21/5/10

Το άδοξο τέλος του «Τρίτου Δρόμου»


Η ήττα των Εργατικών και η παραίτηση του Μπράουν έκλεισαν την αυλαία μιας ολόκληρης πολιτικής εποχής του δυτικού κόσμου

Οι περισσότερες εκλογές φέρνουν απλώς το τέλος μιας κυβέρνησης. Λίγες από αυτές σηματοδοτούν το τέλος μιας ολόκληρης πολιτικής εποχής. Η πρόσφατη αναμέτρηση στη Βρετανία ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Η ήττα των Εργατικών και o σχηματισμός κυβέρνησης Συντηρητικών - Φιλελευθέρων υπό τον Ντέιβιντ Κάμερον δικαίωσαν την εκτίμηση των New York Times ότι αυτές οι εκλογές θα έφερναν «το τέλος μιας περιόδου που κράτησε 13 χρόνια και σημαδεύτηκε από την εκπληκτική ηγεμονία των Εργατικών».
Η αίσθηση του «τέλους εποχής» αφορά το σύνολο της Ευρώπης. Το κεφάλαιο που έκλεισε αυτή τη βδομάδα είχε ανοίξει και πάλι στο Λονδίνο, τον Μάιο του 1997, με τη νίκη των Εργατικών υπό τον Τόνι Μπλερ - την πρώτη ύστερα από την εκλογή της Μάργκαρετ Θάτσερ, το 1979. Ενα μήνα αργότερα, ήρθε η νίκη της «πληθυντικής Αριστεράς» Σοσιαλιστών- Κομμουνιστών- Πρασίνων, υπό τον Λιονέλ Ζοσπέν, στη Γαλλία. Η κεντροαριστερή ηγεμονία στην Ευρώπη εμπεδώθηκε με τη νίκη των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών, υπό τον Γκέρχαρντ Σρέντερ, τον Σεπτέμβριο του 1998.
Πληθωρικές ελπίδες
Είχε προηγηθεί το εφιαλτικό οικονομικό «τσουνάμι» της Ανατολικής Ασίας, που προκάλεσε την πρώτη σοβαρή αμφισβήτηση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, ενώ μεγάλα απεργιακά κύματα ανέτρεπαν τις συντηρητικές κυβερνήσεις του Ζιπέ στη Γαλλία και του Μπερλουσκόνι στην Ιταλία. Οι ηγέτες της επελαύνουσας Κεντροαριστεράς ήρθαν στην εξουσία εν μέσω πληθωρικών ελπίδων ότι όχι μόνο το πολιτικό, αλλά και το κοινωνικό εκκρεμές θα στρεφόταν τώρα προς τα αριστερά και ότι μια γενναία αναδιανομή του πλούτου θα ισοστάθμιζε τις οδυνηρές απώλειες που είχαν επιφέρει δύο δεκαετίες ρεϊγκανισμού - θατσερισμού.
Πολύ γρήγορα, αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για όνειρα θερινής νυκτός. Οι νέας κοπής, φωτογενείς εκπρόσωποι της σοσιαλδημοκρατίας ελάχιστη σχέση είχαν με τους παραδοσιακούς ηγέτες των ιστορικών, εργατικών κομμάτων. Ο περίφημος «Τρίτος Δρόμος» του Τόνι Μπλερ (όπως και το γερμανικό του αντίστοιχο, το «Νέο Κέντρο» του Γκέρχαρντ Σρέντερ) ήταν μια φαντασιακή απόδραση από τα αναπόδραστα διλήμματα της κοινωνίας και της Ιστορίας: πέραν του κεφαλαίου και της εργασίας, πέραν της Δεξιάς και της Αριστεράς, πέραν του νεοφιλελευθερισμού και του κοινωνικού κράτους. Μόνο που, όπως έλεγε ο Γκαίτε, ανάμεσα στα δύο άκρα δεν βρίσκεται η λύση, αλλά το ίδιο το πρόβλημα...
Η στιγμή της αλήθειας ήρθε τον Μάρτιο του 1999, όταν ο Γκέρχαρντ Σρέντερ εκδίωξε από το υπουργείο Οικονομικών τον Οσκαρ Λαφοντέν, ηγέτη της αριστερής πτέρυγας των σοσιαλδημοκρατών. Είχε προηγηθεί λυσσαλέος πόλεμος του Χρηματιστηρίου της Φρανκφούρτης εναντίον της πολιτικής Λαφοντέν για γενναία φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου. «Οι ηγέτες της γερμανικής βιομηχανίας απαίτησαν το κρανίο του Λαφοντέν», έγραψαν τότε οι Financial Times. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η κυβέρνηση Σρέντερ αποδύθηκε στην πιο δραστική εκστρατεία μείωσης του κόστους εργασίας και των κοινωνικών παροχών που γνώρισε η μεταπολεμική Γερμανία.
Στη Βρετανία, ο Economist δεν δίστασε να λοιδωρήσει τον Μπλερ ως «Θάτσερ με παντελόνια». Ο ηγέτης των «Νέων Εργατικών», σε συνεργασία με τον υπουργό Οικονομικών Γκόρντον Μπράουν, διαχειρίστηκαν το κεκτημένο του θατσερισμού και τροφοδότησαν τις δίδυμες «φούσκες» του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της αγοράς ακινήτων, οι οποίες εκρήγνυνται σήμερα μπροστά στα μάτια μας - το έλλειμμα της Βρετανίας θα ξεπεράσει το ελληνικό μέσα σε λίγους μήνες. Η συντηρητική στροφή ήταν εξίσου εντυπωσιακή στο πεδίο των ιδεών, όπου την πρώτη θέση κατείχε από την πρώτη στιγμή η ασφάλεια. «Μηδενική ανοχή στο έγκλημα» ήταν ένα κεντρικό σύνθημα των Νέων Εργατικών, δανεισμένο κατ' ευθείαν από τον δεξιό δήμαρχο της Νέας Υόρκης, Ρούντολφ Τζουλιάνι.
Αλλά η μεγαλύτερη διάψευση ήρθε στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Προεκλογικά, ο Τόνι Μπλερ είχε υποσχεθεί την υπέρβαση του παραδοσιακού ευρωσκεπτικισμού μιας Βρετανίας αγκυλωμένης στο δόγμα της Θάτσερ, κατά το οποίο όλα τα προβλήματα έρχονται από την ηπειρωτική Ευρώπη και όλες οι λύσεις από την Αμερική. Είχε επίσης τονίσει ότι εννοούσε να γίνει ο πρώτος, ύστερα από πολλά χρόνια, Βρετανός πρωθυπουργός που δεν θα εμπλεκόταν σε πόλεμο. Τελικά, έστειλε στρατό στο Κόσοβο, τη Σομαλία, τη Σιέρα Λεόνε και το Αφγανιστάν, διέσπασε πολιτικά την Ευρώπη και συμπαρατάχθηκε με τον Μπους στον πόλεμο - φιάσκο του Ιράκ. Η πολιτική του είχε βαριές επιπτώσεις στις πολιτικές ελευθερίες: ανάμεσα στο 2002 και το 2009, το βρετανικό Κοινοβούλιο ενέκρινε τέσσερις (!) αντιτρομοκρατικούς νόμους, έξι νόμους για την αστυνόμευση και την εγκληματικότητα και πέντε νόμους για τη μετανάστευση και το άσυλο.
Την κληρονομιά του Μπλερ δεν θέλησε ή δεν τόλμησε να αμφισβητήσει ο πολιτικά άχρωμος Μπράουν. Ως αποτέλεσμα, τα 13 χρόνια των «Νέων Εργατικών» άφησαν πίσω τους μια Βρετανία με σχεδόν ανύπαρκτες διαχωριστικές γραμμές. «Δεν υπάρχουν πραγματικές δυνατότητες επιλογής», σχολίαζε στο πρακτορείο «Ρόιτερς» ο ιστορικός Ντέιβιντ Στάρκλι. Οπως σημειώνει, μάλιστα, ο πρώην διευθυντής της γαλλικής Le Monde, Ζαν - Μαρί Κολομπανί, εμφανίστηκε το παράδοξο να μιλάει ο Εργατικός Μπράουν τη γλώσσα της δημοσιονομικής πειθαρχίας και ο Συντηρητικός Κάμερον εκείνη της κοινωνικής ευαισθησίας.
Ο αρθρογράφος του Guardian, Γκάρι Γιανγκ, εκτιμά ότι ελάχιστη σημασία έχει η αλλαγή φρουράς στη Ντάουνινγκ Στριτ. «Δεδομένης της συναίνεσης, οι αγορές δεν ενδιαφέρονταν, στην πραγματικότητα, για τον νικητή ή και για το ενδεχόμενο ενός Κοινοβουλίου όπου κανένας δεν θα είχε αυτοδυναμία. Αρκεί που ήταν δεδομένο ότι η όποια κυβέρνηση δεν θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει το μαχαίρι. Το μόνο που αξίωναν (οι αγορές) ήταν σταθερότητα και λιτότητα. Το πρόβλημά τους είναι ο λαός». Κατά τον Γιανγκ, όπως και κατά τον Κολομπανί, το βρετανικό πολιτικό σύστημα βαίνει προς μια σοβαρή «κρίση αντιπροσώπευσης», καθώς η καταθλιπτική συναίνεση των πολιτικών κορυφών βρίσκεται σε αναντιστοιχία με διευρυνόμενο μέρος του κοινωνικού σώματος. Η συνέχεια επί της οθόνης - ή μήπως επί των δρόμων;
Ιnfo
- Αντονι Γκίντενς, «Μετά τον Τρίτο Δρόμο: Η σειρά σας, κύριε Μπράουν», Πόλις, 2008, μτφ. Πάνος Μπεγλίτης.
- Alex Callinicos, «Against the Third Way», Polity, 2008.
- Monique Canto- Sperber, «Le Liberalisme et la Gauche», Hachette, 2008.
- Bernard Umbrecht, «Les inquietudes de monseigneur Marx», Le Monde Diplomatique, Avril 2009.

Βαρβάρα Τερζάκη
Άρθρο Του Πετρου Παπακωνσταντινου-εφ. Καθημερινή, 16-05-2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: