15/3/10

Ιστορία αγάπης και ερέβους


Μια φορά κι έναν καιρό στην Ιερουσαλήμ η Φάνια Κλάουσνερ εξήγησε σε ένα μικρό αγόρι, που ήταν ο Αμος, ο μοναχογιός της, κοιτάζοντας ένα μισότυφλο πουλί, που καθόταν στο κλουβί του με ένα χάρτινο κουκουνάρι να του κρατάει συντροφιά: «Η μοναξιά είναι σαν σφυρί, που σπάει το γυαλί, αλλά δυναμώνει το ατσάλι... Εχω την εντύπωση πως, όταν μεγαλώσεις, θα γίνεις ένα φλύαρο σκυλάκι, σαν τον πατέρα σου ή θα γίνεις άνδρας, γαλήνιος και κλειστός, σαν πηγάδι σε χωριό που το εγκατέλειψαν οι κάτοικοί του. Σαν εμένα».
Πριν δημοσιευτεί η Ιστορία αγάπης και ερέβους, ο Οζ δεν αφηγήθηκε ποτέ την ιστορία της άτυχης μητέρας του κι εκείνης της ημέρας του Ιανουαρίου του 1952, που περπάτησε κάτω από τη βροχή, για να φτάσει σε ένα τρισάθλιο διαμέρισμα και να πάρει μια δόση ηρεμιστικών, που προκάλεσαν τον, πρόωρο, θάνατό της: «Από την ημέρα που πέθανε η μητέρα μου, ώς την ημέρα, που πέθανε ο πατέρας μου, ύστερα από είκοσι χρόνια, δεν αναφερθήκαμε ποτέ σ' αυτήν. Ούτε λέξη. Σαν να μην έζησε ποτέ. Σαν η ζωή της να ήταν μια σελίδα, που η λογοκρισία αφαίρεσε από κάποια σοβιετική εγκυκλοπαίδεια».
Αλλά η άσβεστη μνήμη του οργισμένου γιου τής Φάνια δεν έπαψε να στριφογυρνάει γύρω από τη ζωή και τον θάνατό της. Ο Αμος ψάλλει έναν θρησκευτικό ύμνο των προγόνων του και κάνει εκσκαφές σαν αρχαιολόγος. Καταδύεται στα βάθη της ψυχής του, απ' όπου ανασύρει χάλκινα νομίσματα, ακέφαλα αγάλματα, ταγάρια από δέρμα κατσίκας, φυλαχτά, που προστατεύουν από το κακό μάτι, ανδρεία και ντροπή.
Αλλά η Ιστορία αγάπης και ερέβους αποτελεί και θρήνο για τον θάνατο του σοσιαλιστικού-σιωνιστικού οράματος μιας δίκαιης κοινωνίας, με πανεπιστήμια, που θα πραγματοποιούσαν έρευνες σε όλους τους τομείς των επιστημών, συμφωνικές ορχήστρες, Συγκριτική Λογοτεχνία και πειραματική Γεωργία. Ενός οράματος που κατέληξε στον εφιάλτη των συνοριακών ελέγχων, σε ανατινάξεις, στρατόπεδα συγκέντρωσης και οικισμούς σε στρατηγικά σημεία.
Ο Οζ έγραφε το 1980 σε μια συλλογή δοκιμίων με τίτλο Οι πλαγιές του Λιβάνου, «ό,τι άρχισε με τη βιβλική φράση "Η Σιών θα λυτρωθεί μέσω του Νόμου", μετατράπηκε σε "Κανείς δεν είναι καλύτερος από μας. Γι' αυτό καλά θα κάνουν να το βουλώσουν όλοι οι άλλοι"».
Η απόφαση να χαράξει με κάθε λεπτομέρεια στη μνήμη του τα γεγονότα που οδήγησαν στην αυτοκτονία της μητέρας του, δεν θόλωσε τα παιδικά του μάτια. Προσπάθησε να καταγράψει, όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά, σ' αυτήν τη μνήμη την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία οι ομοεθνείς του αγωνίζονταν να οικοδομήσουν ένα κράτος στη Γη της Επαγγελίας: οι φλύαροι ιδεαλισμοί, τα αιθεροβάμονα οράματα, το εκρηκτικό μείγμα ποιητών-εργατών-επαναστατών, χορτοφάγων, μεταρρυθμιστών, πιονιέρων αναγνωστών του Μαρξ, ανορθόδοξων κομμουνιστών, απόβλητων μηδενιστών αποτέλεσαν τα υλικά με τα οποία θα οικοδομούσε, αργότερα, το έργο του.
«Η ζώσα μνήμη», λέει ο Οζ, «μοιάζει με τις πτυχές που δημιουργεί ο άνεμος στην επιφάνεια του νερού ή το νευρικό μούδιασμα της επιδερμίδας μιας γαζέλας λίγο πριν εκτιναχτεί.
Ερχεται εκεί που δεν την περιμένεις και τρεμοπαίζει σε διαφορετικές μουσικές κλίμακες, ώσπου να παγώσει και να ακινητοποιηθεί στην ανάμνηση μιας ανάμνησης. Αυτή η μνήμη είναι πολύ πιο έντονη, πιο ζωντανή στους Εβραίους από κάθε άλλο λαό. Η καθημερινή ζωή που ζούμε σήμερα, αποτελούσε άπιαστο όνειρο για ογδόντα γενεές. Οι πρόγονοί μας γεννήθηκαν και πέθαναν στη διασπορά, εξόριστοι, εκτεθειμένοι στην αυθαιρεσία των ιθαγενών, που τους αντιμετώπιζαν με όρους συμβολικούς. Τους έβλεπαν σαν δαίμονες ή σαν αγίους.
Κάθε επεισόδιο του ιστορικού μας βίου παραπέμπει σε κάποιο από τα πρώτα κεφάλαια της Βίβλου: Την Εξοδο, την περιπλάνηση στην έρημο, την προσπάθεια των ξεριζωμένων να ριζώσουν σε μια άλλη γη. Ο Ισραηλίτης δεν έχει φυσικές σχέσεις με την πραγματικότητα, με μια καθημερινή ζωή, που επιβάλλει συμβιβασμούς και παραχωρήσεις. Βιώνουμε την Ιστορία, αντί να ζούμε την πραγματική ζωή. Θα ζήσουμε την πραγματική ζωή μόνον όταν πάψουμε να αισθανόμαστε ότι μας απειλούν».
Ο έφηβος Αμος διέφερε από τους συνομήλικούς του τόσο στο πνεύμα όσο και στο σώμα: «Πίστευα πως δεν μπορεί να ήμουνα ο μόνος Εβραίος με γαλάζια μάτια, που έμοιαζε να γεννήθηκε στη Νότια Καλιφόρνια, διάβαζε Χερτσλ και Καίστλερ τη δεκαετία του '50, ήθελε να μαζέψει ελιές και ανέλυε τον Μπακούνιν, ενώ έκανε ηλιοθεραπεία, για να αποκτήσει σταρένια επιδερμίδα και πίστευε πως μεγάλωνε σε λάθος έρημο, κοιμόταν σε λάθος σκηνή».
Ο έφηβος Οζ, αυτό το «παιδί που τρεφόταν με λέξεις», «οικογενειακές αναμνήσεις», ο «τρελός άγιος», ο «θεατρίνος», που έδινε τις παραστάσεις του σκαρφαλωμένος σε ένα δέντρο φτιαγμένο από χειροβομβίδες, ο διπλός πράκτορας, που κατασκόπευε τους συγγενείς του και διηγούνταν στους συμμαθητές του ιστορίες γεμάτες κατακόμβες, λαβυρίνθους και μπαρόκ προδοσίες, που έπαιζε πολεμικά παιχνίδια με πούλιες του ντόμινο και φιλοδοξούσε να γίνει πρίγκιπας των ληστών, έλεγε στη θεία του: «Δεν θα μπορέσω ποτέ να γίνω συγγραφέας, ποιητής ή διανοούμενος... Γιατί είμαι αναίσθητος. Τα συναισθήματα μου προκαλούν ναυτία. Θα γίνω αγρότης... Ή μπορεί και να δηλητηριάζω σκυλιά με μια σύριγγα γεμάτη αρσενικό».
Οταν έκλεισε τα 15, «με ένα μυαλό που ονειροπολούσε σε ένα σχεδόν διαφανές κορμί», και άφησε τον δύσκολο πατέρα του για να εγκατασταθεί σε κοινόβιο, άρχισε να βλέπει τους γονείς του σαν να ήταν τα παιδιά του. Η Φάνια, π.χ.: Ενα κακομαθημένο παιδί της ουκρανικής μπουρζουαζίας, που επέλεξε να σπουδάσει Φιλοσοφία στην Πράγα και έφτασε στη Χάιφα το 1934. Τα μαύρα μάτια και η μελαψή επιδερμίδα της την οδήγησαν στο χείλος των κρεματορίων. Αναγκάστηκε να φύγει από μια έπαυλη και το γοτθικό κάλλος τής παλιάς πόλης της Πράγας, για να μεταφερθεί σε έναν τόπο όπου θα ζούσε ανάμεσα σε αμμόλοφους, αντλίες νερού, εσπεριδοειδή, καμήλες, μουσική παιγμένη σε ακορντεόν, πυροβολισμούς και τσακάλια που ουρλιάζουν τις νύχτες. Στην Ιερουσαλήμ συνάντησε τον Αριε Κλάουσνερ, ανιψιό τού διάσημου, αλαζονικού, συντηρητικού διανοουμένου Γιόζεφ Κλάουσνερ. Μετά τον γάμο τους, άρχισε να διδάσκει. Εδινε μαθήματα σε παιδιά, με κυριότερο μαθητή τον Αμος.
Τι έμαθε στον Αμος; Τον δίδαξε παράξενες λέξεις, όπως «αγροικία» και «λιβάδι», για να μην αναφέρουμε «το κορίτσι που έβοσκε χήνες». Και έλεγε ιστορίες, που τις «κάλυπτε κάτι σαν ομίχλη». Του μιλούσε για χιόνια και λύκους, μάγους και βρικόλακες, αρκούδες και καλικαντζαράκια, τρούφες και μανιτάρια, την Ευρυδίκη και την Πανδώρα, τις ατυχίες λαμπρών καλλιτεχνών και την ψυχική ζωή των ζώων. «Ανοιγε μπρος στα μάτια μου μια σαγηνευτική βεντάλια φτιαγμένη από λέξεις. Σαν να με έπαιρνε στα χέρια της και να με σήκωνε ψηλά, όλο και πιο ψηλά. Μου αποκάλυπτε τα ιλιγγιώδη ύψη της γλώσσας», σε ιστορίες γεμάτες ηλιόλουστα χωράφια, απάτητα δάση και αρχέγονα όρη. Μόνον έτσι μπορούσε να ξεχάσει τις αϋπνίες που την τυραννούσαν, την κατάθλιψη, τα νοσοκομεία και τα χάπια, τα μάγουλα που ξέσκιζε με τα νύχια της, τα μαλλιά που ξερίζωνε, το κεφάλι της, που το χτυπούσε με μια κρεμάστρα, τις ατελείωτες νύχτες που περνούσε μπρος σε ένα σκοτεινό παράθυρο και την καταρρακτώδη βροχή, που έπεφτε στο ανοιχτό βιβλίο και στο γυμνό κεφάλι της, όταν καθόταν στην αυλή, μέσα στην καταιγίδα.
Ο γιος της ήταν δωδεκάμισι χρόνων όταν πέθανε, σε ηλικία τριάντα οκτώ ετών. Ο θάνατός της προήλθε από «απογοήτευση ή νοσταλγία. Κάτι είχε πάει στραβά».
Ο πατέρας του υποχρεώθηκε να περάσει το μεγαλύτερο μέρος των παιδικών του χρόνων στην Οδησσό, ντυμένος κορίτσι, με ροζ κορδέλα στα μαλλιά.
Τελείωσε το Πανεπιστήμιο της Βίλνα, θαύμαζε τον Επίκουρο και τον Βολταίρο, διάβαζε ποίηση σε δέκα γλώσσες, απεχθανόταν το φολκλόρ, τη μαγεία και τον μυστικισμό, «κατηγορούσε όλους όσοι κέρδιζαν τη ζωή τους από τη θρησκεία, για κάποια μορφή γλυκερού "τσαρλατανισμού", επιθυμούσε να διδάξει Λογοτεχνία σαν τον θείο του, αλλά αναγκάστηκε να περάσει τη ζωή του σε μια κατώτερη θέση στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Τις νύχτες έγραφε βιβλία για το εβραϊκό μυθιστόρημα ή μια σύντομη ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο αχάριστος γιος του υποψιαζόταν ότι ο Αριε δεν κατόρθωσε ποτέ "να αποδεχτεί τη μετριότητά του". Φαίνεται ότι δεν τον συγχώρησε ποτέ, γιατί απατούσε διαρκώς μια Φάνια κλεισμένη στον εαυτό της. Οταν συνειδητοποιούσε το κακό που της έκανε, γονάτιζε μπρος της και σήκωνε τις μάλλινες κάλτσες, που είχαν πέσει στους αστραγάλους της, καθώς καθόταν ακίνητη μπρος στο παράθυρο.
Ο Αριε φοβόταν τόσο τη σιωπή, ώστε προσπαθούσε να τη γεμίσει με χοντροκομμένα αστεία και κηρύγματα. Από 'κείνον έμαθε ο γιος του ότι συνώνυμη της λέξης άτεκνος στα εβραϊκά είναι η λέξη έρεβος, γιατί και τα δύο υποδηλώνουν ένα κενό, μια έλλειψη: έλλειψη παιδιών ή έλλειψη φωτός», καθώς και ότι στα αραβικά οι λέξεις έρεβος και λήθη είναι συνώνυμες.
Μετά την αυτοκτονία της Φάνια, πατέρας και γιος πέρασαν όλο τον χειμώνα χωρίς να ανοίξουν, ούτε στιγμή, τα παράθυρα του ισόγειου διαμερίσματός τους. Αργότερα, θα διαφωνούσαν για τον Κάφκα και τον Σοσιαλισμό. Ο γιος, ωστόσο, προσπαθεί σε όλο του το έργο να πείσει τους αναγνώστες να συγχωρήσουν τον πατέρα του. Πώς θα μπορούσαν, άλλωστε, να καταδικάσουν κάποιον που είχε τη θεία αφέλεια να προσπαθεί να πείσει τις σφαίρες να επιστρέψουν στον γεμιστήρα του όπλου, απαγγέλλοντας Οβίδιο και Πούσκιν, Ομηρο σε αρχαία ελληνικά, Τσόσερ σε μεσαιωνικά αγγλικά και το τραγούδι των Νιμπελούνγκεν σε μεσαιωνικά γερμανικά.
Κάποιον που ήταν τόσο δοσμένος στις σκέψεις του, ώστε χαιρετούσε λάθος λεωφορείο όταν ο Αμος έφυγε για το κοινόβιο. Σ' αυτό το κοινόβιο, ο γιος διέπραξε μια συμβολική πράξη πατροκτονίας: Αλλαξε το επίθετό του σε Οζ, που σημαίνει «Κουράγιο» στα εβραϊκά.
Στην αρχή, το αγόρι μισούσε τη μητέρα του. Δεν τον αγάπησε ούτε τόσο όσο χρειαζόταν για να τον αποχαιρετήσει: Οταν παρατάς κάποιον, τον προδίδεις. Υστερα, μίσησε τον εαυτό του. Δεν άξιζε να ζει, αφού δεν τον αγάπησε ούτε η μητέρα του:
«Θα ήθελα να ήμουν σαν τους άλλους, να άξιζα να μου δοθεί και μένα μια μητέρα». Μετά, μίσησε την Ιερουσαλήμ, με την ανυπόφορη ζέστη και τα μοχθηρά κουτσομπολιά: Θα έπρεπε να σφίξει τα δόντια και να υπομείνει τις δυσκολίες, τις απώλειες, τη φτώχεια ή τη σκληρότητα του έγγαμου βίου.
Τελικά, μίσησε την Ευρώπη, που την ανάγκασε να εξοριστεί στο Ισραήλ: «Και οι δύο γονείς μου έφτασαν στην Ιερουσαλήμ κατευθείαν από τον 19ο αιώνα. Ο πατέρας μου μεγάλωσε με μια αυστηρή δίαιτα μελοδραματικού, εθνικιστικού, διψασμένου για μάχες ρομαντισμού (Η Ανοιξη Των Εθνών, Sturm und Drang). Τα ζαχαρωτά του ήταν πιτσιλισμένα, σαν από σαμπάνια, με την αρρενωπή φρενίτιδα του Νίτσε. Η μητέρα μου ήταν δημιούργημα μιας άλλης εκδοχής του ρομαντισμού. Είχε τραφεί με το εσωστρεφές, μελαγχολικό διαιτολόγιο μιας μοναξιάς που διαδραματιζόταν με φόντο ελάσσονες μουσικές κλίμακες».
Το κράτος του Ισραήλ θα ήταν σκληρό και για τους δύο και ο Αμος, που επέλεξε να μείνει ορφανός, είχε τον Σπινόζα σαν μόνο συνομιλητή στην έρημο όπου ζούσε. Ηταν φυσικό όσο και αναπόφευκτο να μην πάψει αυτό το πληγωμένο, εμβληματικό παιδί να εμφανίζεται τόσο συχνά στα έργα του.
Στο μαύρο κουτί πήρε τη μορφή του Μποάζ, «που έμοιαζε με τον Χριστό σε σκανδιναβική εικόνα», στη Φήμα έγινε ο Ντίμη, το αλλήθωρο, αλμπίνο παιδί-φιλόσοφος, με τους χοντρούς φακούς, που φορούσε στολή αμερικανού αστροναύτη, ώς τον ονειροπόλο Εμμανουήλ τού Νύχτα μην το λες, που «έμοιαζε να ζει, ακόμα και το καλοκαίρι, μέσα σε μια φούσκα γεμάτη χειμώνα και αυτοκτόνησε στο Τελ Κεντάρ, ως τον δωδεκάχρονο Πρόφι, στον Πάνθηρα που ζούσε στο ισόγειο, που η φιλία του με έναν βρετανό στρατιώτη, το καλοκαίρι του 1947, ανάγκασε τους συντρόφους του να τον κατηγορήσουν για προδοσία.
Ολοι αυτοί οι έφηβοι αποτελούν μυθιστορηματικά δείγματα μιας αέναης πολιτικής κρίσης, που παίρνει τη μορφή κραυγής.
Οι Ισραηλινοί συγγραφείς δεν μπορεί παρά να ποθούν, όπως οι Κινέζοι ή οι Νιγηριανοί, να γράψουν βιβλία, που διαδραματίζονται σε ένα ονειρικό περιβάλλον, μιλούν για έρωτες και οικογενειακές συγκρούσεις, χωρίς το στίγμα της πολιτικής. Ακόμα και οι μυθιστοριογράφοι, που συγκροτούν το κίνημα «Ειρήνη τώρα», θα πρέπει να έχουν βαρεθεί να διαβάζουν τα βιβλία τους μέσα σε καπνούς και ροχάλες. Εκεί, όμως, όπου ζουν ο Αμος Οζ, ο Ντέιβιντ Γκρόσμαν, ο Γιεχόσουα και ο Αχαρον Απελφελντ, τα παιδιά γυρίζουν από το σχολείο κλεισμένα μέσα σε σακούλες για νεκρούς. Το οδυνηρό παρελθόν επαναλαμβάνεται διαρκώς. Αν δείξεις, έστω και μια στιγμή, αδυναμία, ο εχθρός θα επωφεληθεί. Ακόμα και οι αστυνομικές ιστορίες του Μπάτια Γκουρ, είτε διαδραματίζονται σε Ψυχαναλυτικό Ινστιτούτο είτε στο Τμήμα Λογοτεχνίας κάποιου Πανεπιστημίου είτε σε κοινόβιο, φέρνουν στο νου γκέτο και ρωσικά χωριά, που ετοιμάζονται να δεχτούν την επιδρομή Κοζάκων. Οι ήρωες του Γκουρ, όπως και των συναδέλφων του, ζουν σε «κατάσταση πολιορκίας».
AMOS ΟΖ
Ο συγγραφέας που θα ήθελε να είναι βιβλίο...
...Πόσο εύκολα καίγονται οι άνθρωποι
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ του Ισραήλ γεννήθηκε πριν από εξήντα χρόνια, στις 14 Μαΐου του 1948, την ημέρα που πραγματοποιήθηκε το όνειρο των Εβραίων να επιστρέψουν στη γη των πατέρων τους, ύστερα από 2.000 χρόνια εξορίας.
Δυστυχώς, το όνειρο έγινε αμέσως εφιάλτης: Οι γείτονές του επιτέθηκαν στο νεογέννητο κράτος την επόμενη ημέρα. Ο πρώτος -από τους πολλούς- αραβο-ισραηλινούς πολέμους είχε αρχίσει. Η βία που σκορπάει γύρω του κάθε πόλεμος άφησε ανεξίτηλα ίχνη στην ψυχή των κατοίκων του Ισραήλ και διαμόρφωσε, σε σημαντικό βαθμό, την εικόνα που είχε και εξακολουθεί να έχει γι' αυτούς ο υπόλοιπος κόσμος. Ενα μεγάλο μέρος -ίσως και η πλειονότητα- της διεθνούς κοινής γνώμης θεωρεί το Ισραήλ κράτος επιθετικό και πολεμοχαρές.
Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ των 60 χρόνων προκαλεί, στο εξωτερικό και το εσωτερικό της χώρας, ευφορία, αλλά και αμφιβολίες και ερωτήματα: «Θα κατορθώσει το Ισραήλ να επιβιώσει τα επόμενα εξήντα χρόνια;», διερωτώνται σε βιβλία, άρθρα στον Τύπο και τηλεοπτικές εκπομπές όσοι υιοθετούν τα δεύτερα.
«Οχι μόνο θα επιβιώσουμε, αλλά και θα μεγαλουργήσουμε. Είμαστε μια χώρα με καινοτόμους οραματιστές, κατόχους βραβείων Νόμπελ, επιχειρηματίες, διανοουμένους, ενεργούς πολίτες και -ίσως το πιο σημαντικό- ονειροπόλους. Το Ισραήλ είναι το μόνο κράτος στον κόσμο που διατηρεί, επί 3.000 χρόνια, τα ίδια εδάφη, το ίδιο όνομα, την ίδια θρησκεία και την ίδια γλώσσα», λένε όσοι εκφράζουν την αισιόδοξη προοπτική.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ, ωστόσο, επιμένουν, καθώς ένας νέος αντισημιτισμός γεννιέται στην Ευρώπη: «Θα κατορθώσει το Ισραήλ να επιβιώσει τα επόμενα 60 χρόνια;», αναρωτιέται ο Κρίστοφερ Χίτσενς στο διαδικτυακό περιοδικό «Slate» και συνεχίζει: Το ερώτημα, σ' αυτήν την εξηκοστή επέτειο, απασχολεί τον σύγχρονο κόσμο, αλλά έχει πανάρχαιες ρίζες. Οι δύο πτυχές του είναι: «Εκανε, πραγματικά ασφαλείς τους Εβραίους ο σιωνισμός; Εδωσε λύση στο πανάρχαιο πρόβλημα του αντισημιτισμού; Είναι μέρος του Tikkun Olam -είναι μια εβραϊκή φράση, που σημαίνει «διορθώνουμε τον κόσμο ή τελειοποιούμε τον κόσμο». Η εβραϊκή Ορθοδοξία το θεωρεί ευθύνη του ανθρώπινου γένους να συμπληρώσει το έργο του Θεού. Κάτι αντίστοιχο με τη ρήση του μεγάλου καθολικού ιερέως και παλαιοντολόγου Πιερ Τεγιάρ ντε Σαρντέν: «Είμαστε συνεργάτες του Θεού στη συνεχιζόμενη δημιουργία του κόσμου».
ΟΙ ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΟΙ, οι επικριτές, όμως, επιμένουν. Δεν διστάζουν να δηλώσουν: «Ερχονται στιγμές που εύχομαι να μην είχαν κατορθώσει ο Τέοντορ Χερτσλ και ο Χαΐμ Βάιτσμαν να πείσουν τους Εβραίους να ιδρύσουν στο ανατολικό άκρο της Μεσογείου μια ουτοπία με τη μορφή κράτους, που θα το αποτελούσαν αγρότες και εργάτες».
Ετσι το ερώτημα «Επρεπε να υπάρξει κράτος του Ισραήλ;» δεν έπαψε να απασχολεί πολιτικούς και διανοουμένους σε ολόκληρο τον κόσμο από τις αρχές της δεκαετίας του '50, δηλαδή δύο χρόνια μετά την ίδρυση του Ισραήλ και πέντε μόλις χρόνια μετά τη λήξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ, που παραμένει εκκρεμές από το 1948, ζητάει, πιο επιτακτικά από κάθε άλλη φορά, απάντηση το 2008. Μόνον ο άνθρωπος που αποτελεί τη ζώσα συνείδηση του Ισραήλ θα μπορούσε να τη δώσει. Εκείνος που δεν χαρίζεται στους συμπατριώτες του. Προσπαθεί να τους πείσει ότι η γη που καλύπτει σήμερα το Ισραήλ είναι σαν ένα σπίτι με δύο κληρονόμους, που πρέπει να το χωρίσουν με τρόπο που θα τους επιτρέψει να συμβιώσουν ειρηνικά.
Στις 19 Μαΐου του 1982, λίγο μετά τον Πόλεμο των έξι ημερών, ο Αμος Οζ δημοσίευσε, στην εφημερίδα του Εργατικού Κόμματος «Davar», επιστολή με τίτλο «Η Γη των προγόνων μας», με την οποία καλούσε την κυβέρνηση του Ισραήλ να αρχίσει αμέσως διαπραγματεύσεις με τους Παλαιστίνιους για τη Δυτική Οχθη και τη Γάζα. Χρειαζόταν τόλμη για να κάνει κάτι τέτοιο μέσα στην εθνική έξαρση, που ακολούθησε τη σαρωτική νίκη του Ισραήλ στον Πόλεμο των έξι ημερών. Ο Οζ, ωστόσο, τόλμησε και προέβλεψε ότι, αν το Ισραήλ διατηρούσε τα εδάφη που κατέκτησε, δεν θα μπορούσε να αποτρέψει μια ηθική και πολιτική καταστροφή.
«Ακόμα και μια αναπόφευκτη κατοχή διαφθείρει τον κατακτητή»
ΤΟ ΑΡΘΡΟ του 1982 άρχιζε ως εξής: «Αραβες και Ισραηλίτες - Θύματα της Ευρώπης». Και συνέχιζε: «Αληθινή καταστροφή θεωρώ το γεγονός ότι οι δύο πλευρές δεν τολμούν να κοιταχτούν στα μάτια, να δουν ο ένας την ψυχή του άλλου. Εκεί έγκειται η τραγωδία. Τι βλέπουν οι Ισραηλίτες όταν κοιτάζουν τους Αραβες; Συνήθως, ατενίζουν τη σκιά διωκτών και καταπιεστών από ένα σκοτεινό παρελθόν: Κοζάκοι, ντυμένοι τώρα με αραβικές κελεμπίες και κεφαλομάντιλα, έρχονται να συνεχίσουν το έργο όσων οργάνωσαν πογκρόμ σε προηγούμενες γενιές, να δολοφονήσουν, να βιάσουν, να λεηλατήσουν. Τι βλέπουν οι Αραβες όταν αντικρίζουν τους Ισραηλίτες; Συνήθως, βλέπουν τη σκιά παλιών διωκτών και καταπιεστών. Αρνούνται να δουν τους Εβραίους σαν επί αιώνες διωκόμενο λαό, που προσπαθεί να οικοδομήσει ένα έθνος σαν όλα τα άλλα. Στο πρόσωπο κάθε Εβραίου βλέπουν τη διαιώνιση του πανούργου, υπερόπτη ευρωπαίου αποικιστή και ιμπεριαλιστή, που έρχεται για να σκλαβώσει την Ανατολή και χρησιμοποιεί την τεχνολογική υπεροχή του, για να εκμεταλλευτεί τον πλούτο της. Πάνω από τη σύγκρουση πλανάται η σκιά του παρελθόντος. Η Ευρώπη έχυσε το αίμα των Εβραίων. Τους καταδίωξε και τους εκμηδένισε. Η Ευρώπη καταπίεσε, ταπείνωσε και εκμεταλλεύτηκε τους Αραβες. Η Ευρώπη ευθύνεται για την άρνηση, την ανικανότητα του Ισραήλ και των Αράβων να κοιταχτούν στα μάτια, να δουν ο ένας την ψυχή του άλλου, χωρίς να αντικρίζουν σκιές του παρελθόντος.
Αραβες και Ισραηλίτες έχουν υποστεί ταπεινώσεις, υποδούλωση, οδύνη. Οταν κοιτάζονται, ο καθένας βλέπει αυτόν που θεωρεί εχθρό του. Ο φόβος και οι υποψίες τούς εμποδίζουν να σκεφτούν ψύχραιμα και, ιδίως, λογικά».
ΛΙΓΟ ΜΕΤΑ τη δημοσίευση της έκκλησης του Οζ, το Ισραήλ εισέβαλε στον Λίβανο. Οι πολεμικές επιχειρήσεις και η κατοχή, που διήρκεσε τρεις μήνες, άφησε στα πεδία των μαχών και της πόλης 18.000 θύματα από την πλευρά του Λιβάνου και 800 νεκρούς Εβραίους, ώσπου το Ισραήλ να υποχωρήσει σε μια «ουδέτερη» ζώνη και, τελικά, στα πριν από την κατοχή σύνορά του. Τίποτε δεν κέρδισε, αλλά έχασε πολλά, επαληθεύοντας τις ζοφερές προβλέψεις του Αμος Οζ. Τι άλλαξε από τότε; Απολύτως τίποτε. Ιδιες σκιές, ίδιοι φόβοι, ίδιες υποψίες, ίδιες ανοησίες. Το μόνο που διαφέρει είναι οι πρωταγωνιστές. «Και έτσι και οι δύο ρίχνουν, μπροστά στα μάτια μας λάδι στη φωτιά της υποψίας, του φόβου, του εφιάλτη, που στιγμάτισε το παρελθόν. Κάθε λογικός άνθρωπος θα ευχόταν να εξοβελίσουμε τον τρόμο στον χώρο όπου ανήκει: στη σκηνή του θεάτρου. Και να μην ξεχάσουμε ότι η τραγωδία επαναλαμβάνεται δυο φορές: την πρώτη σαν κωμωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα», έγραφε ο Αμος Οζ το 1982.
Οταν θα μεγάλωνα, ήθελα να γίνω βιβλίο
Βιβλίο, όχι συγγραφέας. Γιατί φοβόμουν. Από φόβο
Γιατί αργούσε να ξημερώσει γι' αυτούς που οι οικογένειές τους δεν έφτασαν στο Ισραήλ.
Οι Γερμανοί είχαν σκοτώσει όλους τους δικούς τους. Ο φόβος βασίλευε στην Ιερουσαλήμ, αλλά οι κάτοικοί της προσπαθούσαν να τον θάψουν βαθιά στα στήθη τους. Τα τανκς του Ρόμελ κόντευαν να φτάσουν στα σύνορα του Ισραήλ. Ιταλικά αεροπλάνα είχαν βομβαρδίσει το Τελ Αβίβ και τη Χάιφα κατά τη διάρκεια του πολέμου και ποιος ξέρει τι θα μας έκαναν οι Βρετανοί πριν φύγουν. Και μετά την αποχώρησή τους, ορδές αιμοδιψών Αράβων, εκατομμύρια φανατικών μουσουλμάνων θα μας έσφαζαν όλους...
Φυσικά, οι μεγάλοι απέφευγαν να αναφερθούν σ' αυτήν την τρομερή προοπτική παρουσίας παιδιών. Τουλάχιστον, όχι στα εβραϊκά. Αλλά, μερικές φορές, τους ξέφευγε μια λέξη ή κάποιος φώναζε μέσα στον ύπνο του.
Τα σπίτια όπου ζούσαμε ήταν στενά και γεμάτα, σαν κλουβιά. Τα βράδια, όταν έσβηναν τα φώτα, άκουγα τους δικούς μου να ψιθυρίζουν στην κουζίνα, πίνοντας τσάι με μπισκότα. Το αυτί μου έπιανε λέξεις, όπως ναζί, βίλνα, παρτιζάνοι, στρατόπεδα συγκεντρώσεως, τρένα θανάτου. Μιλούσαν για τον θείο Δαβίδ, τη θεία Μάλκα και τον μικρό Δαβίδ, που ήταν συνομήλικός μου.
Ο φόβος βρήκε τρόπο να τρυπώσει μέσα μου. Τα παιδιά της ηλικίας μου δεν μεγαλώνουν πάντα... Κοντά μας, ζούσε κάποτε ένας βιβλιοδέτης, που έπαθε νευρικό κλονισμό, βγήκε στο μπαλκόνι και άρχισε να φωνάζει: «Εβραίοι, βοήθεια, γρηγορείτε, ετοιμάζονται να μας κάψουν όλους». Ο αέρας βάραινε από τον τρόμο. Κι εγώ είχα καταλάβει ήδη πόσο εύκολο είναι να δολοφονείς ανθρώπους. Η αλήθεια είναι πως και τα βιβλία καίγονται εύκολα, αλλά, αν γινόμουν βιβλίο, όταν μεγάλωνα, είχα μια πιθανότητα να σωθεί ένα τουλάχιστον αντίγραφο, αν όχι εδώ, σε κάποια άλλη χώρα. Σε κάποια πόλη, σε κάποια μακρινή, δημόσια ή σε κάποια ξεχασμένη ιδιωτική βιβλιοθήκη. Στο κάτω κάτω της Γραφής, είχα δει με τα μάτια μου βιβλία να κρύβονται μέσα στο σκοτάδι και στη σκόνη ραφιών γεμάτα τόμους, κάτω από στοίβες αποκομμάτων και περιοδικών ή να βρίσκουν καταφύγιο πίσω από άλλα βιβλία.
(Απόσπασμα από την Ιστορία αγάπης και ερέβους, του Αμος Οζ, σε μετάφραση Μαρίας και Ελένης Παξινού.)

Βαρβάρα Τερζάκη

Άρθρο Μαρία και Ελένη Παξινού εφ. Ελευθεροτυπία, 13-11-2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: