17/2/10

Από την ανάπτυξη στη στασιμότητα 10 χρόνια από την είσοδο της Ελλάδας στην ΟΝΕ

Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) αποτελεί κορυφαίο γεγονός της μεταπολιτευτικής περιόδου. Απο μια μακροχρόνια σκοπιά μπορεί να ανδειχθεί σε ιστορική καμπή, αν σηματοδοτήσει την είσοδο της χώρας στην τελική φάση της οικονομικής και κοινωνικής σύγκλισης με την Ευρώπη».
Η δήλωση που έγινε το 2004, έχει πλέον, ως προς το πρώτο σκέλος γενική αποδοχή. Όμως το δεύτερο σκέλος δεν έχει επιβεβαιωθεί. Η πορεία της χώρας μέσα στην ευρωζώνη υποδεικνύει παλινδρομικές τάσεις, με αβέβαιη προοπτική.
Η απόφαση για ένταξη στην ΟΝΕ υιοθετήθηκε από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου τον Οκτώβριο του 1993 και οριστικοποιήθηκε όταν ανέλαβα το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας τον Μάιο του 1994. Το Πρόγραμμα Σύγκλισης κατατέθηκε τον Ιούλιο 1994 στο Συμβούλιο Eco/Fin και εγκρίθηκε, με μεγάλες δυσκολίες, τον Νοέμβριο του 1994. Ελάχιστοι, εντός ή εκτός της χώρας, πίστευαν ότι η Ελλάδα θα κατόρθωνε να ανταποκριθεί στα κριτήρια ένταξης. Η απόσταση που τη χώριζε από τις οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν τεράστια. Η ελληνική οικονομία είχε εξαιρετικά αδύναμες επιδόσεις: χαμηλή ανάπτυξη, τεράστια δημοσιονομικά ελλείματα, πολύ υψηλό πληθωρισμό και επιτόκια, ασταθές νόμισμα. Η ενταξιακή προσπάθεια διαμόρφωσε νέες συνθήκες που οδήγησαν στη σταθεροποίση της οικονομίας και σε επιτάχυνση της ανάπτυξης. Το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε από 12,2% του ΑΕΠ το 1993 σε 3% το 1999 ( ακόμα και με τα στοιχεία της δήθεν απογραφής της ΝΔ). Ο πληθωρισμός μειώθηκε από 14,4% το 1993 σε 2,6% το 1999. Από το 1997 ο ρυθμός ανάπτυξης έφτασε το 4% και διατηρήθηκε για 11 χρόνια, προωθώντας την πραγματική σύγκλιση. Ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης τις δύο προηγούμενες δεκαετίες ήταν μόλις 1,5%.

Η επίτευξη των στόχων
Το Πρόγραμμα Σύγκλισης έθετε φιλόδοξους στόχους, με ρεαλιστικούς ενδιάμεσους σταθμούς και συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Όλα τα εργαλεία πολιτικής – δημοσιονομική, νομισματική, συναλλαγματική πολιτική, πολιτική τιμών και εισοδημάτων, επενδυτική πολιτική, διαρθρωτική πολιτική-αξιοποιήθηκαν για την επίτευξη των στόχων. Ισχυρό επιτελείο στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικων ασκούσε εποπτεία σε όλες τις παραμέτρους πολιτικής.
Η σταθερότητα και η αποφασιστικότητα στην υλοποίηση του Πρόγραμματος υπήρξαν κρίσιμοι παράγοντες επιτυχίας. Σε μια χώρα όπου απουσίαζε η αίσθηση πειθαρχίας ήταν φυσικό να προβληθούν εμπόδια και αντιστάσεις σε κρίσιμα στάδια, όπως ο προϋπολογισμός του 1997, η υποτίμηση της δραχμής και η ένταξη στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών το 1998 καθώς και η ιδιωτικοποίηση της Ιονικής Τράπεζας. Κατεστημένα οικονομικά και συντεχνιακά συμφέροντα γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι η κυβέρνηση προέτασσε το συμφέρον του τόπου απέναντι σε στενές κομματικές σκοπιμότητες.
Ο κοινωνικός διαλογος και η συναίνεση είχαν κεντρική θέση στην ενταξιακή διαδικασία. Η συμφωνία που επιτεύχθηκε με τα συνδικάτα σχετικά με το πλαίσιο της εισοδηματικής πολιτικής οδήγησε στη δραστική μείωση του πληθωρισμού και στη συνακόλουθη αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων των εργαζομένων. Εξάλλου, η αποτελεσμάτική καταπολέμηση της φοροδιαφυγής επέτρψε τη μείωση των φορολογικών συντελεστών και την αύξηση των κοινωνικών δαπανών.
Συνεκτικός σχεδιασμός, πειθαρχία, διάλογος και συναίνεση συνθέτουν την πολιτική προσέγγιση για την ένταξη στην ΟΝΕ.
Τα στοιχεία αυτά συμβίωσαν και επιβίωσαν σε όλη τη διάρκεια της προσπάθειας, χωρίς ανατροπές. Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ προέβαλαν τη θέση ότι μόνο μέσα από την ένταξη θα μπορούσε ο ελληνικός λαός να συμμετάσχει στην εξέλιξη και στην προοπτική που διανοίγει η νέα εποχή. Με το ΠΑΣΟΚ επιτεύχθηκε μια πρωτοφανής, σε ειρηνική περίοδο, συστράτευση κοινωνικών δυνάμεων για την επίτευξη ενός εθνικού στόχου.
Τέλος, η επιτυχία προϋπέθετε απόρριψη δογματισμών. Αναζητήσαμε ρεαλιστικές λύσεις, αυτές που αποδίδουν.

Η πρόκληση για τη νέα κυβέρνηση
Η Ελλάδα εντάχθηκε στην ευρωζώνη το 2000. Το νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα αξιοποίησε την αυξημένη εμπιστοσύνη που απέκτησαν καταναλωτές και επενδυτές με την εξασφάλιση σταθερού οικονομικού περιβάλλοντος. Χαμηλός πληθωρισμός, χαμηλά επιτόκια και ισχυρό νόμισμα οδήγησαν σε υψηλότερα επίπεδα την καταναλωτική και επενδυτική δαπάνη. Χάρη στις διαρθρωτικές αλλαγές και στον εκσυγχρονισμό των υποδομών, η παραγωγική βάση της χώρας ανταποκρίθηκε θετικά στην αύξηση της ζήτησης.
Από τα μέσα όμως αυτής της δεκαετίας διευρύνθηκαν υπέρμετρα τα ελλέιμματα του εξωτερικού ισοζυγίου αντανακλώντας υστερήσεις στην προσαρμογή της οικονομίας στο νέο ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον. Ο ιδιωτικός και δημόσιος δανεισμός ακολούθησε έντονα ανοδική πορεία. Η χώρα άρχισε να ζεί πάνω από τις οικονομικές της δυνατότητες, σε αντιστοίχηση με τις υψηλές προσδοκίες που διαμόρφωσε η επιτυχία της ενταξης. Οι αποταμιεύσεις κατευθύνονταν σε μεγάλο βαθμό στην κάλυψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, οι παραγωγικές επενδύσεις εξασθένησαν, η ανταγωνιστικότητα υποβαθμίστηκε.
Η παγκόσμια κρίση ανέδειξε, με δραματικό τρόπο, την επιδείνωση των προβλημάτων της οικονομίας. Οι διαστάσεις της δημοσιονομικής κρίσης που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια του προβλήματος των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Η τεράστια αύξηση του ελλείματος έχει δημιουργηθεί συνθήκες εκρηκτικής ανόδου του δημόσιου χρέους, με κίνδυνο να προκληθεί πιστωτική κρίση και να εξαναγκαστεί η χώρα να εφαρμόσει οδυνηρά μέτρα που θα οδηγήσουν σε μείωση των εισοδημάτων και αύξηση της ανεργίας.
Στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας, η παραγωγή παραμένει καθηλωμένη σε παραδοσιακούς κλάδους έντασης εργασίας και, κατά συνέπεια είναι ευάλωτη στον εντεινόμενο ανταγωνισμό των χωρών χαμηλού εργατικού κόστους. Υπάρχει τεράστια καθυστέρηση στη μετάβαση στην οικονομία της γνώσης και σε νέες τεχνολογίες.
Η συνύπαρξη δημοσιονομικού εκτροχιασμού και ανταγωνιστικής υστέρησης αποκλείει την ανάκαμψη της οικονομίας. Διαγράφεται, αντίθετα, η προοπτική μακροχρόνιας στασιμότητας.
Κεντρική ευθύνη για αυτή την αρνητική εξέλιξη φέρει η συντηρητική διακυβέρνηση των τελευταίων ετών. Η ΝΔ είχε υποσχεθεί μεταρρυθμίσεις και επανίδρυση του κράτους. Στην πράξη επικράτησαν η χαλαρότητα, η αδράνεια και η πελατειακή διαχείρηση στα όρια του φαύλου παλαιοκομματισμού. Η χώρα έχασε τον βηματισμό της και παρασύρθηκε στη δίνη της παγκόσμιας κρίσης.
Η επάνοδος σε τροχιά ανάπτυξης και προόδου προϋποθέτει την ανάκτηση της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων. Αποτελεσματική διοίκηση, λιγότεροι υπάλληλλοι, καλύτερη εκπαίδευση και περισσότερη κοινωνική προστασία αποτελούν κρίσιμες επιλογές της νέας μεταρρύθμιστικής ατζέντας.
Είναι μεγάλη ίσως ιστορική, η πρόκληση για τη νέα κυβέρνηση. Χρειάζεται όραμα, σχέδιο, ισχυρή θέληση και ικανότητα. Το διακύβευμα αφορά το μέλλον της χώρας.

Βαρβάρα Τερζάκη

Άρθρο Γιάννη Παπαντωνιου -εφ. Το Βήμα, 03-01-2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: