9/3/10

Κοινωνική ταυτότητα και ψυχολογία

Η τάση για ταύτιση αλλά και διαφοροποίηση από την ομάδα
Νικόλας Χρηστάκης Αναπληρωτής καθηγητής κοινωνικής ψυχολογίας στο πανεπιστημίο Αθηνών
Εχοντας αναλάβει το δύσκολο έργο της συνάρθρωσης ψυχολογικού και κοινωνικού, η κοινωνική ψυχολογία, επικαιροποιώντας σε θεωρητικό και μεθοδολογικό επίπεδο μια προαιώνια συζήτηση, ασχολείται με τη (συγκρουσιακή;) σχέση μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, μεταξύ προσωπικών και συλλογικών αναγκαιοτήτων. Η διαλεκτική μεταξύ κοινωνικής και ατομικής ταυτότητας αποτελεί έτσι σταθερά της ψυχοκοινωνιολογικής αναζήτησης, σύμφωνα με τα θεμέλια που έθεσε ο George Ηerbert Μead διακρίνοντας μια κοινωνιολογική από μια πιο προσωπική συνισταμένη του εαυτού. Η πρώτη (Εγώ) αποτελεί την εσωτερίκευση των κοινωνικών ρόλων, το οργανωμένο σύνολο των στάσεων των άλλων ως προς το πρόσωπο, στις οποίες, μέσω μιας «εσωτερικής συζήτησης», αυτό αντιδρά λιγότερο ή περισσότερο δημιουργικά ως υποκείμενο, ωςΕμένα (προσωπική συνισταμένη).
Ο σύγχρονος εμπειρικός πραγματισμός οδήγησε βαθμιαία την κοινωνική ψυχολογία να προσεγγίσει (κατ΄ αρχάς διχοτομικά) κάθε άτομο ως αποτελούμενο από χαρακτηριστικά κοινωνικής τάξεως (σε ποιες ομάδες και κατηγορίες ανήκει) και χαρακτηριστικά προσωπικής τάξεως (διαπροσωπικές σχέσεις και ιδιοσυγκρασιακά γνωρίσματα). Η κοινωνική ταυτότητα του ατόμου σχετίζεται λοιπόν με τις διάφορες θέσεις που κατέχει σε μια κοινωνική δομή και κωδικοποιείται ως το τμήμα του εαυτού που παραπέμπει στα γνωστικά στοιχεία που προκύπτουν από τις τοποθετήσεις στην κοινωνική οικολογία. Στον βαθμό που υπάρχουν και άλλα άτομα που κατέχουν ίδιες θέσεις, η κοινωνική ταυτότητα παραπέμπει στον πόλο της ομοιότητας. Ταυτόχρονα, το αίσθημα της υπαγωγής και οι σχετικές ταυτίσεις είναι δυνατές διότι υπάρχουν άλλες, «ξένες», ομάδες, στις οποίες το άτομο δεν ανήκει, από τα μέλη των οποίων αισθάνεται συνεπώς ότι είναι διαφορετικό. Σχετικά τώρα με την προσωπική ταυτότητα, μπορούμε να πούμε ότι συνίσταται στον αμείωτο και μοναδικό συνδυασμό στοιχείων που καθιστούν κάθε άνθρωπο διαφορετικό από οποιονδήποτε άλλο. Ο καθένας μας κατά βάθος αισθάνεται μόνος εις το είδος του και την ίδια στιγμή ίδιος με τον εαυτό του σε κάθε χρονική και τοπική συγκυρία- αν και νιώθουμε ότι ανάλογα με
τις περιστάσεις φέρνουμε στην επιφάνεια και άλλη όψη του εαυτού, ενώ ο εσωτερικός και ο κοινωνικός έλεγχος αντιμετωπίζουν με συγκαταβατικότητα τις ανακολουθίες που συνεπάγεται η πολυπρισματική μας υπόσταση...
Σε αυτό το επιστημολογικό πλαίσιο η ομάδα ορίζεται ως μόρφωμα με κοινά χαρακτηριστικά σε σχέση με άλλες ομάδες που υπάρχουν στο περιβάλλον, ενώ ο «εθνοκεντρισμός» (ενδο-ομαδική ευνοιοκρατία) είναι προϊόν της κοινής ταύτισης. Η ερμηνεία της ταύτισης με όρους κοινωνικής κατηγοριοποίησης διαφοροποιείται από άλλες κλασικότερες, επικεντρωμένες στη συνοχή, που πριμοδοτούν τις αντιλαμβανόμενες ομοιότητες με τα άλλα μέλη (και το «κοινό τους πεπρωμένο»), τη μεταξύ τους αλληλεξάρτηση ως προς την πραγματοποίηση ενός κοινού στόχου, καθώς και τις κοινωνικο-συναισθηματικές παραμέτρους διαπροσωπικής τάξεως (έλξη). Μια άλλη λέξη-κλειδί (που εισάγει το συναισθηματικό στοιχείο προερχόμενο από το γνωστικό) είναι η σύγκριση: κάθε άτομο θέλει να έχει μια «καλύτερη» κοινωνική ταυτότητα, διαπιστώνει κοινωνικές κανονικότητες, συγκρίνει τα χαρακτηριστικά της ομάδας του με αυτά άλλων ομάδων και ενεργοποιεί διαφοροποιητικές στρατηγικές. Αποτελεί όμως η σύγκριση αμιγή ψυχολογική ανάγκη ή πηγάζει από έναν κοινωνικό (ιδεολογικό) κανόνα ανταγωνισμού; Στη δεύτερη περίπτωση η ερμηνεία θα ήταν καθαυτό ψυχοκοινωνιολογική, καθώς πραγματοποιείται με όρους κοινωνικών θέσεων και ιδεολογίας.
Εμβαθύνοντας μπορούμε να πούμε ότι ο εαυτός δομείται καθώς διακρίνονται δύο είδη ταυτίσεων: (α) οι κοινωνικές, στο πλαίσιο των οποίων το άτομο σκέφτεται και περιγράφει τον εαυτό του ως μέλος κοινωνικών κατηγοριών και ομάδων, (β) οι προσωπικές, στο πλαίσιο των οποίων το άτομο σκέφτεται και περιγράφει τον εαυτό του ως μέλος διαπροσωπικών σχέσεων ή/και με όρους ιδιοσυγκρασιακών χαρακτηριστικών. Με βάση την αναφορά στο ένα ή στο άλλο υποσύστημα του εαυτού και τα χαρακτηριστικά της κατάστασης όπου συμμετέχει το πρόσωπο, ενεργοποιείται κάποια διαφορετική όψη της ταύτισης, άρα αναδύεται και κάποια διαφορετική εικόνα του εαυτού (με λόγια, στάσεις ή ενέργειες). Κανείς δεν σκέφτεται τον εαυτό του στην ολότητά του, γι΄ αυτό και αυτο-ορίζεται και δρα με τρόπους
που μοιραία αναδεικνύονται αντιφατικοί.
Ποιες είναι οι σχέσεις μεταξύ κοινωνικής και προσωπικής ταυτότητας; Ενας πρώτος τρόπος κατανόησής τους εμπλέκει ένα συνεχές εαυτός-ομάδα στο πλαίσιο του οποίου, ανάλογα με τις περιστάσεις, τα άτομα αυτο-ορίζονται με χαρακτηριστικά που προσεγγίζουν τον ένα ή τον άλλο πόλο, βάσει μιας αρχής «συγκοινωνούντων δοχείων»: στην προσωπική τους ζωή σπάνια επικαλούνται τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά (κυρίως αν οι διατομικές συγκρίσεις είναι προσοδοφόρες), ενώ στην κοινωνικο-επαγγελματική τους «αποπροσωποποιούνται» (δεν επικαλούνται τα προσωπικά τους χαρακτηριστικά). Υπάρχουν όμως πολλές περιστάσεις όπου κάποιος ταυτίζεται με κάποια ομάδα και συγχρόνως αισθάνεται (και θέλει να προβάλλει) ότι είναι ένα ιδιαίτερο πρόσωπο. Εδώ η τάση για ομοιότητα με τους άλλους στο εσωτερικό της ομάδας θα χρειαστεί να γίνει αντικείμενο διαχείρισης εν παραλλήλω με την τάση για εξατομίκευση, δηλαδή για διαφοροποίηση από αυτούς. Ο εθνοκεντρισμός δεν αποκλείει τον εγωκεντρισμό κυρίως στις περιπτώσεις εκείνες που το άτομο θέλει να δείξει ότι ασπάζεται τις αξίες και τους κανόνες της ομάδας περισσότερο από τα άλλα μέλη (φαινόμενο primus inter pares), ή ακόμα σε εκείνες που ο αυτοορισμός με ατομικούς όρους αποτελεί και την ύψιστη μορφή αυτοπραγμάτωσηςκάτι που χαρακτηρίζει τις ομάδες υψηλού κοινωνικού στάτους, αυτές που φέρονται ως ηγεμονικές.
Στον βαθμό όπου η κοινωνική ταυτότητα, λόγω υπαγωγής σε υποβαθμισμένες
ομάδες, μπορεί να είναι αρνητική, μπορούν από την άλλη να ενεργοποιηθούν ατομικές ή συλλογικές στρατηγικές αναβάθμισής της. Στις πρώτες συγκαταλέγεται η επιδίωξη κάποιου να εγκαταλείψει μια ομάδα που δεν εγγυάται τη θετική ταυτότητα για να προσχωρήσει σε μια άλλη, «καλύτερη» γι΄ αυτόν. Πρόκειται φυσικά για μια κινητικότητα «αυτοδημιούργητου» τύπου, στο πλαίσιο της οποίας οι ομαδικές (κοινωνικές) σχέσεις εμφανίζονται μεν ως ευέλικτες, αλλά εκλαμβάνονται και γίνονται στην πράξη αποδεκτές από εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους ως σταθερές και νόμιμες.
Οι συλλογικές στρατηγικές είναι ως επί το πλείστον γνωστικές. Μπορεί να συνίστανται (α) στο να οριστεί η μειονεκτική ομάδα (στα μάτια της ή στα μάτια των άλλων) με έναν νέο, διαφορετικό, τρόπο, έτσι ώστε να αναδειχτούν ή/και να δημιουργηθούν θετικές όψεις («μπορεί να είμαστε φτωχοί, αλλά ξέρουμε να ζήσουμε») (β) στο να οριστεί η ομάδα ως ενεργός μειονότητα, με δικό της ιδιαίτερο λόγο, άξια να συμμετέχει στις κοινωνικο-ιδεολογικές ζυμώσεις και να επηρεάσει την κοινωνία. Πρόκειται για στρατηγικές «κοινωνικής δημιουργικότητας» ικανές να δημιουργήσουν νησίδες ιδεολογικής αμφισβήτησης και να επηρεάσουν τον τρόπο που ευρύτερα κοινωνικά σύνολα σκέφτονται τον κόσμο. Δεν επιζητούν την άμεση κοινωνικο-πολιτική αλλαγή, όπως συμβαίνει με κάποιες μορφές (λιγότερο ή περισσότερο ριζοσπαστικής ή και βίαιης) συλλογικής δράσης, είναι όμως απαραίτητες για τη στήριξη των κοινωνικών κινημάτων και αποτελούν αδιαμφισβήτητο μοχλό κοινωνικής αλλαγής, αν όχι εξέλιξης.
*

Βαρβάρα Τερζάκη

Άρθρο Νικόλας Χρηστάκης-εφ. Το Βήμα, 05-02-2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: