20/7/11

Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία / Le Monde diplomatique 17.07.2011

"Μην ντραπείτε να ζητήσετε το φεγγάρι"

Του Serge Halimi

Η ευρωπαϊκή κρίση, η οποία εκτός από οικονομική είναι επίσης και δημοκρατική, εγείρει τέσσερα θεμελιώδη ερωτήματα.

Γιατί κάποιες πολιτικές, παρόλο που η χρεοκοπία τους ήταν προδιαγεγραμμένη, εφαρμόστηκαν σε τέσσερεις χώρες (Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα) με χαρακτηριστική δριμύτητα; Πόσο μεγάλοι φωστήρες μπορεί να είναι οι αρχιτέκτονες αυτών των επιλογών, ώστε η κάθε -προβλεπόμενη- αποτυχία του φαρμάκου που προτείνουν να τους οδηγεί στην απόφαση να δεκαπλασιάζουν τη δόση; Πώς, σε ένα δημοκρατικό σύστημα, να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι οι λαοί που πέφτουν θύματα τέτοιων συνταγών μοιάζουν να μην έχουν άλλη επιλογή από το να αντικαταστήσουν μια αποτυχημένη κυβέρνηση με μια άλλη, ιδεολογική κόπια της προηγούμενης και αποφασισμένη να εφαρμόσει την ίδια «θεραπεία σοκ»; Εντέλει, είναι δυνατόν να γίνουν τα πράγματα αλλιώς;

Η απάντηση στα δύο πρώτα ερωτήματα είναι επιβεβλημένη, από τη στιγμή που ξεφεύγουμε από τη διαφημιστική φλυαρία περί «γενικού συμφέροντος», «κοινών ευρωπαϊκών αξιών» ή «κοινής διαβίωσης». Οι πολιτικές που εφαρμόζονται δεν είναι παράλογες. Είναι, αντιθέτως, ορθολογιστικές. Και, επί της ουσίας, επιτυγχάνουν τον στόχο τους. Μόνο που αυτός δεν είναι να μπει ένα τέλος στην οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά να δρέψουν κάποιοι τους καρπούς της, που κρύβουν απίστευτο ζουμί. Μια κρίση η οποία επιτρέπει να καταργούνται χιλιάδες θέσεις δημοσίων υπαλλήλων (στην Ελλάδα, οι εννέα στις δέκα θέσεις που μένουν κενές λόγω συνταξιοδότησης δεν θα αναπληρώνονται), να πετσοκόβονται οι ασφαλιστικές παροχές και η διάρκεια της άδειας μετά αποδοχών, να ξεπουλιούνται ολόκληρα φιλέτα της οικονομίας προς όφελος ιδιωτικών συμφερόντων, να αμφισβητείται το δικαίωμα στην εργασία, να αυξάνονται οι έμμεσοι φόροι (οι πιο άδικοι) και το κόστος των δημοσίων υπηρεσιών, να μειώνονται οι εισφορές για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, να ικανοποιείται, εν συντομία, το όνειρο για μια κοινωνία της αγοράς - η κρίση αποτελεί θείο δώρο για τους θιασώτες του φιλελευθερισμού. Σε κανονικές εποχές, το παραμικρό από τα παραπάνω μέτρα θα τους υποχρέωνε να δώσουν έναν αβέβαιο και άγριο αγώνα. Εδώ, τα πάντα γίνονται μονομιάς. Γιατί, λοιπόν, να επιθυμούν την έξοδο από ένα τούνελ που για αυτούς είναι σαν μια λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας με προορισμό τη Γη της Επαγγελίας;

«ΖΗΤΩ Η ΚΡΙΣΗ»

Στις 11 Ιουνίου, ένας αρθογράφος του «The Economist» σημείωνε ότι «οι Ελληνες που ενδιαφέρονται πραγματικά για μεταρρυθμίσεις, αλλά βλέπουν στην κρίση μια ευκαιρία για να επαναφέρουν τη χώρα στον ίσιο δρόμο. Πλέκουν κρυφά το εγκώμιο των ξένων που σφίγγουν τα λουριά των βουλευτών τους(1)». Στο ίδιο τεύχος του φιλελεύθερου εβδομαδιαίου εντύπου, μπορούσε κανείς να βρει και μια ανάλυση του προγράμματος λιτότητας που επέβαλαν στην Πορτογαλία η Ε.Ε. και το ΔΝΤ. «Οι επιχειρηματίες δηλώνουν κατηγορηματικά ότι δεν πρέπει να υπάρξουν αποκλίσεις. Ο Πέντρο Φεράζ Ντα Κόστα, ο οποίος διευθύνει μια δεξαμενή σκέψης που πρόσκειται στην εργοδοσία, εκτιμά ότι κανένα πολιτικό κόμμα τα τελευταία 30 χρόνια δεν θα είχε τολμήσει να προτείνει ένα τόσο ακραίο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Και προσθέτει ότι η Πορτογαλία δεν πρέπει να αφήσει μια τέτοια ευκαιρία να πάει χαμένη(2)». Ζήτω η κρίση, με λίγα λόγια.

Τριάντα χρόνια. Αυτή είναι περίπου η ηλικία της πορτογαλικής δημοκρατίας, τότε που ο λαός έραινε με γαρίφαλα τους νεαρούς συνταγματάρχες για να τους ευχαριστήσει επειδή ανέτρεψαν μια δικτατορία, έβαλαν τέλος στους αποικιοκρατικούς πολέμους και υποσχέθηκαν αγροτική μεταρρύθμιση, καμπάνιες κατά του αναλφαβητισμού και την εξουσία στους εργάτες μέσα στα εργοστάσια. Μόνο που, με τη μείωση του ελάχιστου εισοδήματος και των επιδομάτων της ανεργίας, τις φιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» στις συντάξεις, στην υγεία, στην παιδεία και τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, πραγματοποιείται το μεγάλο άλμα προς τα πίσω. Το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο για το μεγάλο κεφάλαιο. Και το γιορτινό δέντρο θα συνεχίσει να λυγίζει από τα πολλά δώρα, αφού ο νέος πρωθυπουργός, Πάσος Κοέλιο, υποσχέθηκε να προχωρήσει πέρα από τις επιταγές της Ε.Ε. και του ΔΝΤ. Θέλει, πράγματι, να «καταπλήξει» τους επενδυτές.

«Συνειδητά ή όχι», λέει στην ανάλυσή του ο αμερικανός οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν, «οι κυβερνώντες υπηρετούν σχεδόν αποκλειστικά τα συμφέροντα των δανειστών -αυτών που αποκομίζουν τεράστια κέρδη από την περιουσία τους, αυτών που δάνεισαν πολλά χρήματα στο παρελθόν, πολλές φορές απερίσκεπτα και τους οποίους σήμερα προστατεύουν από τυχόν απώλειες με το να τις μεταθέτουν σε όλους τους άλλους». Ο Κρούγκμαν εκτιμά ότι οι επιλογές των κεφαλαιούχων επιβάλλονται με ολοένα μεγαλύτερη φυσικότητα, καθώς «δαπανούν σημαντικά ποσά στις προεκλογικές εκστρατείες και έχουν πρόσβαση στους πολιτικούς, οι οποίοι, μόλις πάψουν να κατέχουν δημόσια αξιώματα, πηγαίνουν συχνά να δουλέψουν για αυτούς(3)». Στο πλαίσιο των συζητήσεων στην Ευρώπη σχετικά με την παροχή οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα, η αυστριακή υπουργός Οικονομικών, Μαρία Φέκτερ, έκανε αρχικά την εκτίμηση ότι «δεν μπορείτε να αφήνετε τις τράπεζες να πραγματοποιούν κέρδη ενώ οι φορολογούμενοι υφίστανται τις απώλειες(4)». Συγκινητική η αφέλειά της. Η Ευρώπη, αφού δίστασε για 48 ώρες, επέτρεψε στα «συμφέροντα των δανειστών» να κυριαρχήσουν σε όλα τα μέτωπα.

Φαινομενικά, η κρίση του εθνικού χρέους είναι το αποτέλεσμα «περίπλοκων» μηχανισμών, η γνώση των οποίων προϋποθέτει την ικανότητα να παίζεις στα δάχτυλα τις συνεχείς εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό σύμπλεγμα: παράγωγα προϊόντα, ασφάλιστρα κινδύνου (τα περίφημα CDS ή «credit default swaps») κ.λπ. Αυτή η εξειδίκευση δυσχεραίνει την ανάλυση ή μάλλον την περιορίζει σε έναν στενό κύκλο «ειδημόνων», οι οποίοι, γενικά, είναι κι αυτοί που επωφελούνται. Αυτοί εξαργυρώνουν τη γνώση τους, ενώ οι «αναλφάβητοι» της οικονομίας πληρώνουν, νομίζοντας ίσως ότι πρόκειται για ένα αναπόφευκτο χαράτσι. Ή για έναν νεωτερισμό που τους ξεπερνά, ο οποίος, εντέλει, είναι το ίδιο πράγμα. Ας δοκιμάσουμε καλύτερα την απλότητα, δηλαδή, την πολιτική.

Ο ΒΡΑΧΝΑΣ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ

Αλλοτε, οι ευρωπαίοι μονάρχες έπαιρναν δάνεια από τους δόγηδες της Βενετίας, τους εμπόρους της Φλωρεντίας και τους τραπεζίτες της Γένοβας. Κανένας δεν μπορούσε να τους εξαναγκάσει να τα εξοφλήσουν. Ενίοτε τα μοιράζονταν μεταξύ τους, γεγονός που έλυνε το πρόβλημα του δημόσιου χρέους... Πολύ αργότερα, το νεοσύστατο σοβιετικό καθεστώς γνωστοποίησε ότι δεν σκόπευε να εξοφλήσει τα ποσά τα οποία είχαν δανειστεί και διασπαθίσει οι τσάροι. Ολόκληρες γενιές γάλλων αποταμιευτών βρέθηκαν τότε ξαφνικά με «ρώσικα δάνεια» χωρίς καμία αξία στα κιτάπια τους.

Αλλά υπήρχαν και άλλοι, πιο υπόγειοι, τρόποι για να χαλαρώσει ο βραχνάς των δανείων(5). Κάπως έτσι, το δημόσιο χρέος της Βρετανίας πέρασε μεταξύ 1945 και 1955 από το 216% στο 138% του ΑΕΠ, των ΗΠΑ από το 116% στο 66%. Χωρίς πρόγραμμα λιτότητας. Ισα ίσα. Βέβαια, η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της μεταπολεμικής περιόδου απορρόφησε αυτομάτως ένα τμήμα του χρέους στον εθνικό πλούτο. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Γιατί τότε τα κράτη εξοφλούσαν μια νομισματική αξία η οποία ελαττωνόταν κάθε χρόνο λόγω του επιπέδου του πληθωρισμού. Οταν ένα δάνειο που έχει εκδοθεί με ετήσιο επιτόκιο 5% εξοφλείται με ένα νόμισμα το οποίο κάθε χρόνο χάνει το 10% της αξίας του, αυτό που ονομάζουμε «πραγματικό επιτόκιο» γίνεται αρνητικό - κι αυτός που κερδίζει είναι ο οφειλέτης. Πράγματι, από το 1945 ώς το 1980, το πραγματικό επιτόκιο ήταν αρνητικό σχεδόν κάθε χρόνο στις περισσότερες χώρες της Δύσης. Αποτέλεσμα, «οι καταθέτες έβαζαν τα λεφτά τους σε τράπεζες που δάνειζαν τα κράτη με επιτόκια κατώτερα του πληθωρισμού(6)». Οπότε, το δημόσιο χρέος ξεφούσκωνε χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Στις ΗΠΑ, τα αρνητικά πραγματικά επιτόκια επέφεραν στα ταμεία του αμερικανικού κράτους ένα ποσό που ανερχόταν στο 6,3% του ΑΕΠ το χρόνο καθ' όλη τη δεκαετία 1945 - 1955(7).

Γιατί δέχονταν οι «καταθέτες» να τους κλέβουν; Γιατί δεν είχαν άλλη επιλογή. Εξαιτίας του ελέγχου των κεφαλαίων, καθώς και της εθνικοποίησης των τραπεζών, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα άλλο από το να δανείζουν το κράτος, το οποίο εξασφάλιζε με αυτό τον τρόπο τη χρηματοδότησή του(8). Οι πλούσιοι ιδιώτες δεν είχαν επομένως τη δυνατότητα να αγοράσουν κερδοσκοπικά επενδυτικά ομόλογα Βραζιλίας που συνδέονταν με την εξέλιξη της τιμής της σόγιας για τα επόμενα τρία χρόνια... Απέμενε η διαρροή των κεφαλαίων και οι βαλίτσες γεμάτες πλάκες χρυσού που έφευγαν από τη Γαλλία με προορισμό την Ελβετία την παραμονή μιας νομισματικής υποτίμησης ή μιας εκλογικής αναμέτρησης στην οποία ενδεχομένως να νικούσε η αριστερά. Μόνο που τότε οι απατεώνες κινδύνευαν να προσγειωθούν στη φυλακή.

Τη δεκαετία του 1980 το σκηνικό ανατράπηκε. Οι αναπροσαρμογές των μισθών με γνώμονα τον πληθωρισμό (κινητή κλίμακα) προστάτευαν την πλειονότητα των εργαζομένων από τις συνέπειές του, ενώ η απουσία ελευθερίας κινήσεων των κεφαλαίων υποχρέωνε τους επενδυτές να υποστούν τα αρνητικά πραγματικά επιτόκια. Στη συνέχεια, θα συνέβαινε το αντίθετο.

Η κινητή μισθολογική κλίμακα εξαφανίζεται σχεδόν παντού - στη Γαλλία, ο οικονομολόγος Αλέν Κοτά θα χαρακτηρίσει αυτή τη μείζονος σημασίας απόφαση, η οποία ελήφθη το 1982, «δώρο Ντελόρ» (στην εργοδοσία). Εξάλλου, μεταξύ 1981 και 2007, η λερναία ύδρα του πληθωρισμού ηττάται κατά κράτος και τα πραγματικά επιτόκια γίνονται σχεδόν πάντα θετικά. Εκμεταλλευόμενοι την απελευθέρωση στην κίνηση των κεφαλαίων, οι «καταθέτες» (να διευκρινίσουμε ότι δεν αναφερόμαστε στη συνταξιούχο από την Λισαβόνα που έχει έναν αποταμιευτικό λογαριασμό ούτε στον υπάλληλο από τη Θεσσαλονίκη... ) βάζουν τα κράτη να ανταγωνίζονται το ένα το άλλο και, σύμφωνα με την περίφημη ρήση του Φρανσουά Μιτεράν, «βγάζουν λεφτά στον ύπνο τους». Επιβράβευση του ρίσκου χωρίς ανάληψη ρίσκου! Χρειάζεται, άραγε, να υπογραμμίσουμε ότι, όταν περνάμε από την κινητή μισθολογική κλίμακα με αρνητικά πραγματικά επιτόκια, σε μια ταχεία πτώση της αγοραστικής δύναμης μαζί με την ανταπόδοση του κεφαλαίου που κάνει φτερά, επέρχεται συνολική ανατροπή των κοινωνικών δεδομένων;

ΕΚΒΙΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΤΕΛΕΣΙΓΡΑΦΑ

Φαίνεται όμως πως αυτό δεν είναι πλέον αρκετό. Στους μηχανισμούς που ευνοούν το κεφάλαιο εις βάρος της εργασίας, η «τρόικα» (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, ΔΝΤ) επέλεξε να προσθέσει τον εξαναγκασμό, τον εκβιασμό και τα τελεσίγραφα. Καθημαγμένα κράτη από την υπερβολικά γενναιόδωρη βοήθεια που παρείχαν στις τράπεζες, εκλιπαρούν για ένα δάνειο προκειμένου να βγάλουν τον μήνα. Η τρόικα τα πιέζει να επιλέξουν ανάμεσα στη φιλελεύθερη κάθαρση και τη χρεοκοπία. Ενα ολόκληρο κομμάτι της Ευρώπης, το οποίο χθες γκρέμιζε τις δικτατορίες του Αντόνιο ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ, του Φρανσίσκο Φράνκο και των ελλήνων συνταγματαρχών, υποβιβάζεται σε προτεκτοράτο υπό τη διοίκηση των Βρυξελλών, της Φρανκφούρτης και της Ουάσινγκτον. Βασική αποστολή: η προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Οι κυβερνήσεις των κρατών παραμένουν στις θέσεις τους, αλλά μόνο και μόνο για να επιβλέπουν την ορθή εκτέλεση των εντολών και να τους φτύνει, όπως είναι επόμενο, ο λαός τους, ο οποίος έχει καταλάβει ότι δεν θα γίνει ποτέ αρκετά φτωχός ώστε να τον λυπηθεί το σύστημα. «Η πλειονότητα των Ελλήνων συγκρίνει τη διεθνή δημοσιονομική κηδεμονία με μια νέα δικτατορία η οποία έχει διαδεχθεί τη δικτατορία των συνταγματαρχών που βίωσε η χώρα από το 1967 ώς το 1974(9)», αποκαλύπτει η «Le Figaro». Πώς είναι δυνατό να φαντάζεται κανείς ότι η ευρωπαϊκή ιδέα θα βγει ενισχυμένη από τη στιγμή που παρομοιάζεται με έναν δεσμοφύλακα, με έναν ξένο δικαστικό κλητήρα που αρπάζει τα νησιά σας, τις παραλίες σας και τα εθνικά σας πάρκα για να τα μεταπωλήσει σε ιδιώτες; Είναι δυνατόν, μετά το 1919 και τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, να αγνοεί κανείς τον καταστροφικό εθνικισμό που μπορεί να εξαπολύσει ένα τέτοιο αίσθημα ταπείνωσης του λαού;

ΑΟΠΛΗ ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ

Οι προκλήσεις, στο μεταξύ, πολλαπλασιάζονται. Ο επόμενος πρόεδρος της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας, ο Μάριο Ντράγκι, ο οποίος, όπως και ο προκάτοχός του, θα εκδώσει προσταγές «λιτότητας» προς την Αθήνα, είχε διατελέσει πρόεδρος της Goldman Sachs την εποχή που η εν λόγω επιχειρηματική τράπεζα βοηθούσε την ελληνική δεξιά να καμουφλάρει τους δημόσιους λογαριασμούς της(10). Το ΔΝΤ, το οποίο επίσης έχει άποψη και για το γαλλικό σύνταγμα, ζητά από το Παρίσι να εντάξει σε αυτό έναν «κανόνα δημοσιονομικής ισορροπίας». Το σχετικό έργο έχει αναλάβει ο Νικολά Σαρκοζί.

Η Γαλλία, από την πλευρά της, γνωστοποιεί ότι θα ήθελε να δει τα ελληνικά κόμματα «να ενωθούν και να σχηματίσουν μια συμμαχία» κατά τα πρότυπα των ομολόγων τους στην Πορτογαλία. Ο πρωθυπουργός, Φρανσουά Φιγιόν, καθώς και ο Ζοζέ Μπαρόζο, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έχουν επιχειρήσει, εξάλλου, να πείσουν για αυτό τον ηγέτη της ελληνικής δεξιάς, Αντώνη Σαμαρά. Τέλος, ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ, ο πρόεδρος της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας, ονειρεύεται «να αποκτήσουν οι ευρωπαϊκές αρχές δικαίωμα βέτο σε ορισμένες αποφάσεις εθνικής οικονομικής πολιτικής(11)».

Η Ονδούρα έχει δημιουργήσει ζώνες χωρίς δασμούς, στις οποίες ο κρατικός έλεγχος δεν έχει καμία ισχύ(12). Η Ευρώπη, στο ίδιο πνεύμα, εγκαινιάζει σήμερα «θέματα εκτός ελέγχου» (οικονομία, κοινωνικά), στα οποία εξανεμίζονται οι διαφωνίες μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, καθώς πρόκειται για τομείς περιορισμένης ή μηδενικής εθνικής κυριαρχίας. Οπότε, η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από «κοινωνικά ζητήματα»: την μπούργκα, τη νομιμοποίηση της κάνναβης, τα ραντάρ στους αυτοκινητόδρομους, τη διαμάχη της ημέρας με αφορμή την κίνηση ανυπομονησίας ή τη βρισιά που ξεστόμισε ένας ζαλισμένος πολιτικός ή ένας καλλιτέχνης που ήπιε πάρα πολύ. Τούτη η συνολική εικόνα επιβεβαιώνει μια τάση που έχει αρχίσει να διαφαίνεται τις δύο τελευταίες δεκαετίες: Η πραγματική πολιτική εξουσία να μετατοπίζεται σε θέματα δημοκρατικού εφησυχασμού. Αυτό, ώς την ημέρα που η αγανάκτηση θα ξεσπάσει. Εδώ βρισκόμαστε σήμερα.

Μόνο που η αγανάκτηση είναι άοπλη, χωρίς τη γνώση των μηχανισμών που την προκάλεσαν και χωρίς πολιτικό υπόβαθρο. Οι λύσεις -να γυρίσουμε την πλάτη στις μονεταριστικές και αποπληθωριστικές πολιτικές που επιδεινώνουν την «κρίση», να καταργηθεί πλήρως το χρέος ή ένα τμήμα του, να πάρουμε στην κατοχή μας τις τράπεζες, να υποτάξουμε το χρηματοπιστωτικό σύστημα, να πετύχουμε την αποπαγκοσμιοποίηση, να επανακτήσουμε τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ που έχασε το κράτος από τη μείωση της φορολογίας, γεγονός που ευνοεί τους πλούσιους (70 δισ. ήταν ούτε λίγο ούτε πολύ οι απώλειες στη Γαλλία την τελευταία δεκαετία) - είναι γνωστές. Και οι άνθρωποι που οι γνώσεις τους περί οικονομίας δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τις αντίστοιχες του κυρίου Τρισέ, αλλά που δεν υπηρετούν τα ίδια συμφέροντα με αυτόν, τις έχουν αναλύσει λεπτομερώς(13).

Δεν έχουμε, επομένως, να κάνουμε τόσο με μια συζήτηση «τεχνικού» και οικονομικού χαρακτήρα, όσο με έναν πολιτικό και κοινωνικό αγώνα. Οι φιλελεύθεροι, βέβαια, θα χλευάσουν λέγοντας πως οι προοδευτικοί διεκδικούν το ανέφικτο. Τι άλλο όμως κάνουν αυτοί πέρα από το να βάζουν την τελευταία πινελιά σε μια ανυπόφορη κατάσταση; Ισως, λοιπόν, είναι καιρός να ξαναφέρουμε στη μνήμη μας την προτροπή που απηύθυνε ο Ζαν Πολ Σαρτρ με τη βοήθεια του Πολ Νιζάν: «Μην ντραπείτε να ζητήσετε το φεγγάρι(14)».

Δεν υπάρχουν σχόλια: