενοχλήσουν κάποιο άτομο ή θεσμό, που δυνητικά θα μπορούσε να μετατραπεί σε εχθρό, εντέλει να μην κηλιδώσουν την καλή εικόνα τόσο των ερευνητών όσο και των ιθυνόντων του ιδρύματος.

Εύκολα παρατηρεί κανείς ότι τέτοιες απαιτήσεις προστατεύουν τα υποκείμενα μιας έρευνας μονάχα με έμμεσο τρόπο. Τα πανεπιστήμια φοβούνται μήπως αναφερθεί το όνομά τους στα τηλεοπτικά δελτία επειδή κάποιος από τους ψυχολόγους τους χρησιμοποίησε τις ερευνητικές του εργασίες για να πείσει φοιτητές να συνάψουν ερωτική σχέση μαζί του ή να γράφουν κείμενα στη θέση του. Φοβούνται επίσης μήπως μηνυθούν από κάποιο άτομο το οποίο θα θεωρήσει ότι η δημοσίευση των αποτελεσμάτων μιας έρευνας τράβηξε πάνω του την προσοχή κατά τρόπο ώστε να βλάπτεται, να γελοιοποιείται ή να προσβάλλεται το δικαίωμά του για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής. Ο συγκεκριμένος κίνδυνος είναι ιδιαίτερα έντονος στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η τάση για προσφυγή στη Δικαιοσύνη οδηγεί σε ακρότητες, αλλά υπάρχει επίσης και σε άλλες χώρες. Συχνά προβάλλεται η απειλή της υποβολής μήνυσης όταν η δημοσίευση μιας έρευνας αποκαλύπτει μια πληροφορία που βλάπτει τη φήμη ενός ατόμου ή ενός θεσμού.

ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ

Για παράδειγμα, οι ερευνητές που προβαίνουν στην αυστηρή επιστημονική ανάλυση των κλοπών ή των καταχρήσεων που διαπράττονται από τους υπαλλήλους και τη διεύθυνση μιας εταιρείας, μπορεί να κατηγορηθούν ότι παραβιάζουν την ιδιωτική ζωή των εμπλεκόμενων ατόμων, κυρίως των υψηλά ιστάμενων στελεχών.

Εκτός του ότι αυτές οι υποχρεωτικές προφυλάξεις καθιστούν ακόμα πιο δύσκολη την εργασία των ερευνητών, έχουν επίσης και ακόμα βαθύτερες επιπτώσεις. Πράγματι, συμβάλλουν στη δημιουργία μιας ακαδημαϊκής κουλτούρας όπου οι εξαναγκασμοί και τα όρια που επιβάλλονται στην έρευνα εκλαμβάνονται ως κάτι το φυσιολογικό. Ιδιαίτερα από τους αρχάριους, οι οποίοι δεν μπορούν να αμφισβητήσουν το γεγονός ότι υποχρεώνονται να προσαρμόσουν την ερευνητική τους εργασία στις απαιτήσεις των ακαδημαϊκών θεσμών και καταλήγουν να θεωρούν τις συγκεκριμένες απαιτήσεις ως κάτι το εγγενές σε κάθε ερευνητικό πρόγραμμα. Ετσι, για τους αμερικανούς φοιτητές που ετοιμάζουν το διδακτορικό τους, το να παρουσιαστούν ενώπιον μιας επιτροπής αξιολόγησης που έχει συσταθεί ειδικά γι' αυτόν τον σκοπό αποτελεί μέρος της πανεπιστημιακής ρουτίνας και θεωρείται απλώς ένα επιπλέον εμπόδιο που οφείλουν να ξεπεράσουν, τη στιγμή που, στην πραγματικότητα, οι επιτροπές τούς εμποδίζουν να ακολουθήσουν τη διαίσθησή τους.

Εάν η επόμενη γενιά των ερευνητών αποδεχθεί τους σημερινούς περιορισμούς, το μέλλον των κοινωνικών επιστημών θα είναι εξαιρετικά σκοτεινό. Δεδομένου ότι δεν θα έχουν τη δυνατότητα να διερευνήσουν τις ιδέες που το ακαδημαϊκό κατεστημένο μπορεί να θεωρήσει παράξενες ή ύποπτες, ότι επίσης δεν θα έχουν το δικαίωμα να κάνουν λάθος στην προσπάθειά τους να καινοτομήσουν, θα μετατραπούν απλώς σε ειδικούς των δημοσίων σχέσεων. Οσο κι αν η θεσμοποίηση των ηθικών κανόνων μπορεί να φαίνεται μια εξαίρετη ιδέα για τους ιθύνοντες των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων, αποτελεί έναν πραγματικό κίνδυνο για τη γνώση που αυτοί οι θεσμοί υποτίθεται ότι προστατεύουν και αναπτύσσουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: